Fractal

✔ Προδημοσίευση: Τέσυ Μπάιλα «Άγριες Θάλασσες», εκδ. Ψυχογιός

 

agriesΕίχε νυχτώσει και η υγρασία απλωνόταν παντού σαν γαλήνια σκιά πάνω από το νερό. Το σκοτάδι ξεδίπλωνε τα πυκνά πέπλα του και καμιά υποψία ανειρήνευτης οργής δε σκίαζε τον ορίζοντα, λες και ο ουρανός αγνοούσε όλα όσα συνέβαιναν σ’ εκείνο τον ταραγμένο τόπο. Η ηρεμία της νύχτας εξελισσόταν στη δική της διάσταση, σε μια παράλληλη, υπαρκτή ωστόσο, πραγματικότητα.

Μια απόφαση όλα στη ζωή, ακόμα κι ο θάνατος, σκέφτηκε ο Μιλτιάδης και με σκυμμένο το κεφάλι μέσα στο πανωφόρι του συνέχιζε να βηματίζει με σταθερά βήματα προς το καΐκι. Μόνο ο ήχος των βημάτων του ακουγόταν εκείνη τη στιγμή. Σιωπηλός, περήφανος. Η ανάσα του ζέσταινε το στέρνο του έτσι όπως είχε σκύψει το κεφάλι του, αλλά το αίμα άρχισε να αναβλύζει ξανά, ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά, να ρέει από την πληγή καυτό και θυμωμένο και να υγραίνει τα ρούχα του. Αν τα καταφέρω και μπω στο καΐκι πρέπει να σταματήσω επιτέλους την αιμορραγία, σκέφτηκε και συνέχισε να βαδίζει.

Άξαφνα ένα φως φάνηκε από μακριά. Μια λαμπερή δέσμη πλησίαζε το πλεούμενο. Πάγωσε ο Μιλτιάδης. Η ιταλική περίπολος θα μπορούσε να τον εντοπίσει από λεπτό σε λεπτό. Ελάχιστα δευτερόλεπτα τον χώριζαν από τη στιγμή που το δυνατό φως θα σταματούσε πάνω του ανελέητο. Οι σύντροφοί του, κρυμμένοι, παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα όλα όσα διαδραματίζονταν μπροστά τους. Ήξεραν πως ό,τι και να γινόταν θα έπρεπε να παραμείνουν στις θέσεις τους. Ήταν ανήμποροι να αντιδράσουν.

Ο Μιλτιάδης ήταν χαμένος. Η δέσμη φωτός όλο και περισσότερο τον πλησίαζε και εκείνος ένιωθε ήδη την ηδονή του πολυβόλου όταν ετοιμάζεται να εκπυρσοκροτήσει, μύριζε το μπαρούτι να σκάει δίπλα του, να μπαίνει κυριολεκτικά μέσα στα σπλάχνα του, να κατακαίει το πετσί του. Σκέφτηκε να τρέξει πίσω στην κρυψώνα του, αλλά ο ήχος της κίνησής του πάνω στα χαλίκια θα επιβεβαίωνε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και θα έφερνε με βεβαιότητα τον εχθρό ακόμα πιο γρήγορα κοντά του.

Το φως ερχόταν καταπάνω του ορμητικό, όταν εκείνος με μια ενστικτώδη κίνηση βρέθηκε κουλουριασμένος πίσω από τα βράχια. Δεν είχε άλλη λύση. Μέσα στην ψευδαίσθηση την οποία χαρίζει στην όραση το σκοτάδι σκέφτηκε ότι ίσως κατάφερνε να περάσει απαρατήρητος από τον φρουρό αν παρέμενε ακίνητος – ένας ακόμα βράχος στην άκρη του λιμανιού. Τα μαύρα του ρούχα τον βοηθούσαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη χώθηκε ανάμεσα στις πέτρες.

Η φωτεινή δέσμη είχε φτάσει κιόλας στην Ευαγγελίστρια. Διατυμπάνιζε τη λάμψη της αδυσώπητα. Έλουζε με ευχαρίστηση τη γάστρα του καϊκιού, έκανε να γυαλίζουν τα βρεγμένα σχοινιά, πυρπολούσε τα μαζεμένα πανιά πάνω στα κατάρτια. Και προχωρούσε, αργά, σαδιστικά προς τα βράχια.

Ο Μιλτιάδης κουλουριάστηκε ακόμα περισσότερο. Τα χτυπημένα του πλευρά τον πονούσαν σε κάθε κίνηση και η ανάσα του γινόταν πιο οδυνηρή στη θέση αυτή. Χωμένος όπως ήταν μέσα στον κόρφο του, μύριζε το βρόμικο δέρμα του. Το αίμα έσταζε από την κομμένη σάρκα. Ο φόβος κεντούσε πόντο πόντο το σώμα του και κρύος ιδρώτας τον έλουζε. Το φως συνέχισε να γλιστρά. Από το ξύλινο πρωραίο σαρκίο του πλοίου κατευθυνόταν, αργά, βραδυκίνητα, καταπάνω του.

Έμεινε ασάλευτος. Προσπαθούσε να ελέγξει ακόμα και την ανάσα του. Κάθε ανεπαίσθητη κίνησή του θα μπορούσε να τον προδώσει. Το ζεστό φως άγγιξε την πλάτη του και τα βήματα του Ιταλού ακούγονταν τραχιά και άγρια να πλησιάζουν. Τα γόνατα του Μιλτιάδη για μια στιγμή άρχισαν να τρέμουν. Το φωτεινό χάδι, σαν αιχμηρό καρφί, περόνιασε το κορμί του. Ο Μιλτιάδης σταμάτησε και να αναπνέει. Μέσα στη χειμωνιάτικη θαλασσινή υγρασία της βραδινής ώρας κόμποι ιδρώτα κατρακυλούσαν στο μέτωπό του. Ακουγόταν μόνο το ηχηρό τρίξιμο της μπότας του στρατιώτη και ο αναστεναγμός της πέτρας κάτω από το βάρος της.

Η παχιά φωτεινή δέσμη στάθηκε πάνω του για λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν αιώνας. Ήταν σίγουρος ότι τον είχαν εντοπίσει. Ο σφυγμός του χτυπούσε λυσσασμένα στους κροτάφους του, υπαγορεύοντας παράλληλα τον ρυθμό με τον οποίο έρεε το αίμα από τη χαίνουσα πληγή. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί ο ίδιος και να παραδοθεί. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο θα διασφάλιζε ότι οι φίλοι του δε θα κινδύνευαν.

Λίγο ακόμα και θα τελειώσουν όλα, σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια.

 

agries_cover

 

Οπισθόφυλλο:

Στις άγριες θάλασσες της κατεχόμενης Ελλάδας υπάρχει ένα μυστικό ελευθερίας που το γνωρίζουν μόνο οι γενναίοι. Η «Ευαγγελίστρια», το καΐκι της διαφυγής, δε μεταφέρει ανθρώπους∙ μεταφέρει την ελπίδα της εθνικής ξαστεριάς στην πιο σκοτεινή στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας. Κατακτητές και πατριώτες, διώκτες και κυνηγημένοι, όλοι τους στρατευμένοι σ’ έναν πόλεμο που θα κρίνει το μέλλον του κόσμου. Από τον ασυμβίβαστο καπετάν Μιλτιάδη Χούμα μέχρι την καρτερική Ελένη του, μικροί και μεγάλοι ήρωες στροβιλίζονται σ’ ένα έπος που εκτυλίσσεται στην πανάρχαια θάλασσα του Ομήρου. Τι απέμεινε από αυτή τη φοβερή αντάρα; Μνήμες και βοές μέσα στον χρόνο αλλά και η ζωή αυτών των ανθρώπων, πλούσια σε ιδανικά, σε όνειρα, σε έρωτες και πάθη. Ζωή μοιρασμένη σε επεισόδια που θα αδυνατούσε να συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία.

Μια μυθιστορηματική μαρτυρία για τότε που οι ψυχές ήταν φτιαγμένες από ακριβό μέταλλο∙ τότε που την Ιστορία την έγραφαν οι απλοί άνθρωποι.

 

tesymΒιογραφικό

Η ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ κατάγεται από τη Σαντορίνη, αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας. Ασχολείται με τη φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας, αλλά και στην Αθήνα. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Παράλληλα αρθρογραφεί και διατηρεί στήλες βιβλιοκριτικής. Οι ΑΓΡΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ είναι το πέμπτο της βιβλίο. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΤΑΝ Η ΖΑΧΑΡΗ και ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top