Fractal

Στην εποχή των αποκαθηλωμένων αγαλμάτων

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

misosΑιμίλιος Σολωμού: “Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση”, μυθιστόρημα, Ψυχογιός Αθήνα, Οκτώβριος 2015.

 

1. Ζούμε στην εποχή των αποκαθηλωμένων αγαλμάτων.
2. Το κράτος μας αποβίβασε σε τυχαία στάση, για να περιμένουμε μάταια το λεωφορείο που οδηγούν ντόπιοι ληστές ή τροϊκανοί.
(Γερβάσιος Καντακουζηνός: Αφορισμοί)

 

1.    ΕΙΣΟΔΟΣ:

 

Στην εποχή μας όλο και πληθαίνουν τα ιστορικά μυθιστορήματα. Ο κάθε συγγραφέας του είδους, βασισμένος σε ένα σημαντικό γεγονός, δημιουργεί ένα κόσμο, στον οποίο δίνει ποικίλες διαστάσεις, ώστε τα γεγονότα του να μπορούν να συνδεθούν με τα σημερινά. Για να γίνει αυτό, απαιτείται μετάπλαση, η οποία προσφέρει στον αναγνώστη στοχασμό, ώστε η όλη απόπειρα να αποβεί επιτυχής και με τη σύγκριση του παλιού γεγονότος να προκύψουν ερωτηματικά για τη σημερινή ιστορική σκηνή. Τα ιστορικά μυθιστορήματα που αντιγράφουν απλώς την εποχή, (και είναι πολλά τέτοια), θεωρούνται κλασικά εικονογραφημένα, διανθισμένα με φτηνά ρομάντζα και ρηξικέλευθες περιπέτειες, δυστυχώς ή ευτυχώς, προϊόντα ευπώλητα του εκδοτικού μας φαστφούντ, προορισμένα για ένα αναγνωστικό κοινό χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, που έχει εθιστεί σε ανάλογες ιστορίες.

 

Αιμίλιος Σολωμού

Αιμίλιος Σολωμού

 

 

2.    Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:

 

Σύμφωνα με το βιογραφικό του, ο Αιμίλιος Σολωμού (γεν.1971), είναι Κύπριος συγγραφέας, στον οποίο αποδόθηκε το 2013 το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μυθιστόρημα του Ημερολόγιο μιας απιστίας, Αθήνα Ψυχογιός, 2012, όπου πρωτοστατεί ο αρχαιολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Δουκαρέλης, (εμφανίζεται και στο πρόσφατο βιβλίο), που επιστρέφει μετά από 20 χρόνια στις Μικρές Κυκλάδες μετά την ανασκαφή, η οποία του άλλαξε ολότελα τόσο την επαγγελματική όσο και την προσωπική ζωή. Το βιβλίο, λόγω της μετάφρασής του έχει ήδη πάρει πορεία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ο κ. Σολωμού, υπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος, έχει σπουδάσει δημοσιογραφία με εργασιακή θητεία σε εφημερίδα της Κύπρου, έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά, όπως: Άνευ, Νέα Εποχή, In Focus και Μανδραγόρας, και έχει εκδώσει τα μυθιστόρηματα: Το Σκιάχτρο (2000), Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας (2003), που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα βουλγαρικά το 2013 και το Ένα τσεκούρι στα χέρια σου, εκδόσεις Άνευ 2007, βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου και το οποίο ήδη κυκλοφορεί μεταφρασμένο στη Βουλγαρία.

 

dendrinos1

dendrinos2

dendrinos3

 

3.    ΘΕΜΑ:

 

Το παρόν βιβλίο, Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση, (προϊόν μεγάλης και επίπονης έρευνας ήδη από το 2011), εκδόθηκε φέτος τον Οκτώβριο. Ως θέμα του είναι η σύγκριση δύο θλιβερών γεγονότων που συμβαίνουν την ίδια ημερομηνία, αλλά με διαφορά 143 ετών, γεγονότα, για οποία η χώρα μας δυσφημίστηκε και δυσφημίζεται λόγω του δεύτερου γεγονότος ακόμα στο εξωτερικό: Α]. 21η Απριλίου 1870: Η σφαγή στο Δήλεσι ή Το άγος του Δήλεσι, Η σφαγή των λόρδων, ή Το δράμα του Ωρωπού, (επιχειρούμε να αναφέρουμε όλο το γεγονός, αφού αρκετά κεφάλαια, καταγίνονται με καταθέσεις ενόχων, αλληλογραφία ληστών με πρόσωπα οικογενειών των αιχμαλώτων, ημερολόγια, πράξεις κλπ, , όπως τα: 2/Δ1, 3/Δ2, 18/Δ3, 33/Δ6, 45/Δ9, 70/Δ12, 82/Δ14, 91/16, 97/Δ17, 110/Δ19, 112/Δ21 κλπ), αφορά τη σύλληψη, την ομηρία και τελικά τη θανάτωση από τους αδερφούς λήσταρχους,  Χρήστο και Τάκη ή Τάκο Αρβανιτάκη, μιας ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. (Τα δύο αδέρφια, φίρμες της ελληνικής υπαίθρου, διατηρούσαν στενές σχέσεις με εκλεκτά μέλη της ελληνικής κοινωνίας, όπως  κουμπαριές με τον τσιφλικά  Φρανκ Νόελ και τον Υπουργό Στρατιωτικών, Σκαρλάτο Σούτσο. Κατάγονταν από τα Άγραφα, ήσαν εφτά αδέρφια, και θεωρούνταν από πολλούς ως μη κακοποιά στοιχεία, αλλά περήφανοι και ευγενικοί – sic). Η ημερομηνία του γεγονότος αυτού, που συνέπεσε με τη Μεγάλη Πέμπτη της Εβδομάδας των Παθών του έτους εκείνου και απετέλεσε την πλέον σκοτεινή περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, λόγω του αντίκτυπου που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα, Αγγλία και Ιταλία, οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη (25η Ιανουαρίου 1869 – 9η Ιουλίου 1870). Την εποχή εκείνη, επί του νεαρού τότε βασιλιά Γεωργίου Α΄, η ζωή στην Αθήνα των 60.000 κατοίκων κυλούσε σχετικά ήρεμα και το Νέο Σύνταγμα της χώρας θεωρούνταν από τα πλέον φιλελεύθερα της εποχής του, παρ’ όλο που στον κοινοβουλευτικό βίο κυριαρχούσαν πάγιες και μικρόψυχες κομματικές καταστάσεις, όπως και σήμερα. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν η λεγόμενη Ληστοκρατία που βρισκόταν σε έξαρση κατά τη μετεπαναστατική περίοδο από ανένταχτους φουστανελλοφόρους, που δημιουργούσαν ομάδες στα βουνά, παρ’ όλα τα αναποτελεσματικά μέτρα που είχαν πάρει αρχικά οι Βαυαροί, και στη συνέχεια οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της. Η αναφερόμενη ληστεία ξεκίνησε από το Πικέρμι και κατέληξε σε σφαγή των ομήρων στη περιοχή του Δήλεσι. Το πρωί λοιπόν της Δευτέρας 29ης Μαρτίου του 1870, μια ομάδα Άγγλων κυρίως περιηγητών,  που την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέι, Φρέντερικ Βάινερ, ο γραμματέας της Αγγλικής Πρεσβείας Έντουαρντ Χέρμπερτ, ο δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγο και την κόρη του, o γραμματέας της Ιταλικής Πρεσβείας της Αθήνας, κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης, κι ένας ακόμα Έλληνας ξεναγός, ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου «Αγγλία», όπου είχε καταλύσει η παραπάνω ομάδα, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιππους χωροφύλακες, τους οποίους διέθεσε η τότε μοιραρχία κατόπιν εθιμικής αίτησης,  για να επισκεφθούν την ιστορική περιοχή του Μαραθώνα. Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης, η ομάδα, καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στις 16.30 μ.μ. στην περιοχή ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα, δέχτηκε επίθεση από τη συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη που την συναποτελούσαν περίπου 25 λησταντάρτες. Τη στιγμή εκείνη, οι τέσσερις ιππείς ρίχτηκαν κατά πάνω τους με πυροβολισμούς και με ξίφη, λόγω όμως του μεγάλου αριθμού των ληστών, δύο απ’ αυτούς σκοτώθηκαν και οι άλλοι δύο τραυματίστηκαν. Οι άμαξες  περικυκλώθηκαν και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Οι ληστές αφαίρεσαν από τον λαιμό της λαίδης Μάνκαστερ ένα αδαμάντινο κόσμημα, και, λέγοντας σ’ όλη την ομάδα να τους ακολουθήσει, τους οδήγησαν σε μια σπηλιά της Πεντέλης, όπου εκεί ανέμεναν έξι γεροντότεροι λήσταρχοι καπετάνιοι, μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί και αδελφοί Αρβανιτάκη και ο περιβόητος ληστής, ο Σπανός, (προστατευόμενος του Υπουργού των Στρατιωτικών, Σκαρλάτου Σούτσου), στους οποίους παραδόθηκαν όλα τα μέλη της ομάδας ως αιχμάλωτοι. Μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών πιθανώς από το Πικέρμι πλησίασε τον χώρο της αιχμαλωσίας, πλην όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν την επιχείρηση γιατί η συμμορία δήλωσε πως αν αυτοί συνέχιζαν, θα σκότωναν τους αιχμαλώτους. Οι ληστές, μην μπορώντας να υπομένουν στις μετακινήσεις τους τις γυναικείες παρουσίες και τους δύο τραυματίες χωροφύλακες, τους απελευθέρωσαν μαζί και τον Ιταλό υπηρέτη και με συνοδεία τούς μετέφεραν στο Χαρβάτι (Παλλήνη), και από κει, με άμαξες στην Αθήνα, διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτε οι σύζυγοί τους. Στη συνέχεια, οι ληστές έδωσαν στους αιχμαλώτους τους χαρτί, μελάνι και καλάμους για ν’ αναγγείλουν στην Αθήνα την ομηρία τους και την ανάγκη καταβολής 32.000 αγγλικών λιρών ως λύτρα προκειμένου να ελευθερωθούν. Λίγο μετά, οι όροι άλλαξαν: α) σε 50.000 αγγλικές λίρες, β) παροχή αμνηστίας και γ) διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης εκ μέρους της πολιτείας μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων. Ενώ η Αγγλική Πρεσβεία υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι των ληστών, ο Υπουργός Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος, αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση, θεωρώντας ότι η υποχώρηση στις αξιώσεις του Αρβανιτάκη για αμνηστία  αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό για το κράτος. Αυτή η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους ληστές και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους συλληφθέντες, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αυτούς τους όρους και απέστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους ληστές, οι οποίοι διέφυγαν προς τη βορεινή πλευρά της Πάρνηθας, φτάνοντας στον Ωρωπό. Απαίτησαν μάλιστα την αποχώρησή του αποσπάσματος, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους. Την 5η Απριλίου 1870, την έβδομη μέρα της αιχμαλωσίας των ξένων, φθάνει στην Ελλάδα η μητέρα του νεώτερου των ομήρων λαίδη Βάινερ και στέλνει στον Χρήστο Αρβανιτάκη ένα δαχτυλίδι με διαμάντια με τη παράκληση να προσέχει τον εικοσιτριάχρονο γιό της. Ο Αρβανιτάκης ανταπόδωσε το δώρο στέλνοντας ένα μαχαίρι με πετράδια κι ένα κομπολόι, ορίζοντας και μια συνάντηση γνωριμίας, στην οποία όμως δεν πήγε ποτέ. Oι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο και το υπουργικό συμβούλιο, με απόφασή του, έδωσε εντολή στις στρατιωτικές δυνάμεις, τη Mεγάλη Tετάρτη 8η Aπριλίου, να αποκλείσουν τους ληστές στον Ωρωπό. Σε εκτέλεση αυτής της διαταγής, ο συνταγματάρχης Θεαγένης έφθασε στο χωριό Σάλεσι (Aυλώνα), τη Mεγάλη Πέμπτη 9η Aπριλίου, για να σχεδιάσει την εναντίον τους επίθεση, με τους λοχαγούς Σ. Aποστολίδη και B. Λιακόπουλο. Eπειδή πληροφορήθηκε ότι οι ληστές ετοιμάζονταν, γύρω στις 14:00 μ.μ. να αναχωρήσουν εσπευσμένα από τις θέσεις τους, διέταξε τον Λιακόπουλο με τις δυνάμεις του να λάβει θέση μάχης γύρω από το χωριό Συκάμινο, από το οποίο θα περνούσαν οι ληστές, ενώ ο ίδιος και ο Aποστολίδης θα εξακολουθούσαν την πορεία τους προς τον Ωρωπό. Στον αποκλεισμό των ληστών συμμετείχαν και τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Aφρόεσσα» και «Σαλαμινία» και μία αγγλική κανονιοφόρος. H χρησιμοποίηση του ιππικού, αν και θα συνέδραμε ουσιαστικά στην επιχείρηση, αποκλείστηκε εξαιτίας του δύσβατου εδάφους. Oι ληστές όμως πρόλαβαν να περάσουν από το Συκάμινο μέσω του ποταμού Aσωπού προτού φθάσουν τα αποσπάσματα, και, κινούμενοι γρήγορα, κατευθύνονταν προς το Δήλεσι, ρίχνοντας για εκφοβισμό μερικούς πυροβολισμούς. Eκτός από τους τέσσερις ξένους, είχαν πάρει μαζί τους ως ομήρους κατοίκους από το Συκάμινο και βοσκούς, ώστε να τους χρησιμοποιήσουν για ασπίδα προστασίας απέναντι στις επιθέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων. O όμηρος Aνεμογιάννης,  όταν αντιλήφθηκε ότι θα αναχωρούσαν από το χωριό, κατάφερε να ξεφύγει από την προσοχή των απαγωγέων και κρύφτηκε σε κάποιον αχυρώνα στον Ωρωπό. Oι στρατιωτικές δυνάμεις που καταδίωκαν τους ληστές σε κοντινή απόσταση, απέφευγαν τη σύγκρουση, καθώς προείχε η σωτηρία των αιχμαλώτων. Oι ντόπιοι όμηροι, τελικά, κατάφεραν να διαφύγουν από τους ληστές, όχι όμως και οι τέσσερις ξένοι, οι οποίοι, αποκαμωμένοι και εξαντλημένοι από τις ταλαιπωρίες, δεν μπορούσαν πλέον να προχωρήσουν και να τους ακολουθήσουν. Mπροστά στο δίλημμα της απελευθέρωσης των απαχθέντων  ή της εκτέλεσής τους, οι αδίστακτοι ληστές αποφάσισαν το δεύτερο.  Όταν οι στρατιώτες είδαν τα πτώματα των ξένων, Xέρμπερτ, Λόιντ,  Mπόιλ και Bάινερ, άρχισαν να πυροβολούν κατά των ληστών. H συμπλοκή έγινε στη θέση Άγιος Γεώργιος, που βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί στην παραλία Mαρκοπούλου, και κράτησε τρεις ώρες. Eπτά μέλη της συμμορίας έπεσαν νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο Xρήστος Aρβανιτάκης, ο αδερφός του αρχιληστή. Όμως 10 μέλη από τα 22 της συμμορίας των Aρβανιτάκηδων, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχιληστής Tάκος, διέφυγαν της σύλληψης. Αφού κατάφεραν να υποχωρήσουν προς την παραλία του Ωρωπού, εκεί τους περίμενε μικρό πλοίο για να τους φυγαδεύσει. Oι επιζώντες ληστές σκορπίστηκαν στα βουνά και η καταδίωξή τους διήρκεσε αρκετούς μήνες. Ο Τάκος Αρβανιτάκης, που διέφυγε  τη σύλληψη, επέστρεψε στον Όλυμπο, όπου παντρεύτηκε, αλλά σκοτώθηκε δέκα χρόνια μετά από λάθος, όταν μια τουρκική περίπολος κυνηγούσε έναν Τούρκο τσοπάνο. Ο φόνος των τεσσάρων περιηγητών από τη συμμορία του Αρβανιτάκη δημιούργησε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Στις 9 Ιουλίου 1870, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και τη θέση της πήρε η κυβέρνηση Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (9η Ιουλίου 1870 – 3η Δεκεμβρίου1870). Το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε από την Αγγλία και την Ιταλία να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων, καταβάλλοντας σε κάθε οικογένεια θύματος από 22.000 λίρες, να αποδώσει τιμές στους νεκρούς και να εκφράσει επίσημα τη λύπη της στις κυβερνήσεις των κρατών αυτών. Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως «φωλέα ληστών και πειρατών», «χώρα ημιβαρβάρων», «εντροπή δια τον πολιτισμόν». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα». Η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και η κυβέρνησή της χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη. Στη δίκη των ληστών που συνελήφθησαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων «φωτογραφήθηκε» ως εγκέφαλος της απαγωγής ο Άγγλος τσιφλικάς της Εύβοιας, Φρανκ Νόελ, ο οποίος και συνελήφθη την 25η Απριλίου. Με παρέμβαση όμως του βρετανού πρεσβευτή Έρσκιν απαλλάχτηκε με βούλευμα. Όπως αποδείχθηκε, συχνά ο Νόελ προσέφερε καταφύγιο στα απέραντα τσιφλίκια του σε συμμορίες ληστών, όταν η πίεση των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γινόταν ανυπόφορη. Για σχέσεις με τους ληστές κατηγορήθηκε και ο Υπουργός Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος για να υπερασπιστεί την τιμή του κάλεσε σε μονομαχία και τραυμάτισε σοβαρά τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο. Ο Σούτσος, ο οποίος παραιτήθηκε την 10η Απριλίου 1870, (ο ίδιος ήταν μεγαλοτσιφλικάς και είχε πάνω από 200.000 στρέμματα στην Αττική), χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν τις εκτάσεις του. Ανεξάρτητα από το εάν πράγματι ο Σούτσος είχε σχέσεις με τους Αρβανιτάκηδες, γεγονός είναι πως πολλοί πολιτικοί της εποχής χρησιμοποιούσαν συμμορίες ληστών για να πιέζουν τους ψηφοφόρους τους. Οι συλληφθέντες ληστές καταδικάσθηκαν σε θάνατο και καρατομήθηκαν σε δημόσια θέα στο Σύνταγμα. Η τραγική αυτή ιστορία συνέβη λίγο μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου της Κρήτης (3η Μαρτίου  – 9η Νοεμβρίου 1966), στρέφοντας την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά των Ελλήνων, με αποτέλεσμα τη καθυστέρηση της απελευθέρωσης της Κρήτης τουλάχιστο κατά 30 χρόνια. Η Σφαγή στο Δήλεσι ήταν ένα τα πιο θλιβερά γεγονότα της περιόδου, όχι μόνο γιατί στοίχισε στο ελληνικό κράτος αρκετά εκατομμύρια δραχμές, αλλά και γιατί εξαιτίας της καταρρακώθηκε διεθνώς το κύρος της χώρας. Την προσπάθεια υπεράσπισης της χώρας στο εξωτερικό ανέλαβε ο Ιωάννης Γεννάδιος, γιος του Γεωργίου. Β]. 21η Απριλίου 2013: Δολοφονία δύο μελών της Τρόικας[1] σε ξενοδοχείο της Αθήνας, όπου έχουν καταλύσει για όσες μέρες διήρκεσαν οι διαπραγματεύσεις, γίνεται αιτία να στραφεί όλη η Ευρώπη και πάλι εναντίον της χώρας μας. Ο δολοφόνος αφήνει ένα σημείωμα στον τόπο της δολοφονίας (: Κανόνας πρώτος: Άστε ντούα[2] ου! Στον τόπο! Που μέγαν τρόμον έσπερνε μες στις ψυχές των οδοιπόρων. 21 Απριλίου 2013. ΥΓ. Οι κλέφτες ξόφλησαν από τα βουνά, κατέβηκαν στις πόλεις. Γιωργάκης[3] έπραξεν!) συνδέοντας τα γεγονότα της Σφαγής στο Δήλεσι με την πρόσφατη δολοφονία των τροϊκανών.

 

dendrinos4

dendrinos5 

 

4.    ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ – ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ –  ΕΞΟΔΟΣ:

 

Τα δύο ιστορικά γεγονότα που επιχειρεί ο συγγραφέας να συνδέσει μεταξύ τους, παρ’ όλη την εμφανή διαφορά τους, (ληστεία με φόνο αλλοδαπών εκδρομέων στον Μαραθώνα – φόνος αλλοδαπών τροϊκανών ως υπαλλήλων μιας αδίσταχτης Ευρώπης, που απομυζά μετά από την υπογραφή των μνημονίων τον ελληνικό λαό με περικοπές μισθών και συντάξεων, σκορπίζοντας οικονομικό μαρασμό), είναι πετυχημένο επειδή τότε η φήμη της Ελλάδας, εξαιτίας της σφαγής αμαυρώθηκε στο εξωτερικό και η αλλοτρίωση των πολιτικών έπαιξε βαρύτατο ρόλο, κάτι επίκαιρο και τραγικό. Είναι εξαιρετικό εύρημα αυτή η σύγκριση. Η φράση του βιβλίου: «Οι ληστές κατέβηκαν απ’ τα βουνά και μπήκαν στα σαλόνια», είναι η ζοφερή πραγματικότητα της εποχής μας, αλλά το πιο καίριο που τολμούμε εν προκειμένω να προσθέσουμε είναι πως  σήμερα οι ληστές, κυρίως οι ντόπιοι πολιτικοί που μιλούν για Πατρίδα και Δημοκρατία, είναι οι κατ’ εξοχήν σπουδαγμένοι, των οποίων η παιδεία αποδείχθηκε γι’ αυτούς εντελώς άχρηστη επειδή βυθίστηκαν στον εύκολο πλουτισμό και στην κατά συρροή διαφθορά. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε πως η κύρια εντύπωση-φήμη που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας στο εξωτερικό, επειδή δήθεν απομυζά τα δάνεια του ΔΝΤ, ως «ανάξια, γεμάτη τεμπέληδες που τρώει τα χρήματα των Ευρωπαίων» έχει ομοιότητα, με την άποψη του συγγραφέα, αλλά το θέμα της όλης σύνθεσης ενός διπλού κόσμου, αποτελεί συγχρόνως και ριψοκίνδυνο τέχνασμα για ένα τόσο μεγάλο βιβλίο, όπου η ανάγνωσή του ανακαλύπτει πως η Ιστορία, η Δημοσιογραφική Παιδεία και η Συγγραφική Ικανότητα του γράφοντος συνυπάρχουν μαζί με την υποθάλπουσα Ευδαιμονία της σύνθεσης που νιώθει ο κ. Σολωμού κατά την πορεία της αφήγησης λόγω της μαγείας των πληροφοριών που αντλεί ο ίδιος από τις πηγές και τον οδηγεί στο να αφηγείται τα πάντα, χωρίς να γίνεται εκείνη η επιλογή των γεγονότων που δεν παρεκκλίνουν από το κύριο θέμα, με αποτέλεσμα να μπουκώνουν, να κουράζουν και να αποτελματώνουν την αφήγηση.  Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο παραπαίει αναγκαστικά  σε ερωτήματα-θέματα αν είναι Ιστορικό, Κοινωνικό, Πολιτικό, Αστυνομικό ή και Θρίλερ – αν και ο τελευταίος όρος περικλείει τα πάντα, που κινούνται από το μίσος που οδηγεί στην εκδίκηση, είναι η μισή εκδίκηση, ενώ το άλλο μισό είναι πράξη.

 

Το μυθιστόρημα είναι πολύεδρο και τεμαχισμένο με πολλά πρόσωπα και ιστορίες, (θα μπορούσαν να αποτελέσουν κάλλιστα και τεμαχισμένα διηγήματα ή και νουβέλες) που αντιστοιχούν σε κεφάλαια με τίτλους Α, Β, Γ, Δ και Ε συνοδευόμενα με αριθμούς: Τα Α: αφορούν τον Κύπριο φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας, Αλέξη Σοκαρδή, ένοχο της δολοφονίας των τροϊκανών, που μιλάει στο πρώτο πρόσωπο και είναι επιφορτισμένος να συγγράψει μια εργασία για τη Σφαγή στο Δήλεσι επειδή κάποιος από τους ληστές είναι μακρινός συγγενής του. Για μας, τα κεφάλαια Α, αποτελούν την καλύτερη συγγραφική κατάθεση του Αιμίλιου Σολωμού, δίνοντας την ψυχογραφία ενός αυθεντικού προσώπου, χωρίς να αποφεύγονται όπως και στα υπόλοιπα κεφάλαια κάποιες αδόκιμες εκφράσεις. Το κεφάλαιο που αναφέρεται στη σύλληψή του φοιτητή από τους αναρχικούς και η φράση πως τους συμφέρει να υπάρχει η τρόικα, είναι συγκλονιστική. Τα Β: αφορούν τον καθηγητή της Νεοελληνικής Ιστορίας, Ρωμανό Σεργίδη, (ο οποίος και συλλαμβάνεται ως ένοχος για τη σφαγή των τροϊκανών και της Ρουμπίνης, της φίλης του φοιτητή) καλλιεργημένο με τεράστια παιδεία, που διδάσκει στο πανεπιστήμιο σχετικό μάθημα με τη ληστεία του 19ου αιώνα και τη σχέση της με την πολιτική της εποχής. Δριμύς κατήγορος των τότε πολιτικών και αυτών της εποχής του, με αναφορές στους ληστές του Δήλεσι, γίνεται αιτία να ασχοληθεί ο εν λόγω φοιτητής με το θέμα. Τα Γ: αφορούν τον αστυνόμο Αποστόλου που λόγω πείρας αναλαμβάνει να διαλευκάνει τη σφαγή των τροϊκανών. Τα Δ: αφορούν την Σφαγή του Δήλεσι, με καταθέσεις αιχμαλώτων, ληστών, γράμματα, κλπ με μια αναμφισβήτητη γοητεία που ασκεί ο πηγαίος και ο ιδιωματικός λόγος ιδίως των ληστών. Τα Ε: αφορούν τις αυτοκτονίες των πολιτών λόγω της ύφεσης στην Ελλάδα, δανεισμένες από τον Τύπο του έτους 2013. Τα μόνα κεφάλαια που θα μπορούσαν κάλλιστα να λείπουν ή να αναφερθούν ευκαιριακά, όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

 

Τις περισσότερες φορές, η σύνθεση ενός τόσο μεγάλου βιβλίου, πετυχημένου στο μεγαλύτερο μέρος του από αυθεντικές πηγές και γεγονότα, δεν μπορεί να μην περιέχει υπερβολές και λάθη. Οι προσωπικές σχέσεις των ηρώων του βιβλίου του Αιμίλιου Σολωμού, οικογενειακές και ερωτικές, είναι υπέρμετρα συναισθηματικές. Το βιβλίο θα ήθελε σίγουρα τεμαχισμό και καλύτερη διευθέτηση του υλικού και όχι την καταγραφή ενός απέραντου ψηφιδωτού γνώσεων, που είναι αυτονόητες για τον αναγνώστη. Η κάθε ιστορία, ακόμα και η πλέον εκτενής, αποδίδει καλύτερα με υπαινιγμούς, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να συγκρίνει, να συλλογιστεί και να συμπεράνει. Ίσως η γοητεία του υλικού και η γραφή, η σιγουριά του συγγραφέα πως γράφει ένα σπουδαίο βιβλίο, να παράσυρε και τον Σολωμού στην καταγραφή των πάντων, μειώνοντας χωρίς να το θέλει την κρίση του αναγνώστη. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως ένας συγγραφέας, όταν συνθέτει κάτι ανάλογο, για το οποίο πάσχισε πολύ, είναι ο μόνος που γνωρίζει τα της γραφής μυστικά και όχι εμείς που μάθαμε να κρίνουμε, ως ειδήμονες, εκ των υστέρων. Μόνο αυτός γνωρίζει την πορεία και την αγωνιώδη καταγραφή και αναπαράσταση μιας εποχής, όπως αυτής του 19ου αιώνα και που δεν απέχει πολύ από τη δική μας. Το πολυποίκιλο λοιπόν ταλέντο του Αιμίλιου Σολωμού επιχειρεί μια μεγαλειώδη σύνθεση, βασισμένη σε μια δικιά του τεχνική, κι αυτό είναι που αξίζει. Το βιβλίο, έχει μια τιμιότητα και αποκλειστική αλήθεια για την εποχή μας και είναι απόλυτα ταυτισμένο με τη φιλοσοφία ενός παλαίμαχου εκδοτικού οίκου, του οποίου η παραγωγή είναι τα καλά, πολυσέλιδα βιβλία μεγάλης απήχησης, ελληνικά και ξένα, βιβλίο αναμφίβολα πολύπαθο λόγω της επίπονης επεξεργασίας και με μια ιδιαίτερη, προσωπική δομή, που αξίζει σίγουρα την προσοχή και το ενδιαφέρον μας.


[1] Το όνομα Τρόικα προέρχεται από τη ρωσική λέξη που δηλώνει την άμαξα ή το έλκηθρο,  που σύρεται από τρία άλογα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει οποιουδήποτε είδους τριμερή συνεργασία. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κρίσης, η Τρόικα απαρτίζεται από τρία θεσμικά όργανα: 1) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) 2) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και 3) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ουσιαστικά, ο ρόλος της συνίσταται στην εποπτεία χωρών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, οι οποίες λαμβάνουν χρηματοδοτικά δάνεια που χορηγούνται από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Τα περί ων ο λόγος δάνεια, αν και έχουν επιτόκιο χαμηλότερο από εκείνα των κεφαλαιαγορών, κάθε άλλο παρά στοχεύουν στο να βοηθήσουν τις οικονομίες των χωρών που υποφέρουν να ανακάμψουν. Μολονότι η οικονομική δυσμένεια αυτών των χωρών οφείλεται και σε αίτια εθνικού επιπέδου –όπως η υποτίμηση της διαφθοράς και οι υπερβολικά χαμηλοί φόροι– που δεν γίνεται να μη ληφθούν υπ’ όψιν, η Τρόικα εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτά τη στιγμή που υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά οικονομικά αίτια σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η Τρόικα, άλλωστε, θέτει κατ’ εξοχήν στο στόχαστρό της μισθούς, ωράρια εργασίας και κοινωνικές δαπάνες, διαφυλάσσοντας και πάλι τα συμφέροντα των πλουσιοτέρων. Επιπλέον, προωθεί τα συμφέροντα των ιδιωτών πιστωτών, των τραπεζών και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μεταφέροντας το χρέος στα χέρια του Δημοσίου, ενώ  το ενισχύει και το ανάγει σε μη βιώσιμα επίπεδα που απαιτούν οικονομικές μεταρρυθμίσεις και μέτρα λιτότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτά τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις, οι όροι δηλαδή που οι χώρες πρέπει να εκπληρώσουν προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν χρήματα, έχουν καθοριστεί σε ένα είδος συμβολαίου, το οποίο ονομάζεται Μνημόνιο Συνεννόησης (ΜΣ). Η Τρόικα οργανώνει αποστολές επιθεώρησης που επισκέπτονται τις χώρες με τις οποίες έχει συνάψει ΜΣ.  Εφ’ όσον συμπεράνει ότι μια χώρα δεν έχει κάνει αρκετά ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια που της έχει παρασχεθεί, μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την καταβολή της επόμενης δόσης. Κατά συνέπεια, η Τρόικα ασκεί εξαιρετικά ισχυρή επιρροή στις εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών που βρίσκονται υπό το καθεστώς της. Η Τρόικα έδρασε για πρώτη φορά το 2010, στην Ελλάδα. Όπως αποκαλύφθηκε, η οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο λαμπρή όσο έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια και, σε μια ύστατη προσπάθεια για εξεύρεση λύσης, η χώρα ζήτησε την οικονομική συνδρομή των διεθνών οργανισμών τον Μάιο του 2010. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ απέστειλαν κοινή αντιπροσωπεία στην Αθήνα και, μερικές μέρες αργότερα, έθεσαν επί τάπητος ένα χρηματοδοτικό πακέτο και το πρώτο ΜΣ. Αυτή ήταν και η αρχή για μια δίνη μειώσεων στις συντάξεις, περικοπών στους μισθούς, υψηλότερων φόρων, απολύσεων και ιδιωτικοποιήσεων: η Τρόικα είχε κάνει την είσοδό της. Μετά την Ελλάδα, ακόμη τρεις ευρωπαϊκές χώρες τέθηκαν υπό την εποπτεία της Τρόικα: η Ιρλανδία τον Δεκέμβριο του 2010 (τον Δεκέμβριο του 2013, πραγματοποίησε έξοδο από το πρόγραμμα της Τρόικα, επισήμως τουλάχιστον), η Πορτογαλία τον Μάιο του 2011 και η Κύπρος τον Απρίλιο του 2013. Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία που έχει συνάψει ένα ΜΣ για δάνεια του τραπεζικού της συστήματος και η Ιταλία, που δεν έχει υπογράψει κανένα ΜΣ, δεν βρίσκονται μεν υπό τον ζυγό της Τρόικα επισήμως, υφίστανται όμως εξαιρετικά σοβαρές πιέσεις για την προώθηση μεταρρυθμίσεων και μέτρων λιτότητας. Επί της ουσίας, η Τρόικα εξασφαλίζει ότι ο απλός πολίτης πληρώνει για τα προβλήματα στην οικονομία και για τα σφάλματα που διέπραξαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που είναι οι πραγματικοί υπαίτιοι της κρίσης. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι νομοθέτες μειώνουν κατ’ εξακολούθηση τους κανονισμούς και τους ελέγχους για αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παράλογο; Σαφώς, αλλά υπό το πρίσμα του νεοφιλελευθερισμού απολύτως λογικό. Επομένως, είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε την Τρόικα και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της όχι ως μεμονωμένο ζήτημα, αλλά ως όργανο που, σε καιρούς ύφεσης, εξυπηρετεί την προώθηση νεοφιλελεύθερων μέτρων και μεταρρυθμίσεων σε όλη την Ευρώπη. Αυτά τα μέτρα και οι κανονισμοί, που συνοψίζονται στον όρο «οικονομική διακυβέρνηση», επιβάλλοντας σταδιακά όλο και περισσότερο νεοφιλελεύθερο έλεγχο, ευνοούν τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις χρηματοπιστωτικές αγορές ενώ εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον δυσαπόκτητων κοινωνικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών αξιών. [Πηγή: Διαδίκτυο].

[2] Έτσι θέλω! (Αρβανίτικη φράση). Πιο ελεύθερα: Έτσι θέλω γιατί έτσι γουστάρω !

[3] Εννοεί όχι τον Γιωργάκη Παπανδρέου, αλλά τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top