Fractal

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Της Κλεοπάτρας Ζαχαροπούλου // *

 

 

Η ιστορική σπουδαιότητα της Αγίας Σοφίας δεν γνωρίζει όρια. Καμία άλλη εκκλησία σε καμία χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κανένα άλλο οικοδόμημα που υψώθηκε ποτέ από την τέχνη των ανθρώ­πων, δεν αποτέλεσε τόσο σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι στη ζωή ενός έθνους. Στο όνομα της συμπυκνώνεται ολόκλη­ρη η βυζαντινή ιστορία. Η Αγία Σοφία αποτελεί τον επίσημο χώρο λατρείας μιας ολόκληρης αυτοκρα­τορίας όπου εκκλησία και κράτος ήταν ένα, μιας αυτοκρατορίας που για πάνω από 1.100 χρόνια, ήταν η κληρονόμος και η ισάξια της Ρώμης.

Κάποιοι πιστεύουν πως πρόκειται για το «θαύμα του Βυζαντίου», ενώ κάποιοι άλλοι για το «θαύμα του κόσμου». Ο θαυμασμός που ένιωθαν οι άνθρωποι όλων των χωρών και όλων των κοινωνικών τάξεων, όταν βρισκόταν μπροστά στην Αγία Σοφία, είχε μέσα του στοιχεία μαγείας. Αρκεί να ακούσει κανείς τους ξένους περιηγητές (Όντον ντε Ντέϊγ, Βενιαμίν, Αντώνιος, Ρουϊ Γκονζάλεθ ντε Κλαβίχο, Ρομπέρ ντε Κλαρύ), που επισκέπτονταν το Βυζάντιο την περίοδο του Μεσαίωνα. Γύρω από το ναό  δημιουργήθηκε ένας μυστικισμός και η εικόνα του αιώνιου καταφύγιου της χριστιανικής πίστης, ποδοπατημένων υλικά και ηθικά από άπιστους.

Αποτελεί το αριστούργημα της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα ένα από εκείνα τα μνημεία, όπου οι χριστιανοί της εποχής, σύμφωνα με τον Προκόπιο, πίστευαν ότι «ο ναός αυτός δεν είναι έργο ανθρώπινης προσπάθειας ή τεχνικής, αλλά της επενέργειας του θεού». Ο Ιουστινιανός ήταν αποφασισμένος να κτίσει ένα ναό που θα ξεπερνούσε όλους τους άλλους σε λαμπρότητα.

Η σοφή διάταξη του θόλου, του τυμπάνου, των σφαιρικών ημιθολίων, των αψίδων,  η κατανομή του βάρους στα εσωτερικά αρχιτεκτονικά μέλη, η τοποθέτηση αντερεισμάτων στους εξωτερικούς τοίχους, κατέληξαν στο ανεπανάληπτο δημιούργημα της Αγίας Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη. Ο αρμονικός συνδυασμός των ποικιλόχρωμων μαρμάρων, που συγκεντρώθηκαν από διάφορες περιοχές του κράτους, ο γλυπτικός διάκοσμος των κιονόκρανων, των θωρακικών και άλλων αρχιτεκτονικών μελών ενέπνευσαν και τους μεταγενέστερους τεχνίτες.  Το θαυμαστό μνημείο του Ανθεμίου του Τραλλιανού και του Ισίδωρου του Μιλήσιου, έφερε το νέο καλλιτεχνικό μήνυμα στα πέρατα της αυτοκρατορίας.

Η Αγία Σοφία αρχιτεκτονικά υπήρξε το πρώτο κτίριο το οποίο συνδύασε το τετράγωνο σχέδιο των παραδοσιακών βασιλικών με τον κεντρικό τρούλο των αυτοκρατορικών κτιρίων, όπως το Πάνθεον της Ρώμης.

Όπως γράφθηκε από τον E. Stein, η Αγία Σοφία μαζί με τον Παρθενώνα και τον Άγιο Πέτρο της Ρώμης είναι από τα πιο ένδοξα μνημεία του κόσμου.  Κατά μία έννοια η Αγία Σοφία διαφέ­ρει από οποιοδήποτε άλλο παλαιό μνη­μείο της Κωνσταντινούπολης. Οι άλλες αρχαιότητες της πόλης ανήκουν ολοκλη­ρωτικά στο παρελθόν και δεν έχουν μέλ­λον. Τα ταλαιπωρημένα τείχη του Θεοδόσιου δεν θα μπορέσουν ποτέ πια να αντέξουν το σάλο του πολέμου. Πάνω από το σπασμένο Όφι των Δελφών, στον Ιπ­πόδρομο, κανείς χρησμός δεν θα περάσει πια σ’ ένα μελλοντικό ικέτη. Ο ρόλος τους στην ιστορία του κόσμου έχει τελειώσει. Είναι αρχαία, κλασικά, σεβάσμια. Ωστόσο, κάθε ημέρα που περνά μας απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ τους καιρούς για τους οποίους χτίστηκαν και από τις αιτίες για τις οποίες σχεδιάστηκαν.

Λίγοι από τους φτωχούς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον πατριαρχικό ναό σαν τόπο της λατρείας τους, ενώ κανένας να διεισδύσει στο ανακτορικό περιβάλλον. Η Αγία Σοφία είχε σχεδόν την ίδια επίδραση, όση ο αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης στο να εμπνέει πίστη,  η οποία σε τελευταία ανάλυση ήταν η κύρια πηγή της ύπαρξης του Βυζαντίου.

Η Αγία Σοφία αποτελούσε  τις αρτηρίες του Μεγάλου Παλατιού και το αίμα της ζωής του. Η δύναμη αυτή δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην απαράμιλλη ομορφιά του εσωτερικού του αρχιτεκτονικού αυτού αριστουργήματος. Βέβαια, ο μεγάλος τρούλος έδινε μία παραστατική εικόνα του ουρανού. Τα πλούσια σκεύη του και η πλούσια διακόσμησή του καθρέφτιζαν μια σχεδόν ουράνια μεγαλοπρέπεια, αλλά η επίδραση του ναού δεν οφείλεται αποκλειστικά στην ομορφιά της λειτουργίας που τελούσαν εκεί οι ιερωμένοι ντυμένοι  με  πολύτιμη αμφίεση. Περισσότερη σπουδαιότητα είχαν τα πολυάριθμα λείψανα που είχαν συγκεντρωθεί εκεί με το πέρασμα των αιώνων,  αν και τα πιο ιερά από αυτά,  το φόρεμα και η ζώνη της Παναγίας, είχαν μεταφερθεί με διαταγή του Ιουστινιανού από την Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Όταν οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, δεν δίστασαν να πάρουν τα πιο πολλά από τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας,  όπως επίσης το φόρεμα και τη ζώνη της Παναγίας,  έστω και αν αυτά τα τελευταία θεωρούνταν Παλλάδιο της πρωτεύουσας. Τα υπόλοιπα πολύτιμα κειμήλια της πατριαρχικής εκκλησίας αποτελούνταν από έναν αριθμό θαυματουργών εικόνων. Ίσως εκείνην που είχε την πιο μεγάλη αξία απ’ όλες  ήταν το Άγιον Μανδήλιον,  που το είχε αποκτήσει ο Ρωμανός Λεκαπηνός το 943 στην Έδεσσα και το είχε φέρει στην πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Πολλοί ταπεινοί προσκυνητές έχυναν δάκρυα μέσα από την ψυχή τους μπροστά στην εικόνα, όταν αυτή είχε τοποθετηθεί σε τιμητική θέση μέσα στην Αγία Σοφία. Αλλά, η Αγία Σοφία σαν Εκκλησία μητέρα της Ορθοδοξίας άνοιξε τους κόλπους της για τους Αγίους των νεότερων ορθοδόξων κρατών, π.χ. παρουσίαζε την εικόνα των Αγίων αδελφών Βόρη και Γκλέμπ, για να προσκυνούν οι προσκυνητές που έφταναν από τη Ρωσία.

Το 1935 η Αγιά-Σοφιά μετατράπηκε σε μουσείο, παίρνοντας ξεχωριστή θέση στην καρδιά και στην ιστορία των Ελλήνων. Η τεχνική τελειότητα του ναού της Αγίας Σοφίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα στέκει όρθιος, ύστερα από εκατό και πλέον καταγραμμένους σεισμούς και ποιος ξέρει πόσους ακόμα που διέφυγαν την προσοχή των ειδικών!

 

 

Ιστορικό

 

Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη είναι το αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης και ταυτόχρονα ένα από εκείνα τα μνημεία, όπου μερικά από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τέχνης παρουσιάζονται περισσότερο φανερά. Έτσι, αν κάποιος θέλει να κατανοήσει τη φύση της χριστιανικής τέχνης της Ανατολής και σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία της, πρέπει να στραφεί πρώτα απ’ όλα σε αυτό το σημαντικό κτίσμα, σε αυτή τη «Μεγάλη Εκκλησία», όπως αποκαλούνταν σε όλη την Ανατολή κατά τους μέσους αιώνες.

Ο Σωκράτης, που έγραψε την Ιστορία της Εκκλησίας από το 305-439, αναφέρει:

«… κατά, τον καιρόν τούτον (επί πατριάρχου Μακεδονίου) ο βασιλεύς την Μεγάλην Εκκλησίαν έκτιζεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν, συνήπται δε τη έπωνύμω Ειρήνη …»

Από τη φράση αυτή του Σωκράτη αλλά και από τις ανασκαφές (Ramaganoglu, 1945) προκύπτει ότι η Α’ Αγία Σοφία, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνος, είχε άμεση επαφή προς Βορρά με την Αγία Ειρήνη και βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στη σημερινή Αγία Σοφία.

Το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου συνδέθηκε με την ανέγερση πολλών εκκλησιών σε όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Είναι, λοιπόν, αρκετά πιθανό να θεμελίωσε ανάμεσα στις άλλες εκκλησίες  -βασιλική Αγίου Πέτρου, του Λατερανού της Ρώμης, του Αγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ, των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας Ειρήνης στην Πόλη- σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Κωδινό. Έτσι, λοιπόν, τo 324  πήρε την απόφαση να κατασκευάσει μια εκκλησία κοντά στο Μεγάλο Παλάτι και τον Ιππόδρομο και να την αφιερώσει στην Αγία Σοφία, στη Σοφία του Θεού. Πριν την ίδρυση αυτού του περικαλλούς μνημείου, στην ίδια θέση είχαν ανεγερθεί δύο προγενέστεροι ναοί, σεπτοί καθεδρικοί της Νέας Ρώμης. Ο ένας απ’ αυτούς τους ναούς ονομάστηκε Μεγάλη Εκκλησία και τα εγκαίνια του τελέστηκαν τον Φεβρουάριο του 360 με μεγαλοπρέπεια.

Η Β’ Αγία Σοφία χτίστηκε από τον Κωνστάντιο νότια της πρώτης, στη σημερινή θέση της Αγίας Σοφίας του Ιουστινιανού. Ήταν μια μεγαλόπρεπη βασιλική με τρεις αψίδες και πέντε κλίτη. Στην δυτική είσοδό της είχε ωραίο πρόπυλο με αέτωμα και κιονοστοιχία. Τα εγκαίνια της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν από τον Πατριάρχη Ευδόξιο το 360.

Κατά μαρτυρία του Κεδρηνού κατετέθησαν σε αυτόν τα λείψανα των μαρτύρων Παμφίλου,  Θεοδούλου,  Πορφυρίου και Παύλου. Το όνομα της Αγίας Σοφίας πήρε ο ναός αυτός στα μεταγενέστερα χρόνια,  προκειμένου να δηλώσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας,  τον Λόγο του Θεού.  Το 381 ανεγνώσθη εντός αυτού το σύμβολο της πίστεως.

Οι ναοί αυτοί υπέστησαν ζημιές κατά καιρούς και καταστράφηκαν από πυρκαϊές.  Κατά τη διάρκεια της Συνόδου του 381 επί Θεοδοσίου Α’ (378-395) πυρπολήθηκαν από τους Αρειανούς. Σαράντα χρόνια μετά την ίδρυση της, τον Ιούνιο του 404, οι οπαδοί του Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για την εξορία του ι. Πατρός επί Αρκαδίου πυρπόλησαν ξανά το ναό. Η ανοικοδόμησή  του διήρκεσε έντεκα έτη,  ώστε τα νέα εγκαίνια έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 415 επί Θεοδοσίου Β΄, και είναι αρκετά πιθανό η νέα Εκκλησία να επαναλάμβανε τον τύπο και τις διαστάσεις της καταστροφείσης. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ανοικοδόμηση, αλλά επιδιόρθωση και συνένωση διαφόρων τμημάτων της Α’ και Β’ Αγίας Σοφίας με ορισμένες προσθέσεις και παραλλαγές.

Ωστόσο, η ζωή του νέου αυτού ναού δεν υπήρξε μακρά, διότι μετά από εκατόν δέκα επτά χρόνια, καταστράφηκε κατά την στάση του Νίκα. Το ασέβημα αυτό, οφειλόταν στην επέκταση της φωτιάς που περιέβαλε τα άλλα προσκείμενα δημόσια κτίρια και κατά τον ιστορικό Προκόπιο επετράπη από το Θεό, γιατί προέβλεψε το περικαλλές μνημείο, το οποίο θα αντικαθιστούσε  το πυρπολυθέν.

Η σκληρή οικονομική πολιτική που επέβαλε ο Ιουστινιανός τον κατέστησε αντιπαθή στις λαϊκές μάζες.  Στις αρχές του Ιανουαρίου του 532,  μετά από μία συμπλοκή  ανάμεσα στους δήμους, ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης Ευδαίμων, διεξήγαγε ανακρίσεις που οδήγησαν στη σύλληψη επτά ατόμων με την κατηγορία του φόνου. Κατά την εκτέλεσή τους,  δύο από τους μελλοθάνατους που επρόκειτο να κρεμαστούν σώθηκαν αναπάντεχα. Την ώρα που διαδραματίζονταν αυτά τα γεγονότα, οι μοναχοί της Μονής του Αγίου Κόνωνος γλίτωσαν άλλους δύο εκ τους οποίους ο ένας ανήκε στους Βένετους και ο άλλος στους Πράσινους. Οι μοναχοί έκλεισαν τους ανθρώπους αυτούς στη Μονή του Αγίου Λαυρέντιου. Δύο μέρες αργότερα, στον Ιππόδρομο διοργανώθηκαν ιπποδρομίες, όπου παραβρέθηκε και ο Ιουστινιανός. Οι δήμοι ζήτησαν χάρη για τους  καταδικασθέντες που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο. Το πλήθος τότε άρχισε να φωνάζει συνθήματα για τους δύο δήμους,  που η τύχη τους έφερε μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο να είναι ενωμένοι. Όταν τελείωσαν οι ιπποδρομίες, το πλήθος άρχισε να κραυγάζει «Νίκα», που ήταν το νέο τους σύνθημα.  Το ίδιο βράδυ οι δήμοι ζήτησαν από τον έπαρχο να δώσει λύση, χωρίς να τους δοθεί απάντηση. Ο δήμος κατευθύνθηκε στις φυλακές και με τη βία απελευθέρωσε τους φυλακισμένους, ενώ έβαλε φωτιά στο Αυγουσταίον, στην πύλη των ανακτόρων, στη Σύγκλητο και στο ναό της Αγίας Σοφίας.

«Τότε δε η αρχή, η τω δήμω εφειστήκει εν Βυζαντίω, των στασιωτων τινας την επι θανάτω απηγε. ξυμφρονήσαντες δε  και σπεισάμενοι προς αλλήλους εκάτεροι τους τε  αγομένους  αρπάζουσι και ες το δεσμωτήριον αυτίκα εσβάντες αφιασαν άπαντας όσοι στάσεως η ετέρου του αλόντες ατοπήματος εδέδεντο. και οι μεν  υπηρέται, όσοι τη της πόλεως  αρχη έπονται, εκτείνοντο ουδενί λόγω, των δε πολιτων εί τι  καθαρον ην ες την αντιπέρας ήπειρον έφευγον, και τη πόλει πυρ επεφέρετο, ως δη υπο πολεμίοις γεγενημένη. και το ιερόν η Σοφία το τε βαλανειον ο Ζεύξιππος και της βασιλέως αυλης τα εκ των προπυλαίων άχρι ες τον Άρεως λεγόμενον οικον καυθέντα εφθάρη».

 

 

Αμέσως μετά την καταστολή της ανταρσίας,  το Φεβρουάριο του 532, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα επέβαλε στον Ιουστινιανό την ανέγερση υπέρλαμπρου ναού πρωτοφανούς κάλλους στην θέση του πυρποληθέντος. Ο Γ. Κεδρηνός γράφει πως «εν τω έτει 6040 από κτίσεως κόσμου, ινδικτιώνος 15, της 23ης Φεβρουαρίου μηνός, ώρα πρώτη της ημέρας, την της μεγάλης εκκλησίας ανοικοδόμησην ήρξατο ποιείν ο Ιουστινιανός». Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έλαβε την απόφαση να ξανακτίσει το ναό,  τον οποίο ο Κωνσταντίνος είχε ανεγείρει προηγουμένως και αφιερώσει στην Αγία Σοφία,  ήταν αποφασισμένος ο νέος ναός να υπερβεί όλους τους άλλους σε λαμπρότητα. Ήθελε η δική του Αγία Σοφία να αποτελέσει την κατάθεσή του και τη διακήρυξη της αυτοκρατορικής υπέρτατης εξουσίας. Ο αυτοκράτορας Ιουστι­νιανός αποφάσισε να αποκαταστή­σει το ναό σε πρωτό­γνωρο βαθμό μεγαλοπρέπειας: Να δημιουργήσει ένα οικοδόμη­μα που θα ήταν η εξιλέωση για κάθε πα­ράπτωμα και αμαρτία του ως ηγεμόνα. Ένα ναό που θα θύμιζε την κατατρόπω­ση της αταξίας και της εξέγερσης, την έλευση της ειρήνης και της ηρεμίας στην πρωτεύουσα και στην αυτοκρατορία. Ένα ναό που θα ενσάρκωνε τη δόξα του και που οι επόμενες γενιές θα τον αντί­κριζαν σαν θαλερό μνημείο της βασιλεί­ας του. Ένα ναό που θα τιμούσε και τη μνήμη της αυτοκράτειρας Θεοδώ­ρας, εκείνης που με τη γενναιοφροσύνη της έσωζε το θρόνο κάθε φορά που κινδύνευε, εκείνης που η εικόνα της βρισκόταν αποτυπωμένη μαζί με τη δική του πάνω σε κάθε νόμισμα και που το όνομά της βρισκόταν πλάι στο δικό του πάνω σε κάθε διάταγμα.

 

 

Ως προς τον χρόνο αποπεράτωσης της Δ’ Αγίας Σοφίας υπάρχουν και άλλες απόψεις.  Ο Ιουστινιανός, πριν αρχίσει η ανέγερση του ναού, απαλλοτρίωσε τα οικόπεδα και κατεδάφισε όλα τα κτίσματα από τα πέριξ της οικοδομής χώρο.  Το 539 (επτά χρόνια μετά τη στάση του Νίκα) ο Ιουστινιανός άρχισε το γκρέμισμα του εσωτερικού της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας καθώς και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτοχρόνως συγκέντρωνε υλικό από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Η ανοικοδόμηση του ναού του Θεού Σοφίας θα γινόταν με καινοφανές σχέδιο που δεν θα όφειλε τίποτα στις προγενέστερες μορφές των βασιλικών.  Σύμφωνα με έναν βυζαντινό χρονογράφο,  η Αγία Σοφία ήταν  «ναός,  όμοιος του οποίου δεν είχε κτισθεί ποτέ από τα χρόνια του Αδάμ,  ούτε θα κτιζόταν ποτέ παρόμοιος στο μέλλον».

 

Νενίκηκά σε Σολομών!

 

Σε λιγότερο από πέντε χρόνια, επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, η Αγία Σοφία ολοκληρώθηκε. Τα εγκαίνια τελέστηκαν επίσημα με την ιουστινιάνεια τελετουργική μεγαλοπρέπεια στις 22 ή 27 Δεκεμβρίου του 537. Ωστόσο, ο ιστορικός Θεοφάνης και ο χρονογράφος Ι. Μαλάλας υποστηρίζουν πως πραγματοποιήθηκαν το 538. Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας, πέρασε δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανά­κτορο, μέσα από τον Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτε­ρικού νάρθηκα. Εκεί, ο Ιουστινιανός αφού κατέβηκε από την άμαξα έβγαλε το στέμμα του – μόνο τότε με τό­ση ευχαρίστηση – και το απέθεσε στα χέ­ρια του Πατριάρχη Μηνά. Όταν αντίκρισε από τις Πύλες το απαστράπτον θέαμα του εσωτερικού του ναού, με τα μωσαϊκά,  τα πολυκάντηλα και  τα ιερά άμφια του κλήρου κατελήφθη από άκρατο ενθουσιασμό και σε ένα ξέσπασμα υπερφίαλης χαράς τρέχοντας στον άμβωνα και υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό,  αναφώνησε:

«Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιουτον έργον αποτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών»,

θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό ακόμα κι από τον Ναό του Σολομόντα στα Ιεροσόλυμα. Ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος υποστηρίζει ότι παραμένει αμφίβολο το αν όντως ο Ιουστινιανός ανέκραξε τα παραπάνω λόγια, καθώς η πληροφορία αυτή απαντά μόνο σε μια μεταγενέστερη κι ανασφαλή πηγή.

Τα «θυρανοίξια» της Αγίας Σοφίας ακολούθησαν θυσίες χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων, ορνίθων και διανομή χιλιάδων μοδιών σίτου στους φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη. Επιπλέον, εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Το πρωί  των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτη­σαν δύο εβδομάδες περίπου.

 

 

Οι αρχιτέκτονες

 

Η Αγία Σοφία αποτελεί απαράμιλλο αρχιτεκτονικό επίτευγμα. Και για το χαρακτηρισμό αυτόν αρκεί να λάβουμε υπόψη μας τον παράτολμο και μοναδικό χαρακτήρα του σχεδίου της. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, το γεγονός ότι η ιστορία διέσωσε τα ονόματα των αρχιτεκτόνων της,  αν και κάτι τέτοιο δεν συνηθιζόταν την εποχή του Βυζαντίου.

Ο Ιουστινιανός ανέθεσε τη μελέτη για την ανέγερση του ναού καθώς και την παρακολούθηση των εργασιών,  σε δύο δοκιμωτάτους και μεγαλοφυείς αρχιτέκτονες,  τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από την Μίλητο, οι οποίοι και οι δύο κατάγονταν από τη Μικρά Ασία και ήταν μυημένοι στην ανατολική τεχνοτροπία. Ως κύριος αρχιτέκτονας για την κατα­σκευή της Αγίας Σοφίας επιλέχθηκε ο Ανθέμιος. Πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησε τη δύναμη του ατμού – «ένας άνδρας» λέει ο Αγαθίας «ικανός να μιμηθεί σεισμούς και κεραυνούς». «Ήταν σαν να έχεις προσλάβει τον Οπενχάιμερ για να σου φτιάξει το σπίτι», όπως λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Αχμέτ Τσακμάκ. Ο Ισίδωρος ενσάρκωνε τον άξιο συμπαραστάτη του Ανθεμίου,  χωρίς όμως να μπορούμε να αντιδιαστέλλουμε και να προσδιορίσουμε τη συμβολή του καθενός, όσον αφορά τη μεγαλειώδη έμπνευση,  την σοφή σύνθεση, την άτεγκτο κατανομή των εξωτερικών και εσωτερικών δυνάμεων και τάσεων,  την εκπόνηση των τελικών μελετών και σχεδίων. Σύγχρονοί τους συγγραφείς ομόφωνα επαινούν την γνώση, την επιδεξιότητα, την τόλμη και την εφευρετική τους δύναμη.

Ο Προκόπιος στο έργο του Περί κτισμάτων γράφει χαρακτηριστικά:

«Ανθέμιος δε Τραλλιανός, επί σοφία τη καλουμένη μηχανική λογιώτατος ου των κατ’ αυτόν μόνον απάντων, αλλά και των αυτού προγεγενημένων, πολλω, τη βασιλέως υπουργειν σπουδη τοις τεκταινομένοις τα έργα ρυθμίζων, των τε γενησομένων προδιασκευάζων ινδάλματα, και μηχανοποιός σύν αυτω έτερος, Ισίδωρος όνομα, Μιλήσιος γένος, εμφρων τε άλλως και πρέπων Ιουστινιανω υπουργειν βασιλει. Ήν δε άρα και τουτο της του Θεου περί τον βασιλέα τιμης, προκατεστημένου τους ες τά πραχθησόμενα χρησιμότατους αυτω εσομένους».

Ο λίγο μεταγενέστερος Αγαθίας επιβεβαιώνει πως ο Ανθέμιος υπήρξε άριστος και διέθετε ρηξικέλευθες γνώσεις στην αντοχή και ασφάλεια, δηλαδή στην στατική μελέτη των κατασκευών του, εφαρμόζοντας την τεχνική της διαδοχικής μετατόπισης των φερόντων φορτίων από στοιχείο σε στοιχείο της οικοδομής μέχρις ότου φθάσει στο έδαφος.

Και αφού ο Ιουστινιανός δεν φειδόταν ούτε χρήματα ούτε κόπο,  η εργασία προχώρησε με καταπληκτική ταχύτητα, αφού υπό τους δύο επικεφαλής  μικρασιάτες αρχιτέκτονες-μηχανικούς, εργάζονταν 100 πρωτομάστορες και 10.000 τεχνικοί χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Αυτή υπήρξε μία πρακτική η οποία, πέραν της αρχιτεκτονικής σχεδίασης,  αποσκοπούσε στην άμιλλα των δύο ομάδων για ταχύτερη πρόοδο των εργασιών.

 

Η δαπάνη του έργου

 

Το κόστος παραμένει ακόμη στο πλαί­σιο της εικασίας. Ίσως η προσεκτική και λεπτομερής εκτίμηση του Έλληνα ιστο­ρικού, καθηγητή Παπαρρηγόπουλου, εί­ναι κοντά στην αλήθεια. Υπολογίζει την αξία της γης (η αγορά της οποίας στοίχισε πολλαπλάσια τιμή της πραγματικής λόγω κερδοσκοπίας των ιδιοκτητών) και το κόστος των υλικών, της εργασίας, της διακόσμησης και των εκκλησιαστικών σκευών σε περίπου 324 εκατομμύρια ελληνικές δραχμές ή περί­που 64 εκατομμύρια δολάρια της εποχής.

 

Η συμμετοχή του Ιουστινιανού στις εργασίες

 

Ο ίδιος ο Ιου­στινιανός επόπτευε προσωπικά την πορεία του έργου με τακτικές εφόδους τις πρώτες πρωινές ώρες, ρίχνοντας μάλιστα στα οικοδομικά υλικά αργυρά νομίσματα προς επιβράβευση των εργατών που προσέρχονταν πρώτοι στο εργοτάξιο, ενώ ένας ανώνυμος χρονικογράφος συμπληρώνει πως:

«ο βασιλεύς το δειλινόν ουκ εκάθευδε αλλά […] οραν τους τε λιθοξόους και λαοτόμους και τεκτονικούς και πάντας […] σπουδήν πολλήν αυτοις επηγγείλετο και διά τουτο εξωθεν του μισθου […] αυτων […] την εβδομάδα άπαξ η δις ευηργέτει τούτους, ποτέ μεν από ενός, ποτέ δε από δύο (νομισμάτων) […]».

 

 

Περιήγηση στην Αγία Σοφία

 

Σωστά έχει ειπωθεί ότι η «Μεγάλη Εκκλησία» είναι ένα από τα σπουδαιότερα δημιουργήματα στην ιστορία ολόκληρης της αρχιτεκτονικής. Είναι  γνώμη,  η αλήθεια της οποίας φαίνεται καθαρά από μία σπουδή του φημισμένου μνημείου εκ του πλησίον. Η αίσθηση, που δίνεται από την εξωτερική εμφάνιση,  δεν είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακή.  Ένα βυζαντινό κτίσμα του έκτου αιώνα,  με τους γυμνούς τοίχους από τούβλα,  παρέχει μία κάπως  πτωχή και μονότονη άποψη εξωτερικά. Ακόμη και ο φημισμένος τρούλος φαίνεται κάπως βαρύς απ’ έξω. Προκειμένου να εκτιμήσει κανείς τη μεγαλοπρέπεια και την λαμπρότητα αυτού του ναού,  πρέπει να τον δει και να τον εξετάσει εσωτερικά.

 

 

Του κυρίως ναού προτάσσεται το καθιερωθέν από την παλαιοχριστιανική εποχή στα θρησκευτικά κτίσματα αίθριον. Πρόκειται για μια  υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή (συνόρευε  προς Ν με τα Πατριαρχικά κτίρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, την μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρίσκονταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης), στο μέσον της οποίας ήταν η «κομψή φιάλη», η μαρμάρινη κρήνη, που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή: «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» και προέτρεπε τους χριστιανούς σε πλήρη σωματική και ψυχική κάθαρση πριν την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας. Η τέταρτη πλευρά της αυλής που ήταν ενωμένη με το ναό,  αποτελούσε ένα είδος εξωτερικής βεράντας ή κλειστού νάρθηκος, ο οποίος επικοινωνούσε – με πέντε πόρτες – με τα  εσωτερικά Προπύλαια. Εννέα οριχάλκινες πόρτες – από τις οποίες η κεντρική και πιο ευρύχωρη,  προοριζόταν για τον αυτοκράτορα – οδηγούσαν στο εσωτερικό  του ναού.  Ένα τεράστιο ορθογώνιο με επιφάνεια 77 επί 71,10 μέτρα σχηματίζει μια ευρύτατη αίθουσα περιστοιχισμένη από πτέρυγες με στοές πάνω απ’ αυτές, οι οποίες φτάνουν μέχρι το νάρθηκα και εκτείνονται σε όλο το ναό γύρω-γύρω.

 

Ορειχάλκινη θύρα του 9ου αι. με μονογράμματα και αργυρά κοσμήματα. Θυρόφυλλο της πύλης του νάρθηκα της Αγίας Σοφίας.

 

Η είσοδος στον κυρίως ναό ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη (στοές θα λέγαμε σήμερα) των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλούν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος (πλάτους 31 μέτρων,  που στηρίζεται πάνω σε τέσσερις μεγάλες αψίδες, οι οποίες πάλι βαστάζονται από τέσσερις ογκώδεις κίονες). Η περιμετρική βάση φέρει πλήθος στολιδιών υπό μορφή παραθύρων από τα οποία και ολόκληρος ο ναός καταυγάζεται από το φως. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια, τις κόγχες και τους τοίχους προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό, οι δε ακτίνες του Ήλιου που εισέρχονται στο χώρο δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς. Αυτό είναι ακριβώς που εντυπωσιάζει περισσότερο το θεατή. Σωστά έχει θεωρηθεί από έναν συγγραφέα του έκτου αιώνος ως «έργο θαυμάσιο και συγχρόνως τρομερό» στη θέα, τόσο ελαφρό και αέρινο,  που φαίνεται «μάλλον ότι κρέμεται με χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό παρά ότι στηρίζεται σε στερεές βάσεις».

 

Κάτοψη της Αγιάς-Σοφιάς. Από δεξιά προς αριστερά: το αίθριο, ο έξω και έσω νάρθηκας, ως κάθετοι διάδρομοι, με την άνω ΝΔ. πύλη, όπου το Προπύλαιο του Νάρθηκα και δεξιά το αποδυτήριο και την κάτω ΒΑ. πύλη και ο κυρίως Ναός.

 

Πλάγια όψη

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς, οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεωμένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς. Στη δε κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που φέρουν την επιγραφή «Μεγάλης Εκκλησίας του Κωνσταντίνου». Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου φέρονταν ο μέγας «ερυσίπτολις σταυρός» (=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.

Ενώ οι αψίδες στις βόρειες και νότιες πλευρές της αίθουσας στηρίζονται σε στέρεους τοίχους,  οι οποίοι φέρουν παράθυρα και συνεχίζονται με δύο σειρές από κίονες,  εκείνες στην Ανατολική και Δυτική πλευρά έχουν ως αντιτείχισμα  δύο ημιθόλια, καθένα από τα οποία με τη σειρά του στηρίζεται σε δύο μεγάλα ημικυκλικά τοιχώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον αυτή η καταπληκτική κεντρική αίθουσα αποκτά μεγάλη δύναμη και ισορροπία.  Μία αψίδα προβάλλει από το μέσο του ημικυκλίου, πάνω από την οποία υπάρχει το ανατολικό ημιθόλιο. Εξέδρες εξωραϊσμένες με κολόνες μαζί με τις στοές στη δεξιά και αριστερή πλευρά χρησιμεύουν για να συνδέουν την αίθουσα με τις πτέρυγες.

 

 

Τα ψηφιδωτά

 

   Τα πιο πολλά από τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας είναι καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα και τα περισσότερα, που παρουσιάζουν μορφές, χρονολογούνται από το δέκατο ή τον ενδέκατο αιώνα.

Η διαδικασία της τεχνικής των ψηφιδωτών με το χρυσό, ήταν η ακόλουθη: κολλούσαν φύλλα χρυσού πάνω σε ψηφίδες από γυαλί. Από πάνω περνούσαν ένα λεπτό στρώμα βερνικιού για την προστασία του χρυσού και τοποθετούσαν την κάθε ψηφίδα ανάποδα, ώστε το χρυ­σό να φαίνεται στο βάθος δια μέσου του γυαλιού.

 

Απόψεις του ψηφιδωτού διακόσμου της Αγιάς-Σοφιάς

 

Καθώς περνάμε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό, πάνω από τις τρεις μεσαίες αυτοκρατορικές πύλες υπάρχει ένα ψηφιδωτό του 9ου αιώνα.  Διακρίνεται ο Ιησούς, καθισμένος σε θρόνο, να ευλογεί με το δεξί ενώ στο αριστερό χέρι κρατά το Ευαγγέλιο, στα γόνατα του. Η Παρθένος και ο άγγελος Γαβριήλ αναπαρίστανται μέσα σε δύο κύκλους, ενώ ο Λέων ο ΣΤ΄ (886 – 912) είναι μπροστά Του γονατιστός. Πάνω στο βορεινό τοίχο, υπάρχουν τα ψηφιδωτά τριών αγίων που βρίσκονται μέσα στις θολωτές κόγχες, σε θέση μετωπική με χρυσό φόντο. Είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Ιωάννης – Χρυσόστομος, ο επίσκοπος Ατταλείας Ιγνάτιος και ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος. Στο νότιο τμήμα του κεντρικού κλίτους, φαίνεται στο δάπεδο ένα μέρος μωσαϊκού από διαφόρων χρωμάτων μάρμαρα, που θεωρείται ως ο βυζαντινός Ομφαλός (ή κέντρο του κόσμου), όπου εκεί γινόταν η τελετή της στέψεως των αυτοκρατόρων. Εκτός της Ιερής Κόγχης, η εκκλησία έχει και στις τρεις πλευρές πλάγια κλίτη, των οποίων οι θόλοι είναι πλούσια διακοσμημένοι και στους τοίχους υπάρχουν μερι­κά ψηφιδωτά μεγάλης αξίας. Στο νότιο υπερώο, το ψηφιδωτό της Δεήσεως είναι μερικά διατηρημένο και χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Πιστεύεται ότι ήταν αφιέρωμα στη μεγάλη εκκλησία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου μετά την ανάκτηση της Πόλης. Έχει γίνει από πολύ μικρές ψηφίδες και είναι εξαίρετης τεχνικής. Μέσα σε χρυσό φόντο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στην Παρθένο και τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Απέναντι από τη Δέηση, στη βάση του τοίχου, υπάρχει μια ταφόπετρα με χρονολογία 1205. Είναι ο τάφος του Ερρίκου Ντάντολο, δόγη της Βενετίας.  Ψηφιδωτό του 1044 στο ίδιο μέρος είναι και ο «Ένθρονος Χριστός» με τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο (1042-1055) και Ζωή (1028-1055) να προσφέρουν δώρα, που προφανώς απαθανατίζει τις δωρεές του Μονομάχου, οι οποίες σύμφωνα με τον ιστορικό Σκυλίτζη, εξασφάλισαν την καθημερινή τέλεση της λειτουργίας που γινόταν μόνο Σάββατα, Κυριακές  και μεγάλες εορτές, από έλλειψη προσόδων. Στα κεφάλια των μορφών αυτού του ψηφιδωτού, τα οποία αντικατέστησαν τα κεφάλια παλαιότερου ψηφιδωτού που παρίστανε την αυτοκράτειρα Ζωή και τον πρώτο της σύζυγο Ρωμανό Γ΄ Ανάργυρο εκατέρωθεν του Χριστού σε ανάμνηση προγενέστερης δωρεάς στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, παρατηρείτε και η ζωγραφική τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την τέχνη της περιόδου μεταξύ των ετών 1040 και 1070. Αν προχωρήσουμε λίγο στο υπερώο, προς την πλευρά του Ιερού, θα δούμε δύο υπέροχα ψηφιδωτά. Στα αριστερά, στο ψηφιδωτό του 11ου αιώνα, ο  Χριστός εικονίζεται ανάμεσα στην αυτοκράτειρα Ζωή και τον τρίτο της σύζυγο, τον αυτο­κράτορα Κωνσταντίνο 9ο το Μονομάχο (1042 – 1054). Στα δεξιά, στο ψηφιδωτό του 12ου αιώνα, διακρίνουμε την Παρθένο με τον Ιησού βρέφος, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό Β΄ τον Πορφυρογέννητο (1118 – 1143) στα δεξιά Της και τη σύζυγο του αυτοκράτειρα Ειρήνη της Ουγγαρίας με ξανθά μαλλιά και φωτεινά μάτια να προσφέρουν αποκόμβιο με χρήματα και ειλητάριο με δωρεές. Από εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε το ψηφιδωτό με την Παρθέ­νο, που διακοσμεί την Ιερή Κόγχη. Κατεβαίνουμε από το υπερώο, φτάνουμε στην έξοδο στα νότια του νάρθηκα και παρατηρούμε την τεράστια μπρούντζινη πόρτα, που προέρχεται από έναν ελληνι­στικό ναό στην Ταρσό. Πάνω από αυτήν την πόρτα, ένα ψηφιδωτό παρουσιάζει την Παρθένο Μαρία σε θρόνο με το Βρέφος. Στα δεξιά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Α΄ Της αφιερώνει συμβολικά την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Ιουστινιανός αριστερά, Της προσφέρει, επί­σης συμβολικά, την Αγία Σοφία. Στο ψηφιδωτό του Ιωάννη Β’ και της Ειρήνης στο υπερώο της Αγίας Σοφίας, το αυτοκρατορικό ζεύγος απεικονίζεται σε άκαμπτη μετωπικότητα, με αδύνατα μικρά χέρια και πόδια, και όλη η φροντίδα του καλλιτέχνη αφιερώνεται στον επιστρωμένο με κοσμήματα και λαμπρό ιματισμό. Τα πρόσωπα έχουν κάποια απαλότητα και πλαστικότητα. Πρόκειται για ένα δείγμα συντηρητικής τέχνης του δωδέκατου αιώνα.

Μεγάλος ακόμα αριθμός ψηφιδωτών απομένει ν’ αποκαλυφθεί. Στα σφαιρικά τρίγωνα υπήρχαν Σεραφείμ και στον τρούλο σταυρός, που περιβαλλόταν με στεφάνι. Στη κόγχη του ιερού παράσταση με την Παναγία να κρατά τον Χριστό, και οι δύο Αρχάγγελοι κοντά της (χρονολογείται περί το 867). Στα τύμπανα των πλαγίων τόξων υπήρχαν ολόσωμες μορφές αγίων, προφητών κ.λπ.

Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρέμειναν εν μέρει ακάλυπτα μέχρι του 1847, όπως γίνεται φανερό από μαρτυρίες περιηγητών που είδαν εικόνες ψηφιδωτών, άλλες ευδιάκριτες και άλλες αμυδρά ορατές. Ο προσκυνητής Αντώνιος, αρχιεπίσκοπος  του Novgorod το 1200, ο Evliya Celebi κατά τον l7ον αιώνα, ο Cornelius Loos από τη Στοκχόλμη κατά το 1710 και πολλοί άλλοι εξέφρασαν κατά καιρούς τη γνώμη τους για τη λαμπρότητα ακόμη και για την καλή ή κακή κατάσταση του εσωτερικού διακόσμου στην περίφημη αυτή εκκλησία της Πόλης. Γενικά, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν αγιογραφίες μωσαϊκών με θέματα από την Καινή Διαθήκη στις ημικυλινδρικές (καμαρωτές) οροφές και στα σταυροθόλια των κατηχουμενίων (υπερώων) του ναού, η ζωή και τα πάθη του Χριστού, ακόμη και πορτραίτα Προφητών, Διδασκάλων, Ιεραρχών κ.ά., πράγμα που παρατήρησαν και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες αδελφοί Giuseppe και Gaspar Fosatti. Όταν η Αγία Σοφία,  όμως, μετατράπηκε σε τζαμί, οι Τούρκοι κάλυψαν πολλές απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών από  τα ψηφιδωτά με επίχρισμα λευκού χρώματος.

 

Ο τρούλος

 

Ειπώθηκε ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον αυτοκράτορα τα σχέδια της Αγίας Σοφίας μέσα σε όνειρο, όχι βέβαια στο σύνολο τους και με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνη τη μοναδική ιδέα, την κύρια σύλληψη, που οι αρχιτέκτονες αργότερα θα ανέπτυσσαν και θα της έδιναν μορφή. Κι αυτή ήταν η ιδέα ενός τρούλου, που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή διάμετρο, που θα ήταν τμήμα του μεγαλύτερου δυ­νατού κύκλου, θα υψωνόταν σε ιλιγγιώ­δες ύψος και θα υποβασταζόταν από όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα. Η αποκάλυψη δεν βρισκόταν στην απλή σύλληψη ενός τρούλου – που δεν αποτε­λούσε νέα ιδέα, έστω κι αν στη συνέχεια μονοπωλήθηκε σχεδόν από μία και μο­ναδική σχολή – αλλά στο τελειότερο συνταίριασμα όλων αυτών των όρων. Ο Ανθέμιος δεν θα ανέπτυσσε απλώς ένα ήδη υπάρχον σύστημα ούτε και θα γινό­ταν ταπεινός αντιγραφέας του. Η βυζα­ντινή αρχιτεκτονική με το έργο αυτό θα έφτανε στην πλήρη ακμή της σχεδόν μο­νομιάς. Η Αγία Σοφία ήταν «ταυτόχρονα προάγγελος και υπέρτατη έκφραση ενός νέου ρυθμού».

Τόσο ο Ισίδωρος όσο και ο Ανθέμιος είχαν ασχοληθεί με τη μελέτη των παραβολικών γραμμών και των κοίλων επιφανειών. Το σχέδιο τους περιλάμβανε την τοποθέτηση ενός τεράστιου «παμμεγέθους» τρούλου πάνω σε τετράγωνη βάση πλευράς  30,95 μέτρων, σε ύψος περίπου 41,5 μέτρων, πάνω από το κέντρο της Εκκλησίας. Ο κε­ντρικός τρούλος ακουμπά σε τέσσερις γιγάντιους πεσσούς, που ονομάζονται «πόδια του ελέφαντα». Το μεσοδιάστημα καλύπτεται από τέσσερα λοφία, τα οποία κοσμούνται από τα Χερουβείμ, τα  μοναδικά βυζαντινά έργα που έχουν διασωθεί από τον τρούλο. Το βάρος του τρούλου στηρίζεται σε τέσσερα μεγάλα τόξα. Κάτω από το βόρειο και το νότιο τόξο ανοίγονται ημικυκλικά τύμπανα, που αρχικά είχαν τεράστια παράθυρα. Τα τύμπανα τα ίδια στηρίζονται σε διώροφες κλιτές με διπλές κιονοστοιχίες. Προς ανατολάς και δυσμάς,  ο χώρος κάτω από τα τόξα επεκτείνεται με τους λεγόμενους ημίσεις τρούλους. Τα χαμηλότερα μέρη αυτών των τρούλων συνεχίζονται προς ανατολάς και δυσμάς με τόξα και μικρότερα ημιθόλια. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας τεράστιος χώρος στον οποίο οι τεμνόμενες κοιλότητες τόξων, αψίδες, παραθύρων, παραστάδων και θόλων δημιουργεί μια αίσθηση απερίγραπτης ελαφρότητας και κίνησης. Μέσα στην Κόγχη, το ψηφιδωτό παριστά την Παρθένο σ’ ένα θρόνο να κρατά στα γόνατα τον Ιησού, σύμβολο ιδεώδους κάλλους.

 

 

    Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που ανέλαβαν να επιλύσουν οι αρχιτέκτονες ήταν το στατικό πρόβλημα της στήριξης του τεράστιου τρούλου και συγχρόνως πολύ ελαφρού τρούλου, πράγμα το οποίο αποτελεί κατόρθωμα ακόμα και για την σύγχρονη αρχιτεκτονική. Το έλυσαν τοποθετώντας στα τέσσερα σημεία στήριξης, στον κυρίως ναό βαρείς κιβωτιόσχημους κίονες, που ονομάζονται πεσσοί.  Το κατόρθωμα έγινε,  αλλά ο θαυμάσιος τρούλος δεν κράτησε πολύ. Έπεσε ενώ ζούσε ακόμη ο Ιουστινιανός έπειτα από το σεισμό του 557, οι δονήσεις του οποίου διήρκεσαν για δέκα ημέρες. Τότε,  προκλήθηκε   διάρρηξη στο ανατολικό μετωπικό τόξο του τρούλου και συνεπώς πτώση ενός μεγάλου τμήματος του, με σοβαρές υλικές ζημιές στην Αγία Τράπεζα,  στο Κιβώριο, στο τέμπλο και στον άμβωνα, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του ναού παρέμειναν ανέπαφα. Καθώς οι πρώτοι αρχιτέκτονες δεν βρίσκονταν πια εν ζωή, ανέλαβε δράση ο ανιψιός του ενός, ο Ισίδωρος ο Νεότερος, ο οποίος χρειάστηκε περίπου πέντε χρόνια για να αποκαταστήσει τις ζημιές. Τα νέα εγκαίνια έγιναν το Δεκέμβριο του 563.

 

  

Στο αμέσως παρακάτω σχέδιο της δομικής ανάλυσης του κυρίως ναού φαίνεται το βαρύ οικοδόμημα που υποστηρίζει τον τεράστιο τρούλο ….

 

 

   …. με το πλήθος των αψιδωτών παραθύρων στη βάση του, σχεδιασμένα και κατασκευασμένα έτσι που να εστιάζουν με συγκεντρωτικά κάτοπτρα το φως στον τρούλο που ήταν καλυμμένος με ψηφίδες εφυαλωμένου χρυσού και λειτουργούσε σαν τεράστιο κάτοπτρο προς το εσωτερικό της εκκλησίας. Το σταθερό φως, το οποίο διαχέεται στο κέντρο του ναού δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι ο τρούλος δεν στηρίζεται στο οικοδόμημα, έδινε μια απόκοσμη εντύπωση!.

Το φως προσέθετε κάλλος, καθώς τη νύχτα έκανε την Εκκλησία να λάμπει με πύρινη λαμπρότητα και να αναγγέλλει στους ναυτικούς από μακριά τη δόξα του Ιουστινιανού και το τέλος του ταξιδιού τους. «Όλα είναι μαγευτικά», γράφει ο Παύλος, «όλα προκαλούν θαυμασμό. Αλλά καμιά ανθρώπινη λέξη δεν μπορεί να εκφράσει την εντύπωση που δημιουργεί ο βραδινός φωτισμός. Νομίζει κανείς ότι ένας νυχτερινός ήλιος σκορπίζει μέσα σε όλη την Εκκλησία τη λάμψη του και διώχνει το σκοτάδι». Αυτός είναι ο λόγος,  για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Προκοπίου, που η Αγία Σοφία «ακτινοβολεί με τόση εκπληκτική λαμπρότητα, ώστε να μπορεί να πει κανείς, ότι δεν φωτίζεται από τις ακτίνες του ήλιου, αλλά κλείνει αυτή η ίδια μέσα της την πηγή του φωτός». Μπορεί κάλλιστα να εξηγήσει γιατί η λαϊκή φαντασία,  η οποία είχε συνδυάσει έναν ολόκληρο κύκλο από λαϊκές  παραδόσεις με το ναό της Αγίας Σοφίας, μερικούς αιώνες αργότερα θα πίστευε εύκολα ότι ο Θεός από ευσπλαχνία  είχε λάβει τον Ιουστινιανό στον Παράδεισο μόνο και μόνο γιατί είχε κτίσει τη «Μεγάλη Εκκλησία» Πρόσφατες έρευνες κατέληξαν ότι τα 40 παράθυρα δεν εξυπηρετούσαν μόνο τον φωτισμό, αλλά και τη στατική του τρούλου.

Βαθιά εντύπωση στους προσκυνητές έκανε ο τεράστιος Σταυρός που έλαμπε στην κορυφή του τρούλου. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να διακρίνει, κάτω από τα χρώματα των Τούρκων,  στο χαμηλότερο τμήμα του τρούλου, τις μεγάλες μορφές των Αγγέλων.

Έτσι, στην πρωτο-βυζαντινή περίοδο βρίσκει και την επίλυση του το πρόβλημα της στεγάσεως τετράγωνου χώρου με τρούλο αφού η παλαιοχριστιανική λύση με τη μετάβαση από τετράγωνο σε οκτάγωνο και σε κύκλο αντικαθίσταται με τη στήριξη με σφαιρικά τρίγωνα, μία λύση που βρήκε την πιο επιτυχημένη εφαρμογή της στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, αρχίζει και κυριαρχεί σιγά- σιγά ο τρούλος που κατασκευάζεται από τούβλα. Με αυτόν τον τρόπο η βασιλική αλλάζει τελείως μορφή αφού πλέον σ’ αυτήν έχουμε και τονισμό του κατακόρυφου άξονα χάρις στον θόλο που τοποθετείται στα διασταυρούμενα κλίτη, κάτι που παλαιότερα υπήρχε μόνο στους περίκεντρους ναούς. Πέραν αυτού όμως, ο ημισφαιρικός τρούλος, που δεσπόζει στα κτίρια της εποχής, επιτρέπει στο φως να εισέλθει από ψηλά και κατορθώνει έτσι να πάρει το συμβολισμό του ουρανού που είναι πολύ σημαντικός για την ορθόδοξη πίστη. Πράγματι, στην Αγία Σοφία, ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι κρέμεται από τον ουρανό.

 

Τα υλικά

 

Αλλά και τα τούβλα και το κονίαμα θεωρείται ότι έχουν συντελέσει πολύ στη θωράκιση του ναού. Τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κατά πολύ ελαφρύτερα και πιο πορώδη από εκείνα που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή σε άλλες κατασκευές. Η σχέση μάλιστα κονιάματος και τούβλου συνετέλεσε στην επιπλέον ενίσχυσή του. Γιατί οι κτίστες, προκειμένου να δουλέψουν γρηγορότερα, έβαζαν μεγαλύτερη ποσότητα κονιάματος στους αρμούς ανάμεσα στα τούβλα. «Το αποτέλεσμα είναι να συμπεριφέρονται οι αρμοί σαν ενισχυμένο τσιμέντο», όπως λέει ο Α. Τσακμάν.

   Πριν από την Αγία Σοφία οι αρχιτέκτονες έχτιζαν απλώς πολύ ισχυρά κτίρια προκειμένου να επιζήσουν από τους σεισμούς. Ο καθηγητής Α. Τσακμάν διατυπώνει την τολμηρή ιδέα ότι μπορεί ο Ανθέμιος να είχε κατασκευάσει μια μηχανή προσομοίωσης σεισμών, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί ότι οι πιέσεις σε ένα δυναμικό σύστημα είναι ανάλογες με τη μάζα. Άρα, το σχέδιό τους να χρησιμοποιήσουν ελαφρύτερα τούβλα και εύκαμπτο κονίαμα αντί για πέτρα ήταν απολύτως λογικό.

Η τελική απάντηση, όμως, για τη συμπεριφορά της Αγίας Σοφίας απέναντι σε έναν μεγάλο σεισμό ήρθε μετά την τοποθέτηση στο κτίριο, από Τούρκους και Αμερικανούς ερευνητές, πολλών μικρών αισθητήρων δόνησης από τα στοιχεία των οποίων κατασκευάστηκε το τρισδιάστατο μοντέλο στον υπολογιστή. Σε σεισμό λοιπόν 7,5 ρίχτερ η Αγία Σοφία θα κινηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό προς τα εμπρός και πίσω, οι κορυφές των αψίδων θα πάρουν τα μεγαλύτερα φορτία, αλλά ο τρούλος θα παραμείνει στη θέση του και η εκκλησία όρθια.

 

Ο αρχιτεκτονικός τύπος της Αγίας Σοφίας: τρίκλιτη βασιλική με τρούλο

 

Η Αγία Σοφία έχει σχέση με τον τύπο κτίσματος, που ήταν γνωστός στη Μικρασία από τον πέμπτο αιώνα ως θολωτή βασιλική. Αλλά,  χάρη στο μεγάλο μέγεθος,  την αρμονία των γραμμών, την τολμηρή σύλληψη και την κατασκευαστική επιδεξιότητα, φαίνεται ως πρωτότυπη δημιουργία – «ένα θαύμα σταθερότητας, τόλμης, άφοβης λογικής και επιστήμης, όπως λέει ο Choisy. Ο Strygowski λέει ότι «το σχέδιο της Αγίας Σοφίας είναι καθαρά αρμενικής προέλευσης».

Η Αγία Σοφία είναι ένα εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικής δημιουργίας: η ευρυχωρία και οι ποταμοί φωτός που εισρέουν στο εσωτερικό του ναού,  έρχονται να καλύψουν τις βασικές απαιτήσεις που απασχόλησαν τους εκκλησιαστικούς αρχιτέκτονες από τον τέταρτο αιώνα και εξής. Το εξωτερικό του μέρος, το οποίο τώρα είναι σοβατισμένο,  βαμμένο,  κρυμμένο πίσω από αντερείσματα, υποστυλώματα και μιναρέδες, δεν ήταν παρά η κάψα, το περίβλημα μέσα στο οποίο προστατεύτηκε το πολύτιμο εσωτερικό.  Ο τρούλος,  τα ημιθόλια και οι αψίδες, παρά τα μεγέθη και τους όγκους τους, παρά τα δυσεπίλυτα τεχνικά προβλήματα που έθεσαν στους κατασκευαστές και στους σχεδιαστές τους, έδωσαν τη δυνατότητα ανύψωσης μιας βασιλικής πολύ πιο ευρύχωρης κι «ανοιχτής» από τις έως  τότε ξυλόστεγες. Ο συνδυασμός κάθετων και οριζόντιων αξόνων στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας ερμηνεύθηκε από τους συγχρόνους των κατασκευαστών με πολλούς και ποικίλους αλληγορικούς τρόπους. Ιδιαιτέρως τον κεντρικό τρούλο που έμοιαζε «κρεμάμενος με χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό», τον παρομοίαζαν συχνά με τον ίδιο το θόλο του ουρανού. Η εικόνα αυτή βασιλικών με τρούλο του έκτου αιώνα, αποδείχτηκε τόσο ισχυρή,  ώστε κυριάρχησε στην αρχιτεκτονική παράδοση του Βυζαντίου.

 

Η ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα του αυτοκράτορα

 

Μέχρι να καταρτιστούν τα σχέδια και να γίνουν οι εργασίες υποδομής στα απαλλοτριωθέντα οικόπεδα ο Ιουστινιανός διέταξε τους κυβερνήτες των επαρχιών να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη τους πιο ωραίους κίονες και τα πιο πολύτιμα αρχαία μνημεία που βρίσκονταν στην περιοχή τους.

Μια εγκύκλιος στάλθηκε καθοδηγώντας αυτούς να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη τα πλουσιότερα λάφυρα από αρχαία μνημεία και τα πιο ωραία μάρμαρα από τα πιο φημισμένα λατομεία της αυτοκρατορίας. Για να επαυξήσει τη μεγαλοπρέπεια του κτίσματος, το οποίο έπρεπε να εκθάμβωνε το βλέμμα του θεατή με την επίδειξη ασυναγώνιστου πλούτου, ο Ιουστινιανός αποφάσισε να χρησιμοποιήσει άφθονα πολύτιμα υλικά απ’ όλη την -τότε γνωστή ως- οικουμένη: πράσινα μάρμαρα από την Κάρυστο, ροδόχροα με λευκές φλέβες από τη Φρυγία, ανοιχτόμαυρα με γαλάζιες φλέβες από το Βόσπορο, κόκκινα με λευκά στίγματα από τη Θήβα της Αιγύπτου, και μάρμαρα με διάφορους άλλους χρωματισμούς από διάφορες περιοχές. Πολλές από τις  κολόνες του εσωτερικού, προέρχονται από ναούς αρχαίους, όπως του Μπάαλμπεκ της Συρίας, της Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου, της Εφέσου και των Δελφών. Λευκά μάρμα­ρα από την Προκόνησο, πράσινα από τη Θεσσαλία, χρυσαφιά από τη Λιβύη, κοκ­κινωπά από τη Φρυγία, κοκκαλί από την Καππαδοκία, χρησιμοποιήθηκαν για τις υπόλοιπες κολόνες, τα κιονόκρανα και τις επενδύσεις των  τοίχων.

Πατριωτι­σμός, προσωπική φιλοδοξία, επιθυμία για την εύνοια του αυτοκράτορα, ελπίδα για προβιβασμό, όλα αυτά, συνταιρια­σμένα με ειδωλολατρική σχεδόν δεισι­δαιμονία και γνήσια ευσέβεια, εξασφάλι­σαν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση. Συνεισφορές έρχονταν ακόμη και από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Φτωχοί και χήρες έδιναν από το περίσσευμα τους. Αυτοκρατορικοί, εθνικοί, ιδιωτικοί θησαυροί έρρεαν σαν ποτάμι καθώς το έργο προχωρούσε.

 

Η διακόσμηση του Ναού

 

Η τάση αυτή προς την πολυτέλεια σε όλες της τις μορφές, είναι ένα από τα πρώτα χριστιανικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης. Η διακόσμηση, που καλύπτει το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας, είναι ίσης σπουδαιότητας στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης με την αρχιτεκτονική του ναού. Η λαμπρότητα των στολισμάτων, τα οποία είναι σχεδιασμένα για να εκθαμβώνουν το θεατή, δεν είναι λιγότερο χαρακτηριστικά απ’ ότι η αριστοτεχνική χρήση των αρχιτεκτονικών μορφών.

Ο άμβωνας (ambo) ήταν κατασκευασμένος από άργυρο,  πολύτιμους λίθους και σπάνια μάρμαρα. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού, ο Παύλος Σιλεντιάριος, έγραψε την Ιστορίαν του ναού της Αγίας Σοφίας, έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ιστορία της τέχνης, όπου περιγράφεται ο Ναός και ο ωραίος του άμβωνας .

Ο Ιουστινιανός επέφερε αλλαγή στο εικονοστάσι για την Αγία Σοφία. Πριν ήταν κάτι λίγο περισσότερο από ένα κιγκλίδωμα,  καμωμένο από σκαλιστό μάρμαρο,  πέτρες ή ξύλινα φατνώματα, τοποθετημένα όλα αυτά ανάμεσα σε κολόνες, για να χωρίζουν την Αγία Τράπεζα από το κύριο μέρος του ναού. Θεωρείται ότι ο Ιουστινιανός τοποθέτησε, στα διαστήματα που υπήρχαν ανάμεσα στις μεσαίες κολόνες, εικόνες του Χριστού με τον Άγιο Ιωάννη αριστερά του και την Παναγία δεξιά του. Κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα η ιδέα αυτή είχε εξελιχθεί, ώστε το διαχωριστικό κιγκλίδωμα είχε μεταμορφωθεί σε παραπέτασμα από την οροφή μέχρι το δάπεδο, έτσι που το χώριζε το ιερό από τον υπόλοιπο ναό και σχημάτιζε πλαίσιο για εικόνες, που τοποθετούνταν πάνω σε αυτό σύμφωνα με τάξη προσεκτικά προκαθορισμένη.

Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό, σπάνια κοσμήματα και σμάλτο και το αργυρό κιβούριο διακοσμημένο με μεταξωτά και χρυσά κεντήματα μεταξύ των κιόνων του, συνέβαλαν στην εκθαμβωτική μεγαλοπρέπεια και στη θαυμάσια διακόσμηση του ναού. Όπως γράφει ο Σιλεντιάριος Παύλος, «σπινθηροβολεί κάτω από τα διαφορετικά χρώματα και πότε τη βλέπει κανείς ν’ αντανακλάει τη λάμψη του χρυσού και του ασημιού, πότε ν’ ακτινοβολά σα ζαφύρι και να ρίχνει ποικίλες ακτίνες, ανάλογα με το χρωματισμό των πετραδιών και των μετάλλων που την συνθέτουν». Πολύ σύντομα έγινε συνήθεια να τοποθετούν καλοδουλεμένη και δαπανηρή Αγία Τράπεζα και στους άλλους ναούς.

Υψηλοί κίονες από πορφύρα, λευκό και πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι με μαρμάρινα κιονόκρανα,  κατασκευασμένοι με λεπτότητα,  όπως τα δημιουργήματα του χρυσοχόου, και συχνά διακοσμημένοι με γραμμές χρώματος μπλε ή χρυσάφι,  ανυψώνονται από το εκ ψηφιδωτών και μαρμάρου δάπεδο, το οποίο έχει παρομοιασθεί με κήπο,  όπου στο πλούσιο πράσινο είναι διάσπαρτα πορφύρα άνθη. Σε αρκετά κιονόκρανα της Αγίας Σοφίας  είναι χαραγμένο το μονόγραμμα της αυγούστας Θεοδώρας και του Ιουστινιανού.

 

 

Κιονόκρανα της Αγίας Σοφίας.

 

Οι τοίχοι καλύπτονται με μάρμαρα πολύχρωμα, των οποίων η δύναμη των χρωμάτων εναλλάσσεται, σαν να ζωγραφίστηκαν από τους πιο επιδέξιους ζωγράφους,  δίνοντας την εντύπωση πλουσίων και βελούδινων ανατολικών ταπήτων. Και πάνω,  στις καμπύλες των θολών, στα στηρίγματα, στις κόχες των αψίδων, στο στέμμα του τρούλου,  και στους τοίχους, που σχηματίζουν τις μεγάλες πλευρικές αψίδες, θαυμάσια ψηφιδωτά λάμπουν μέσα στο βαθύ μπλε και αργυρό φόντο,  το οποίο η νέα τέχνη – και αυτό ήταν μία από τις πιο ουσιαστικές καινοτομίες της – άρχισε να χρησιμοποιεί σε αντικατάσταση του λευκού φόντου της Αλεξανδρινής ζωγραφικής.

Στο εσωτερικό των αψίδων,  όπως και γύρω από το υπερώο τους,  λεπτές διακοσμητικές ανάγλυφες παραστάσεις,  αναμφισβητήτου ανατολικής τεχνοτροπίας,  προβάλλουν γύρω από δίσκους με πορφύρα και πρασινωπό διάστικτο οφιοειδώς μάρμαρο,  σαν δαντέλλα  μέσα σε μαύρο φόντο.

Το μαρμάρινο έδαφος τού κυρίως ναού είναι χωρισμένο σε τέσσερις ζώνες κάθετες στον κατά μήκος άξονα από τέσσερις μουντές γκρίζες ταινίες. Είναι οι τέσσερις ποταμοί τού Υπερπέραν, όπως τους βλέπει ο Κωνσταντίνος Γρίβας, o Γαίων, ο Φύσων, ο Τίγρης και ο Ευφράτης.

Ο τεράστιος πολυέλαιος με τα χιλιάδες κεριά φώτιζε το ναό, ο οποίος φωτιζόταν και στο εξωτερικό του κατά τη διάρκεια της νύκτας και έκανε την εκκλησία να λάμπει με πύρινη λαμπρότητα και να αναγγέλλει στους ναυτικούς από μακριά τη δόξα της αυτοκρατορίας και το τέλος του ταξιδιού τους.

Οι περιγραφές της εποχής εκείνης αποκαλύπτουν ότι στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού υπήρχαν εικονίσματα. Ωστόσο, αυτά βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στους πιστούς απ’ ότι θα επέτρεπε η τοποθέτησή τους στις αψίδες ή στα τόξα τα φέροντα τρούλους και ημιθόλια.

Από μια εξαιρετικά εύγλωττη περιγραφή της Εκκλησίας μαθαίνουμε ότι μετά το νέο  καθαγιασμό της το 562, η περιοχή γύρω από την «πλατυτέρα» πύλη και την είσοδο του ιερού δεν ήταν απλά ντυμένη με καθαρό ασήμι αλλά είχε και μεγάλα ασημένια αγάλματα (σε αντικατάσταση των κατεστραμμένων αργυρών διακοσμητικών γλυπτών, που χάθηκαν με την κατάρρευση του τρούλου το 558). Ο συγγραφέας του έμμετρου αυτού κειμένου,  Παύλος ο Φλώρος, ο και Σιλεντιάριος καλούμενος, γράφει:

«Αλλού έχει η γλυφίδα του καλλιτέχνη δώσει μορφή στους προάγγελους εκείνους του Θεού, που πριν από την ενσάρκωση του Υιού Του έφεραν το χαράς ευαγγέλιο στη γη (εννοεί τους προφήτες). Ούτε ξέχασε ο γλύπτης τις εικόνες αυτών που εγκατέλειψαν τα του βίου τους – το δίχτυ και το καλάθι του ψαρά, δηλαδή – για να ακολουθήσουν το κάλεσμα του ουράνιου βασιλιά (εννοεί τους μαθητές) και να ψαρεύουν ανθρώπους αντί για ψάρια, απλώνοντας τα δίχτυα της αιώνιας ζωής.  Αλλού πάλι η τέχνη απεικόνισε τη Θεοτόκο, το δοχείο της αιώνιας ζωής, της οποίας η πανάχραντος κοιλία έθρεψε και γέννησε τον ίδιο το Δημιουργό Της»

Όπως συμβαίνει συνήθως,  η έμμετρη αυτή Έκφρασις δεν δίνει σαφή εικόνα των μορφών και των εικαστικών στοιχείων που περιγράφει. Φαίνεται, όμως, ότι αυτός ο τύπος αργυρού διακόσμου ακολουθούσε μία παράδοση παλαιά, χρονολογούμενη από την εποχή του Κωσταντίνου, όπως τη γνωρίζουμε χάρη στην περιγραφή του Λατερανού από το Liber pontificalis.

 

Το προσωπικό της Μεγάλης Εκκλησίας

 

     Σχετικά με την εξυπηρέτηση των ναών αναφέρεται ότι μόνο η Αγία Σοφία, επί Ιουστινιανού, είχε χίλιους κληρικούς. Τον έβδομο αιώνα είχαν περιοριστεί σε εξακόσιους και η Νεαρά του Ηρακλείου αναφέρει:

Πρεσβυτέρους       80 Διακόνους           150
Διακόνισσες           40 Υποδιακόνους      70
Αναγνώστες         160 Ψάλτες                  25
Θυρωρούς              75

   Επίσης, εργαζόταν ένας σεβαστός αριθμός υπηρετικού προσωπικού για την καθαριότητα του ναού. Την εποχή αυτή ο βασιλικός  Γραμματέας, ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, συνέχιζε ακόμη να εκτελεί χρέη βιβλιοθηκάριου του ναού. Σύντομα όμως, ο όγκος των Βασιλικών αρχείων απορροφούσε τόσο πολύ το χρόνο του, ώστε δεν μπορούσε πια να συνδυάζει τα καθήκοντα αυτά. Αφήνοντας τις ευθύνες που είχε στην βασιλική Αυλή, έγινε αποκλειστικά βιβλιοθηκάριος του ναού και ιδιαίτερος γραμματέας του Πατριάρχη. Τα νέα καθήκοντά του του επέτρεπαν να στέκεται κοντά στη βασιλική Πύλη, στο Εικονοστάσι,  κατά την αρχή της Θείας Κοινωνίας, που γινόταν στις πατριαρχικές επίσημες λειτουργίες.

 

Η Αγία Σοφία κατά τη μεσοβυζαντινή κι υστεροβυζαντινή περίοδο

 

Κατά την εποχή του Ιουστινιανού οι πρόσφυγες, οι ανδροφόνοι και οι μοιχοί, έβρισκαν καταφύγιο στο ναό της Αγίας Σοφίας, γεγονός το οποίο συνεχίστηκε και αργότερα επί αυτοκρατορίας τον  Μανουήλ  Κομνηνού.

Στη διάρκεια της εικονοκλαστικής θύελλας (726-842), η Αγία Σοφία υπέστη πολλές καταστροφές. Ο Ιουστινιανός και ύστερα ο διάδοχος του Ιουστίνος, είχαν διακοσμήσει το ναό με πολυάριθμές εικόνες αφιερωμένες στη δόξα του Ιησού και της Παναγίας με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοκληρωτικά.

Κατοπινοί σεισμοί είχαν καταστρεπτικές επιδράσεις στο κτίριο της Mεγάλης Εκκλησίας,  το 869, όπου προκλήθηκαν ζημιές στο δυτικό μετωπικό τόξο του τρούλου, το οποίο στερεώθηκε με μέριμνα του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνος, αλλά τελικά δεν απέφυγε την κατάρρευση το 995. Στο δεύτερο μισό του ένατου αιώνα ο Βασίλειος Α΄ όχι μόνο αναστήλωσε το κτίριο,  αλλά και το διακόσμησε με πολλά μωσαϊκά,  από τα οποία ένα, που βρισκόταν στο νάρθηκα, έδειχνε τον αυτοκράτορα μ’ ένα μαργαριταρένιο διάδημα στο κεφάλι,  γονατισμένο μπροστά στο Χριστό.

Επισκευές έγιναν και στις αρχές του 11ου και του l4ου αιώνα και ο Ανδρόνικος Β’ στήριξε με αντερείσματα τους ανατολικούς τοίχους τής βασιλικής.

Οι δοκιμασίες του ναού της Αγίας Σοφίας ξανάρχισαν στον αιώνα των Κομνηνών. Ο ναός της θείας Σοφίας μετατράπηκε σε πολιτική αρένα,  όπου ανταγωνίζονταν οι αντίπαλες ημερίδες. Ο λαός δεν συγκεντρωνόταν εκεί για να προσευχηθεί αλλά για να εκφράσει την οργή του. Ανέβαζε και κατέβαζε αυτοκράτορες.

 

Η οφειλή της Ρωσίας στην Αγία Σοφία

 

Το 987 οι ειδωλολάτρες απε­σταλμένοι του Ρώσου Βλαδίμηρου που εί­χαν σταλεί σε όλο τον κόσμο «προς ανα­ζήτηση της αληθούς πίστεως», έφτασαν και στην Αγία Σοφία Η περίλα­μπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ου­ράνια ψαλμωδία της χορωδίας, τα σύννε­φα από λιβάνι που απλώνονταν στο χώρο και ανέβαιναν ψηλά, η ευσεβής σιωπή χι­λιάδων πιστών που προσεύχονταν με κα­τάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας που προκαλούσε δέος, μά­γεψε στην κυριολεξία τον απαίδευτο νου των απλοϊκών τέκνων του Βορρά. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Κaramsin, «ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί όπου φανέρωνε άμεσα τη δόξα του στα μάτια των θνητών».

Έτσι, οι απεσταλμένοι φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στο Σλάβο πρίγκιπα τους και του διηγήθηκαν ό,τι είχαν δει με τα παρακάτω λόγια:

«Δεν ξέραμε αν είχαμε ήδη ανεβεί στον ουρανό. Πραγματικά, πάνω στη γη δεν θα έβρισκε ποτέ κανείς παρόμοια πλούτη και μεγαλοπρέπεια. Το μόνο που μπο­ρούμε να πιστέψουμε είναι ότι εκεί αντι­λαμβάνεται κανείς πραγματικά την πα­ρουσία του Θεού κι ότι αυτή η θρησκεία ξεπερνά κατά πολύ τη θρησκεία κάθε άλ­λης χώρας».

Ο Βλαδίμηρος δέχτηκε τα λόγια και την πίστη των απεσταλμένων του. Βαφτίστηκε χριστιανός και οι ανά­δοχοι του ήταν οι αυτοκράτορες Βασίλει­ος Β’ και Κωνσταντίνος Η’. Σύντομα συν­δέθηκε ακόμα περισσότερο μαζί τους, αφού παντρεύτηκε την αδερφή τους, την πριγκίπισσα Άννα.

Ο Βλαδίμηρος και οι Ρώσοι, ευγνώμο­νες που από την Κωνσταντινούπολη εί­χαν πάρει το δώρο της ιερής τους πίστης, στάθηκαν από τότε και στο εξής κοντά στη μεγάλη Μητέρα Εκκλησία, και συν­δέθηκαν με τους χριστιανούς ομόδοξους τους με αδελφικούς δεσμούς. Σήμερα, στην τσαρική Ρωσία, η λατρεία είναι ίδια με εκείνη που γοήτευσε τους απεσταλμέ­νους στην Αγία Σοφία.

Στις 16 Ιουλίου του 1054, με το ναό ασφυκτικά γεμάτο από ορθόδοξο κλήρο και λαό, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και δύο ακόμα Λατίνοι επίσκοποι, αντιπρό­σωποι του πάπα, προχώρησαν με σταθερό βήμα ως την Αγία Τράπεζα, μέσα στο ιε­ρό. Μετά, κάτω από το κολοσσιαίο ψηφιδωτό του Ιησού με τη γλυκιά ματιά και τα απλωμένα χέρια που ευλογούν, απέθεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα τον παπικό αφορισμό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και το ανάθεμα απέναντι στις επτά θανάσιμες αιρέσεις των Ελλήνων, που έστελνε τους ίδιους και όσους μοιρά­ζονταν τα δόγματα τους «στην αιώνια συντροφιά του Σατανά και των αγγέλων του». Μετά «αναχώρησαν με αποφασιστι­κό βήμα, τινάζοντας τη σκόνη από τα πό­δια τους και φωνάζοντας: «Ας δει και ας κρίνει ο Θεός».

Έτσι, το ενιαίο ιμάτιο κομματιάστηκε. Η μέχρι τότε αδιαίρετη χριστιανική Εκ­κλησία χωρίστηκε στα δύο και από τότε δεν ξαναενώθηκε. Ένας προτεστάντης δεν μπορεί ίσως να διακρίνει καθαρά και να εκτιμήσει το δίκαιο ή το άδικο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του πα­τριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και του πάπα Λέοντα Θ’. Τα ζητήματα αντιλογίας που ήταν τόσο σημαντικά για εκεί­νους τη μακρινή εκείνη εποχή ίσως σήμε­ρα μας φαίνονται μηδαμινά ή άνευ σημασίας. Θα μπορούσαμε όμως ποτέ να αμφισβητήσουμε το αν διαδραματίστηκε ποτέ στην ιστορία καταστροφικότερο γε­γονός για την Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, για τη χριστιανοσύνη της Ανατολής από αυτό που είδαν οι σιωπηλοί τοίχοι της Αγίας Σοφίας; Σήμερα φαίνεται λογικό που ο Μαθάς, επίσκοπος Θήρας, αναφω­νεί: «Ανείπωτα φοβερές υπήρξαν οι συνέ­πειες αυτού του σχίσματος».

 

Η άλωση της Πόλης από τους Λατίνους Σταυροφόρους

 

Μεγάλη καταστροφή προκλήθηκε το 1204 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ´ Σταυροφορίας. Οι Φράγκοι που ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη κατέστρεψαν και λεηλάτη­σαν την Αγία Σοφία, λες και ο ναός ανήκε σε άλλο θρησκευτικό δόγμα. Οι στρατιώτες αφαιρούσαν κομμάτια επιχρυσωμένου ασημιού, ασημένιους και χρυσούς σταυρούς και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι ιερείς τους λαφυραγώγησαν τα σκεύη λατρείας. Έτσι, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι τις μεγαλύτερες ζημιές στην Αγία Σοφία, τις προκάλεσαν οι Σταυροφόροι.

Το πρωί του Πάσχα, γλέντησαν και ξεφάντωσαν οι Φράγκοι πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας, με χέρια αιματοβαμμένα από την κατάκτηση της πόλης. Ένας αυλικός, καθισμένος στον πατριαρχικό θρόνο, τραγουδούσε αισχρά τραγούδια σε έρρινους τόνους, κοροϊδεύοντας τις ψαλμω­δίες των Ελλήνων. Στο μεταξύ, μεθυσμέ­νοι στρατιώτες επιδίδονταν σε ακατονό­μαστα όργια με γυναίκες του δρόμου, κι ο ναός αντηχούσε από τα πρόστυχα, σα­τανικά τους γέλια. Αίμα και κοπριά ανα­κατεύτηκαν χλευαστικά με τον αγιασμένο άρτο και το κρασί. Την ίδια ώρα, διά­φορα ζώα οδηγούνταν μέσα στο ναό κι έβγαιναν πάλι φορτωμένα με πλιάτσικο, και με τα άμφια των ιερέων ριγμένα πά­νω τους.

 

 

Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης περιγράφοντας την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Λατίνους Σταυροφόρους το 1204 γράφει χαρακτηριστικά:

«Οι σταυροφόροι έριξαν τα ιερά λείψανα των Αγίων μαρτύρων σε χώρους,  που ντρέπομαι να κατονομάσω.  Πήραν τα δισκοπότηρα της θείας μεταλήψεως και αφού αφαίρεσαν τους πολύτιμους λίθους τους,  τα μετέτρεψαν σε κύπελλα για να πίνουν […].  Έκαναν θρύψαλα την Αγία Τράπεζα που αποτελείτο από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και τα μοίρασαν μεταξύ τους […].  Έμπασαν  στην Εκκλησία μουλάρια και άλογα για να μεταφέρουν τα δισκοπότηρα και άλλα αντικείμενα.  Μερικά από τα ζώα τρυπήθηκαν από τα ξίφη των σταυροφόρων και μόλυναν τον άγιο  χώρο με το αίμα τους και τις ακαθαρσίες τους.  Μια αμαρτωλή γυναίκα κάθισει στον πατριαρχικό άμβωνα,  βρίζοντας το Χριστό,  τραγούδησε ένα αισχρό τραγούδι και ύστερα χόρεψε μέσα στο ναό,  παίρνοντας άσεμνες στάσεις».

Με αποτροπιασμό και θλίψη, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρό­σωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Μέχρι και σήμερα, η ανά­μνηση των πράξεων εκείνων πλανάται άσβεστη μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης.

Μετά την άλωση του 1204, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας, βάσει της συμφωνίας που είχε προηγηθεί.  Ο χάρτης της βυζαντινής Ανατολής μεταβλήθηκε εξ ολοκλήρου.  Η Βενετία,  της οποίας ο στόλος υπήρξε ο κύριος συντελεστής της νίκης των σταυροφόρων,  πήρε τα τρία όγδοα της πρωτεύουσας,  συμπεριλαμβανομένου του ναού της Αγίας Σοφίας. Οι Λατίνοι Σταυροφόροι βρήκαν την Αγία Σοφία σε  πολύ επισφαλή κατάσταση, λόγω των σεισμών,  και γι’ αυτό και έλαβαν σύντομα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την εξασφάλιση της στερεότητας του Καθεδρικού Ναού. Ο Swift γράφει χαρακτηριστικά:

«Οι Λατίνοι δεν υπήρξαν τόσο απαίσιοι όσο συνήθως τους παρουσιάζουν, αλλά μάλλον […] έγιναν, ουσιαστικώς, οι προστάται ενός των μεγαλύτερων Μνημείων της ελληνικής αρχιτεκτονικής ιδιοφυίας».

 

Η Αγία Σοφία κατά τους Παλαιολόγειους  χρόνους

 

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος (1261) ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την Αγία Σοφία,  την οποία κόσμησε με υπέροχους θησαυρούς, συμπεριλαμβανομένων ιερών σκευών,  των οποίων είχαν μεγάλη ανάγκη όλοι οι ναοί.

Παρά την ενίσχυση των έξω πλευρικών αντηρίδων,  επί Ανδρόνικου Παλαιολόγου,  νέος ισχυρός σεισμός το 1344  συγκλόνισε και πάλι τη δομή του ανατολικού τόξου,  ώστε χωρίς εμφανή αιτία μια νύκτα του 1346 επήλθε νέα μεγάλη καταστροφή. Η τελευταία ανοικοδόμηση διήρκεσε περίπου δέκα έτη λόγω των οικονομικών δυσχερειών της αυτοκρατορίας.

Το 1350 ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας έστειλε χρηματική βοήθεια για την επιδιόρθωση της Αγίας Σοφίας και, σαν να μην έφθανε η κατάντια της αποδοχής εξωτερικής αρωγής για τέτοιο σκοπό, η ευλαβής προσφορά χρησιμοποιήθηκε για στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων!

Στα 1204 οι Σταυροφόροι σκότωσαν το σώμα του Βυζαντίου και στα 1453 οι Τούρκοι συνέτριψαν την ψυχή του.  Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Στις 27 Μαΐου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Σαν κουρασμένος και εξουθενωμένος άνθρωπος έπεσε στις 29 Μαΐου του 1453 στα χέρια άλλων απίστων,  οι οποίοι τουλάχιστον δεν έφερναν το τιμημένο όνομα του χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Στο πρόσωπο του η λαϊκή παράδοση έπλασε το μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, που θα ξαναζωντανέψει, όταν η Κωνσταντινούπολη θα ξαναγυρίσει στην κατοχή των Ελλήνων. Η Πόλις εάλω! Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ μπήκε στην Αγία Σοφία και ευχαρίστησε το Θεό του Ισλάμ. Την ημέρα της κατάκτησης απέδειξε περισσό­τερο από ποτέ τη βαθύνοια του, τη φιλο­σοφημένη στάση του, τη μεγαλοσύνη του. Ένας Οθωμανός στρατιώτης, μεθυσμένος από τη νίκη ή το φανατισμό, κατέστρεφε τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας με ένα ρό­παλο. «Μην τα αγγίζεις» φώναξε ο Πορ­θητής. Με ένα και μόνο χτύπημα σώριασε καταγής τον βάρβαρο νεκρό. Μετά, λέγε­ται ότι πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Ποιος ξέρει αν σε άλλη εποχή υπηρετήσουν δια­φορετική θρησκεία από του Ισλάμ…».

 

Η τελευταία μετάληψη του Κωνσταντίνου

 

Στα μακρά και ταραγμένα χρονικά της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει τίποτα τόσο θλιβερό όσο εκείνη η νύχτα πριν από τη μεγαλειώδη πτώση. Στις 28 Μαΐου του 1453, μία ώρα πριν τα μεσά­νυχτα, ο Κωνσταντίνος ήρθε για άλλη μια φορά στην Αγία Σοφία. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, ο ίδιος κι οι αθάνατοι άνδρες του, όπως οι μελλοθάνατοι. Ήξερε, όπως και καθένας από τη σιωπηλή ακολουθία του, πως, αν παρέμεναν πιστοί μέχρι να πεθάνουν, δεν είχαν πια ούτε ένα εικοσιτετράωρο επίγειας ζωής. Καμία ελπίδα νίκης, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ίδιο μεγαλείο με εκείνο του γενναίου Λεωνίδα και των Τριακοσίων του στις θρυλικές Θερμοπύ­λες. Ίσως προς κάθε άνθρωπο στην κρίσι­μη ώρα, ο αυτοκράτορας ζήτησε τη συγ­χώρεση απ’ όλους όσους μπορεί να είχε αδικήσει άθελα του στη σύντομη βασιλεία του. Οι άνδρες, μες στις βαριές πανοπλίες τους, ξέσπασαν σε λυγμούς, κι αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που έσπασε εκείνη τη φοβερή σιωπή. Ύστερα ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πέρασε το κατώφλι που, για αιώνες από τότε, δεν πά­τησε κανένας χριστιανός ηγεμόνας.

Την επομένη, η Αγία Σοφία ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ένα πλήθος που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν ήταν τόσο η συρροή όσο η κοινή αγωνία που πλημμύριζε τις ψυχές όλων. Μερικοί αρπάζονταν απ’ τον παλιό μύθο που έλεγε ότι, όταν ο εχθρός έφτανε νικηφόρος στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άγγελος Κυρίου θα έβαζε μια πύρινη ρομφαία στα χέρια ενός μικρού παιδιού κι αυτό θα κατατρό­πωνε αμέσως τους εισβολείς. Οι Τούρκοι,  ωστόσο,  έσπασαν την κεντρική πύλη και όρμισαν μέσα στην Εκκλησία,  όπου έσφαξαν τους Έλληνες, που ήταν κρυμμένοι εκεί,  δίχως διάκριση φύλου και ηλικίας.  Οι Οθωμα­νοί έριξαν τις πόρτες του νότιου προθά­λαμου, όπου ακόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια της ωμής και ανυπόμονης βίας τους. Το συγκεντρωμένο πλήθος των κυνηγημένων, παράλυτο από ανείπωτο φόβο, με βλέμματα πλημμυρισμένα από τρόμο, δεν έφερε καμία αντίσταση. Δεν χύθηκε αίμα, ούτε των κατακτημένων ού­τε των κατακτητών. Δεν υπήρξε βία. Οι μισοπεθαμένοι αιχμάλωτοι – καλόγεροι ή κοριτσόπουλα που ο ήλιος δεν είχε δει καλά καλά τα πρόσωπα τους, κυρές από υψηλή γενιά ή παιδιά για τα θελήματα, ευγενείς ή ζητιάνοι – δέθηκαν ανά δύο και, σε μακριές σειρές, σύρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα.

Ο Μ. Κριτόβουλος περιγράφοντας την ημέρα εκείνη γράφει χαρακτηριστικά:

 

«Ες δε τον μέγιστον εσελθόντες της του θεού Σοφίας νεών, εύρον εκεί πολύ τι πλήθος ανδρών τε και γυναικών και παίδων […] και απήγανον αιχμαλώτους, τους μέν ες τας τριήρεις, τους δε ες το στρατόπεδον».

 

 

Η Αγία Σοφία κατά τους μεταγενέστερους αιώνες

 

Ο Μπεγιαζίτ ο Β΄ (1481 – 1512), ύψωσε ένα λεπτό μιναρέ στα βορειανατολικά. Επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520 -1566), τα ψηφιδωτά σκεπάστηκαν με σοβά. Επί Φατίχ, ο ναός δέχθηκε επισκευές και προσθήκες. Οι δύο μεγάλοι μιναρέδες στα δυτικά, έγιναν επί Σελίμ του Β΄ (1566-1574) και τους έχτισε ο μεγάλος Σινάν. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι πλούτισαν το κτίριο με έργα ισλαμικής τέχνης. Ο Μουράτ ο Γ΄ (1574-1595), κατασκεύασε τον άμβωνα του «μουεζζίν» (ιεροψάλτη) αξιόλογο για τη λεπτοδουλειά στο μάρμαρο. Δύο μαρμάρινες υδρίες, ελληνιστικής επο­χής, που προέρχονταν από την Πέργαμο, τοποθετήθηκαν δεξιά και αριστερά της εισόδου. Τις πρόσθεσαν και από μία βρύση και τις χρησιμοποιούσαν σαν κρή­νες καθαρμού. Τους δύο μεγάλους κηροστάτες, που βρίσκονται πλάι στο «Μιχράμπ» (Ιερό), τους έφερε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής από τη Βουδαπέστη, ύστερα από την εκστρατεία του κατά της Ουγγαρίας. Το μαρμάρινο «Μιμπέρ» (άμβωνας) και η μαρμάρινη εξέδρα του ιεροκήρυκα, αριστερά κάτω από τον κε­ντρικό τρούλο, έγιναν επί Μουράτ του Δ΄ (1625 – 1640) .

Νότια του Ιερού, η βιβλιοθήκη με 30.000 τόμους, διακοσμημένη με φαγιάνς της Νίκαιας, το συντριβάνι μέσα στην αυλή, ένα από τα πιο ωραία παρα­δείγματα της τουρκικής αρχιτεκτονικής, η Αίθουσα του Ρολογιού και η Σχολή Εφήβων, έγιναν επί Μαχμούτ του Α΄. Στον ανατολικό χώρο του κήπου, υψώ­νονται τέσσερα μαυσωλεία, που φυλάσσουν τα λείψανα πολλών Οθωμανών Σουλτάνων. Διακρίνουμε, επίσης, το πα­λαιό Βαπτιστήριο, που είχε μετατραπεί σε μαυσωλείο, το  «τουρμπέ».

Στο σουλτάνο Αμπντουλμετζίτ (1823-1861) οφείλονται τα μεγαλύτερα έργα ανόρθωσης που έγιναν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αρχιτέκτονα τον Ελ­βετό Γκασπάρ Φοσσάτι, τα έργα διάρκεσαν δύο χρόνια. Ο τρούλος ενισχύθηκε από ένα διπλό σιδε­ρένιο στεφάνι. Οι μολυβένιες στέγες ανανεώθηκαν, οι κολόνες που έγερναν, διορ­θώθηκαν. Κάλυψαν τα ψηφιδωτά και επισκεύασαν τα καταστραμμένα σημεία. Κατόπι, επικάλυψαν καλλίτερα όλες τις παραστάσεις που είχαν αγίους και σταυ­ρούς. Το θεωρείο του σουλτάνου που υπάρχει σήμερα, είναι έργο του Φοσσάτι. Τα καλλιγραφικά έργα του Ιζζέτ Εφέντη και οι αραβικές επιγραφές των τεράστιων κυκλικών μενταγιόν (7,5 μ. διάμετρος) που κρέμονται στους τοίχους, έγιναν τότε. Οι στίχοι του Κορανίου, που καλύ­πτουν όλο τον κεντρικό τρούλο, είναι επίσης έργα του ιδίου.

Έναν αιώνα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία μετατράπηκε από ορθόδοξη Εκκλησία σε μουσουλμανικό τέμενος, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή παραμένει για ολόκληρο τον Ελληνισμό αποφράδα.

Στον 20ο αι., δυτικοί αρχαιολόγοι ανέφεραν να φέρουν στο φως τα μωσαϊκά που είχαν ταφεί κάτω από τους σοβάδες των νικητών.

Στις 24 Οκτωβρίου 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το επί πέντε αιώνες βακούφιον της Αγίας Σοφίας μετετράπη σε Μουσείο. Εν τω μεταξύ οι εργασίες της αποκαταστάσεως των μωσαϊκών εξακολουθούσαν.

Από τότε ως τις μέρες μας, ο ναός λειτουργεί ως μουσείο στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Σήμερα, η Αγία Σοφία έχει καταλήξει ένα συνονθύλευμα από τρούλους, αντερείσματα, μιναρέδες και τείχους αντιστήριξης, που έχουν προστεθεί σε διάφορες εποχές εν ονόματι της θρησκείας ή για λόγους αποκατάστασης. Και παρ’ ότι όλα τα οικοδομήματα με τρούλους που χτίζονταν την εποχή εκείνη ήταν κατασκευές με θόλους επάνω σε κυλίνδρους, αντιθέτως η Αγία Σοφία είναι χτισμένη επάνω σε ένα στέμμα από αψίδες. Ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας. Παράλληλα γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού. Η Αγία Σοφία θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς και θαύμα της αρχιτεκτονικής. Στα Τουρκικά προφέρεται κατά την ελληνική δημώδη ονομασία της Ayasofya (Τζαμισί). Με συγκεχυμένες πια και άμορ­φες γραμμές, τριγυρισμένη καθώς είναι από τέσσερις ογκώδεις μιναρέδες, πνιγ­μένη μέσα σε γιγάντια αντερείσματα, γκροτέσκα μέσα σε φαρδιές λωρίδες που έχουν βαφτεί εναλλάξ κίτρινες και λευ­κές, γεμίζει τον ορίζοντα του βλέμματος από κάθε κατεύθυνση. Ο διάκοσμος και η λατρευτική επίπλωση που προσέθεσαν οι Οθωμανοί είναι αταίριαστα κι αποτελούν παραφωνία μέ­σα στην όλη αρχιτεκτονική του οικοδο­μήματος. Έχει φθαρεί από τα βήματα των προσκυνητών και έχει ξεθωριάσει από τη σκόνη που συνόδευε αμέτρητα πλήθη πιστών εδώ και πάνω από 1.350 χρόνια. Στο εσωτερικό ο χριστιανικός σταυρός αντικαταστάθηκε με το μουσουλμανικό μισοφέγγαρο. Τζάμια με χρωματιστό γυαλί τοποθετήθηκαν στα παράθυρα και οι μεγάλες κρεμαστές λάμπες λαδιού αντικαταστάθηκαν από μικρότερες. Τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν με κίτρινη μπογιά και γενικότερα όλη η εικόνα της εκκλησίας άλλαξε.

 

 

Παρ’ όλες τις προσπάθειες μεταμόρ­φωσης της Αγίας Σοφίας, τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά θα απαλειφθούν μόνο με την καταστροφή της. Η ίδια της η κατασκευαστική δομή δεν υποκύπτει στις απαιτήσεις του ισλαμικού τελε­τουργικού. Μοιάζει με έναν περήφανο αιχμάλωτο που, σιωπηρά, με αστείρευτη υπομονή αλλά και απίστευτη επιμονή, δεν παύει να αντιστέκεται στις αλυσίδες του. Οι μακριές σειρές των χαλιών της προσευχής πάντοτε απλώνονται στο δά­πεδο σε διαγώνιες γραμμές, συχνά άσχε­τες με την αρμονία του χώρου. Για να κοιτάζουν προς τη Μέκκα, οι πιστοί αναγκάζονται να προσκυνούν στραμμέ­νοι σε μια άβολη κατεύθυνση, προς τη γωνία της εκκλησίας. Η Αγία Σοφία ακόμη και στην παραμορφωμένη κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, προκαλεί το θαυμασμό του επισκέπτη για το μεγαλειώδες αυτό έργο αλλά συγχρόνως και τη λύπη του για τις καταστροφές που έχει υποστεί το σημαντικότερο έργο του Βυζαντινού πολιτισμού και της Χριστιανοσύνης.

 

 

Επινίκια, μυστήρια, στέψεις, σύνοδοι, ανακοινώσεις, διαλέξεις και φόνοι στην Αγια – Σοφιά

 

Στα 1000 χρόνια -μέχρι την άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή- ο ναός της Αγίας Σοφίας γνώρισε πολλές δόξες. Εκεί γινόταν τα επινίκια μετά την θριαμβευτική επιστροφή τον αυτοκρατόρων από πολέμους, εκεί στέφθηκαν αυτοκράτορες, εκείνο το έδαφος της πάτησαν οι Πατριάρχες Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο θρυλικός Γρηγόριος Ε’ και τόσοι… τόσοι πολλοί άλλοι.

Στις κρίσιμες ημέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις στιγμές της απελπισίας, η Αγία Σοφία ήταν το καταφύγιο των χριστιανών, όπως ήταν και το αναγνωρισμένο ιερό άσυλο των καταδιωκόμενων. Σε δεινές περιστάσεις στο ναό έτρεχαν οι άρχοντες κι ο λαός για να ανακηρύξουν ικανούς αυτοκράτορες, οι οποίοι θα έσωζαν την κινδυνεύουσα πατρίδα. Οι στέψεις μετά τον 7ο αι. συνήθως τελούνταν στην Αγια-Σοφιά από τον Πατριάρχη. Στις 25 Μαρτίου του 717 ο Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος στέφθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας αυτοκράτορας.

Ο λογοθέτης του Γενικού Νικηφόρος, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας τη νύχτα της 31 Οκτωβρίου του 802 και την επόμενη μέρα στέφθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας.

Το Πάσχα του 815 συγκλήθηκε στην Αγία Σοφία μια σύνοδος υπό την προεδρία του νέου Πατριάρχη Θεοδότου Μελισσινού, η οποία απέρριψε την οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας και αναγνώρισε τις αποφάσεις της εικονοκλαστικής συνόδου του 754.  Πάντως,  η σύνοδος αυτή τόνισε ότι δεν θεωρεί τις εικόνες σαν είδωλα, πλην όμως διέταξε την καταστροφή τους.

Την ημέρα των Χριστουγέννων του 820 δολοφονήθηκε ο Λέων Ε’ μπροστά στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας από τον Αμόριο.

Ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 867),  η οποία,  με την παρουσία των τοποτηρητών των πατριαρχών Αλεξάνδρειας,  Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, του αυτοκράτορα Μιχαήλ και του συναυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνος,  κατέκρινε και τον αναθεματισμό του πάπα Νικολάου και την καταδίκη των αιρέσεων.  Η καταληκτική ομιλία του Πατριάρχου,  έλαβε χώρα στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας.

Ο Νικόλαος Α΄ο Μυστικός (901-907 και 912-925) βαπτίστηκε στην Αγία Σοφία στις 6 Ιανουαρίου του 906.

Στις 6 Ιανουαρίου 906 έγινε η βάπτιση του εξώγαμου παιδιού της Ζωής Καρβονοψινάς στην Αγία Σοφία από τον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό και δόθηκε το όνομα Κωνσταντίνος, με τον όρο όμως ότι ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ θα διέκοπτε το δεσμό του με τη Ζωή.

Τον Αύγουστο του 963 στέφθηκε στην Αγία Σοφία ο Νικηφόρος Φωκάς και τον Σεπτεμβρίο του 1057 ο Ισαάκιος ο Κομνηνός από τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο.

O Μιχαήλ Η΄ (1259-1282) έδινε στο χώρο της Αγίας Σοφίας διαλέξεις για τα μαθηματικά και τον Αριστοτέλη.

Ένας Ρώσος περιηγητής περιγράφει τη στέψη του Μανουήλ Παλαιολόγου το 1391 ως εξής:

«Η στέψις αύτη υπήρξε θαυμασία. Την παραμονή έγινε ολονυχτία εις την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Το πρωί επήγα κι εγώ εκεί (λέγει ο Ρώσος), και υπήρχεν εκεί πλήθος ανθρώπων […]. Ο Αυτοκράτωρ είχε διέλθει την νύκτα εκείνην εις τα υπερώα, και την πρώτην ώραν της ημέρας κατήλθε και εισήλθεν εις την εκκλησίαν δια της Αυτοκρατορικής πύλης. Κατά τον χρόνον τούτον οι ψάλται έψαλαν ένα ύμνον τόσον ωραίον, τόσον εκπληκτικόν! Η αυτοκρατορική συνοδία επροχώρει τόσον αργά, ώστε εχρειάσθη τρεις ώρας δια να φθάση από την είσοδον εις τον θρόνον […]. Τότε ήρχισεν η θεία λειτουργία […]. Έπειτα ο Πατριάρχης ανήλθεν εις τον άμβωνα, και ο Αυτοκράτωρ μετ’ αυτού. Και έφεραν επί δίσκου το στέμμα […]. Έπειτα ο Αυτοκράτωρ εισήλθεν εις το ιερόν έως την στιγμήν της θείας κοινωνίας […] και εκοινώνησε μετά του κλήρου από τας χείρας του Πατριάρχου εις την Αγίαν Τράπεζαν του Χριστού […].

Μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το 1450 έγινε, στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας,  μια Σύνοδος, την οποία παρακολούθησαν πολλοί εκπρόσωποι του ορθόδοξου κλήρου,  μεταξύ των οποίων οι Πατριάρχες της Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Η Σύνοδος αυτή καταδίκασε την ένωση και τους οπαδούς της, αναγγέλλοντας την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας. Πέντε μήνες πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης,  το Δεκέμβριο του 1452, ο καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας Ισίδωρος διάβασε στην Αγία Σοφία την επίσημη διακήρυξη της ενώσεως, ενώ συγχρόνως τέλεσε την λειτουργία της,  αναφέροντας και το όνομα του πάπα.

Οι αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες αναρτούσαν στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας  διάφορα διατάγματα  (Τύπος, Έκθεσις).

Στην Αγία Σοφία έλαβε χώρα ακόμα μια Σύνοδος προκειμένου να λυθεί η διαμάχη μεταξύ του Παλαμά και του Βαρλαάμ, ο οποίος αναγκάστηκε να εκδηλώσει δημόσια τη μετάνοιά του για το σφάλμα του.

Στην Αγία Σοφία αντήχησαν για πρώτη φορά και έκτοτε αντηχούν σε κάθε γωνιά της γης, όπου υπάρχουν Έλληνες, μετά από τόσα έτη οι κατανυκτικοί χαιρετισμοί προς τη Θεοτόκο κι ο μεγαλόπνοος νικητήριος παιάν:

«Tή υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια!

Ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια

Aναγράφω Σοι, η πόλις Σου, Θεοτόκε,

Aλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον

Eκ παντοίων με κινδύνων, ελευθέρωσον,

Ίνα κράζω Σοι χαίρε νύμφη ανύμφευτε».

Ο ναός δεν ήταν απλώς ένας χώρος προσευχής αλλά και ένα θέατρο της Πολιτείας. Δεν υπήρχαν βέβαια εδώλια ούτε σκηνή θεάτρου. Τα υπερώα προοριζόταν για γυναικωνίτες και το ιερό  αποτελούσε τη σκηνή της θείας λειτουργίας.  Αλλά η μεγάλη κόγχη, της οποίας παράρτημα αποτελεί το ιερό,  θυμίζει κοίλο θεάτρου. Εξάλλου,  ο όρος θέατρο δεν πρέπει να μας ξενίζει καθώς, παριστάνει συμβολικά τα πάθη του Χριστού και η αγιογραφία τα εικονίζει  στους τοίχους του ναού. Με τη μόνη διαφορά ότι ο θεατής δεν είναι απλός παρατηρητής,  αλλά και προσευχόμενος πιστός που μετέχει στη θεία λειτουργία.

 

Ρητορικές εκφράσεις, περιηγητικά και ιστοριογραφικά κείμενα για την Αγιά-Σοφιά

 

Ο Γεώργιος Πισίδης, ο αυλικός ποιητής που έγραψε πανηγυρικές αφηγήσεις των εκστρατειών του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών, γράφει ότι όταν εκείνος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη για τη μακρινή του πορεία στο έδαφος του εχθρού, προηγήθηκε της αναχώρησής του μια θρησκευτική λειτουργία στην Αγία Σοφία, στην οποία ο αυτοκράτορας προσευχήθηκε για τη νίκη εναντίον των εχθρών του Θεού. Καθώς βάδιζε κάτω προς το λιμάνι επικεφαλής του στρατού του κρατούσε στα χέρια του την εικόνα του Χριστού που είχε τη φήμη ότι ήταν αχειροποίητη.  Όταν επέστρεψε νικητής στην πρωτεύουσα μετά τον μακρύ και τραχύ πόλεμο, η θριαμβευτική του πορεία ίσως ξεπέρασε εκείνην του Βελισσαρίου σε μεγαλοπρέπεια. Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι πήγε, όχι στον Ιππόδρομο, το κέντρο των κοσμικών εορτασμών, αλλά στο ναό της Αγίας Σοφίας. Στην είσοδο της Μεγάλης Εκκλησίας το νικηφόρο αυτοκράτορα υποδέχτηκε ο Πατριάρχης Σέργιος και, τότε, αυτοκράτορας και Πατριάρχης μαζί έπεσαν στα γόνατα ως έκφραση ευχαριστίας μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.

Οι σύγχρονοι του Ιουστινιανού μιλούν για την Αγία Σοφία με τον ίδιο θαυμασμό,  με τον οποίο μιλούν όλες οι μεταγενέστερες,  μέχρι τη δική μας, γενεές.

Στο έργο Περί Κτισμάτων,  ο Προκόπιος περιγράφει με τρόπο εξαντλητικό τα οικοδομικά δημιουργήματα του Ιουστινιανού κατά την διάρκεια της βασιλείας του σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Κορωνίδα αυτών η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς το έργο γράφτηκε κατ’ επιταγήν του αυτοκράτορα, ο Προκόπιος ήταν αναγκασμένος όχι μόνο να υμνήσει υπέρμετρα την οικοδομική δραστηριότητα του αυτοκράτορα, αλλά και να εξαφανίσει κάθε ίχνος κριτικής. Mε συναρπαστική γλώσσα περιγράφει την επίδραση του ναού επί του επισκέπτη:  «Καθώς εισέρχεται κανείς στην Εκκλησία να προσευχηθεί,  αισθάνεται αμέσως ότι ο ναός αυτός δεν είναι έργο ανθρώπινης προσπάθειας ή τεχνικής,  αλλά  της επενέργειας του Θεού.  Το πνεύμα,  ανυψούμενο προς τον ουρανό,  αντιλαμβάνεται ότι εδώ ο Θεός βρίσκεται πολύ κοντά κι ότι ιδιαίτερα ευχαριστείται  να κατοικεί σ΄αυτό το ναό,  τον οποίο ο ίδιος εξέλεξε για τον Εαυτό Του:

«Οπηνίκα δε τις ευξόμενος εις αυτό ίοι, ξυνίησι μεν ευθυς ως ουκ ανθρωπεία δυνάμει η τέχνη αλλα Θεου ροπη το έργον τουτο αποτετόρνευται. ο νους οι προς τον Θεον επαιρόμενος αεροβατει ου μακραν που ηγούμενος αυτόν είναι αλλ΄εμφιλοχωρειν μάλιστα οις αυτος είλετο»

 Μολονότι είναι σχετικά ψυχρός απέναντι στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, βρίσκει τόνους για να εκδηλώσει την υπερηφάνειά του πολίτη της αυτοκρατορίας και την προσωπική του  συγκίνηση για την περίφημη περιγραφή της Αγίας Σοφίας.

Ο Παύλος Σιλεντιάριος περιγράφει το ναό της Αγίας Σοφίας σε εξάμετρο, με τέτοιο τρόπο ώστε να επαινείται από τον σύγχρονό του Αγαθία:

«Να εγκωμιάσω, λέγει ο Αγαθίας, τα καθ’ έκαστον από τα θαύματα του ναού και να εξάρω αυτά δια του λόγου είναι περιττόν. Αν δε θέλη τις κατοικών μακράν της πόλεως να γνωρίση ακριβώς όλα, ως να ήτο παρών και να έβλεπεν αυτήν, ας αναγνώση όσα επόνησεν ο Παύλος ο Φλώρος, ανήρ και γένους και παιδείας μεγάλης […]. Διότι θα εύρης εις αυτά όλην την ευκοσμίαν της θέσεως, και τας φύσεις των μετάλλων, την ευπρέπειαν των προτεμενισμάτων, τα υψώματα, τα ευθύγραμμα σχήματα […]. Θα ηδύνασο δε να μάθης από τα έπη και κατά ποιόν τρόπον δι’ αργ’υρου και χρυσού έχει καταποικιλθή πολυτελέστατα ο ιερώτατος εκείνος τόπος, όσοι μανθάνουν και όσοι συχνά κάμνουν εν αυτώ περιπάτους και όλα εξετάζουν».

Στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευάγριου του Σχολαστικού παρεμβάλλονται ρητορικές περιγραφές και εκφράσεις,  από τις οποίες η πιο σημαντική είναι η περιγραφή του ναού της Αγίας Σοφίας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει:

«Εδομήσατο δε [ο Ιουστινιανός] μέγα τι και απαράβλητον χρήμα, ουχ ιστορηθέν πώποτε, τον μέγιστον της εκκλησίας νηόν, ευπρεπή τε και έξοχον, και λόγου δύναμιν εκβαίνοντα».

Ο Κωνσταντίνος ο Ρόδιος ιστορεί:

«Τον της Σοφίας οίκον ουρανοδρόμον,

εκ γης αναθρώσκοντα προς τον αιθέρα,

και τους χορούς φθάνοντα τους των αστέρων».

«Την δε ωραιότητα», απορεί ο Ανώνυμος, «και υπερβολήν του κάλλους του κεχρυσωμένου και διηργυρωμένου ναού, από ορόφους έως εδάφους, τις διηγήσεται;»

Ο Μιχαήλ Ψελλός βλέπει στην Αγία Σοφία «έργον αμίμητον και άντικρυς επί γης ουράνιον σφαίρισμα».

Ο Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος φρονεί ότι:

«μεσιτευόντος και του υπερφυούς έργου της του Θεού Λόγου Σοφίας νεώ, εί τι περ τέως προσήν εκείνω [τω Ιουστινιανώ] ελάττωμα επικαλυφθήσεται τη απείρω φιλανθρωπία Θεού».

Κατά τον Ιωάννη Μάνδεβιλ, η Αγία Σοφία είναι «η ωραιοτάτη και περιφανεστάτη εκκλησία του κόσμου».

Ο Ρώσος προσκυνητής του 14ου αι., Στέφανος Novgorod, γράφει στα Tαξίδια στην Κωνσταντινούπολη,  ότι «η Αγία Σοφία δεν είναι δυνατόν να περιγραφή από άνθρωπο».

Ο Άγγλος ιστορικός, E. Pears, εξιστορεί με εντυπωσιακό τρόπο την τελευταία χριστιανική ακολουθία, που έλαβε χώρα στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Ο αυτοκράτορας και όσοι από τους αρχηγούς μπορούσαν,  ήταν παρόντες και το κτίριο για ακόμη μία φορά ακόμη – την ύστατη, όμως – γέμισε από πιστούς χριστιανούς.  Το εσωτερικό της Εκκλησίας ήταν το ωραιότερο που είχε ποτέ δημιουργηθεί από την χριστιανική τέχνη και η ωραιότητά του αύξανε χάρη στο μεγαλοπρεπή του διάκοσμο.

 

 

Η Αγιά Σοφιά στο Σέργιος και Βάκχος

Το Σέργιος και Βάκχος (1959), ιστορικό μυθιστόρημα ή καλύτερα μυθιστορηματική χρονογραφία, αντλεί την υπόθεσή του από το Βυζάντιο. Εξιστορεί όμως συνολικά, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε με ευτράπελο τρόπο, δεκατέσσερις αιώνες ζωής του Ελληνισμού, από το 250 μ.X. έως το 1948. Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ζουν αποσυρμένοι στην μακαριότητα του Παραδείσου αλλά αντίθετα, από τον περικαλλή ναό που έχτισε προς τιμήν τους ο Ιουστινιανός, παρακολουθούν με άγρυπνο μάτι την πορεία της Ρωμιοσύνης αλλά και ολόκληρης της Οικουμένης, την συζητούν, την σχολιάζουν, την κρίνουν. Tο μυθιστόρημα αυτό είναι μοναδικό μέσα στο έργο του Kαραγάτση, όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει άλλο που να εμπνέεται από το Bυζάντιο -εκτός από το διήγημα «Ιριστούγεννα του 1448 μ.X.»- αλλά και για έναν ακόμη λόγο: ο συγγραφέας του έγραψε ο ίδιος και μια σύντομη επιτομή του με τον ελαφρώς διαφορετικό τίτλο: H θαυμαστή ιστορία των αγίων Σεργίου και Bάκχου.

Σε διάλογό του με τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο,  ο Ιουστινιανός εμφανίζεται από τον Μιχάλη Καραγάτση στο μυθιστόρημά του  να λέει τα εξής:

 

«Μόνο οι σοφοί,  εκείνοι που μελετούν την ιστορία,  θα θυμούνται και θα δοξάζουν τη βασιλεία μου για τα πολεμικά και πολιτικά της επιτεύγματα.  Μα ο κόσμος – ο κοσμάκης – ούτε θα ήξερε καλά καλά,  πως κάποτε υπήρξε ένας βασιλιάς ονόματι Ιουστινιανός,  αν εσείς – ναι,  εσείς!  – δε μου ανεγείρατε τους τρεις περικαλλείς ναούς της Αγίας Ειρήνης,  των Αγίων Αποστόλων και της του Θεού Σοφίας!  Ναι,  ναι!  Χάρη στην αρχιτεκτονική ιδιοφυία σας,  η βασιλεία μου καταλείπει τρία μνημεία περίλαμπρα κι ακατάλυτα,  που θα διαιωνίσουν ες αεί το μεγαλείο της!  Ενώ το πολιτικό έργο είναι εφήμερο.  Ότι μεγάλο,  ένδοξο και περίλαμπρο δημιουργήσει εγώ,  με νοημοσύνη εξαίρετη και μόχθο ακατάβλητο – με πνεύμα και με αίμα – οι ανάξιοι διάδοχοί μου ίσως το γκρεμίσουν στο πι και φι».

Σώπασε ο αυτοκράτορας,  με μάτια στυλωμένα σε κάποιον ρεμβαστικό στοχασμό και συνέχισε:

«Αγιά Σοφιά! Τι αξεπέραστο θαύμα! Θα διαβούν πολλοί αιώνες πριν οι άνθρωποι μπόρεσαν να δημιουργήσουν κάτι παραπλήσιο,  κάτι που να στέκεται ισάξια πλάι σε τούτο το αριστούργημα.  Να ξεπεραστεί,  λόγος δεν μπορεί να γίνει!»

Και πιο κάτω:

«Εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στον Αύγουσταιώνα, τη μεγάλη κεντρική πλατεία, το θαύμα των θαυμάτων! Στάθηκαν και κοίταξαν. Αριστερά τους ορθωνόταν η Αγία Σοφιά- αυτό το άλλο θαύμα- με τις λιτές γραμμές και τον πλατύ χαμηλό τρούλο. Πίσω τους αυτοσχεδιάζονταν, μεσ’ τη μελιχρή αμφιλύκη, οι οικοδομές των Πατριαρχείων, περιπλεγμένες στη βλάστηση των κήπων. Λίγο δεξιότερα βρισκόταν το Σενάτον-όπου συνεδρίαζε η Σύγκλητος-χτίριο επιβλητικό, σε ρυθμό αρχαίο ελληνικό, όλο άσπρο μάρμαρο. Πιο δεξιά ακόμα ήταν η μεγαλόπρεπη πύλη που οδηγούσε στο τεράστιο συγκρότημα του Ιερού Παλατιού. Γυρνώντας ακόμα δεξιότερα, αντίκρισαν τον Ιππόδρομο με τις μαρμάρινες κερκίδες και τις τρεις κολόνες κατά μήκος του στίβου, που ορθώνονταν προς τον ουρανό με άφατο , μεγαλείο. Γύρω τριγύρω, στα διάκενα που άφηναν τούτα τα χτίσματα, ξαπλώνονταν στοές μακριές, ψηλές, ευρύχωρες, φωτισμένες με λυχνίες κρεμαστές. Χιλιάδες κόσμος συνωστιζόταν, περιδιάβαζε, συζητούσε, σκότωνε την ώρα του μέσα σ’ ένα πλαίσιο ομορφιάς τόσο ανείπωτο, που φχαριστιόταν η ψυχή του ανθρώπου».

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακή της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top