Fractal

Η εντιμότητα της λογοτεχνίας

Γράφει η Κούλα Στυλιανού //

 

Για τη νουβέλα της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, «Αιόλου και Πανδρόσου», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Όταν ένα κείμενο μιλάει για τον εαυτό του είναι δείγμα —λέμε— μοντερνισμού και συνηθίζουν να το λένε οι κριτικοί λογοτεχνίας με μία δύσκολη λέξη για το πλατύ κοινό ως «αυτοαναφορικότητα». Όταν ένα κείμενο μιλάει για τους κριτικούς λογοτεχνίας, φέρνει σε δύσκολη θέση αυτούς που καλούνται να πάρουν αυτόν τον ρόλο. Ξεκινώντας αυτή την παρουσίαση, θέλω να σας μεταφέρω την άποψη της συγγραφέως για τους κριτικούς λογοτεχνίας μέσα από τα λόγια ενός από τους ήρωες του βιβλίου της. Λέει λοιπόν ο Ιάκωβος, που «παρόλο που αγαπούσε τη λογοτεχνία, οι αναλύσεις και οι σχετικές συζητήσεις τον κούραζαν αφόρητα»:

 

«‘‘Τι δουλειά έχουμε εμείς με τους διανοούμενους;’’ […] Μας έρχεται ο κάθε ψηλομύτης να μας κάνει μάθημα και μας ζαλίζει το κεφάλι με αναλύσεις και θεωρίες. Δεν θέλω, κύριε, να μάθω τη γνώμη σου για τα ποιήματα που γράφει ο κάθε πικραμένος. Άμα δεν σ’ αρέσουν, μην τα διαβάζεις». (90)

 

Αν και η συγγραφέας έχει ξεκαθαρίσει την άποψή της για τους κριτικούς λογοτεχνίας, καλούμαι εδώ να πάρω τον άχαρο αυτό ρόλο. Να πω τη γνώμη μου για το βιβλίο της.

Θα της απαντήσω με το ίδιο νόμισμα. Κι αυτή η μεταφορά είναι κατάλληλη —πιστεύω— για ένα βιβλίο που μιλά για νομίσματα. Λέει ο Χάρης, ο άλλος βασικός ήρωας:

 

«Πόσες φορές άλλωστε δεν είχε ξεκινήσει να διαβάζει κάποιο βιβλίο, κι αν δεν επέμενε να το συνεχίσει μετά τις πρώτες, ενδεχομένως, αδιάφορες σελίδες, θα έχανε ίσως τη μοναδική ευκαιρία να διαβάσει ένα αριστούργημα; Κι αυτοί οι συγγραφείς, τέλος πάντων! Ας το πάρουν επιτέλους χαμπάρι ότι το πρώτο κεφάλαιο πρέπει να είναι ο καθρέφτης όλου του βιβλίου!»

 

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι στο βιβλίο της Βίβιαν το πρώτο κεφάλαιο δεν αποτελεί τον καθρέφτη όλου του βιβλίου. Κι ότι ο αναγνώστης μπορεί να πάθει αυτό που ο Χάρης διαπιστώνει για τις δικές του αναγνωστικές εμπειρίες. Αν, δηλαδή, ο αναγνώστης δεν επιμείνει να συνεχίσει μετά τις πρώτες, ενδεχομένως, αδιάφορες σελίδες, θα χάσει ίσως τη μοναδική ευκαιρία να διαβάσει ένα αριστούργημα.

 

Πού εδράζεται το αριστοτεχνικό του βιβλίου αυτού; Στην τέχνη της διήγησης. Στην τέχνη να μιλήσεις για την τέχνη και την αλήθεια της. Κι ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Κωσταντής Χριστοδούλου από τη Δερύνεια, ήταν τεχνίτης. Ήξερε την τέχνη να φτιάχνει πλαστά αρχαία νομίσματα. Για αυτή του την τέχνη κατηγορείται από τον Σβορώνο, διευθυντή του Νομισματικού μουσείου Αθηνών. Η κατηγορία του Σβορώνου αμφισβητεί την αλήθεια της τέχνης του Κωσταντή. Ο διευθυντής του μουσείου καταλογίζει στον Κωσταντή μπαγαπόντικη και παραπλανητική χρήση της τέχνης του, αφού ισχυρίζεται ότι ο Δερυνειώτης τεχνίτης με τα πλαστά αρχαία νομίσματα ξεγελούσε τον κόσμο, πουλώντας τα για αυθεντικά. Ήταν, δηλαδή, κιβδηλοποιός.

 

Την αποκατάσταση της φήμης του Κωσταντή καλείται να πετύχει με τη διήγησή του ο Ιάκωβος Χατζηγιώργης από την Αμμόχωστο. Δέκτης της διήγησής του ο Χάρης από τα Γιάννενα, φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, νοικάρης δωματίου στο σπίτι του Ιάκωβου. «Όσα ήξερε ο Κωσταντής για τα νομίσματα, δεν τα ήξεραν δέκα μορφωμένοι καθηγητάδες μαζί» (σελ. 24), λέει ο Ιάκωβος στον Χάρη. Ποια η σχέση του Ιάκωβου με τον Κωσταντή; Απαντά ο ίδιος ο Ιάκωβος: «Ο Κωσταντής ήταν κυριολεκτικά ο κηδεμόνας μου εδώ στην Αθήνα. Εκείνος μου έμαθε όλα όσα ξέρω. Όλα όσα με έκαναν άνθρωπο εδώ στην Ελλάδα» (24).

 

Ποιος λέει την αλήθεια; Ο διευθυντής του Νομισματικού μουσείου που καταγγέλλει την κιβδηλεία και την εξαπάτηση ή ο Ιάκωβος που στο πρόσωπο του Κωσταντή βρήκε έναν κηδεμόνα και μια πηγή ανθρωπιάς; Την αλήθεια της τέχνης, τη διαφορά του κίβδηλου από το πλαστό πραγματεύεται το βιβλίο της Βίβιαν.

 

«Και ποια η διαφορά; Ψεύτικα δεν είναι και τα δύο;», ρωτάει ο Χάρης τον Ιάκωβο. «Χάρη, το κίβδηλο νόμισμα είναι αντίγραφο του αυθεντικού ή, τέλος πάντων, ο σκοπός είναι να έχει όλα τα στοιχεία του αυθεντικού. […] Το πλαστό, είναι μια άλλη ιστορία. Είναι μια παράλληλη δημιουργία που μιμείται το στιλ και τον φορέα, και βέβαια τα γενικότερα χαρακτηριστικά, και προσπαθεί να ξεγελάσει τους ενδιαφερόμενους και να περάσει ως αυθεντικό».

 

Ποιος ξέρει την αλήθεια; Σίγουρα όχι ο διευθυντής του μουσείου, στον οποίο ο Ιάκωβος απέδωσε τον χαρακτηρισμό «ο απατημένος».

 

Από τη στιγμή που το κίβδηλο νόμισμα δεν έχει στόχο να εξαπατήσει, αλλά είναι καρπός τέχνης και δημιουργίας, απενεχοποιείται;

 

Τελικά η τέχνη απενεχοποιεί; Μπορεί το βιβλίο της Βίβιαν να είναι αφορμή να μιλήσουμε για τις όποιες ευθύνες ή ενοχές έχει η τέχνη του λόγου, η λογοτεχνία, απέναντι στην αλήθεια και στην ιστορική πραγματικότητα; Γιατί —αν έχει παρακολουθήσει κάποιος τη γραφή της Βίβιαν Αβρααμίδου— θα έχει αντιληφθεί την εμμονή της με την ιστορική πραγματικότητα και τη χρήση ιστορικού υποβάθρου.

 

Βίβιαν Αβρααμίδου – Πλούμπη

 

Σε αυτό το βιβλίο έχει αναλάβει τη συγγραφική ευθύνη για την προσωπογραφία του Κωσταντή Χριστοδούλου. Ο Κωσταντής Χριστοδούλου είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι —γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο— οφείλει η συγγραφέας να λογοδοτήσει στην ιστορική πραγματικότητα. Κατάφερε και σε ποιο βαθμό να ξαναζωντανέψει τον Κωσταντή; Ο Κωσταντής, θα είχε πεθάνει στη μνήμη όλων, αν η συγγραφέας μας δεν αποφάσιζε να τον αναστήσει και να του φυσήξει ζωή από την αρχή. Γιατί τι άλλο είναι η τέχνη από τη μίμηση, την αναβίωση και το φύσημα ζωής σε κάτι που υπάρχει και το αντιγράφει αναπαράγοντάς το, σε κάτι που υπήρξε και τώρα δεν υπάρχει ή σε κάτι που είναι γέννημα και μόνο του μυαλού και της φαντασίας; Αυτό —ακριβώς— δεν έκανε και ο Κωσταντής Χριστοδούλου; Έδινε ξανά ζωή σε αρχαία νομίσματα με τέτοιο τρόπο που να μην ξεχωρίζει το πρότυπο από το αντίγραφο. Είναι αυτό εξαπάτηση ή δύναμη της τέχνης; Και σε ποιον —άραγε— έχει να λογοδοτήσει η τέχνη πάρα μόνο στον ίδιο της τον εαυτό;

 

Αυτό που είναι εξόχως τραβηχτικό σε αυτό το βιβλίο δεν είναι μόνο η συναρπαστική ιστορία της ζωής του Κωσταντή, αλλά ο τρόπος που παίρνει μορφή στο χαρτί η ζωή του. Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η τεχνική της λογοτεχνικής νεκρανάστασης του Κωσταντή, όπως τη χειρίζεται η συγγραφέας. Για την ανασύνθεση της εποχής που έζησε ο ήρωας και το αναπλάσιμο του ίδιου του ήρωα, η συγγραφέας δανείζεται πρώτες ύλες και από άλλες τέχνες. Δεν είναι τυχαίο που ο ακροατής της διήγησης, Χάρης, είναι φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών. Και δεν είναι λίγες οι φορές που —όσο διαρκεί η διήγηση του Ιάκωβου στον Χάρη, ο φοιτητής με την καλλιτεχνική φύση σκιτσάρει πάνω στο χαρτί. Ενδεικτικά : «Το περίγραμμα από έξι ανδρικές φιγούρες είχε καλύψει τα τρία τέταρτα του χαρτιού μπροστά στον Χάρη κι άρχιζαν σιγά σιγά να παίρνουν ζωή. Ο Ιάκωβος παρακολουθούσε τις κινήσεις του νεαρού με κρυφό θαυμασμό. Όπως ακριβώς εκτιμούσε και τη δουλειά του Κωσταντή. Ο ίδιος, παρότι αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες, ήταν τόσο αδέξιος όσο και παράφωνος». (68)

 

Ο Ιάκωβος —στον οποίο θα αναθέσει λογοτεχνικά η συγγραφέας τη διήγηση της ιστορίας του ήρωα— αγαπά τις τέχνες. Όλοι οι ήρωες της συγγραφέως αγαπούν τις τέχνες, γιατί είναι κατάδηλη η αγάπη της συγγραφέως σε αυτές. Και μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένας ζωντανός και αυτοαναφορικός διάλογος μεταξύ των τεχνών. Γραφίδες και χαρτί, πινέλα και καμβάς, όργανα και ήχοι είναι τα καλλιτεχνικά όπλα της συγγραφέως για να διηγηθεί και να ξυπνήσει όλες τις αισθήσεις που οι τέχνες ανακινούν. Στη γραφή της Βίβιαν οι λέξεις γεμίζουν εικόνες και οι εικόνες γεμίζουν ήχους.

 

Βρισκόμενος ο Χάρης —σ’ έναν αγαπημένο γι’ αυτόν χώρο— στη βιβλιοθήκη του Ιάκωβου, λίγο πριν ανακαλύψει το τεύχος που αναφερόταν στον βίο του Κωσταντή, εραστής της κεραμικής τέχνης «θαύμαζε τα αραβουργήματα, μα ακόμα περισσότερο λάτρευε τη μαγεία των κεραμικών της Οθωμανικής περιόδου. Κούρδισε το μουσικό κουτί που ήταν πάνω στο τραπεζάκι κι έμεινε να παρατηρεί τον μηχανισμό που γέμιζε το δωμάτιο με τη γλυκιά μουσική από την Ουγγρική Ραψωδία του Λιστ». (22)

 

Η εικονοπλαστική δεινότητα της συγγραφέως είναι χαρακτηριστική. Η γραφή της είναι ένα διαρκές παιχνίδι με τις λέξεις που —αντί για λόγο— παράγει εικόνα. Ο Ιάκωβος διηγείται στον Χάρη και τον μαλώνει ως εξής: «Δεν θα με διακόψεις όμως πάλι! Χάνω τον ειρμό των εικόνων!» (35)

 

Το παιχνίδι που σκάρωσε στο μυαλό της η συγγραφέας είναι ευφυές και είναι το εξής: Στόχος της είναι η προσωπογραφία του Κωσταντή, για τον οποίο δεν θα μιλήσει η ίδια αναλαμβάνοντας τον ρόλο του αφηγητή, αλλά θα δώσει το μικρόφωνο στον Ιάκωβο. Ο Κωσταντής ξεπηδά από το χαρτί και ζωντανεύει μέσα από τα λόγια ενός από τους ήρωες και όχι του αφηγητή. Την προσωπογραφία τώρα του Ιάκωβου την αναθέτει στον μικρότερο ηλικιακά ήρωα και ακροατή της διήγησης, ο οποίος κρατά σχεδόν πάντα το μπλοκ ζωγραφικής του και την ώρα που ο σπιτονοικοκύρης του, Ιάκωβος, διηγείται, ο νεαρός ζωγραφίζει το πορτρέτο του Ιάκωβου. Το πώς δείχνει ο Ιάκωβος δεν θα μας το πει ο παντογνώστης αφηγητής, αλλά θα το δούμε από το σκίτσο που του έφτιαξε ο Χάρης:

 

«Ο Χάρης ξαναγύρισε στο έργο του κοιτάζοντάς το κριτικά. Μακρόστενο πρόσωπο, ελαφρώς σκαμμένα τα μάγουλα, ιδιαίτερα το δεξί, κάπως ελλειμματικό το πηγούνι. Το πυκνό, σαν βούρτσα, μουστάκι πάνω από τα λεπτά χείλη τόνιζε ακόμα περισσότερο τις γωνίες του προσώπου. Πυκνά κατάμαυρα φρύδια και πλούσια σγουρά μαλλιά, που είχαν όμως γκριζάρει από καιρό. Τα μάτια, κλειστά, έμοιαζαν σαν δυο μεγάλες κουμπότρυπες, ενώ τ’ αφτί —το ένα μόνο διακρινόταν μια και το πορτρέτο είχε γυρισμένο το κεφάλι σαράντα πέντε μοίρες αριστερά —ήταν μεγάλο και με μακρύ λοβό. Ο κύριος Ιάκωβος. Μόνο η μύτη έμοιαζε ξένο σώμα. […] Σαν ξύλινο στολίδι». (38)

 

Αν ο καλλιτέχνης —είτε λογοτέχνης είτε ζωγράφος είτε οτιδήποτε άλλο— είναι ένας Τζεπέτο που σκαλίζοντας έναν Πινόκιο, η ξύλινη αυτή μαριονέτα ζωντανεύει και αρχίζει να μοιάζει υπαρκτή και πραγματική, η Βίβιαν Αβρααμίδου θεματοποιεί —όπως είπαμε και στην αρχή— και την κριτική της τέχνης. «Ο Χάρης ξαναγύρισε στο έργο του κοιτάζοντάς το κριτικά». «Ο Χάρης κοίταζε μια το χαρτί μπροστά του και μια τον Ιάκωβο. Είχε πάντα πρόβλημα με τις μύτες. Το σχολίασε κι ο Παρθένης (δάσκαλός του) στη σχολή».

 

Κριτική που φτάνει μέχρι την αυτοκριτική και την εξ αρχής επίγνωση του τεχνίτη της δυσκολίας που έχει η τέχνη να μιμείται την πραγματικότητα. Η αυτοαναφορικότητα— για την οποία κάναμε λόγο από την αρχή— το να αναφέρεται δηλαδή το έργο στον εαυτό του, είναι ένα ειρωνικό παιχνίδι που ωθεί τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει το πόσο πλασματική είναι η αφήγηση. Και η αφήγηση είναι μια τέχνη που κατασκευάζει την πραγματικότητα, στην προσπάθειά της να τη μιμηθεί. Και είναι κατόρθωμα της γραφίδας ή όποιου υλικού ενός μεγάλου τεχνίτη τα πλαστά του δημιουργήματα να διαβάζονται ως «αληθινά». Ως εκ τούτου, μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε την αξία την καλλιτεχνική του Κωσταντή Χριστοδούλου, τα νομίσματα του οποίου συμπεριλήφθηκαν ανάμεσα στα αυθεντικά εκθέματα του νομισματικού ταμείου, και που κανείς δεν κατάφερε τελικά να τον καταδικάσει σαν απατεώνα.

 

Θεωρώ το βιβλίο «Αιόλου και Πανδρόσου» αφορμή για ένα ερώτημα γενικότερο που έχει να κάνει με την πεζογραφία και την ιστορική πραγματικότητα. Γιατί είναι ξεκάθαρο πως η συγγραφέας παιδεύεται με την ιστορία και την πλασματικότητα αυτής και δεν είναι τυχαίο που αυτή η ιστορία μας διαδραματίζεται με φόντο την Ελλάδα της δικτατορίας του Μεταξά, μιας εποχής με τόσο έντονο το εγχείρημα μιας προβολής ψευδοεικόνας προς τα έξω και κατασκευασμένης αλήθειας.

 

Το ερώτημα —λοιπόν— είναι το εξής: Πόσο παραμύθι υπάρχει σε ένα ιστορικό κείμενο; Πόση αλήθεια υπάρχει σε ένα μυθιστόρημα;

 

Μήπως ένα μυθιστόρημα ομοιάζει με αντίγραφο; Σαν κι αυτό που έφτιαχνε ο Κωσταντής Χριστοδούλου; Και πώς ελέγχουμε την αξία του; Το ελέγχουμε ως προς την αληθοφάνειά του; Ελέγχουμε το πόσο κατάφερε να μεταφέρει την ιστορική πραγματικότητα στο χαρτί σε βαθμό που να μοιάζει αληθινό;

 

Κι ο συγγραφέας τι ακριβώς κάνει; Φτιάχνει ιστορίες να τις πουλήσει στον κόσμο για αληθινές, όπως ο Κωσταντής που τα έφτιαχνε και ο Ιάκωβος που τα πουλούσε; Μεταφέρω εδώ την έκπληξη του Χάρη, όταν αρχίζει να καταλαβαίνει ποια είναι η δουλειά του Ιάκωβου και γιατί νοιάζεται τόσο να αποκαταστήσει τη φήμη του:

 

«Ο Χάρης συννέφιασε. Αυτό έκανε ο σπιτονοικοκύρης του: Αυτή ήταν η δουλειά του τελικά; Να ξεγελάει τον κόσμο πουλώντας κίβδηλα γι’ αληθινά;» (115)

 

Αυτό κάνει η λογοτεχνία; Ξεγελάει τον κόσμο πουλώντας κίβδηλα γεγονότα για αληθινά;

 

Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου αποκαθιστά την όποια ενοχή κι ευθύνη που αποδίδουν ορισμένοι στη λογοτεχνία και στο μυθιστόρημα. Η λογοτεχνία, η τέχνη του λόγου, όπως και τα κίβδηλα αρχαία νομίσματα του Κωσταντή, είναι αντίγραφο και αυτοσυστήνεται ως τέτοιο. Δεν διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια, αυτοεξηγείται πως κατασκευάζει όσο κι αν προσπαθεί να μοιάσει στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αποδεικνύει την εντιμότητά της στο παζάρι των ιδεών. Κι έτσι ο λογοτέχνης, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τιμιότερος ακόμα κι από τον ιστορικό.

 

 

Λεμεσός, Ιούνιος 2018

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top