Fractal

«Νοσταλγοί του πάντοτε και φυσικά του αλλού»

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

“Αφόρετα Θαύματα”, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου,  Έργο εξωφύλλου: Ελένη Θεοδούλου, Σύνθεση εξωφύλλου: Ξένια Τρύφων, Εκδόσεις Κέδρος

 

Με τον αινιγματικό, πρωτότυπο τίτλο «Αφόρετα θαύματα» και το εντυπωσιακό φαιό εξώφυλλο με τις θαυμάσιες ενδυματολογικές δημιουργίες που καλύπτουν και το οπισθόφυλλο δημιουργώντας έτσι ένα υποβλητικό εικαστικό τοπίο, κυκλοφορούν οι Εκδόσεις Κέδρος την έβδομη συλλογή ποιημάτων της  γνωστής Θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου.

Τα «Αφόρετα Θαύματα», θα μπορούσε να είναι οι συνιστώσες της ποίησης της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου. Μιας ποίηση σταθερά εστιασμένης σ’ ένα κομβικό σημείο, όπου συναντώνται οι άξονες και οι παράμετροι των προβληματισμών της, ποίησης ομοκεντρικής που διακλαδίζεται σε πολλαπλά επίπεδα και δίνει τη δυνατότητα στην ποιήτρια να αναλύει γεγονότα και καταστάσεις, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, με έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό, χωρίς να χάνει τον βηματισμό και τον ειρμό της.

Το δράμα που βιώνει η ίδια στην καθημερινότητά της και ποιητικά αποτυπώνεται αφομοιωμένο στο έργο της, όπως και το καθολικό δράμα που βιώνει ο σημερινός οικουμενικός άνθρωπος. Κάθε ποίημα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης, ενός συνεχούς διαλόγου με την πραγματικότητα, μια από περιωπής φιλοσοφούσα θεώρηση της ζωής, Υπάρχει μια διαρκής ροή συσσωρευμένης απογοήτευσης εξ όσων συμβαίνουν στον χώρο όπου κυριαρχεί είτε ως παίκτης στο καθημερινό δράμα είτε ως θεατής ή και κριτής των πάντων.

Η ποίησή της, σαφώς, ανθρωποκεντρική, έντονα καυστική, δυναμική, συχνά αιχμηρή, εκτυλίσσεται σφαιρικά με ομόκεντρους κύκλους που διαπλατύνονται και  παίρνουν μεγαλύτερες ως καθολικές, ενίοτε, διαστάσεις. Αγκαλιάζει ένα ευρύ ανθρώπινο τοπίο. Ξεπερνάει με δρασκελιές μετέχοντας με τον δικό της ποιητικό τρόπο στα τεκταινόμενα στις αλάνες του κόσμου όπως μικρή μετείχε στα δρώμενα των δρόμων «κρεμασμένη μισή μες στο δωμάτιο / μισή έξω απ’ το σπίτι..»

Τυπικά, εικονικά η ύλη διαμερίζεται σε τρεις ενότητες, χωρίς ωστόσο να αλλάζει κάτι στη ροή των δρώμενων. Τη διάκριση, τον διαχωρισμό μάλλον, ορίζουν τα προθέματα που επιλέγει από άλλους δημιουργούς, χωρίς ωστόσο να ανακόπτουν τη φυσική  πορεία των ποιητικών γεγονότων.

Bρίσκεται διαρκώς σε διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον, αντιμέτωπη με τη «Νέα τάξη των πραγμάτων» που όλα εκποιούνται σε τιμή ευκαιρίας ή «με μια μικρή επιβάρυνση», ακόμα και ο χρόνος των ανείπωτων πραγμάτων, το παρελθόν, με τον άνθρωπο – πελάτη μπροστά στην αλητεία των εκτιμητών εξαγοράς των αναμνήσεων :

 

«…μαγκωμένο

ακουμπισμένο στον γκισέ

ταριχευμένο έντομο πλαισιωμένο με κορνίζα»,

 

έναν πελάτη ά-χρωμο, α-πρόσωπο, αλλοτριωμένο, να εκποιεί τα πάντα, ό, τι αντιπροσώπευε αξίες, ό, τι τον συνδέει με το παρελθόν, ακόμα και τις αναμνήσεις:

 

«Εδώ ρευστοποιούνται οι αναμνήσεις.

Εδώ προέλευση και καταγωγή

χέρι με χέρι ανταλλάσσονται…

………………….

Αποσυντίθενται τα σύμβολα

χάνουν τα περιγράμματά τους οι αξίες

μες στη χρυσή χωματερή παντός τετελεσμένου

και τότε πια τα πρόσωπα ίκτερο εμφανίζουν

-γιατί αρρωσταίνουνε βαριά

όσοι το παρελθόν τους εκποιούνε-

παίρνουν το βυθισμένο βλέμμα του νεκρού

 όταν τα ονόματα αρχίζει να ξεχνά

και βάζει πλώρη ολοταχώς

για νέες αμνησίες»

                             (Αγορά χρυσού)

 

Χωρίς πολλές διαδικασίες ρευστοποιούνται τα κειμήλια, όλα τα αναμνηστικά, από τα βαπτιστικά χρυσαφικά και τις βέρες, ίσαμε πολύτιμα κι ανεκτίμητα έργα τέχνης,  εδώ και τώρα «εκτελούνται» τα πάντα.

Η ποιήτρια συχνά γίνεται σκληρή, επικριτική, η φωνή της ρομφαία φαρμακερή, στάζει πίκρα διακριτικά ο στίχος της, αιχμηρός, κοφτερός σαν λεπίδι, σαρκαστικός ανελέητα, αμείλικτα εκδικητικός, θαρρείς πως η ίδια, ακάθεκτη, εκδικητική, είναι έτοιμη να ανατρέψει το σαθρό σύμπαν, να διαρρήξει τη σχέση της με ό, τι της   επιβάλλουν και σημαίνει εγκλεισμό:

 

 «Μια πρώιμη εξοικείωση  

μ’ αυτό το ξύλινο ένδυμα

που τελευταίο πρόκειται

να μας περιτυλίξει…»

 

Πρόκειται για ποίηση που ακολουθεί τους κανόνες των μαθηματικών και της μουσικής και κινείται με συντονισμένους ρυθμούς, σταθερά ενάντια στις πέτρινες συνειδήσεις όσων ορίζουν και καθορίζουν τις τύχες των λαών. Μάχεται το ρυπαρό κατεστημένο σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, κόβει «γόρδιους δεσμούς», σπάει αλυσίδες:

 

Εκείνοι που ήρθαν έφεραν

κι από έναν αριθμό…

Για την ακρίβεια

τον κουβαλούσαν πάνω τους  

τον είχανε συνέχεια μαζί τους

όχι όμως όπως ένα φυλαχτό

αλλά όπως ένας ανάπηρος

το κομμένο πόδι.

……………….

-Όμως

εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ

……..

– Δεν έχω …

Βυθιζόμαστε

μπαίνουν νερά

στ’ αμπάρια του μυαλού μου…»

                                           (ΣΕΛΑΝΙΚ 1, Μητέρα ανύμφευτη»  

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

                            

Η θεώρηση του περιβάλλοντος κόσμου είναι πάντα επίμονα ερευνητική και η διάθεσή της ειρωνικά κριτική. Ασχολίαστο δεν αφήνει τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω της. Αυτή η στιλπνή ως διάφανη ύπαρξη, με τα αμείλικτα χειρουργικά εργαλεία, τις λέξεις, που διαθέτει διυλίζει τα πάντα, χαράσσει και ανοίγει το σώμα της ίδιας της ποίησης. Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στη σχέση της με τους ποιητές και την ποίηση στην καθημερινή της συνάφεια με την πραγματικότητα και στον έντονα φορτισμένο ποιητικό της λόγο. Στη «Χάρτινη σύναξη των ποιητών», κινείται πάνω στη θεατρική σκηνή που στήνει ως δεξιοτέχνης σκηνοθέτης και με επικριτική διάθεση και επιλεκτική οξύτητα του θεατρικού λόγου ευφυούς παρατηρητή και κριτή αποφαίνεται:

 

«Μπορεί να είναι απλώς μια συντροφιά

αταίριαστη σε χρόνο και σε τόπο

-νοσταλγοί του πάντοτε και φυσικά του άλλού.

Μπορεί κι οι σημειώσεις που κράτησα

στο μάθημα της ορθοφωνίας των καιρών

ή στο άλλο

της ορθής διαχείρισης απωλειών και τρόμου.

…………..

Ίσως πάλι και ένα θέατρο σκιών

με υπνοβάτες στα χαρακώματα

και αριστοκράτες ασκητές

στις παρυφές της λάμψης

με αδιευκρίνιστο ως τώρα φυσικά

αν έψαλλαν γαμήλιο εμβατήριο χαρωπό

ή συνόδευαν μια νεκρική πομπή.

 

Ανεξάρτητα από τις συνθήκες που όρισαν

τη συνάντηση της συντροφιάς μ’ εμένα

εγώ τους βρήκα καθισμένους σε μία σκάλα

προορισμένη μόνο για καθόδους

και λίγο πριν βραδιάσει

τους άκουσα να συνομολογούν

για το πάθος

πέραν της γραφής»

                              (Χάρτινη σύναξη των ποιητών)

 

Όπερ, μεθερμηνευόμενο, αν λάβει κανείς υπόψη του και το δοκίμιό της «Πέραν της γραφής», σημαίνει πώς εκτιμά τις προθέσεις, τις διαθέσεις και τι άφησε στους ποιητές η «Χάρτινη σύναξη», αφού όλοι ανεξαιρέτως, κάθονται «σε μια σκάλα / προορισμένη μόνο για καθόδους» και το μόνο που δεν τους απασχολεί  είναι η ποίηση, αλλά τους απασχολεί «το πάθος πέραν της γραφής». Γι’ αυτό, τι να περιμένεις από μια σύναξη «χάρτινη», έστω και ποιητών;

Η σχέση της με τον εκάστοτε περίγυρο είναι αμφίρροπη, δομημένη με θέσεις και αντιθέσεις. Η παρουσία της στα ποιητικά δρώμενα είναι χαρακτηριστική. Ελέγχει εξονυχιστικά τον χώρο. Μετέχει ως ρυθμιστής ή ως κυρίαρχος παίκτης. Έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον διάλογο με τους σκιώδεις θαμώνες στο θέατρο του παραλόγου. Τον μίτο της Αριάδνης τον κρατάει πάντα η ίδια. Δεν αφήνει να διέλθει της προσοχής τίποτα. Ανατέμνει με μαθηματική ακρίβεια και με μεθοδικότητα δεξιοτέχνη χειρουργού τα γεγονότα  και τα πρόσωπα, καθώς και τις συμπεριφορές όσων ηρώων παίρνουν μέρος στα δρώμενα του κάθε σκηνικού που είτε στήνει είτε συναντά στην καθημερινή της έξοδο και συνάντηση με τη ζωή, κυρίως όσων εμπλέκονται στη συνάφεια με τους ποιητές.  Παρατηρεί  και από περιωπής, όχι χωρίς συναίσθηση ευθύνης ότι:

 

«….τώρα που όσο ποτέ

ανθίστανται τα πράγματα

και ούτε μια ανάμνηση

δεν είναι δυνατόν ν’ ανακαλέσεις

…..κι οι λέξεις

ελάχιστη σχέση έχουν τελικά

μ’ εκείνο που σημαίνουν»,

 

αφού τα πάντα έχουν μεταλλαχθεί, έχουν χάσει την πρωταρχική τους σημασία. Και οι λέξεις ως ζωντανοί οργανισμοί, υπόκεινται στους νόμους που διέπουν τη ζωή και τη μοίρα των ζωντανών οργανισμών. Κάποτε μοιάζει να παίζει θέατρο με σκιώδεις παίκτες και συμπαίκτες, ωστόσο η ίδια διαχειρίζεται για λογαριασμό όλων τον διάλογο μονολογώντας. Αυτό, σε συνδυασμό με την αγάπη της να  διαβάζει η ίδια ποιήματά της, με καταπληκτική, ομολογουμένως, θεατρικότητα, ίσως σημαίνει πως το θέατρο και η ηθοποιία είναι το απωθημένο της. Πιστεύει στη δύναμη της ποίησης, του ρυθμού και του ποιητικού λόγου, δια των οποίων συντελείται το θαύμα:

 

«Θα δεις…

Εξημερώνει ο ρυθμός ό, τι ασχημονεί

σκηνογραφίες σκίζει παραστάσεων

από καιρό ματαιωμένων

κι όλα τα ανεξόφλητα

σαν χρόνο τσακισμένο

στο πίσω μέρος του αναφιλητού

πάει και τα στοιβάζει…».

                                      (Η αναγνώριση)

 

Για να καταλήξει  στο συμπέρασμα να λέει στον εαυτό της:

«…Έχω διαγραφεί

-να φανταστεί-

κι απ’ τους αγνοημένους…

 

Επείγει η επάνοδος!

 

Το έργο που δεν έπαιξα

αιφνίδια κατεβαίνει…»

(Ο μονόλογος της ερχόμενης)

 

Κάθε ποίημα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου σε σταματάει με το νόημα, τη μουσική, με την αδιατάραχτη αλήθεια του. Και δεν είναι εύκολο να κάνεις μια γενική αποτίμηση γιατί, αν και έρχεται και επανέρχεται στο ίδιο κομβικό σημείο, στον αρχιμήδειο τόπο, στην αρχή της, η ποίησή της και οι κοινωνικοί προβληματισμοί της

διαχέονται στις επιμέρους δραματικές ιστορίες ως αυτόνομες, ιδιότυπες ατομικές περιπέτειες, σε σύντομες τραγωδίες:

 

«σαν νόσος που ανησυχεί

μην έρθει η γιατρειά της.

 

Με φως τρισύλλαβων φιλιών

τους λυπημένους ώμους σου νοτίζω

για μια αγάπη αξόδευτη μιλώ

μα πώς να με πιστέψεις;

Είν’ ακατάπαυστο το βουητό

των ερειπίων στο στήθος…»

(Το χόρτο της επιστροφής)

 

Προχώρησα ψηλαφητά ακολουθώντας τους εύγλωττους ρυθμούς των λέξεων και των στίχων τις εύκοσμες σιωπές ως εκεί που ο χρόνος έκανε καμπή για να περάσω τον αναμενόμενο, εκ των έντονων ποιητικών φαινομένων, κάβο της ενδόμυχης τρικυμίας της. Κι έφτασα στην έξοδο λίγο πριν πέσει η αυλαία του δράματος, δεδομένου πως η αληθινή ποίηση είναι  τραγωδία εν όψει: «μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας (…)περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», κλείνοντας με τους στίχους που λένε όσα δεν πρόλαβαν να ειπωθούν, έγκλειστα στις σιωπές «άρρητων ρημάτων»:

 

«Άγια του σώματος σιγή

πόσους θανάτους διέσχισες

ντυμένη φως δαμασκηνί

προτού

σε βενετσιάνικους καθρέφτες

εισχωρήσεις…»

                (Των αγίων σωμάτων)

Έχει τον τρόπο της η ποίηση να παρηγορεί και να λυτρώνει. Και η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου με τα «Αφόρετα θαύματα» στήνει μια δυνατή τραγωδία όπου όλα παίζονται και πείθουν ότι:

«Το να ξεγλιστράς

αυτό μονάχα σώζει

……..

Κι αν δεις να κλαίει το παιδί

κράτησε την ανάσα σου

τραγούδησέ του ημερομηνίες παλιές

βοήθα το απ’ την κορνίζα να κατέβει

βάλ’  το λέξεις αποδημητικές να συλλαβίσει

……….

οι πιθανότητες είναι αρκετές

-να του εξηγήσεις-

……..

κι άλλωστε πόσο κρατάει η ζωή

 

αύριο χωριζόμαστε»

                              (Σχέδιο διάσωσης)

Ελένη Χωρεάνθη

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top