Fractal

Από τις «Φλούδες μοναχικότητας» στο «Πίσω σε μένα», σχηματίζοντας την αρχή της εν εξελίξει τετραλογίας πεζών του Άγγελου Γέροντα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Άγγελος Γέροντας, “Φλούδες μοναχικότητας”. Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, 2015,

και

Άγγελος Γέροντας, “Πίσω σε μένα”.  Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, 2018

 

 

Όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο του  δεύτερου βιβλίου,  που επιγράφεται ‘Πίσω σε μένα’,   οι δύο αυτές μικρές συλλογές πεζών κειμένων του Άγγελου Γέροντα, δηλαδή οι  ‘Φλούδες μοναχικότητας’ και το  ‘Πίσω σε μένα’,  αποτελούν το πρώτο και δεύτερο μέρος της  εν εξελίξει τετραλογίας πεζών του, με γενικό τίτλο ‘οι μονήρεις επιβάτες του χρόνου. Ημερολόγιο του 21ου’. Αμφότερα τα βιβλία είναι ολιγοσέλιδα, κάτι που συνηθίζει άλλωστε ο συγγραφέας γιατρός,  αν κρίνουμε βέβαια από τα περισσότερα βιβλία που εξέδωσε στο παρελθόν. Οι ‘Φλούδες μοναχικότητας’ περιλαμβάνουν δύο μόνον μικρά κείμενα, τα ‘Radio Dresden’, και το  ‘Η σάμπα της νέας δραχμής’, ενώ το δεύτερο, δηλαδή  το  ‘Πίσω σε μένα’,  περιέχει ένα μόνο διήγημα, το ομώνυμο, τριάντα μόλις σελίδων.  Στα κείμενα αυτά, ο συγγραφέας με το ξεχωριστό του ύφος, τριγυρίζει μαζί με τους ήρωές του σε διάφορες πόλεις και μέσα από το ταξίδι των πρωταγωνιστών των ιστοριών του, των ηρώων του, μας μεταδίδει την πορεία της αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου, του ατόμου του εικοστού πρώτου αιώνα,  από το περιβάλλον του. Είναι ένα ταξίδι ενηλικίωσης, που λαμβάνει χώρα σε μητροπόλεις του σύγχρονου κόσμου, ίσως, πλημμυρισμένο από πολυποίκιλα χρώματα, υφέρπον χιούμορ, απρόοπτα καθ’ οδόν, έρωτα και ευρύ ρεπερτόριο συναισθημάτων. Ταξίδια τα οποία συνήθως επιδέχονται καθώς ο αναγνώστης πλησιάζει στο τέλος, διάφορες και αποκλίνουσες ερμηνείες και πιθανές εκδοχές.

Στο ‘Radio Dresden’, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις επιλογές του πρωταγωνιστή του κειμένου, του Γιόζεφ Ράτκε, αλλά στην πραγματικότητα με την ιστορία και τον πολιτισμό της μαρτυρικής γερμανικής πόλης, και πιο πολύ ίσως με τη σύγχρονη πόλη της Δρέσδης,  μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, η οποία έκρυβε δυσάρεστες εκπλήξεις, ‘… μια από τις οποίες ήταν η  νεοναζιστική αφύπνιση, την οποία η σύγχρονη γερμανική κοινωνία επέμενε να υποτιμά. Άρνηση ή αυτοπροστασία; Πάντως ο Γιόζεφ έπιανε που και που τον εαυτό του να νοσταλγεί τη σημαία με το σιτάρι, το σφυρί με το διαβήτη, που μόνο ως παιδί πρόλαβε να ζήσει…’, μας εξομολογείται κάπου ο αφηγητής. Ακόμα έχει μέσα στη συλλογική του μνήμη και στο ιστορικό γονίδιό του, τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα που επιτέθηκαν δύο φορές τη νύχτα της 13ης προς 14η Φεβρουαρίου του 1945 και έσπειραν τις εμπρηστικές τους βόμβες πάνω από το κορμί της ανήμπορης εκείνη την εποχή Δρέσδης. ‘…Έβλεπε μες τον εφιάλτη του τα σπίτια της πόλης παραδομένα στις φλόγες, την ιστορική Semperoper και το παλάτι  Τσβίνγκερ να καίγονται όπως και όλα τα αναγεννησιακά μνημεία και τα μπαρόκ κτήρια του ιστορικού κέντρου. Αλλόφρονες κάτοικοι να τρέχουν προς την ύπαιθρο, από εδώ και από εκεί, με πρόσωπα συσπασμένα από  τρόμο. Μαζικές εκκενώσεις νοσοκομείων που εκείνη την περίοδο φιλοξενούσαν τους περισσότερους Γερμανούς τραυματίες πολέμου απ’ όλες τις πόλεις και τα μέτωπα…’. Όμως ο Γιόζεφ,  σήμερα, έχει άλλα προβλήματα όπως και τα τελευταία, άλλωστε,  χρόνια. Η γυναίκα του πατέρα του, πέθανε από καρκίνο μαστού, και ο ίδιος παρουσιάζει κατάθλιψη την οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει με διάφορες αποσπασματικές κινήσεις και συμπεριφορές. Ο αρχικός ενθουσιασμός του μετά την επανένωση της Γερμανίας, η πρόωρη συνταξιοδότηση, τα πολλά ταξίδια με τη γυναίκα του στο εξωτερικό, όλα εκείνα είχαν τον δυναμισμό της δεύτερης νιότης, ‘της λαίμαργης προσπάθειας για αναπλήρωση των χαμένων εμπειριών’! Αυτά και πολλά άλλα, σκεφτόταν ο Γιόζεφ στις καθημερινές του περιπλανήσεις στα πάρκα και τους δρόμους της αγαπημένης του πόλης μέχρις ότου σταματήσει με βίαιο τρόπο και συνειδητοποιήσει πως ‘η μοίρα του επιφύλασσε ένα ακόμα πιο μοναχικό δρόμο και πως σταδιακά μετατρεπόταν σε ζωντανό σύμβολο της χώρας αλλά και της πόλης του: κύκλοι βίας έζωναν το κορμί τους, το όμορφο αλλά παραπαρετικό’!

Στο δεύτερο διήγημα του πρώτου βιβλίου (‘Η σάμπα της νέας δραχμής’), ο αφηγητής και ο αναγνώστης μεταφέρονται νοερά στους προημιτελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, στη Βραζιλία, και συγκεκριμένα στην ημερομηνία Σάββατο, 28 Ιουνίου 2014. Η περιήγηση στις εξωπραγματικές επιθυμίες και η περισπούδαστη περιδίνηση τερματίζονται κάπως απότομα με το ξύπνημα του αφηγητή από τον καναπέ του σπιτιού του, απ’ τη μικρή επτάχρονη κόρη του, τερματίζοντας έτσι τις βαθυστόχαστες σκέψεις,  τις δικές του αλλά και όλων των Ελλήνων, για κάτι καλύτερο από εκείνο που διαδραματίστηκε εκεί στη μακρυνή χώρα της Νότιας Αμερικής!

Το αφήγημα ‘Πίσω σε μένα’,  ουσιαστικά αποτελεί το δεύτερο μέρος της εν εξελίξει τετραλογίας των πεζών του συγγραφέα στους ‘Μονήρεις επιβάτες του χρόνου και τα Ημερολόγια του 21ου’. Η υπόθεση τώρα μεταφέρεται στην κοσμοπολίτικη  Βαρκελώνη και στις κεντρικές της Ράμπλας.  Μέσα απ’ την ερωτική ιστορία μιας νεαρής εικοσάχρονης κοπέλας και του πενηντάχρονου  εραστή της, ο Γέροντας μας φέρνει στο προσκήνιο την προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, εν προκειμένω της Βαρκελώνης, να έρθει κοντά με τους συνανθρώπους του,  με το ζευγάρι να τριγυρίζει αγκαλιασμένο στα στενοσόκακα της πόλης, με την περιγραφή κάποιων συνοικιών σε πρώτο πάντοτε πλάνο, την ανοικοδόμηση και την αλλαγή του προσωπείου της πόλης ειδικά μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες που διεξήχθησαν εκεί,  τα μεγάλα μεταμοντέρνα κτίρια που πήραν τη θέση προηγούμενων εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών, καινούργια ξενοδοχεία ολοένα και περισσότερα, πάρκα, γήπεδα για άθληση, άλλος σφυγμός και άλλο χρώμα, παραδέχεται ο πενηντάρης, όπως επίσης και τη συμπεριφορά του αυτιστικού αδελφού του, του Αντρές, δρομολογημένη όμως τεχνηέντως από αυτόν.

 

Άγγελος Γέροντας

 

Η ειδικότητα του συγγραφέα, Άγγελου Γέροντα, έπαιξε όπως φαίνεται καθοριστικό ρόλο σε κάποιο σημείο και ορισμένες λεπτομέρειες της αφήγησης, αν και τελικά η ιστορία οδηγείται αλλού, εκεί όπου  ήθελε η παντοδύναμη μοίρα.   ‘Πίσω σε μένα’,  σκεφτόταν και μονολογούσε η ολομόναχη νεαρή κοπέλα, καθώς κοιτούσε προς το κομμάτι του ουρανού που φώτιζε το σοκάκι, συνειδητοποιώντας ότι ‘… γι’ αυτήν τώρα άρχιζε η ενηλικίωση, τώρα ξεκινούσε το ταξίδι προς την άκρη της νύχτας’. Κάπου δέκα χρόνια αργότερα, η κοπέλα μεγαλύτερη και με περισσότερες εμπειρίες, μας φέρνει μπροστά όχι μόνο την αποξένωση των ανθρώπων, αλλά και τη βία ανάμεσα σ’ αυτούς, την έξαρση του θρησκευτικού φανατισμού, τη θεσμική έκπτωση της δημοκρατίας, τη γραφειοκρατία, το σύγχρονο θέατρο του παραλόγου, που πιθανόν να αναπαριστά ή να βρίσκεται ενσωματωμένο στο αέναο ταξίδι της ζωής του ανθρώπου, απαραίτητο δομικό συστατικό της ανθρώπινης φύσης,  με κατεύθυνση τελικά προς εκείνο το αναπόδραστο τέλος!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top