Fractal

Διήγημα Fractal: “Αγορασμένη ζωή”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

dihghmab

 

Συγγρού – Φιξ / Σύνδεση με τραμ

Connection with tram *

 

Είναι πρωί, ώρα που ο κόσμος όλος τρέχουν να προλάβουν ποιος ξέρει τι. Αγουροξυπνημένοι, κουρασμένοι, νωθροί, βαριεστημένοι, αγχωμένοι, σαφώς, από την αβεβαιότητα, την οικονομική και την ηθική κρίση, την κρίση αξιών που διαβρώνει διάνοιες και κατακρεουργεί συνειδήσεις, πηγαίνουν κι άλλη μια μέρα στη δουλειά.

«Μια ακόμα μέρα αγορασμένη ζωή, μια ακόμα μέρα δουλειά /δουλεία, όπως το πάρεις», μοιάζει να λέει ο καθένας μέσα του.

Και κουλουριάζεται στην ψυχή του, μελαγχολεί, μπορεί και να κλαίει σιωπηρά. Κρεμάει στον ώμο το κεφάλι βαρύ, χώνει τις έγνοιες στο ταγάρι κι ακολουθεί σερνάμενος το νυσταγμένο πλήθος των πρωινών επιβατών.

Δεν σπρώχνουν, δεν σπρώχνονται. Μπαίνουν σκυθρωποί κοπαδιαστά στο βαγόνι, ανέκφραστοι, ανύπαρκτοι, θαρρείς, οι περισσότεροι. Μοιάζουν ίδιοι, απρόσωποι, μοναχικοί. Ύστερα, οι θύρες κλείνουν, ο συρμός ξεκινάει, ακινητοποιημένοι όλοι, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σχηματίζουν άμορφη, συμπαγή ανθρώπινη μάζα που λικνίζεται στο ρυθμό της ροής πάνω στις ράγιες, μετακινούμενη ενίοτε υποτυπωδώς.

Κάποιοι αντιστέκονται ηρωικά μένοντας πεισματικά ολόρθοι, σθεναροί, σταθεροί στον αγώνα για επιβίωση, άλλοι καμπουριασμένοι με λυγισμένα κορμιά και γόνατα, δεμένοι με αόρατα νήματα μεταδοτικής ανίατης φοβίας γέρνουν αριστερά δεξιά, μπρος πίσω υποτακτικά σαν υπνωτισμένοι, έτοιμοι να βουλιάξουν στο κενό της ασύμβατης μοίρας. Λιγοστοί, καθισμένοι σε αντικριστά καθίσματα βαριεστημένοι, ωστόσο, αποκαμωμένοι γυρίζοντας προφανώς από επαχθή κι απάνθρωπη νυχτερινή βάρδια, δουλειά, δουλεία, όπως κι αν ειπωθεί, το ίδιο βάρος έχει, το ίδιο κόστος, το ίδιο άγχος προκαλεί, ολόιδιοι ανθρωπάκια του Γαΐτη.

Είναι οι τυχεροί, άτυχοι που πρόλαβαν κάθισμα Δεν βλέπει ο ένας τον άλλο, βρίσκονται άλλού, μέσα στην ίδια, ωστόσο, αγωνία, στην αβεβαιότητα του αυριανού μεροκάματου, ίσως. Ρουφάνε ηδονικά το καυσαέριο, την πολύχρωμη κακοσμία των σωμάτων, στα πρόσωπα αποτυπωμένη μια ειρωνεία, μπορεί και πλήξη ή αδιαφορία. Μια χαώδης, αποπνικτική υπνηλία περιίπταται, καλύπτει το αποχαυνωμένο πλήθος, το συμπυκνωμένο, οχούμενο ανθρώπινο σύμπαν …

Κάθε πρωί, ένα μηχανοκίνητο, μπαζωμένο στα βαγόνια ανθρώπινο κοπάδι, ένα πρόσκαιρα αρθρωμένο πολύχρωμο ανθρώπινο σύμπαν πάει κι έρχεται με την αβεβαιότητα του αύριο, γράφοντας ο καθένας χωριστά την ίδια αδιέξοδη σελίδα της προσωπικής του ιστορίας, ακολουθούν μηχανικά κάθε μέρα την ίδια πορεία, με την ίδια ατελέσφορη αγωνία.

 

Είμαι από τους τυχερούς άτυχους του πρωινού της εργάσιμης, πέμπτης ημέρας της εβδομάδας που έχω ακόμα δουλειά. Ο άντρας που κάθεται ακριβώς απέναντί μου δεν

μου δίνει καμιά απολύτως σημασία. Είναι διαρκώς συνοφρυωμένος, αν και τα φρύδια του είναι κι εκείνα λειψά ως ανύπαρκτα, μαδημένα. Στο πρόσωπό του χαραγμένη μια μόνιμη στυφή γκριμάτσα δείχνει πόσο βαθαίνει μέσα του η ερημιά, και το χαώδες, ατονημένο βλέμμα του κολλημένο στο θολό, άφωτο τζάμι, βυθισμένο στο σκοτάδι της σήραγγας που διχάζει το τρένο τρέχοντας στο κενό με ιλιγγιώδη ταχύτητα – στο μετρό δεν παρεμβάλλονται εμπόδια.-, δεν σαλεύει το βλέμμα του άντρα, βουλιαγμένο διαρκώς στο σκοτάδι της σήραγγας προσθέτει, σαφώς, ψηφίδες εαρινής αιθρίας στο εικονικό δάπεδο του ναού μιας ανέλπιδης προσδοκίας.

Στον δίμετρο νεαρό με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά που κάθεται δίπλα του δεν δίνει καμιά σημασία. Δεν τον ενοχλούν τα τεράστια, άσαρκα χέρια που οι αγκώνες τους παραβιάζουν εκατέρωθεν τον ενδιάμεσο χώρο. Δεν τον προβληματίζουν καν τα ανοικονόμητα πόδια του νεαρού που φράζουν το κενό μεταξύ των αντικριστών καθισμάτων. Συνεχίζει, αμέτοχος να γράφει ή να διαγράφει κάθε μέρα, κάθε πρωί, με τον ίδιο ακριβώς άχαρο τρόπο την ατέλειωτη κι άχαρη, την αδιέξοδη και ‘απρόσωπη’ ιστορία της ζωής του μένοντας στην ίδια βάρδια, στο ίδιο κενό μνήμης βουλιαγμένος.

Ο δίμετρος νεαρός με τα εβένινα μαλλιά και τα ακουστικά στα μικρά του αυτιά που κάθετα δίπλα στον άντρα που ψάχνει να βρει τη λύση των προβλημάτων του στα σκοτεινά ερέβη της σήραγγας, μένει απαθής και ανέκφραστος, δεν δίνει καμιά σημασία στα πέριξ. Είναι σαν να μην υπάρχει. Ούτε προσέχει το όμορφο κορίτσι που κάθεται ακριβώς απέναντί του. Ζει το χρόνο του οχυρωμένος μέσα στο δικό του αποκλειστικά κόσμο, θαρρείς πως ήρθε ή βρίσκεται σε άλλον πλανήτη, σαν να τον πέταξε αόρατο χέρι στο κάθισμα και καρφώθηκε πάνω του για μια αιωνιότητα.

Το σημαντικό, το πλέον αξιοσημείωτο, ίσως, στην παρουσία του νεαρού με τα μακριά πόδια είναι ότι κρατάει με τα δυο του χέρια τον παραγεμισμένο χαρτοφύλακά του με πακεταρισμένα τα αταξίδευτα όνειρα και τα τρυφερά μυστικά του. Δεν γίνεται να μην έχει ένα, δυο, τρία τρυφερά μυστικά φυλαγμένα στο τσεπάκι του χοντρού του χαρτοφύλακα για ώρα ανάγκης, βρε αδερφέ! Τι άλλο;

Ο όρθιος κι ο λυγισμένος ολόγυρα κι από πάνω του κόσμος κρεμασμένος από τους γάντζους, αυτός ο κόσμος ‘ο μικρός ο μέγας’, ο μαρμάρινος, θαρρείς, κόσμος που λικνίζεται άβολα ακολουθώντας το μουντό κι ανίδεο πεπρωμένο του, τον αφήνει αδιάφορο. Και ξαφνικά σπάει την αόρατη σιωπή η συνηθισμένη προειδοποίηση:

 

Επόμενος σταθμός Συγγρού – Φιξ / Next station Sygrou – fix

Σύνδεση με τραμ / Connection with tram

αναστατώνεται το αποχαυνωμένο πλήθος των αγαλμάτων. Γίνεται προσωρινός πανικός, το στατικό σκηνικό αλλάζει εντελώς, άλλοι βγαίνουν, άλλοι μπαίνουν, βιάζονται να καθίσουν, σπρώχνονται να πιαστούν από κάπου κι ύστερα κλείνουν οι θύρες, ξεκινάει ο αιλουροειδής συρμός, σέρνεται πάνω στις ράγιες, χώνεται στο σκοτάδι, χάνεται στην αβεβαιότητα του Αύριο.

Το όνομα του σταθμού θυμίζει παλιές, δύσβατες εποχές. Φέρνει στην επιφάνεια πληγές ανίατες του ταλαίπωρου Έθνους των Ελλήνων.

Πρόκειται για το εργοστάσιο της γερμανικής μπίρας Φιξ. Όπως συνέβαινε τότε, έτσι και τώρα οι κηδεμόνες, οι ξένοι επιβήτορες, η Άνκελα Μέρκελ η Τρόικα, οι απειλές, τα αιματηρά σχόλια, τα δυσθεώρητα χρέη, η ηθική άπνοια

«Θεέ και Κύριε!», αναστενάζω από τα βάθη της ψυχής μου, «έως πότε θα μας ορίζουν οι Γερμανοί; Έως πότε θα μας σέρνουν στο ζωνάρι τους οι ξένοι κηδεμόνες, οι ξένοι προστάτες, οι ξένοι σπόνσορες, οι ξένοι δανειστές; Έως πότε θα είμαστε οφειλέτες εμείς οι απόγονοι των Μαραθωνομάχων, των… των… ένδοξων προγόνων; Έως πότε θα είμαστε παρίες των μέχρι χτες αγροίκων; Όταν η Ελλάδα έχτιζε Παρθενώνες και θέατρα, αυτοί ζούσαν πάνω στα δέντρα και σ’ ανήλιαγα σπήλαια…»

Και να ήταν μόνο αυτό το ξένο έκτρωμα, σφήνα θαρρείς, μπηγμένη στην καρδιά του καταχωνιασμένου αρχαίου ποταμού Ηριδανού που μένει ακόμα όρθιο, θλιβερό απομεινάρι μιας άλλης Γερμανικής Κατοχής. Από τον καιρό της Χούντας που «πήρε –δήθεν- φωτιά» να καεί για ευνόητους λόγους, το εργοστάσιο μπίρας Φιξ μένει ένας ακόμα αδιαμόρφωτος, τεράστιος παραλληλεπίπεδος όγκος ανάμεσα στις οδούς Καλλιρρόης και Συγγρού για να θυμίζει αφενός την αβελτηρία των ηγεμόνων κι αφετέρου τον… ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό.

 

Και συνεχίζω μελαγχολικούς περιπάτους στα ένδοξα τοπία της ιστορίας πέριξ του σταθμού Συγγρού Φιξ. Τέλειος συνδυασμός: Ο ξένος παλιός επενδυτής αγκαζέ με τον μεγάλο εκμεταλλευτή / ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό, τον εκατομμυριούχο, πάμπλουτο Έλληνα που κατέληξε μέγας ευεργέτης και δωρητής αφού απομύζησε ολόκληρες περιουσίες και ρήμαξε βαλάντια. Ποιος θυμάται τώρα τις απατεωνιές ενός ευεργέτη Συγγρού που το όνομά του κρέμεται σ’ ονομασίες δρόμων, κτημάτων, ασύλων…

Θα εξακολουθούσα την περιήγηση στις ατραπούς της ιστορίας, ξετρυπώνοντας μνήμες, γενναία περιστατικά και ιλαρές εικόνες, αν δεν ανέκοπτε την πορεία της αναπόλησης η πάγια ανακοίνωση από μικροφώνου:

Επόμενος σταθμός: Ακρόπολη,

Next station Acropolis

Προσωρινή στάση, ανταλλαγή επιβατών με το έβγα έμπα. Ώσπου να ξεκινήσει ο συρμός για τον επόμενο σταθμό, έχω διανύσει νοερά χιλιάδες χιλιόμετρα αρχαίας και νεότερης ιστορίας. Μια φευγαλέα ματιά στα εκθέματα και πάλι βουτιά στα σκοτεινά τερτίπια της σήραγγας μαζί με την ιστορική περιήγηση στα… σκοτεινά

Σε λίγο το συνηθισμένο σφύριγμα προειδοποιεί, κλείνουν οι θύρες, ο συρμός ξεκινάει, εγκαταλείπει στην ερημική γαλήνη περίτεχνα αρχαία αγάλματα, ταφικά κτερίσματα, μοναδικά ευρήματα, την «Ακρόπολη» των υπογείων διακοσμημένη με περασμένα μεγαλεία γλυπτικής αρχαίας τέχνης, γεμάτη άπειρες ένδοξες μοναξιές, και τρέχει σαν δαιμονισμένος στο άδειο σκοτάδι της σήραγγας, για τον επόμενο σταθμό.

«Acropolis adieu! Ακρόπολη αντίο!», γαβγίζει στ’ αυτιά μου γαλλικά η Γερμανία του Σπίγγελ, η Γερμανία της Καγκελαρίου Μέρκελ, του ανάπηρου Υπουργού των Οικονομικών Σόιμπλε, του κάθε καιροσκόπου, κερδοσκόπου, τυχοδιώκτη, επενδυτή, του κάθε αμνήμονα στυγερού εγκληματία.

«Οι Γερμανοί ξανάρχονται!», λέω και μελαγχολώ.

Ύστερα με πιάνει το μανιάτικο μένος μου –κρατάει κι από Μάνη η γενιά μου –, αντρειεύομαι:

«Ε, και;» Θέλω να φωνάξω: Ήρθαν, έφυγαν, ξανάρθαν, ξανάφυγαν, θα ξανάρθουν, συνέχεια έρχονται, θα φύγουν πάλι με άδεια χέρια. Μας μένει λίγη τσίπα ακόμα. Δεν γίνεται! Κι ας γίνεται, ατυχώς. Εγώ επιμένω: Θα ξεκουμπιστούν, θα φύγουν οι Τρόικες, θα βουλιάξουν στο οικονομικό χάος της σήραγγας που ανοίγουν οι άρπαγες, αργά ή γρήγορα θα πέσουν μέσα οι ίδιοι. Έασον αυτούς χαίρειν τη μάταιη δόξα, τη μάταιη, την πλαστική, τη δανεική ευημερία, την παγερή, πρόσκαιρη εξουσία τους».

Άξαφνα κόβεται ο ειρμός του μένους:

Επόμενος σταθμός: Σύνταγμα / Next Station Syntagma

Σύνδεση με τραμ / Connection with tram

Σύνδεση με γραμμή τρία

Ακολουθεί ο επόμενος σταθμός, ο μεθεπόμενος, και ούτω καθεξής, ίσαμε τον τερματικό σταθμό. Κι ύστερα πάλι ο γυρισμός η ζωή στη σήραγγα συνεχίζεται, σέρνεται πάνω στην ίδια τροχιά με την ίδια ροή, με τους ίδιους ρυθμούς, με την ίδια ταχύτητα προς την άλλη κατεύθυνση, προς το άλλο τέρμα κάνοντας όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς. Κυλάει βουβά, θλιμμένα πάνω στις ράγιες κουβαλώντας τον μόχθο των εποχούμενων, το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν του Ελληνισμού, τους καημούς της πατρίδας, το χαώδες παρόν με τις πολύχρωμες, τρέχουσες και καταχθόνιες καθημερινές ιστορίες των επιβατών, τις αποχρώσεις της οικονομικής κρίσης, τις διακυμάνσεις της πολιτικής αστάθειας κι αβεβαιότητας, το άγχος, την καθημερινή τρέλα, τον υποδόριο φόβο για το αβέβαιο μέλλον, τον μόχθο της ημέρας, τον τρόμο της νύχτας, την άδεια υπερηφάνεια, την ηθική ένδεια, το χάος, το κενό εξουσίας, την υπομονή, την αναμονή, την προσδοκία ίσαμε να σημάνει το τέλος της δικαιοσύνης των σκυλιών, ίσαμε ν’ ακουστεί από μικρόφωνου:

Τερματικός Σταθμός

Παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν.

 

* Πρώτη δημοσίευση: Στρατή Γ. Φιλιππότη Αθηναϊκό ημερολόγιο 2013

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top