Fractal

Διήγημα: Από τις «Μικρές ιστορίες»

Της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη // *

 

thumbnail_afroditifractAll

 

Ο άντρας έσκυψε με ολόκληρο το βάρος του στον κάδο απορριμμάτων. Άδειασε μέσα του, όλη του την απελπισία. Το κορμί του ταλαντευόταν στον αέρα όσο τα χέρια του έψαχναν αδιάκοπα. Ξεκοίλιαζαν τις πλαστικές σακούλες και εξερευνούσαν ανυπόμονα το περιεχόμενό τους που ανέδιδε μια εμετική οσμή. Δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί ούτε η απαίσια μυρωδιά ούτε τα ρυπαρά υγρά που μούσκευαν τα δάχτυλά του. Όποτε ανακάλυπτε κάτι που δεν ήταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης το έφερνε στο στόμα του. Πεινούσε.

Το ανήμερο θεριό που φώλιαζε εδώ και ώρες στο στομάχι του κάπως καταπραΰνθηκε και άρχισε να εξετάζει προσεχτικά τα αντικείμενα που ξερνούσαν οι τσάντες με τα σκουπίδια. Και τότε, ανάμεσα σε κονσερβοκούτια που έχασκαν και γυναικείες σερβιέτες το μάτι του σκόνταψε σε κάτι που άστραφτε. Το ανασήκωσε στο φως της λάμπας. Ήταν ένα σπασμένο παιχνίδι. Ένα κουρδιστό γυάλινο καρουζέλ. Το τζάμι του στόλιζε μια ανεπανόρθωτη οπή που περιβαλλόταν από ένα ιστό ρωγμών αλλά παραδόξως το εσωτερικό του είχε διατηρηθεί ανέπαφο. Το κοίταζε για αρκετά λεπτά σα μαγεμένος και έπειτα το γύρισε ανάποδα και κούρδισε τον ετοιμόρροπο μοχλό του με δυσκολία. Τα πολυεστερικά αλογάκια με τα απαλά παραμυθένια χρώματα κουνήθηκαν και οι νότες της εισαγωγής από το Tunnel of Love του Mark Knopfler άγγιξαν τα αυτιά του. Κράτησε την αναπνοή του και έκλεισε τα μάτια του…

 

“Μπαμπά μου, μπαμπά μου, τι όμορφο καρουζέλ! Και τι ωραία μουσική που παίζει!” Δύο χεράκια τυλίχτηκαν στο σβέρκο του και ένα ζευγάρι χείλη του έσκασαν ένα φιλί στο μάγουλο· ένα φιλί από κείνα που αξίζουν όσο όλα τα καρουζέλ του κόσμου. Τα δαχτυλάκια της δεν σταματούσαν να το κουρδίζουν. Χοροπηδούσε γύρω του σα τρελαμένη νεραϊδούλα. Και γέλαγε. Γέλαγε συνέχεια. Η μικρή του νεραϊδούλα δε χόρταινε να θαυμάζει το καινούριο της παιχνίδι και να χορεύει ανάμεσα στα μπράτσα του.

“Μυρτώ!” Η αυστηρή γυναικεία φωνή διέκοψε το χορό της αγάπης πατέρα και κόρης. “Φεύγουμε.”

Η Μυρτώ κατέβασε τα μούτρα. “Μα δε χόρτασα ακόμα το μπαμπά μου” παραπονέθηκε.

Η γυναίκα δεν έδειξε να συγκινείται. “Δεν έχω περισσότερο χρόνο, εμπρός, είπα. Την άλλη βδομάδα θα δεις ξανά το μπαμπά σου.” Η γλώσσα της έφτυσε με βιασύνη τη λέξη “μπαμπάς” πριν προλάβει να γδάρει τον ουρανίσκο της. “Και τι είναι αυτό που κρατάς Μυρτώ;” τα μάτια με το ατσαλένιο βλέμμα καρφώθηκαν στο καρουζέλ. “Πάλι παιχνίδι; Κοίτα καημένε να βρεις μια δουλειά, να πάρεις ένα ρουχαλάκι, να σουλουπωθείς, που μου θες και δώρα. Άχρηστε.” Τα χείλη της ήταν μια φαρμακερή φαρέτρα από την οποία έφευγαν με ασύλληπτη ταχύτητα, βέλη περιφρόνησης που είχαν για στόχο την ψυχή του. Σταμάτα πια, ήθελε να ουρλιάξει. Δεν είπε τίποτα. Η συννεφιά στο πρόσωπο της κόρης του, του έκλεισε το στόμα.

“Μαμά, σε παρακαλώ…” μουρμούρισε κλαψουρίζοντας το κοριτσάκι.

Η γυναίκα, ατάραχη, τράβηξε από το χέρι τη μικρή και απομακρύνθηκαν. Ο ήλιος που βασίλευε εξαΰλωνε τις σιλουέτες τους και θάμπωνε την όρασή του. Οι νότες από το καρουζέλ τις ακολούθησαν μέχρι που χάθηκαν στο ημίφως.

 

 

* Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη είναι συγγραφέας, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «το ραντεβού», έπεται μια ερωτική νουβέλα, η «Κερασία» και μια συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Τη βρίσκετε στο φέισμπουκ με το όνομά της και στο τουίτερ ως @afroui.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top