Fractal

Γεράσιμος Δενδρινός [ Αφορισμοί: Ζ΄ μέρος ] κι ένα ψευδεπίγραφο Καβαφικό ποίημα

 

dd_1

 

1. Έρχονται φορές, που μέσα στη ανείπωτη θλίψη μου, σαν να βλέπω ένα χέρι να γλιστράει απ’ τα πυκνά σύννεφα, μια μετέωρη, ευγενή χειρονομία, που, γνέφοντάς μου με νόημα, μου θυμίζει πως κάποιο θείο νεύμα επεμβαίνει, για να διαλύσει με άπλετη στοργή την οδύνη μου.

 

2. Ποτέ μου δεν περίμενα ανταπόκριση από αγαπημένο πρόσωπο. Η ζωή μου ήταν ένα στιγμιαίο άπλωμα χεριών σε σχήμα αγκαλιάς που κόβονταν όμως ακαριαία. Πάντως επέστρεφα σπίτι ολομόναχος, έτσι χωρίς χέρια, έχοντας κάποιος για λογαριασμό μου από πριν ανάψει τα φώτα.

 

3. Η διαφορά από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν οφείλεται στην ποιότητα του μυαλού, αλλά το πώς θρηνεί, πώς χαίρεται, πώς γεύεται, πώς αγαπά, τι είδους συναισθήματα εκδηλώνει σε στιγμές αιχμής. Αυτός είναι ο κανόνας για τη σημασία που πρέπει να δίνουμε σε κάποιον.

 

4. Είσαι η αδυναμία μου, γιατί ανέκαθεν απευθυνόμουν σ’ αυτό που δεν είσαι ή δεν υπήρξες ποτέ, και όχι σ’ αυτό που είσαι. Με αυτό που θα ήθελα να είσαι ασχολούμαι, κι σε αυτό πάντα καταλήγω. Μην με λυπάσαι. Έπρεπε να βρεθεί κάποιος να σ’ αγαπήσει χωρίς αποδοχή, κι αυτός έτυχε να είμαι εγώ. Έμαθα να συμβιώνω χρόνια τώρα με τη λύπη. Σκέπτομαι καθαρότερα κι ελπίζω τα λιγότερα. Η μοίρα του κόσμου είναι κοινή: πίσω από ανεύθυνους και χαλασμένους ανθρώπους τρέχει για ένα λειψό χάδι η μισή υφήλιος.

 

5. Δοκίμασα όλες τις διακυμάνσεις της μελαγχολίας από παιδί. Μα όταν στα είκοσί μου χρόνια αντίκρισα το πλήθος των πεινασμένων παιδιών απ’ το παράθυρο του ξενοδοχείου στην Βομβάη, ένιωσα ξαφνικά πως δεν ήμουν παρά μια άγονη γη για τα ιερά βήματα των απόκληρων αυτού του κόσμου.

 

dd_2

 

6. Τ’ αξιώματα και οι άνθρωποι που καταγίνονταν με αυτά, ανέκαθεν με άφηναν αδιάφορο. Μόνο το πρόσωπο του χωρικού, λαξευμένο απ’ τη βροχή και τον ήλιο με κάνει να σταθώ μέσα στη σκιά του μεγάλου πλάτανου της πλατείας με τις ανάγλυφές του ρίζες.

 

7. Έχω το προνόμιο να μετατρέπω τις αλήθειες σας σε ψέματα. Οι φωνές σας πάντα περνάνε από αλάνθαστο μετρητή πριν εισέλθουν στο δωμάτιο.

 

8. Οι περισσότεροι από μας καταφεύγουμε ως πρόσφυγες επαίτες υπό τη σκέπη μιας ξένης ψυχής που μας απαρνείται.

 

9. Είμαι το απλωμένο χέρι που έκοψες σε μια στιγμή παροξυσμού.

 

10. Η ουσιαστική μου εκπαίδευση δεν ήταν ποτέ το σχολείο. Οι ταβέρνες, οι πλατείες και τα υπόγεια μου έμαθαν την αλφάβητο από την αρχή.

 

11. Στη χώρα μας το ελάχιστο παίρνει διαστάσεις ιερού ναού, και το πολύτιμο χάνεται ως παραπόταμος σε μεγάλο ποτάμι, που δέχεται λύματα και σώματα νεκρά.

 

12. Ζούμε με ψέματα, όχι γιατί μας αρέσουν, αλλά γιατί εισέρχονται μέσα μας πιο εύκολα, ενώ η ωμή αλήθεια με τους κόμπους της τραυματίζει τους δρόμους και τα στενά σοκάκια της ψυχής.

 

13. Ζούμε στον σκουπιδότοπο του Σύμπαντος, έχοντας την ιδέα πως είμαστε πάντα οι καλύτεροι απ’ όλους, το κέντρο του κόσμου, η δόξα της παρέας. Μας διαφεύγει πως στη Γη η γνώση είναι ισοδύναμη με την αδικία, την κτηνωδία και την απανθρωπιά. Η τραγωδία μας είναι πως δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί πως για τους πανέμορφους γλάρους τα κάθε είδους απορρίμματα είναι τροφή πολυτελείας.

 

14. Ακόμα και οι παντρεμένοι ψάχνουν για τον Άνθρωπό τους. Συνήθως τρέχουν πίσω από αυτόν που είναι βέβαιοι πως θα τους καταστρέψει τη ζωή. Συχνά παντρεύονται τον καλύτερο άνθρωπο της γης, αλλά λαχταράνε κάποιον άλλο, για τη σκαρταδούρα, την ωμότητα και την ανηθικότητά του.

 

15. Η Ελλάδα ανέκαθεν έγραφε την τραγωδία της παρακμής της, έχοντας πάντα για πρωτοστάτη τον πιο ανίκανο να την ολοκληρώσει.

 

16, Μην επιμένετε να έρθω. Κανείς από τις φίλους μου δεν παρευρίσκεται σε χοροσπερίδες του Σαββάτου. Βοηθάνε, ξέρετε, εδώ και καιρό τους επώνυμους να απελευθερωθούν από τις δεσμεύσεις τους, από τότε που, ως πλυμένα ρούχα, αλλά ξεραμένα πια, τους κρέμασε ο κόσμος στο σκοινί του χρόνου.

 

 

[ Κ. Φ. ΚΑΒΑΦΗ : Αρχείο Γεωργίου Φωτίου – Σακελλίωνος, Αλεξάνδρεια, εν έτει 1952, Σχεδιάσματα: 1914-1916;]

 

dd_3

 

ΑΛΚΕΤΑΣ ΚΑΙ ΣΑΡΕΧ

Στα 333 π.Χ.

[Λυσσώδης μάχη κοντά στην πόλι Ισσό μετά τας Αμανίδας Πύλας ανεμένετο,

επειδή πριν οι Πέρσαι είχαν εξολοθρεύσει εκεί άπαντας

τους Έλληνες, ασθενείς και τραυματίες.

Πλησίον του Πινάρου ποταμού η μάχη ορίσθηκε να γίνη,

εκεί όπου η φάλαγγά μας μ’ επιδέξιους ελιγμούς υπερτέρησε.

Μιλλιούνια σώματα κείτονταν νεκρά μέσα στις πολυτελείς,

περσικές των ενδυμασίες, λαμπυρίζοντες στις ύστατες

του ηλίου ακτίνες, με το φρέσκο αίμα απ’ τις πληγές,

που δεν είχε ακόμα ο αέρας στεγνωμένο.

Εκατέρωθεν του ποταμού ο θάνατος

απλωνόταν ακόμα και μετά τη δείλη].[1]

Ο Μακεδών Αλκέτας ξιφομαχούσεν μετά του Πέρσου Σαρέχ,[2]

ενός εκ των Αθανάτων[3] του Δαρείου Γ΄ του Κοδομανού.

Μέσα στη σκιά, σε απομονωμένο μέρος, επέμεναν στην επικράτησι.

Τα ξίφη των απέδιδαν ήχον οξύν, αλλά σπασμωδικό.

Κάτω απ’ τον πολύχρωμο μανδύα,

ο Πέρσης φορούσε μεταλλικό υποκάμισο,

υφασμάτινο σκούφο στην κεφαλή.

Το  κοντό του δόρυ με χρυσή αιχμή κείτονταν πλαγιαστό σε βράχο.

Γυμνά αρματωμένος έσπευσε στη μάχη ο Μακεδόνας.

Η σάρισα ήταν το ίδιο αφημένη κατά γης.

Ωστόσο η κούραση γρήγορα κατέλαβε τους αντιμαχόμενους.

Ξάφνου, ο Αλκέτας μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο του αντιπάλου:

Τον ιδρώτα στο μέτωπο, το τέλειο πρόσωπο,

το σκιασμένο βλέμμα, τα φρύδια τα καλλίγραμμα,

τα πλούσια, μαύρα μαλλιά και την στιλπνή γενειάδα.

Κατέβασε όπλο και ασπίδα και τον εκοίταζεν έκθαμβος.

Το ίδιο κι ο Πέρσης έπραξεν.

Ο χρόνος προσμετρούσεν τώρα ανάσες και αμοιβαία βλέμματα.

Ωστόσο δεν εκράτησεν πολύ αυτή η στάσις.

Ορμώντας ο Σαλέχ, με το ξίφος εις το στέρνον τον διαπέρασεν.

Πέφτοντας ο Μακεδών, μόλις που πρόλαβε μια χειρονομία

να κάνει στον αέρα, κάτι σαν νεύμα ή παραδοχή στοργής,

ελπίζοντας να γίνει κατανοητή

μέσα στο ακαριαίο βύθισμα του θανάτου.

 

dd_4 

 __________________________________

 

[1] Το πρώτο μέρος του ποιήματος, ίσως απορριπτόμενο από τον ποιητή, βρέθηκε σε άλλο φάκελο.

[2] Sareh = όνομα Πέρση. Σημαίνει: αγνός, καθαρός.

[3] Οι Αθάνατοι κρατούσαν μεγάλη ασπίδα με δερμάτινη επικάλυψη, η οποία όμως ήταν ευάλωτη. Κάτω από τον πολύχρωμο μανδύα τους φορούσαν μεταλλικό πουκάμισο, ενώ στο κεφάλι υφασμάτινο σκούφο ή τιάρα. Στη μάχη έφεραν κοντό δόρυ, σπαθί ή μεγάλο εγχειρίδιο, τόξο και βέλη. Μάλιστα το δόρυ αποτελούσε και μέσο διάκρισης των απλών στρατιωτών από τους αξιωματικούς, καθώς η αιχμή των πρώτων ήταν από ασήμι, ενώ των δεύτερων από χρυσό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top