Fractal

Κριτικά φύλλα (7), Ιανουάριος 2018: Περιδιαβάσεις, αναφορές σε έργα της τρέχουσας λογοτεχνικής και μη παραγωγής. [Ζ]: Ευτυχία- Αλεξάνδρα Λουκίδου, “Αφόρετα θαύματα”, Κέδρος, Αθήνα 2017, Η μοναδική φωνή της.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός // 

 

Lord, help my poor soul (Τελευταία λόγια του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, 1809-1849)

 

Α]. ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ: Γεννημένη στο Μόναχο, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Το πλούσιο βιογραφικό της αποδεικνύει πως η ποιητική της αποστολή ξεκίνησε από την ηλικία των 21 ετών με τις Λυπημένες μαργαρίτες, Εγνατία 1986, για να ακολουθήσουν οι συλλογές: Το τρίπτυχο του φέγγους, 1993, Εν τη ρύμη του νόστου, Αρμός 1999, Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα, Καστανιώτης 2004, Όροφος μείον ένα, Καστανιώτης 2008, (β΄ έκδ. 2009), Το Επιδόρπιο, Κέδρος 2012, γ΄ έκδ. 2013, το οποίο και ήταν υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο, Αφόρετα θαύματα, Κέδρος 2017. Παράλληλα συμμετέχει στον συλλογικό τόμο Ακροατής οριζόντων προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη με το δοκίμιο Εν αναμονή, Γαβριηλίδης 2004, ακολουθεί το μελέτημα Συρραπτική του προσώπου, Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012 καθώς και ένας τόμος με 23 δοκίμια για την ποίηση ισάριθμων ποιητών με τον τίτλο «Πέραν της γραφής», Κέδρος 2015. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά, και κοσμούν ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Επίσης, ασκεί με επιτυχία και την κριτικογραφία. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε Γεν. Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου είναι μια πολυσχιδής ποιήτρια, που, ευτυχώς για μας, δεν εντάχτηκε στο ντόπιο κλίμα της Σχολής Διαγωνίου με τις ισοπεδωτικές του ευκολίες και την ομοιογένεια των ποιητών του ακόμα και στα θέματα, αλλά ακολούθησε τη δική της, αποκλειστική πορεία, επιτυχή και ίσως μοναδική, που τη στιγματίζει και την καθιερώνει ως μία σοβαρή δημιουργό σπουδαίου διαμετρήματος.

 

 

Β]. ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ: ΜΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΘΗΣΑΥΡΟΣ:  1]. «Κάτω απ’ το νερό»: το ποίημα αποτελεί το πιο άριστο ξεκίνημα για ποιητική συλλογή. Το λυτρωτικό νερό, «μια υπόκρουση αγκαθωτού νερού» με το αθέατο συγκρατημένο, καταλήγει στην αναφώνηση: «ποιος πριονίζει τη σκιά;». Η σκιά όμως είναι διπλή. Της ποιήτριας και του απόντος. «Σφάγιο ιερό / που δεν ανήκει σε κανέναν». «-Έξοδος και θριαμβευτικό μαζί-». Τα ονόματα παραμένουν αμετάφραστα ενώ το νόημα «…αχνοφωτίζει το προφίλ / όσο καμία λάμπα». 2]. «Υπαρχηγός στην οδό Κύπρου 17»: Εδώ μιλά η υποψία των ιστοριών. Το προαίσθημα και το αβίωτο παρελθόν. Αθώος ο κόσμος του θανάτου «τι ελάχιστο διάστημα / ανάμεσα στο λείπουμε και στο φριχτά πονούμε» / πόσο αθώος τελικά / ο κόσμος που ορίζεται απ’ τον θάνατο». Το ποίημα κλείνει με μια υπέροχη σκηνή στο παράθυρο με την ποιήτρια ανεβασμένη σε σκαμνάκι «για να κοιτάζω τα παιδιά / που παίζαν στην πρασιά./ Στη φαντασία μου μάλιστα / υπαρχηγός γινόμουν». Και πιο κάτω: «Μισή μες στο δωμάτιο / μισή έξω απ’ το σπίτι»….», «με ματωμένα γόνατα / και λίγο πριν νυχτώσει/ κατάκοπη και καθαρή / να κλείνω τα παντζούρια». Η μοίρα αλλάζει και το σκαμνάκι μετατρέπεται σε ψέμα. Η αυθεντικότητα και η αθωότητα της παιδικής ζωής επιφέρει προσωρινή λύτρωση. 3]. Στο «Εκ γενετής αγεωγράφητοι»,  σ’ αυτό το κορυφαίο ποίημα, με υπότιτλο απόσπασμα από την τελευταία στροφή του περίφημου ποιήματος «Eldorado»[i] του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, επιχειρείται η εικονογράφηση των βαράθρων «μ’ όλες τις πανουργίες: / φυλάκια συνοριακά / ύμνοι, σημαίες, παρελάσεις /ατροφικές υπάρξεις / σημαδεμένες στους καρπούς / και κοστουμάτοι κύριοι / αυτάρεσκα γλοιώδεις…». Ο εξωτερικός κόσμος, ο επίμονος κόσμος της φθοράς. Ακολουθεί ο μέγας στίχος-μεγαλείο της συγκίνησης: «Να γονατίζεις / για να φαίνεσαι ψηλός». Η αποστολή του ποιητή ως προφήτη στο να υπηρετήσει «τον κουτοπόνηρο, εύπιστο λαό μου», ακόμα κι αυτή η πρόθεση, ισοδυναμεί «με σάπια φύλλα καταγής / να στρώνονται μεμιάς / για να περάσεις./ Στο τέλος, με την επίκληση στον Πόε η Λουκίδου αναρωτιέται αν άξιζαν τελικά τη «θλιβερή τιμή / όλοι αυτοί που βούλιαξαν / μες στο συγκεκριμένο / κι ούτε που αναρωτήθηκαν ποτέ / κατά πού πέφτει / το Ελντοράντο…». 4]. «Το σκιάχτρο ή Πώς φτάσαμε ως εδώ», αφορά την απόλυτη κατίσχυση του ψέματος, την αμφιβολία και το άστατο πεπρωμένο. Η ποιήτρια αποφαίνεται: «Είχαν βλαστήσει από καιρό / οι καλοήθεις όγκοι της ευτέλειας…» με τους μεσολαβητές κυνηγούς. «Ωστόσο, ό,τι μετριέται / πάντα φαίνεται λειψό / κι ό,τι ονοματίζεται / ως απουσία υπάρχει…». Η φωνή της όμως ως διαμαρτυρία ενάντια στην καθημερινότητα και αντιπαλότητα καταλήγει: «Γράψτε λοιπόν: / Δασύνεται η αρπαγή / και οξύνεται το μίσος…» Όμως, «Μια τόση δα παρέκκλιση / απ’ ό,τι λες προορισμό / μια ασυναίσθητη, ούτως ειπείν αφηρημάδα / και καταρρέει σαν τράπουλα / το σκιάχτρο που προστάτευε / τους κήπους και τα όνειρα». Η αθλιότητα της εμφάνισης του σκιάχτρου με την εικόνα ενός ουρανού γεμάτου μαύρα πουλιά είναι δείγμα πως «εκλείπει παντελώς η απειλή / χάνονται οριστικά και διά παντός / το φωτοστέφανο / κι η αντανάκλασή του». 5]. Η «Αγορά χρυσού» είναι κι αυτό αναμφίβολα ένα σημαντικό ποίημα, όπου τα ενέχυρα κηλιδώνουν τις εικόνες της μνήμης. Το ποίημα αρχίζει με μια υπέροχη εικόνα με τους απορριμμένους της ζωής, υποδυόμενους άλλο ρόλο. Η Λουκίδου στη συνέχεια καταλήγει: «Εδώ ρευστοποιούνται οι αναμνήσεις./ Εδώ προέλευση και καταγωγή / χέρι με χέρι ανταλλάσσονται». Στη συνέχεια, όλα τα τιμαλφή λιώνονται στη χοάνη, «Τήξη εν καμίνω». Στο τέλος, επέρχεται η απογείωση, το τίμημα του χρόνου που υπερισχύει του θανάτου: «και τότε πια τα πρόσωπα ίκτερο εμφανίζουν / –  γιατί αρρωσταίνουνε βαριά / όσοι το παρελθόν τους εκποιούνε – / παίρνουν το βυθισμένο βλέμμα του νεκρού / όταν τα ονόματα αρχίζει να ξεχνά / και βάζει πλώρη ολοταχώς / για νέες αμνησίες». 6]. Το ποίημα «Ξένοι» αποτελεί την ελεγεία των αλλοδαπών, που αφορά την ψευδαίσθηση πως υπάρχει γι’ αυτούς μια άλλη πατρίδα που θα τους δεχτεί. Το ποίημα αρχίζει μοναδικά: «Μιλήστε μου για την απόγνωση / που προκαλεί σ’ εσάς / μια τέτοια αιωνιότητα». Η πρώτη στροφή λήγει: «με την αφέλεια πως θα σας δεχτούν / πρώτη φορά στα άγια των αγίων! // Μα, ποιους; / Εσάς;  / Αν είναι δυνατόν! / Εσάς; / Με το μισό κουλούρι σας! / Εσάς που μοναχά / οι δαίμονες των αμπαριών σάς ξέρουν». Το ποίημα ολοκληρώνεται με στίχους, αιώνια ισχύοντες: «Μα δεν σας πληροφόρησε κανείς / ότι η πρόγνωση καιρού / στον τόπο αυτόν που ήρθατε / πάντοτε πέφτει έξω;». 7]. «Έλα να κλείσουμε ταμείο»: Εδώ, κάθε συναλλαγή επιτελείται όπως-όπως, ιδίως το κάθε κοσμικό αίτημα της καθημερινότητας, όσο και κάθε συναλλαγή με το παρελθόν. «Σε ποια μετάληψη νυχτερινή / τα χείλη θα σφραγίσεις;» και πιο κάτω: «πάλι τα κρίματα κι η μοναξιά / θα γέρνουνε στο ζύγι». Στο τέλος του ποιήματος, καιροφυλακτεί η έκπληξη: «Πίσω από τις καρτ ποστάλ / θα έχω πάντα φυλαγμένο / το μπαρούτι».  8]. Η «Ιδιωτική αρχαιολογία» αποτελεί ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής. Στην αρχή, μιλάει ο πλανόδιος συλλέκτης παλιών πραγμάτων (το ίδιο παρελθόν), ο αποκαλούμενος παλιατζής. «Όλα τα παλιά σίδερα μαζεύω…». Με τον καιρό όμως «Λιγόστεψαν οι παλιατζήδες. / Όσο για τους ελάχιστους που απέμειναν / απροσδιόριστο πότε ακριβώς περνούν. / Αμφίβολη η ώρα τους // Σαν την αμφίβολη ώρα / των εκτελέσεων». Το παρελθόν βαραίνει ολοένα κι αυτό χτίζει μέσα μας μιαν άλλη ζωή, την απραγματοποίητη, τη νοσταλγική, που μας στοιχειώνει για πάντα 9]. Το ποίημα «Κολάζ ή Η συλλεκτική του αποκολληθέντος», αφορά πάλι συλλογή από πράγματα του παρελθόντος, σελίδες περιοδικών, φωτογραφίες συγγενών με νεκρούς, όλα όσα αναμένουν μάταια την εποχή «που η έμπνευση θα έχει δυστοκία». Παρ’ όλ’ αυτά, «Μόνο που εγείρονται κάποτε κι αυτά / σύσσωμα συμμετέχοντας / στην έγχρωμη παρέλαση των ασημαντοτήτων» και τότε «επιχειρούν ομαδικά / χειρόγραφη την έκπληξη να κάνουν». Όμως: «Θέλει να τσαλακώσεις ασημόχαρτα πολλά / για να βρεθείς με ασφάλεια / ανήμερα του Λόγου. // Εκβάλλει η τυφλότητα / από βαθύ πηγάδι». 10]. Οι «Δεύτερες σκέψεις»,  είναι κι αυτό ένα άρτιο ποίημα. Η επίκληση, «Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις» κυριαρχεί σε όλο το ποίημα. Οι σκέψεις ακινητοποιούν τους πάντες. «…μας κρατάτε ακίνητους και βαρετούς / στη σύνεση καθηλωμένους».  Και η «πειθώ του δημαγωγού» είναι μονάχα «ρίζες χοντρές και στέρεες / που εγγυώνται βλάστηση / ανθούς, καρποφορία…/ Μα εντέλει τίποτε απ’ αυτά. / Μονάχα ρίζες / που εγγυώνται ρίζες». Στις σκέψεις ταιριάζει καλά η νύχτα. Στο τέλος, η ποιήτρια παραδέχεται ειρωνικά τη χρησιμότητά τους: «αποδειχθήκατε σοφές / διδάσκοντάς μας άρνηση και υποταγή / κι αθώα οπισθοχώρηση… // «Μας μάθατε για τα καλά / πως ό,τι δεν μας συναντά / αυτό στο τέλος / μας διασχίζει».

 

 

11]. Ο «Καπνοδοχοκαθαριστής» αποτελεί μια μινιατούρα πάνω σ’ ένα ράφι που, εκπέμποντας φόβο, «με έβλεπε και με τρομοκρατούσε / για την ακρίβεια όχι εμένα / αλλά το μη γενόμενο / το μόλις τώρα και το ακόμα όχι». Ήταν λες και «κάποιο ανώτερο μυαλό / ήξερε πριν από εμάς / τ’ ανήκουστα που θα συμβούν / τα άδικα, τα αντιφατικά // όπως να εκτίθεται / κέρινη κούκλα ασάλευτη / μες σε βιτρίνα φαρμακείου / ή νύχτες έξαλλου έρωτα  / με ό,τι υποδύεται το αιώνιο. Το αντικείμενο, ως τοτέμ μελλοντικού αβέβαιου κόσμου. 12]. «Εγκλήματα ως εν ουρανώ και επί της γης»: Θαυμάσιο εύρημα για τίτλο, ένα ποίημα άφατης συγκίνησης. Αποδίδονται τιμές «στη νεκρή αιωνιότητα»… «Άγγελος γαρ κατά καιρόν / κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα»,[i] κι όποιος προλάβαινε να πέσει πρώτος, θεραπεύονταν. Ακόμα κι εδώ ο ανταγωνισμός υπερισχύει. Η συνάντηση του Ιησού με τον παραλυτικό και η παράκλησή του: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, / ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ / βάλη με εις την κολυμβήθραν». Η Ποίηση είναι προσωρινή γιατρειά. Η κλήση της ποιήτριας εν είδει προσευχής για να απολύσει ο Κύριος τον άγγελο για «να εξατμιστεί το μαύρο φως / […] / να στεφανώσει την πληγή / έναστρη αμνησία / κι αργά αργά να σηκωθούν / όλοι οι γονατισμένοι», ανταμείβεται στο τέλος υπό όρους. Απαιτεί τη δική του συμμετοχή για να επιτελεσθεί το θαύμα: «Λέγει αυτώ ο Ιησούς· / έγειρε, άρον τον κράββατόν σου / και περιπάτει». 13]. «Υαλικός δεκαπεντασύλλαβος»: Εδώ, στον εσωτερικό χώρο εισβάλλει «μια επίσημη σιωπή», όπου τα πάντα βυθίζονται μέσα της, όπως κάδρα, φωτιστικά και μια γυάλινη μπαλαρίνα, που περιστρέφεται «σε βελουδένια θήκη κοσμημάτων». Καιροφυλακτεί όμως η άμμος «ντυμένη νήματα γυαλιού / είδωλα αλλοιωμένα / ρινίσματα παλιάς ζωής / φγγουν μες στο σκοτάδι» ενώ τα ροκανίδια που «πέφτουνε γύρω μας βροχή» μετατρέπονται σε «ξύλινο ένδυμα / που τελευταίο πρόκειται / να μας περιτυλίξει». Από την άνυδρη άμμο της ερήμου μεταφερόμαστε στο ψυχρό φέρετρο. 14]. «Η αυτάρκεια του κυρ Αλέξανδρου», αποτελεί έναν ύμνο για τον Κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Άγιο των Γραμμάτων μας. Τα ρήματα που χρησιμοποιεί η Λουκίδου «του αρκεί», «του αρκούν» δηλώνουν ταπείνωση, μια προσευχή στην τέχνη Του, αφιερωμένη στους παρακατιανούς του βίου. Το ποίημα αποτυπώνει σιγουριά και είναι νευρώδες. Πρόσωπα όπως του μπάρμπα-Γιαννιού, της Χαδούλας, «η λεγόμενη Φράγκισσα / κι άλλη μια, η θεια-Σκεύω / βαρδιανός μες στα Σπόρκα», αποβαίνουν στα μάτια της ποιήτριας, αγιοποιημένες ψυχές Του μεγάλου αυτού διηγηματογράφου, που «του αρκεί ένας ύπνος αιώνιος»…. «και πάντα λασπωμένος». Οι ψυχές των ηρώων έχουν «πικρή γνώση», αφού η τέχνη Του τις άγγιξε κατάβαθα, όπου η βεβαιότητα και η ολισθηρότητα δεν έχουν θέση «Ένας Βάλτος πριν κι ένα έλεος μετά / θα ’ναι όλη κι όλη η σκηνογραφία». Σίγουρα, είναι από τα πλέον συγκινητικά ποιήματα της συλλογής, όπως και τα δύο επόμενα:  15]. «Σελανίκ Ι – Μητέρα ανύμφευτη» και 16]. «Σελανίκ ΙΙ – Η πυρκαγιά». Στο πρώτο, οι πρόσφυγες Έλληνες της Πόλης ισοδυναμούν με έναν αριθμό, που τον κουβαλούν επάνω τους «όχι όμως όπως ένα φυλαχτό / αλλά όπως ένας ανάπηρος / το κομμένο του πόδι». 1964[ii] και πριν 1955: οι χρονιές της αναγκαστικής μετοικεσίας. Της Θεσσαλονίκης οι δρόμοι, οι περιοχές  και τα ονόματα των λογοτεχνών της, Καρέλλη και Πεντζίκης, άγνωστα και ίσως άφαντα. Πιο κάτω, η Λουκίδου καταγράφει τη φωνή: «– Σας είπαμε / εδώ είναι πια ο τόπος», ως κάτι το τελειωτικό, το οριστικό. «Νερά, πολλά νερά…» εισβάλουν «στα αμπάρια του μυαλού». Η υγρασία της νέας πόλης, οι άνθρωποι που κατάντησαν πια ίσκιοι, ομολογούν «την κοινή καταγωγή μας». Οι κήποι, το λιμάνι και ο Βαρδάρης, η προκυμαία, τα τραγούδια, ακόμη και τα «παλαιά πορτρέτα ένδοξα»  έχουν κάτι κοινό με την Πατρίδα. Ωστόσο, η πόλη, η Θεσσαλονίκη «μοιράζει σε άγνωστους φιλιά / πολλά φιλιά // μα πιο συχνά στα σκοτεινά / βαμβάκι και ιώδιο / για τ’ ανοιγμένο τραύμα». * Στο δεύτερο πιο εκτενές ποίημα, αναφέρεται στην πυρκαγιά[iii] της Θεσσαλονίκης, τον Αύγουστο του 1917. Δεν υπήρχε, ομολογώ, καλύτερη εισαγωγή από τους στίχους της πρώτης στροφής: «Η πόλη υπήρχε απλώς για να χαθεί / να αντικατασταθεί από την έννοιά της / όταν θα αποφάσιζαν / κάποιοι να την αφηγηθούν / και να την καταγράψουν». Ο ποιητής έχει αυτόν τον σκοπό-προορισμό: «Να γίνεσαι η επιστροφή / όταν η πυρκαγιά / θα σ’ απελευθερώνει…». Είναι δύσκολο μέσα από την καταστροφή να αναδύεται εκείνη η μαγεία που θα οδηγήσει αλλού την πυρκαγιά και θα την επενδύσει σε στίχους δυνατούς και απαράμιλλους. Μυρωδιές γλυκών και αρωμάτων αντιστρατεύονται πάντα την τελειωτική καταστροφή με λέξεις μνημονικές σε αιώνιες καταθέσεις. Οι περιπατητές όμως για την Λουκίδου «βράδυ πρωί λυπούνται», γιατί η ιστορία της πόλης συνεχίζεται στα κάστρα, όπου «ερήμους απαγγέλλουν δυνατά / για τους τροφίμους του Γεντί Κουλέ / και τους εκτελεστές τους». Όμως, «Είναι η ρυμοτομία των ψυχών / εκείνο που την καθορίζει»: Τι πιο πετυχημένο τέλος για να συμπληρωθεί το ποίημα. 17]. «Ο μονόλογος του κλέφτη» έχει μια ρωμαλέα και άμεση ευθύτητα. Αφορά τον ποιητή που αφουγκράζεται και κλέβει την απουσία, το ανέκφραστο της θλίψης, τη σιγή, τη μελαγχολία, την απόγνωση, κι όλα καταλήγουν σε μια «σκοτεινή αγκαλιά». «Γίνεστε εσείς η υπογραφή / της άστατης ζωής μου». Ο ποιητής όμως δεν είναι κλέφτης, «μα τυφλός / που βλέπει με τα χέρια», ένα φάντασμα που λαχταρά ν’ ακούσει μια φωνή να του φωνάζει «μείνε». 18]. «Η εκδρομή ή Η απλή μέθοδος των τριών», αφορά την ποιητική περιγραφή του φωτός που είδε η ποιήτρια σε επίσκεψή της στα Λεύκαρα[iv] της Λάρνακας της Κύπρου: «Μας χώριζαν λίγες μονάχα ώρες / από τους τέταρτους Χαιρετισμούς». «Οι γερόντισσες της λινής υπομονής», οι αρχόντισσες των παραδοσιακών κεντημάτων (το χωριό επισκέφτηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι το 1481, αγοράζοντας ένα κέντημα για την αγία τράπεζα του καθεδρικού ναού του Μιλάνο – κάτι που αναφέρεται στο ποίημα). Πρόσωπα: Ρεμπελίνα Έλενα και Μόνα. Η ποίηση συναντά εδώ τη «ρυθμική του λόγου / στα φαιοχρώματα  αφθονούν οι ξισταρκές».[v] Εδώ, ο φυτικός κόσμος σε συνδυασμό με το τοπίο ενσωματώνεται θαυμάσια, αρκεί να υπάρχει το ασυνείδητο έναυσμα που γίνεται συγκεκριμένο με το χάρισμα της γραφής. 19]. «Χάρτινη σύναξη των ποιητών»: Η συντροφιά εδώ είναι αταίριαστη, «νοσταλγοί τού πάντοτε και φυσικά τού αλλού». Τα ρήματα «Μπορεί», το επίρρημα «Ίσως», εναλλάσσονται στην αρχή των στίχων με το αβέβαιο ζητούμενο της σύναξης. Οι ποιητές λαβαίνουν ονόματα, όπως «υπνοβάτες στα χαρακώματα», «αριστοκράτες ασκητές / στις παρυφές μιας λάμψης / με αδιευκρίνιστο ως τώρα φυσικά / αν έψαλλαν γαμήλιο εμβατήριο χαρωπό / ή τυπικά συνόδευαν μια νεκρική πομπή». Η Λουκίδου τους βλέπει σε μια σκάλα για κάθοδο «να συνομιλούν για το πάθος / πέραν της γραφής». Το πάθος καθορίζει τη ζωή και ειδικά το βίωμά της. Αυτό πρωτοστατεί και μετά, ένα μέρος αυτού διοχετεύεται στην Τέχνη. 20]. «Τα πρώτα συμπτώματα», της δημιουργίας δηλώνονται στο ποίημα με τους στίχους: «Όσα ανοίκεια κατοικούσαν τη φωνή / τον εξανάγκαζαν / να προσποιείται τον αθάνατο». Ωστόσο, η φωνή προστάζει: «Πρόσεχε τον υδράργυρο! / Μην τον πατήσεις! / Είναι κατάκτηση – των λίγων – η αιώρηση / κι αν γίνει αυτός ο στόχος σου / τότε η ώχρα / που σαν τη λοίμωξη / σου ’χει προσβάλλει την ψυχή- / θα θεραπεύεται απλά / μ’ ένα τροπάριο βυζαντινό». Η καταγωγή της θλίψης του είναι αγνοημένη από όλους, αυτοί «υποπτεύονταν / μία ραγισματιά ανεπαίσθητη / που μάζευε με τον καιρό / το σκονισμένο άγημα των τύψεων». Κι όσο για άλλες πληροφορίες, ακόμα και βάσιμες, «μάλλον δεν ήθελαν να έχουν».

[i] Κατά Ιωάννην, 5.2: «Η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά…».

[ii] [Πηγή Διαδίκτυο]: Νικολάου Ουζούνογλου, (καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πρόεδρου της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών), Οι απελάσεις του 1964-65 και τα Σεπτεμβριανά 1955. […Ο στρατιωτικός νόμος δεν τέθηκε σε ισχύ πριν τα πλήθη εξαντλήσουν την καταστρεπτική μανία τους στις μειονοτικές περιουσίες. Η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. (Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν ολοκληρωτικά τον ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας με τη συνεργασία της τότε κυβέρνησης, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει με τη δημοσίευση των Πρακτικών της Δίκης των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, στη νήσο Πλάτη, εναντίον της ανατραπείσας κυβέρνησης Μεντερές με το στρατιωτικό κίνημα της 27ης Μαΐου 1960, δείχνουν ότι το σχέδιο της μαζικής απέλασης Ελλήνων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί ήδη από το 1957. Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τουλγκά, με την ιδιότητα του υπασπιστή του ανατραπέντος προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ανέφερε ότι ο τελευταίος τού αποκάλυψε ότι υπήρχε σχέδιο απέλασης των Ελλήνων υπηκόων και κατάσχεσης των περιουσιών τους. Τόσο ο Ινονού όσο και ο Μπαγιάρ, στρατιωτικός ο πρώτος και οικονομολόγος ο δεύτερος, έχουν προέλευση από το Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος του οποίου η ιδεολογία κυβέρνησε την Τουρκία από το 1908, χωρίς ουσιαστικά διαλείμματα, μέχρι τουλάχιστον το έτος 2004 και ακόμα αποτελεί ισχυρή ιδεολογία και έχει επιρροή στα σημερινά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ινονού υπήρξε διοικητής στις αρμενικές επαρχίες την περίοδο 1915-17 των φοβερών εκτοπισμών αλλά και ο αρχιτέκτονας των διωγμών κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων την περίοδο μετά το 1923 και ειδικότερα κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο δε Μπαγιάρ υπήρξε εκτελεστικό στέλεχος του Κομιτάτου της περιοχής της Σμύρνης και ειδικότερα της Τεσκελάτι Μαχσουσά (Ειδικής Υπηρεσίας), του παραστρατιωτικού κλάδου του Κομιτάτου, την περίοδο 1914-18, κατά τη διάρκεια των μαζικών διωγμών των ελληνικών κοινοτήτων της δυτικής Μικράς Ασίας. Η αναφορά στα δύο αυτά ισχυρά άτομα, που υπήρξαν θανάσιμοι αντίπαλοι του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας, δείχνει την αδιάκοπη πολιτική κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τον αφανισμό τους).

 

 

* Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Έλληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπάγονταν στη Συμφωνία της Άγκυρας της 30ής Οκτωβρίου 1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση, καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάννης, στο άρθρ. 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής: «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912». Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς «Εταμπλί». Τον Ιούνιο του 1932, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας ενθουσιασμού της «Ελληνοτουρκικής Φιλίας», που ακολούθησε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Άγκυρα το φθινόπωρο του 1930, η κυβέρνηση της Τουρκίας απαγόρευσε την άσκηση ενός μεγάλου συνόλου επαγγελμάτων στους Έλληνες υπηκόους, με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 από αυτούς την περίοδο 1932-34. Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη. * Η προσεκτική ανάλυση των δεινών που υπέστη η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου δείχνει την εξής αλήθεια: ότι τα επιμέρους σχέδια των καταπιεστικών και διωκτικών μέτρων αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική, σχεδιασμένα σε στρατηγικό επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας, των οποίων η εφαρμογή γίνεται όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη. Η αρχή αυτή ισχύει και στην περίπτωση των απελάσεων του 1964. Ενώ το σχέδιο είναι έτοιμο τουλάχιστον από το 1957, μάλιστα σχεδιασμένο από το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο, που επαναλαμβάνονταν με ένταση από τα Χριστούγεννα του 1963 και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια. Είναι σίγουρο ότι και να μη συνέβαινε η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Κύπρο, που υπήρξε εισαγόμενη από τον βρετανικό παράγοντα, η τύχη του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου θα ήταν ίδια, με το δεδομένο της συνεχούς πολιτικής του κράτους της Τουρκίας κατά των «μη αφομοιώσιμων» πληθυσμών και της αδιάφορης στάσης των χωρών που είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης, και βέβαια πρώτης της Ελλάδος. Αδιαμφισβήτητα η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της Άγκυρας του 1930 δεν ισχύει, αφού δεν μπορεί η Διεθνής Σύμβαση της Λωζάννης να αντικατασταθεί από μια διμερή σύμβαση. Επίσης, η απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. Ο βάναυσος και βίαιος τρόπος με τον οποίον διενεργούνταν οι απελάσεις, με τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων υπηκόων για πολλές δεκαετίες – οι συνέπειες υφίστανται μέχρι σήμερα – κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του ελληνισμού της Πόλης την περίοδο 1964-65, με την παράλληλη εφαρμογή του προγράμματος διάλυσης των ελληνικών κοινοτήτων των νήσων της Ίμβρου και Τενέδου, αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές συνέπειες που δεν παραγράφονται. * Πρέπει να τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο η τουρκική κυβέρνηση για τη θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι κυβερνήσεις που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950), επειδή καμία από αυτές δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή δικαστήρια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Οι απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους. Η ανακοίνωση της έναρξης των απελάσεων γίνεται τη 16η Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο Τμήμα Ασφαλείας Κωνσταντινουπόλεως, με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματιών του ποινικού δικαίου. Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας. Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτείνονταν σε όλα τα μέλη και ιδρύματα της ομογένειας.

Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964, αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του Μείζονος Ιδρύματος Μπαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά που είχε στείλει η Παγκόσμια Ένωση Εκκλησιών, μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό. Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με τον διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της ομογένειας. * Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρώνονταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Για πολλά χρόνια, στέλεχος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτορας που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955 στο προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη (στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ) την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του ελληνισμού της Πόλης. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74 υπήρξε από αδιάφορη μέχρι ερασιτεχνική, που πηγάζει από την αρχή ότι είναι καλό να ξεμπερδεύουμε από «πονοκεφάλους» της ύπαρξης μειονοτήτων, που πηγάζει από τη μυωπική αντίληψη έθνους-κράτους, μια καταστροφική αρχή που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται όχι μόνο στην περίπτωση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Τουρκίας, αλλά και της Βορείου Ηπείρου, καθώς και των χωρών της Παρευξείνιας Ζώνης και της Αιγύπτου].

 

 

[iii] Η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο στις 18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 17:00 το απόγευμα από ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Προκλήθηκε από σπίθα της φωτιάς μιας κουζίνας, που έπεσε σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του ισχυρού ανέμου, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενη ημέρας ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ) όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 6/19 Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της. Δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό. Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το Διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει την καταστρεπτική της πορεία . Το επόμενο πρωί, δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες. Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρεται από πηγές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες. Για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα. Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαγιάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι. Η περίθαλψη των πυροπαθών άρχισε αμέσως μετά την πυρκαγιά. Οι ελληνικές αρχές δημιούργησαν 100 παραπήγματα για τη στέγαση 800 οικογενειών. Οι βρετανικές αρχές έστησαν τρεις καταυλισμούς με 1300 σκηνές, όπου στέγασαν 7.000 άστεγους και οι γαλλικές αρχές έστησαν καταυλισμό για 300 οικογένειες, ενώ η Ένωση Γαλλίδων Κυριών μικρότερη κατασκήνωση 100 οικογενειών. 5000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Βόλο και στη Λάρισα. Οι ελληνικές αρχές έστησαν κέντρα διανομής που μοίραζαν δωρεάν ψωμί σε 30.000 άτομα, ενώ ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός και ο Αγγλικός Ερυθρός Σταυρός διένειμαν τρόφιμα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη. Αμέσως μετά τα πρώτα πρόχειρα μέτρα ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνση Θυμάτων Πυρκαγιάς για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών και η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε Κεντρική Επιτροπή Εράνων με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών. Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τ.μ. ή 120 εκτάρια. Η περιοχή που κάηκε ήταν κυρίως η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, και Εθνικής Αμύνης. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.  Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλί Τζαμί και άλλα έντεκα τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων. Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά γιατί εξαπλωνόταν αργά. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί. Μετά την καταστροφή οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες (στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους), για να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους. Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Για παράδειγμα η North & British Mercantile Co. είχε να αποζημιώσει 3000 ασφαλιστικά συμβόλαια. Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων. Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή, η Κυβέρνηση Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.

 

 

[iv] Τα Λεύκαρα είναι κωμόπολη της επαρχίας Λάρνακας και ανεξάρτητος δήμος της Κύπρου, γνωστός για τα κεντήματά του, τα λευκαρίτικα, καθώς και για την αργυροχοΐα του. Το όνομά του προέρχεται από το λευκό χρώμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων των γύρω βουνών. Το χωριό χωρίζεται διοικητικά σε δύο μέρη, τα Πάνω Λεύκαρα, που αποτελούν δήμο, και την κοινότητα των Κάτω Λευκάρων. Τα Λεύκαρα βρίσκονται στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους, σε υψόμετρο περίπου 500μ., και σε απόσταση σχεδόν 40 χιλιομέτρων από την πόλη της Λάρνακας. Αναφορά στα Λεύκαρα γίνεται στο έργο του χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά ως τόπος γέννησης του αγίου Νεοφύτου (1134 – 1219). Το σπίτι όπου ο άγιος Νεόφυτος συναντήθηκε με τη μέλλουσα γυναίκα του πριν φύγει για να γίνει μοναχός, αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, υπάρχει ακόμη ως μέρος μιας νεότερης οικίας, ενώ ο απ’ έξω δρόμος φέρει το όνομα του αγίου. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα Λεύκαρα αποτελούσαν φέουδο, περιλαμβανόμενο μάλιστα στα βασιλικά κτήματα. Σύμφωνα μάλιστα με τον θρύλο, το χωριό επισκέφτηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι το 1481, αγοράζοντας ένα κέντημα για την αγία τράπεζα του καθεδρικού ναού του Μιλάνο. Μετά την αγγλική κυριαρχία στο νησί (1878) τα Λεύκαρα αποτελούν δήμο (1883). Η ευημερία του χωριού στις αρχές του 20ού αιώνα οφείλεται στο εμπόριο των τοπικών κεντημάτων, τα οποία πωλούνταν σε όλη την Ευρώπη από λευκαρίτες κεντηματέμπορους. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αναπόφευκτη διακοπή των πωλήσεων στην Ευρώπη, το εμπόριο των κεντημάτων δέχτηκε καίριο πλήγμα. Τα επόμενα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960) ξεκινάει η ανάπτυξη του τουρισμού στο χωριό, βασισμένη τόσο στα τοπικά κεντήματα αλλά και στο μοναδικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του χωριού, με τα παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια, χτισμένα πάνω στον δρόμο με την αυλή εσωτερικά. Η χρήση της χαρακτηριστικής τοπικής πέτρας διατηρείται και στα περισσότερα νεότερα κτίρια. Στο χωριό παλαιότερα υπήρχε σημαντική τουρκοκυπριακή παρουσία, η οποία ελαττώθηκε και εξαφανίστηκε μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία και την Τουρκική Εισβολή. Τα παλιά Τζαμιά υφίστανται μέχρι τις μέρες μας. Από τα Λεύκαρα κατάγεται και η πρώτη Κυπρία επιστήμονας, η Άννα Τιγγιρίδου. Σπούδασε οδοντιατρική στην Οδοντιατρική Σχολή στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα της οδοντιάτρου αρχικά στην Λάρνακα και μετά στα Λεύκαρα μέχρι τα γηρατειά της. Υπήρξε μέλος της φιλοπτώχου αδελφότητος Λευκάρων προσφέροντας για δεκαετίες πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Ήταν σύζυγος του Δασκάλου/Καθηγητή Αχιλλέα Τιγγιρίδη, μέλους της ΠΕΚΑ την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου. Ο εγγονός της, Μιχάλης Σταυρινός, έγινε το 2014 Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιρλανδία. Το 2010, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν απόφασης του Δήμου Λευκάρων, μετονόμασε προς τιμήν της, την πλατεία Κωμοδρομιού, πλησίον του σπιτιού και του ιατρείου της, σε πλατεία Άννας Τιγγιρίδου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός των Πάνω Λευκάρων είναι 762 κάτοικοι. Τα Λεύκαρα από το 2015 κι εξής έχουν αναπτυχθεί πολύ. Με βάση έρευνας είναι ένα από τα δέκα πιο γραφικά χωριά της Ευρώπης. Οι νέοι επιστρέφουν πίσω στο χωριό και προσπαθούν να του δώσουν μια νέα πνοή. Με την επαναλειτουργία του κέντρου νεότητας και τις εκδηλώσεις που οργανώνουν γίνεται ολοένα και καλύτερο. Το καλοκαίρι διοργανώνεται φεστιβάλ προς τιμή του Δεκαπενταύγουστου με πολλές εκδηλώσεις, σε θέατρα και χώρους.

[v]Ξ[υ]σταρκά (Cistus creticus). Η ξυσταρκά ή αλλιώς κίστος ο κρητικός (Cistus creticus), λάβδανο ή λάδανο ή αλάδανος, το Μύρο της Βίβλου. Είναι ένας πολύ γνωστός θάμνος, ιθαγενής της Κύπρου. Τον συναντάμε στα δάση της Κύπρου, όπως  στον Ακάμα, στο Σταυροβούνι, στον Μαχαιρά, στο Κούρι, στην Κερύνεια, στο Φλαμούδι, ακόμη και στην Αθαλάσσα. Οι ξυσταρκές ανθίζουν από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο, μια περίοδο που μπορούμε να απολαύσουμε τα όμορφα ρόδινα άνθη της. Στα παλιά χρόνια μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, μάζευαν το λάδανο – μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες- το οποίο βρίσκεται στα φύλλα της ξυσταρκάς. Οι βοσκοί έπαιρναν τα κοπάδια τους σε περιοχές με ξυσταρκές για να μαζευτεί το λάδανο πάνω στο τρίχωμα των ζώων. Μετά κούρευαν και έβραζαν το μαλλί για να απομονώσουν αυτή την πολύτιμη ουσία. Το λάδανο ήταν ένα από τα προϊόντα του νησιού το οποίο εξάγονταν στην Ευρώπη και το χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή αρωμάτων και σαπουνιών.

 

 

21]. Στο «Ιστορικό ασθενούς» αναρωτιέται ο ιατρός αν υπήρχαν σημάδια προειδοποιητικά σε μια ήρεμη ζωή όπως για παράδειγμα «η ξαφνική εμφάνιση / χαμένων ανεξήγητα πραγμάτων», όπως η εικόνα ενός ζευγαριού από γάντια, «ή αν κάποιος να σχολίασε / το στυλωμένο βλέμμα σας / στην έξοδο κινδύνου / ενώ βαρκούλα διακοπών / νωχελικά σάς λίκνιζε». Όμως η νόσος πλησιάζει ύπουλα… 22]. «Τα στάδια», της αντίληψης-συνειδητοποίησης της ίδιας της Τέχνης, αφορούν αρχικά «την αδυναμία αντίληψης του προφανούς» με όλες τις αντιξοότητες να αποτελούν την κόλαση του περίγυρου, ακόμη και την αδιαφορία και την απέχθεια. Ύστερα η παιδική ηλικία που εισέρχεται «πρόωρα γερασμένη», όπου κυριαρχούν η «ασταθής ζωή» η «αιωρούμενη». Ωστόσο, «η αφέλεια και η ασχετοσύνη» σώζουν γιατί παρεμβάλλεται η αδυναμία πράξης των στοιχειωδών. Ωστόσο, η φήμη που διαδίδεται σκόπιμα «περί επικείμενης αναψυχής», ευλογημένη δωρεά, ίσως να είναι απάτη «που πια δεν θα λιμοκτονεί / και δεν θα αρρωσταίνει». 23]. Το ποίημα «Παράπλευρες απώλειες», σχετίζεται με μιαν «αιχμαλωσία εκούσια», κάτι το αδικαίωτο. «Ένας συγκλονισμός / που ελάχιστοι αξιώνονται / κάποτε ν’ αντικρίσουν». Ο συγκλονισμός αυτός που σε αναγκάζει να μην πεις «αναίμακτη / τη σύλληψη του ποιητή». Δεν περιγράφεις μόνο το τραγικό, μήτε στοχεύεις στο τέλος του. 24]. «Εμείς αυτοί»: Το ποίημα αποτελείται από δύο εκδοχές που αφορούν την ποιητική δημιουργία. Στην πρώτη, πολλοί επιλέγουν μια «πρόταση /-κύριας ή δευτερεύουσας κραυγής / δεν έχει σημασία / αρκεί να υπαινίσσεται αποχαιρετισμό / ή να δηλώνει ήττα». Στην δεύτερη, οι μεταφορές δεν έχουν καμία θέση, αλλά τους απασχολεί μόνο η αλήθεια και ιδίως «μια πιο ολισθηρή εκδοχή της», «να μιλήσουν χωρίς καμία συστολή / για ό,τι κωπηλατεί στο σύμπαν τους / νωχελικό αλλά κι ακαριαίο», αλλά «Καμιά φορά με νόημα χαμογελούν / όταν τους αναφέρουν για το αταίριαστο». Μήπως απομένει το ένστικτο; «Πώς να το αγνοήσουν;» ή «το μόνο που απομένει τελικά / να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους». Η Λουκίδου σε συλλαβές, όπως, α, νε, μο, σκα, λα = ανεμόσκαλα, προτείνει «να υφάνουμε την απόδραση» με σκοπό τη διαφυγή: «Να τους ξεφύγουμε». 25]. «Ποιητές ανοιχτών θαλασσών ή Η Ωκεανογραφία εσωτερικού χώρου»: Γι’ αυτούς, δεν είναι οι ωκεανοί, μήτε η συλλογή ιζημάτων πυθμένα κι ό,τι συνθέτει την ποιητική δημιουργία, γι’ αυτό «και έκτοτε προσάραξαν / στο σπίτι τα ναυάγια / ένας σταθμός παρακολούθησης πλωτός / κατέλαβε τους χώρους εργασίας / κι οι δειγματοληψίες του αιωρούμενου κενού / μπήκαν στο μικροσκόπιο». Τα ερωτήματα στο τέλος του ποιήματος αφορούν την ίδια τη δημιουργία. Ανάμεσα στο «επαίρεται», στο «κλαίγεται», στο «φλέγεται» και στο «ψεύδεται», η δημιουργία της ποίησης είναι αμφιλεγόμενο κανάλι και μάλλον ανεξιχνίαστο. 26]. «Λαγωνικό ή Η έμπνευση»: η θριαμβευτική επιστροφή της έμπνευσης, «κρατώντας μες στα δόντια της / – θήραμα άχρηστο, ακριβό – / το ρίγος ενός βλέμματος / ή το κλειδί που ξεκλειδώνει τους καθρέφτες» αυτό το αλλόκοτο μυστήριο απασχολεί την ποιήτρια σ’ αυτό το ποίημα, η οποία τολμά να ομολογήσει: «λέω σημαίνει κάποτε κι αποσιωπώ», κάτι ωστόσο ασήμαντο, για να κλείσει το ποίημα με τους σπουδαίους στίχους: «τώρα που τα βερίκοκα / δεν τρώγονται μονάχα καλοκαίρι / κι οι λέξεις / ελάχιστη σχέση έχουν τελικά / μ’ εκείνο που σημαίνουν». Η αμφισημία της ποιητικής γλώσσας είναι και το μεγαλείο που λαβαίνει με την παντός είδους ερμηνεία της. 27]. «Στο ανακριτικό», εμφανίζεται ο ποιητής ενώπιον του εδώλιου, «ως ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυς / συμβάντων ανεξήγητων / που λάβαιναν χώρα τ’ απογεύματα / στους πίσω κήπους μιας λέξης». Ο ποιητής σιωπά, ακόμα και με την επίμονη πρόταση του προέδρου της έδρας: «Συνεργαστείτε / θλιβερέ μου ποιητή / όσο ακόμα είναι καιρός / ή διαφορετικά / ομολογήστε». Εδώ έχουμε το μυστήριο της ποίησης, το ανεξήγητο, για κατάθεση ενώπιον της ανακριτικής, αποδεικτικής δικαστικής έδρας. 28]. «Ομολογία»: Η Λουκίδου εισέρχεται και πάλι με το ποίημα αυτό στην αναζήτηση του κύτταρου της ποιητικής δημιουργίας: «Όμως πώς να εξηγήσω / τα ανήκουστα και τα φαιδρά / τότε που τα φωνήεντα / αιφνίδια καταργήθηκαν / και σύμφωνα συριστικά / εγκαταστάθηκαν / φαρδιά πλατιά στο στήθος;». Το συριστικό «ς» προτείνεται για παρηγορία… Τα σύμφωνα, ύστερα από ένα αμφίβολο όνειρο με την ποιήτρια να σπρώχνει μαζί με μια κυρία ένα άδειο καροτσάκι μωρού, «ή μάλλον μετακόμισαν / από το στήθος στο μυαλό / κι έτσι αρχίσαν οι φωνές / κανονικές φωνές που έκαναν προτάσεις / παίξ’ το όσο μπορείς αδιάφορος / όπως αν πήγαινες στο τελωνείο με λαθραία». Τα σύμφωνα, ως φραγή και σταμάτημα, κάτι το υπέρβαρο για το τελωνείο, πριν την πτήση στο μυστικό βασίλειο της γλώσσας, όπου τα πάντα του κόσμου, συντίθενται και αποσυντίθενται. 29]. «Στα ράφια δολιοφθορείς»: Οι χάρτινοι ποιητές στα ράφια των συνοικιακών βιβλιοπωλείων. Το λευκό χαρτί σε ανύποπτες στιγμές οδεύει κι αυτό εις την αναζήτηση του ενόχου (του θέματος) για να τον καταδώσει ο ποιητής. Η διαδικασία της απόδοσης της τέχνης είναι μυστήριο γι’ αυτό και πρέπει «τα μάτια των ανηλίκων / με γάζες να τα δέσουμε / αφού όσα τοπία και να δουν / πάλι ο καθένας γίνεται / αυτό που πάντοτε είναι». 30]. Στο «Εξιτήριο», που της επιτρέπεται να βγει τραυματισμένη, η ποιήτρια δηλώνει: «Τέρμα πια οι αναμονές / τα θα δούμε και τα βλέπουμε». Η αφηρημάδα είναι κάτι αναμενόμενο «όπως σκιά που ερωτεύεται ηχώ / μα θα τα καταφέρω».

 

 

31]. «Η αναγνώριση», αποτελείται από τρία μέρη: Α΄ΠΡΟΣΩΠΟ, Β΄ΠΡΟΣΩΠΟ και ΦΩΝΗ. Στο πρώτο, ο καθρέφτης απεικονίζει ένα τοπίο, στο οποίο πρωτοστατεί ένας βράχος πλάι στη θάλασσα. Η ποιήτρια καταθέτει: «πετρώδεις νήσους μες στο στήθος / τη λιγοστή αρμύρα που δεν θυμίζει πια / μα που εγκαινιάζει / που αναγγέλλει και αναιρεί / και την παμπάλαια νύχτα θρυμματίζει». Στο δεύτερο, η κατάβαση στα σκαλιά ίσως προσφέρει κάποια γαλήνη, γι’ αυτό και γράφει: «Ας μου δινόταν κάποτε να προχωρήσω σταθερά / να κατεβώ σκαλί σκαλί τα όρια / και να μην συντριβώ / η αδιέξοδη σαγήνη του απογεύματος / να μη μ’ αναστατώνει». Ο στεναγμός είναι αυτός που τελικά απελευθερώνει: «μες στο δωμάτιο πουλιά / το πέρασμα απέναντι / βιαίως διακόπτει». Στο τέλος, η ικανή, εσωτερική ΦΩΝΗ, αυτή του ποιητή, μιλά με σιγουριά. «Εξημερώνει ο ρυθμός ό,τι ασχημονεί / σκηνογραφίες σκίζει παραστάσεων / από καιρό ματαιωμένων», προκειμένου «ανέπαφα / οι σκουριασμένες κλειδαριές / θ’ αποκριθούν».  32]. Στον «Μονόλογο της Ερχομένης», η Λουκίδου υποδύεται το φυτό της οικογένειας των εβενοειδών. Εδώ έχουμε το αντιφέγγισμα του ορίζοντα της δημιουργίας που όλο στενεύει, μέχρι να σε κάνει δικό του, αφού έχεις την τόλμη να επανέλθεις και να διαρρήξεις τον υμένα του. Η ποιήτρια εξομολογείται: «σκορπάω ίχνη με γραφές / που δεν μιλιούνται πια», ενώ παρακάτω εξηγεί: «Απ’ τον καιρό που ειπώθηκε η έρημος / ακέραιη εκπλήρωσα / την καθ’ ημέραν θλίψη / τη μεταμφίεσα σε μουσική / τραύλισμα που μ’ αγρίευε / και μ’ έσωζε συγχρόνως…». Μάταια ενασχόληση. «Ωστόσο αντιστάθηκα». Ο Αντιφωνητής; ο Εσώτατος Εαυτός; Ή η Φωνή; Μιλάει τελεσίδικα: «άσε με να συντηρηθώ / μέσα στην τέλεια ψύξη / να συνεχίσω αγόγγυστα να ζω / με ακίδες μες στο αίμα».  Αποκλεισμένη ακόμη και από το ίδιο το σκοτάδι, κι εντελώς διαγραμμένη «κι απ’ τους αγνοημένους… / Επείγει η επάνοδος! / Το έργο που δεν έπαιξα / αιφνίδια κατεβαίνει…». 33]. Στο «Νυχτερινό ξημέρωμα» (θαυμάσιο κι αυτό ποίημα) ξεδιπλώνεται με εναργείς εικόνες η αγωνιώδη προσπάθεια της ψυχής και η διακύμανσή της ώσπου «εισέρχεται ανίδεη / στον βουλιαγμένο κήπο / εισέρχεται / διεκδικεί / κι αρνείται να πενθήσει». 34]. «Το νέο όνομα», (κι αυτό εξίσου σπουδαίο) αφορά τη δύσκολη αποστολή του ποιητή, στο να εξιχνιάσει αυτόν τον κόσμο που δύσκολα ανατέμνεται, ένα μαρτύριο που καταλήγει στο τέλος: «γιατί / αν δεν βρεις το κέντρο σου / αν δεν μπορείς / την άθλια τούτη αποδοχή / να την εξασφαλίσεις /… πώς τ’ όνομα που γράφεται / εντός σου να φωνάξεις / δίχως κουπί και άνεμο / να πλεύσεις στη γαλήνη;». 35]. «Το χόρτο της επιστροφής»: η μνήμη ενός έρωτα που έληξε. Ωστόσο, το χόρτο της επιστροφής ίσως να ανθοφορεί ακόμη. Απαράμιλλοι κι εδώ οι στίχοι: «Με φως τρισύλλαβων φιλιών» και «θυμήσου νέα άνθηση / από την ηδονή μου / υπάρχουν κι άλλοι κήποι εκεί / κι είναι οι φράχτες τους / σκοπίμως παραβιασμένοι». «Μεσάνυχτα, αγάπη μου / και στα πεδία των μαχών / φωτιές και φόβοι καταπαύουν / το σκούρο μπλε του λήθαργου / κάποτε ξεθωριάζει». 36]. «Των αγίων σωμάτων»: ο ορίζοντας των ορίων όλο και επεκτείνεται σε στιγμές ερωτισμού, ώστε να προκύψει το ποίημα και να φανερώσει «Γαλήνια κι η παράδοση / των ύστατων αντιστάσεων / θαρρείς και θνήσκει η ψυχή / και μένει η σάρκα άχρονη / μες στη γυμνότητά της. / Άγια του σώματος σιγή / πόσους θανάτους διέσχισες / ντυμένη φως δαμασκηνί / προτού / σε βενετσιάνικους καθρέφτες / εισχωρήσεις…». 37]. «Πλάνη πανσέληνη»: πρωτοστατούσα η σελήνη που είναι «λάμψη μαύρου διαμαντιού / ή μήπως / αντανάκλαση θαμπής μελαγχολίας;» Ως μάρτυρας η σελήνη γεγονότων ζωής (έρωτα) και γραφής δημιουργεί έναν εξαιρετικό μονόλογο στην ποιήτρια που καταγράφεται με πλάγια γράμματα, προφέροντας ρήματα στο πρώτο πρόσωπο: «Να προλάβω όσα δεν έπραξα / να εξιλεωθώ και ν’ απολογηθώ / να αθωωθώ και να ξανααμαρτήσω / κάτω απ’ το φως σου το ανακριτικό / για μιαν αιωνιότητα να κλάψω. Και πιο κάτω: «εγώ… / με μαύρο φόρεμα / να απαγγέλλω ποιήματα / κι εσύ…. / να πρωτοσυναντάς τη Σαλονίκη. Ο ποιητής και η διαδικασία της δημιουργίας είναι απαιτητικά γι’ αυτό και αναρωτιέται «πόσα φεγγάρια από σίδερο / πρέπει να καταπιεί / κάπου στην Κίνα ο ποιητής / για να αυτοκτονήσει». Η άρση, το πέταγμα της σύλληψης του αβέβαιου απαιτεί αίμα, κόπο, τύφλωση και θάνατο. Απομένει ο έρωτας (για πρόσωπα ή για την τέχνη) «για το έγκλημα του έρωτα / που πλάνη στην πλάνη / ακούραστα επιμένει». 38]. «Ραγισματιά»: Εδώ, οι φωνές της αγρύπνιας, «Θα γίνουν στίχοι κάποτε / οι ψίθυροι των έγκλειστων / στο ασκητικό κελί τους». Σήμερα όμως «βλασταίνει φως εφήμερο / απ’ τις κοφτές ανάσες / -εύθρυπτο σαν το κέλυφος / γαλάζιων κοχυλιών- / τύψεις παράφωνες και δανεικές / ραγίζουν τη συγκίνηση / ψάχνουν σε βάλτους πράσινους / τα μισητά μονόκλ.» 39]. «Το πρόσχημα»: Η αρχική εικόνα ενός κοριτσιού «που σκύβει και αφαιρεί / το πετραδάκι απ’ το σανδάλι του» (θυμίζει αρχαίο άγαλμα, παράσταση σε αγγείο ή ψηφιδωτό), «δεν είναι παρά ένα πρόσχημα». Ακολουθούν εικόνες της ζωής, η ίδια η ματαίωση, για «να μεταμεληθεί ο θάνατος / για τη συγκομιδή του / μενεξεδένιες λέξεις να απλωθούν / να σκεπαστεί η άβυσσος». Για να διαβάσουμε παρακάτω πως «κάπως έτσι προχωρημένα μεσάνυχτα / […] / ψιχαλίζει το νόημα της άλλης γραφής / πάνω από τα σεντόνια». Μόνο αυτή «Σαν δόξα ξημερώματος. / Η άχραντη / βελούδινη γυμνότητα». Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα 40]. «Σχέδιο διάσωσης»: Το ποίημα αφορά την επιστροφή στην ξενιτιά, χτυπώντας τη γυάλινη συγκατάθεση του παρελθόντος χρόνου – αυτό βαραίνει πάντα για τον ποιητή περισσότερο, κάτι που τον κάνει να θέλει να ξεγλιστρήσει μέσα στην αιθάλη του παρόντος. «Τον νυμφώνα σου βλέπω» τολμά να αναφωνήσει ο λόγος της Λουκίδου με την εικόνα ενός παιδιού που κλαίει (ίσως από τις πλέον αισθαντικές εικόνες της ποίησής μας) «και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ…» – η ζωή πάντα σε κάνει να οπισθοχωρείς, γιατί μέσα στην παιδική αθωότητα η φράση «πού θα πας νυχτιάτικα, μείνε εδώ» εκφράζει όλη τη ματαιότητα της ανακάλυψης του μυστηρίου της ζωής, της οποίας ο τελικός στίχος «αύριο χωριζόμαστε», δηλώνει την αιώνια αποδοχή-παραδοχή της ίδιας της ύπαρξης που είναι, χωρίς αμφιβολία, ο χωρισμός και η απομάκρυνση.

 

 

Γ ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου με την πρόσφατη ποιητική της κατάθεση, αποτελεί μια υπέρμετρη σφραγίδα αξίας στην καλλιτεχνική της προσπάθεια να καταγράψει την απώλεια, την αγωνιώδη αναζήτηση του θέματος, τη ματαιότητα, τις ενοχές, την παρακμή του έρωτα, τον τελεσίδικο θάνατο, τη συμβίωση και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Δεν θα ήθελα να μιλήσουμε για επηρεασμούς στη στιχουργική της, κάτι άδικο και εν πολλοίς υποχθόνιο – για να μην πω και ανόητο – όπως αυτό που, για πολλούς κακότροπους κριτικούς, ονόμασε με υποψία αρκετά χρόνια πριν τον Γιώργο Σεφέρη (1900-1971) ως μιμητή του Τόμας Στερν Έλιοτ (1888-1965). Ας θυμηθούμε πως κάποτε, το κίνημα του Υπερρεαλισμού (1925) υπήρξε νεοπαγές φυτώριο για εύκολες κι αυτόματες ποιητικές και πεζογραφικές συνθέσεις, που σήμερα φαντάζουν ευκολίες γραφής εκτονωτικές και εν πολλοίς αδιέξοδες. Μετά όμως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κίνημα αυτό του Μπρετόν και των συντρόφων του μπόλιασε με τα καλύτερά του στοιχεία την Παγκόσμια Ποίηση. Αυτό δεν σημαίνει πως η Λουκίδου γράφει υπερρεαλιστικά. Αλλά ως ικανότατη ποιήτρια, κατάφερε τους όποιους επηρεασμούς να τους συγκεράσει και να τους μεταπλάσει, αποκτώντας με τον καιρό μια γλώσσα άρτια, όπως αποκαλύπτεται στην παρούσα συλλογή. Αν σε πολλούς ποιητές έχουμε συναντήσει απειρία έκφρασης και λεκτικά άλματα πομπώδη και κακότεχνα, στη Λουκίδου δεν το έχουμε δει. Προσέχει πολύ το υλικό της, στοχεύοντας στην ενάργεια, ξετυλίγοντας το θέμα με στίχους που συνδιαλέγονται με έναν φανταστικό Αντιφωνητή; Συνομιλητή; Εσώτατη Φωνή; που λειτουργεί καμιά φορά ως εισηγητής του θέματος, ώστε το υλικό να δένει θαυμάσια με εικόνες, ερωτήματα, συμπεράσματα, τεχνική που οδηγεί, καλύπτει και εξαντλεί επιτυχώς αυτό, για το οποίο κλήθηκε να μιλήσει. Είναι, πράγματι, σπουδαίο αυτό το πνευματικό ψιθύρισμα, που αντηχεί στον αναγνώστη, σαν δική του φωνή καθώς καλείται κι αυτός να ανακαλύψει το μέγα Μυστήριο της Ποίησης, για να αφουγκρασθεί μαζί με την ποιήτρια τα σκιερά και σχεδόν αφανή της ψυχής σοκάκια. Στα ποιήματά της έχεις την εντύπωση πως τρέχεις νύχτα χωρίς να συναντάς κανένα και αισθάνεσαι μόνο την παγωνιά να σε καλύπτει σαν ανατρίχιασμα, ή μήπως είναι η ίδια η σφραγίδα του χρόνου, της απώλειας, των τερπνών στιγμών της αγάπης, που, αν έρθει, με την πάροδο των ετών θα είναι τόσο πια διαφορετική και τόσο εξαντλήσιμη. Η Αγάπη για το κρυφό, το αβέβαιο και το άπιαστο της πραγματικότητας είναι αυτό που εκφράζει μοναδικά η ποίηση της Λουκίδου. Κι όσο για μας, δε μένει άλλο παρά να της ευχηθούμε να συνεχίσει αυτό το θαυμάσιο ταξίδι σ’ έναν δρόμο με τις ίδιες σταθερές και τόσο πολύτιμες προδιαγραφές.

 

_________________________________

 

[i] Το ποίημα «Eldorado» του Edgar Allan Poe (δημοσίευση 21.4.1849) αποτελείται από μόνο τέσσερις stanzas, (κάθε stanza είναι λιγότερο από τριάντα λέξεις που απαρτίζουν έξι γραμμές). Το ποίημα αφορά έναν χαλαρό ιππότη που βρίσκεται σε μια προσπάθεια να βρει το Eldorado, έναν τόπο στον οποίο δεν έχουμε καμία πληροφορία.  Ο όρος σημαίνει στα ισπανικά ο επιχρυσωμένος ή ο χρυσός. Το El Dorado αναφέρεται επίσης σε μια θρυλική πόλη χρυσού, κρυμμένη βαθιά στη Νότια Αμερική, που διάσημοι Ισπανοί κατακτητές προσπάθησαν να την βρουν. Στη δεύτερη stanza μαθαίνουμε ότι έχει αποτύχει η προσπάθεια του ιππότη λόγω ανυπέρβλητων δυσκολιών,  στην Τρίτη, συναντά μια αινιγματική σκιά προσκυνητή, από τον οποίο ζητά να του πει για την τοποθεσία του Eldorado. Στην τελευταία stanza, η σκιά δεν απαντά άμεσα στην ερώτηση, αλλά προτρέπει τον ιππότη να συνεχίσει σε ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους.  Το όνειρο του Ελ Ντοράντο σε αναζήτηση της χαμένης πόλης του χρυσού, οδήγησε πολλούς Ευρωπαίους κατακτητές σε μάταια ταξίδια στις ζούγκλες και τα βουνά της Νότιας Αμερικής. «Γιατί το Ελ Ντοράντο δεν ήταν τόπος, αλλά ένας ηγέτης, όπως επιβεβαιώνουν σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες», σύμφωνα με το BBC.

[ii] Κατά Ιωάννην, 5.2: «Η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά…».

[iii] [Πηγή Διαδίκτυο]: Νικολάου Ουζούνογλου, (καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πρόεδρου της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών), Οι απελάσεις του 1964-65 και τα Σεπτεμβριανά 1955. […Ο στρατιωτικός νόμος δεν τέθηκε σε ισχύ πριν τα πλήθη εξαντλήσουν την καταστρεπτική μανία τους στις μειονοτικές περιουσίες. Η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. (Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν ολοκληρωτικά τον ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας με τη συνεργασία της τότε κυβέρνησης, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει με τη δημοσίευση των Πρακτικών της Δίκης των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, στη νήσο Πλάτη, εναντίον της ανατραπείσας κυβέρνησης Μεντερές με το στρατιωτικό κίνημα της 27ης Μαΐου 1960, δείχνουν ότι το σχέδιο της μαζικής απέλασης Ελλήνων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί ήδη από το 1957. Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τουλγκά, με την ιδιότητα του υπασπιστή του ανατραπέντος προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ανέφερε ότι ο τελευταίος τού αποκάλυψε ότι υπήρχε σχέδιο απέλασης των Ελλήνων υπηκόων και κατάσχεσης των περιουσιών τους. Τόσο ο Ινονού όσο και ο Μπαγιάρ, στρατιωτικός ο πρώτος και οικονομολόγος ο δεύτερος, έχουν προέλευση από το Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος του οποίου η ιδεολογία κυβέρνησε την Τουρκία από το 1908, χωρίς ουσιαστικά διαλείμματα, μέχρι τουλάχιστον το έτος 2004 και ακόμα αποτελεί ισχυρή ιδεολογία και έχει επιρροή στα σημερινά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ινονού υπήρξε διοικητής στις αρμενικές επαρχίες την περίοδο 1915-17 των φοβερών εκτοπισμών αλλά και ο αρχιτέκτονας των διωγμών κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων την περίοδο μετά το 1923 και ειδικότερα κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο δε Μπαγιάρ υπήρξε εκτελεστικό στέλεχος του Κομιτάτου της περιοχής της Σμύρνης και ειδικότερα της Τεσκελάτι Μαχσουσά (Ειδικής Υπηρεσίας), του παραστρατιωτικού κλάδου του Κομιτάτου, την περίοδο 1914-18, κατά τη διάρκεια των μαζικών διωγμών των ελληνικών κοινοτήτων της δυτικής Μικράς Ασίας. Η αναφορά στα δύο αυτά ισχυρά άτομα, που υπήρξαν θανάσιμοι αντίπαλοι του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας, δείχνει την αδιάκοπη πολιτική κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τον αφανισμό τους).

 

 

* Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Έλληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπάγονταν στη Συμφωνία της Άγκυρας της 30ής Οκτωβρίου 1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση, καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάννης, στο άρθρ. 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής: «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912». Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς «Εταμπλί». Τον Ιούνιο του 1932, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας ενθουσιασμού της «Ελληνοτουρκικής Φιλίας», που ακολούθησε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Άγκυρα το φθινόπωρο του 1930, η κυβέρνηση της Τουρκίας απαγόρευσε την άσκηση ενός μεγάλου συνόλου επαγγελμάτων στους Έλληνες υπηκόους, με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 από αυτούς την περίοδο 1932-34. Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη. * Η προσεκτική ανάλυση των δεινών που υπέστη η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου δείχνει την εξής αλήθεια: ότι τα επιμέρους σχέδια των καταπιεστικών και διωκτικών μέτρων αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική, σχεδιασμένα σε στρατηγικό επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας, των οποίων η εφαρμογή γίνεται όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη. Η αρχή αυτή ισχύει και στην περίπτωση των απελάσεων του 1964. Ενώ το σχέδιο είναι έτοιμο τουλάχιστον από το 1957, μάλιστα σχεδιασμένο από το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο, που επαναλαμβάνονταν με ένταση από τα Χριστούγεννα του 1963 και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια. Είναι σίγουρο ότι και να μη συνέβαινε η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Κύπρο, που υπήρξε εισαγόμενη από τον βρετανικό παράγοντα, η τύχη του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου θα ήταν ίδια, με το δεδομένο της συνεχούς πολιτικής του κράτους της Τουρκίας κατά των «μη αφομοιώσιμων» πληθυσμών και της αδιάφορης στάσης των χωρών που είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης, και βέβαια πρώτης της Ελλάδος. Αδιαμφισβήτητα η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της Άγκυρας του 1930 δεν ισχύει, αφού δεν μπορεί η Διεθνής Σύμβαση της Λωζάννης να αντικατασταθεί από μια διμερή σύμβαση. Επίσης, η απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. Ο βάναυσος και βίαιος τρόπος με τον οποίον διενεργούνταν οι απελάσεις, με τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων υπηκόων για πολλές δεκαετίες – οι συνέπειες υφίστανται μέχρι σήμερα – κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του ελληνισμού της Πόλης την περίοδο 1964-65, με την παράλληλη εφαρμογή του προγράμματος διάλυσης των ελληνικών κοινοτήτων των νήσων της Ίμβρου και Τενέδου, αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές συνέπειες που δεν παραγράφονται. * Πρέπει να τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο η τουρκική κυβέρνηση για τη θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι κυβερνήσεις που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950), επειδή καμία από αυτές δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή δικαστήρια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Οι απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους. Η ανακοίνωση της έναρξης των απελάσεων γίνεται τη 16η Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο Τμήμα Ασφαλείας Κωνσταντινουπόλεως, με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματιών του ποινικού δικαίου. Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας. Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτείνονταν σε όλα τα μέλη και ιδρύματα της ομογένειας.

Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964, αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του Μείζονος Ιδρύματος Μπαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά που είχε στείλει η Παγκόσμια Ένωση Εκκλησιών, μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό. Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με τον διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της ομογένειας. * Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρώνονταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Για πολλά χρόνια, στέλεχος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτορας που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955 στο προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη (στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ) την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του ελληνισμού της Πόλης. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74 υπήρξε από αδιάφορη μέχρι ερασιτεχνική, που πηγάζει από την αρχή ότι είναι καλό να ξεμπερδεύουμε από «πονοκεφάλους» της ύπαρξης μειονοτήτων, που πηγάζει από τη μυωπική αντίληψη έθνους-κράτους, μια καταστροφική αρχή που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται όχι μόνο στην περίπτωση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Τουρκίας, αλλά και της Βορείου Ηπείρου, καθώς και των χωρών της Παρευξείνιας Ζώνης και της Αιγύπτου].

 

 

[iv] Η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο στις 18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 17:00 το απόγευμα από ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Προκλήθηκε από σπίθα της φωτιάς μιας κουζίνας, που έπεσε σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του ισχυρού ανέμου, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενη ημέρας ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ) όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 6/19 Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της. Δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό. Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το Διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει την καταστρεπτική της πορεία . Το επόμενο πρωί, δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες. Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρεται από πηγές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες. Για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα. Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαγιάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι. Η περίθαλψη των πυροπαθών άρχισε αμέσως μετά την πυρκαγιά. Οι ελληνικές αρχές δημιούργησαν 100 παραπήγματα για τη στέγαση 800 οικογενειών. Οι βρετανικές αρχές έστησαν τρεις καταυλισμούς με 1300 σκηνές, όπου στέγασαν 7.000 άστεγους και οι γαλλικές αρχές έστησαν καταυλισμό για 300 οικογένειες, ενώ η Ένωση Γαλλίδων Κυριών μικρότερη κατασκήνωση 100 οικογενειών. 5000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Βόλο και στη Λάρισα. Οι ελληνικές αρχές έστησαν κέντρα διανομής που μοίραζαν δωρεάν ψωμί σε 30.000 άτομα, ενώ ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός και ο Αγγλικός Ερυθρός Σταυρός διένειμαν τρόφιμα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη. Αμέσως μετά τα πρώτα πρόχειρα μέτρα ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνση Θυμάτων Πυρκαγιάς για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών και η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε Κεντρική Επιτροπή Εράνων με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών. Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τ.μ. ή 120 εκτάρια. Η περιοχή που κάηκε ήταν κυρίως η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, και Εθνικής Αμύνης. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.  Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλί Τζαμί και άλλα έντεκα τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων. Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά γιατί εξαπλωνόταν αργά. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί. Μετά την καταστροφή οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες (στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους), για να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους. Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Για παράδειγμα η North & British Mercantile Co. είχε να αποζημιώσει 3000 ασφαλιστικά συμβόλαια. Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων. Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή, η Κυβέρνηση Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.

 

 

[v] Τα Λεύκαρα είναι κωμόπολη της επαρχίας Λάρνακας και ανεξάρτητος δήμος της Κύπρου, γνωστός για τα κεντήματά του, τα λευκαρίτικα, καθώς και για την αργυροχοΐα του. Το όνομά του προέρχεται από το λευκό χρώμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων των γύρω βουνών. Το χωριό χωρίζεται διοικητικά σε δύο μέρη, τα Πάνω Λεύκαρα, που αποτελούν δήμο, και την κοινότητα των Κάτω Λευκάρων. Τα Λεύκαρα βρίσκονται στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους, σε υψόμετρο περίπου 500μ., και σε απόσταση σχεδόν 40 χιλιομέτρων από την πόλη της Λάρνακας. Αναφορά στα Λεύκαρα γίνεται στο έργο του χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά ως τόπος γέννησης του αγίου Νεοφύτου (1134 – 1219). Το σπίτι όπου ο άγιος Νεόφυτος συναντήθηκε με τη μέλλουσα γυναίκα του πριν φύγει για να γίνει μοναχός, αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, υπάρχει ακόμη ως μέρος μιας νεότερης οικίας, ενώ ο απ’ έξω δρόμος φέρει το όνομα του αγίου. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα Λεύκαρα αποτελούσαν φέουδο, περιλαμβανόμενο μάλιστα στα βασιλικά κτήματα. Σύμφωνα μάλιστα με τον θρύλο, το χωριό επισκέφτηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι το 1481, αγοράζοντας ένα κέντημα για την αγία τράπεζα του καθεδρικού ναού του Μιλάνο. Μετά την αγγλική κυριαρχία στο νησί (1878) τα Λεύκαρα αποτελούν δήμο (1883). Η ευημερία του χωριού στις αρχές του 20ού αιώνα οφείλεται στο εμπόριο των τοπικών κεντημάτων, τα οποία πωλούνταν σε όλη την Ευρώπη από λευκαρίτες κεντηματέμπορους. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αναπόφευκτη διακοπή των πωλήσεων στην Ευρώπη, το εμπόριο των κεντημάτων δέχτηκε καίριο πλήγμα. Τα επόμενα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960) ξεκινάει η ανάπτυξη του τουρισμού στο χωριό, βασισμένη τόσο στα τοπικά κεντήματα αλλά και στο μοναδικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του χωριού, με τα παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια, χτισμένα πάνω στον δρόμο με την αυλή εσωτερικά. Η χρήση της χαρακτηριστικής τοπικής πέτρας διατηρείται και στα περισσότερα νεότερα κτίρια. Στο χωριό παλαιότερα υπήρχε σημαντική τουρκοκυπριακή παρουσία, η οποία ελαττώθηκε και εξαφανίστηκε μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία και την Τουρκική Εισβολή. Τα παλιά Τζαμιά υφίστανται μέχρι τις μέρες μας. Από τα Λεύκαρα κατάγεται και η πρώτη Κυπρία επιστήμονας, η Άννα Τιγγιρίδου. Σπούδασε οδοντιατρική στην Οδοντιατρική Σχολή στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα της οδοντιάτρου αρχικά στην Λάρνακα και μετά στα Λεύκαρα μέχρι τα γηρατειά της. Υπήρξε μέλος της φιλοπτώχου αδελφότητος Λευκάρων προσφέροντας για δεκαετίες πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Ήταν σύζυγος του Δασκάλου/Καθηγητή Αχιλλέα Τιγγιρίδη, μέλους της ΠΕΚΑ την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου. Ο εγγονός της, Μιχάλης Σταυρινός, έγινε το 2014 Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιρλανδία. Το 2010, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν απόφασης του Δήμου Λευκάρων, μετονόμασε προς τιμήν της, την πλατεία Κωμοδρομιού, πλησίον του σπιτιού και του ιατρείου της, σε πλατεία Άννας Τιγγιρίδου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός των Πάνω Λευκάρων είναι 762 κάτοικοι. Τα Λεύκαρα από το 2015 κι εξής έχουν αναπτυχθεί πολύ. Με βάση έρευνας είναι ένα από τα δέκα πιο γραφικά χωριά της Ευρώπης. Οι νέοι επιστρέφουν πίσω στο χωριό και προσπαθούν να του δώσουν μια νέα πνοή. Με την επαναλειτουργία του κέντρου νεότητας και τις εκδηλώσεις που οργανώνουν γίνεται ολοένα και καλύτερο. Το καλοκαίρι διοργανώνεται φεστιβάλ προς τιμή του Δεκαπενταύγουστου με πολλές εκδηλώσεις, σε θέατρα και χώρους.

[vi] Ξ[υ]σταρκά (Cistus creticus). Η ξυσταρκά ή αλλιώς κίστος ο κρητικός (Cistus creticus), λάβδανο ή λάδανο ή αλάδανος, το Μύρο της Βίβλου. Είναι ένας πολύ γνωστός θάμνος, ιθαγενής της Κύπρου. Τον συναντάμε στα δάση της Κύπρου, όπως  στον Ακάμα, στο Σταυροβούνι, στον Μαχαιρά, στο Κούρι, στην Κερύνεια, στο Φλαμούδι, ακόμη και στην Αθαλάσσα. Οι ξυσταρκές ανθίζουν από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο, μια περίοδο που μπορούμε να απολαύσουμε τα όμορφα ρόδινα άνθη της. Στα παλιά χρόνια μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, μάζευαν το λάδανο – μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες- το οποίο βρίσκεται στα φύλλα της ξυσταρκάς. Οι βοσκοί έπαιρναν τα κοπάδια τους σε περιοχές με ξυσταρκές για να μαζευτεί το λάδανο πάνω στο τρίχωμα των ζώων. Μετά κούρευαν και έβραζαν το μαλλί για να απομονώσουν αυτή την πολύτιμη ουσία. Το λάδανο ήταν ένα από τα προϊόντα του νησιού το οποίο εξάγονταν στην Ευρώπη και το χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή αρωμάτων και σαπουνιών.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top