Fractal

Διήγημα: “Γυρισμός”

Του Άγγελου Μανουσόπουλου // *

 

 

f5

 

To σπίτι μας ήταν στη γωνία, στον πρώτο όροφο μιας τούβλινης τριώροφης οικοδομής. Δίπλα ακριβώς ήταν το χαμόσπιτο του Μαρενγκλέν, του καλύτερού μου φίλου, με τις αμέτρητες φακίδες και απέναντι, πάνω από το φούρνο, έμενε ο Φρανσουά που ζωγράφιζε ωραία. Από πάνω ακριβώς έμενε ο Αχμέντ που καθόταν στο πίσω θρανίο και με ενοχλούσε συνέχεια –καμιά φορά παίζαμε και ξύλο, πότε νικούσε αυτός πότε εγώ. Δίπλα ήταν το μόνο σπίτι με αυλή και όμορφα λουλούδια, του διπλανού μου στο θρανίο, του Φρεντ, που η μάνα του μας κυνηγούσε όταν παίζαμε μπάλα κοντά στην αυλή τους, γιατί έπεφτε συχνά στα λουλούδια.

Στην άλλη γωνία του δρόμου, ήταν το ψιλικατζίδικο του Τόνι, που τον είχαμε ρημάξει εγώ κι η παρέα. Αυτοί τον απασχολούσαν ρωτώντας διάφορα, εγώ έβαζα κάτω απ’ τη μπλούζα μου ή στις τσέπες μου ό,τι μπορούσα και μετά τα μοιραζόμασταν κάτω από τη γέφυρα. Μέχρι που μία μέρα ο Τόνι με είδε, έβαλε μία φωνή, σκόρπισε η παρεά τρέχοντας. Εγώ δεν πρόλαβα να φύγω, με έπιασε απ’το χέρι, περίμενα το χαστούκι, αλλά εκείνος μου είπε “αν δεν έχεις να τα αγοράσεις, να μου τα ζητάς, μην κλέβεις”. Μου άνοιξε τις χούφτες, τις γέμισε καραμέλες, και μου είπε “πήγαινε τώρα”. Έτσι έκανα, έτρεξα, τα έδωσα όλα στην παρέα και δεν ξαναέκλεψα τίποτα από τότε.

Απέναντι ήταν η συναγωγή. Από έξω ήταν επιβλητική, από μέσα δεν ξέραμε πώς ήταν. Μόνο απ’ έξω μπορούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές. Τα Σάββατα η Ρόζα ντυμένη με τα καλά της ανέβαινε τα σκαλιά και εγώ κάθε Σάββατο την ερωτευόμουν λιγάκι περισσότερο. Γελούσαν τα αδέρφια μου με την αφέλειά μου. Κάποτε το ξεφούρνισαν στους γονείς και γέλασαν κι εκείνοι. “Δεν γίνεται να την παντρευτείς” μου έλεγαν, αλλά εγώ με πείσμα δήλωνα ότι όταν μεγαλώσω θα πάω να τη ζητήσω σε γάμο. Ο πατέρας μου γέλασε ακόμη περισσότερο κι είπε “ακόμη κι αν σ’ αγαπήσει, δεν θα σε θέλουν εκείνοι, ρε βλάκα”. Δεν καταλάβαινα ποιοι ήταν “εκείνοι”, εγώ τη Ρόζα ήθελα. Με έπιανε απελπισία στη σκέψη ότι εκτός από τη Ρόζα έπρεπε να πείσω και κάποιους άγνωστους και αόρατους “εκείνους”.

Ένα πράγμα ήξερα με σιγουριά τόσα χρόνια. Ότι τα πάντα ξεκίνησαν να πηγαίνουν στραβά στη ζωή μου από τότε που ο πατέρας πήρε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα, δηλαδή από τότε που αποφάσισε να την υλοποιήσει, γιατί την απόφαση αυτή την είχε πάντα στο μυαλό του, μ’ αυτή μετανάστευσε, ποτέ δεν ξεκόλλησε απ’ το κεφάλι του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου για μία επιστροφή άκουγα κι εγώ και τα αδέρφια μου. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να επιστρέψουμε κάπου από όπου δεν είχαμε φύγει ποτέ, κανείς δεν σκέφτηκε ότι για μας ήταν φυγή κι όχι επιστροφή. Έτσι, σαν του πατέρα, μια απόφαση κόλλησε στο δικό μου μυαλό: να επιστρέψω κι εγώ κάποτε εκεί απ’ όπου έφυγα. Αρκεί να γυρνούσα κι όλα θα διορθώνονταν –έτσι πίστευα. Και να που γύρισα, τόσα χρόνια μετά, και δεν βρήκα τίποτα απολύτως, ούτε το σπίτι μου ούτε τα σπίτια των φίλων μου ούτε το μαγαζί του Τόνι ούτε τη συναγωγή. Μόνο μία γέφυρα, βρώμικους τοίχους, εγκαταλειμμένα αμάξια, γκράφιτι και πολλά σκουπίδια. Κι έτσι που κάθομαι και τα βλέπω τώρα είναι σαν να ήθελα σ’ όλη μου τη ζωή να επιστρέψω σε ένα μέρος που δεν υπήρξε ποτέ.

 

 

 

* Ο Άγγελος Μανουσόπουλος γεννήθηκε το 1971 στη Λάρισα. Σπούδασε Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Είναι δημόσιος υπάλληλος. Ζει και εργάζεται στη Λάρισα. Η συλλογή κειμένων του «Ο πόνος της επιστροφής» κυκλοφορεί δωρεάν σε μορφή ψηφιακού βιβλίου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top