Fractal

Αφιερωμένο στη θλίψη

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

“To Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων”, Paul Auster, Εκδ. Μεταίχμιο

 

«Τίποτε δεν υπάρχει στο νου που να υπήρξε πριν την αίσθηση». George Berkeley[1]

To να γίνει κανείς συγγραφέας δεν είναι μία απόφαση καριέρας όπως όταν αποφασίζει κάποιος να γίνει γιατρός ή αστυνομικός. Δεν το επιλέγεις εσύ, αυτό σε επιλέγει και άπαξ και αποδεχθείς το γεγονός ότι δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο, πρέπει να είσαι έτοιμος για ένα μεγάλο, δύσκολο ταξίδι για το υπόλοιπο της ζωής σου.».  Paul Auster

Πώς άραγε αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας; Μήπως όλα όσα γνωρίζουμε βασίζονται στις αισθήσεις που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε την ύπαρξή τους και επαληθεύονται μέσω της εμπειρικής απόδειξης; Και, μήπως, όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα που λαμβάνουμε και η εσωτερική, ανθρώπινη αίσθηση είναι, τελικά, αυτά που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις διάφορες έννοιες και να φθάσουμε, εν τέλει, στη γνώση;

Ο Paul Benjamin Auster  (γεν. 1947 στο Ν. Jersey, ΗΠΑ), είναι ένα σύγχρονο λογοτεχνικό φαινόμενο. Μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ποιητής, με έργα όπως «Η Τριλογία της Νέας Υόρκης», «Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων», «Το παλάτι του φεγγαριού», «Λεβιάθαν», «Ίλιγγος», «Η νύχτα των χρησμών», «Ενοχές δίχως τύψεις»  και, το πλέον πρόσφατο, «4,3,2,1», έχει λάβει πλήθος βραβείων όπως το Βραβείο του Πρίγκηπα της Αστούριας για τη Λογοτεχνία, το Βραβείο Médicis étranger, το Βραβείο Independent Spirit και το Premio Napoli. Eίναι μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και έχει λάβει τον ανώτατο τίτλο διάκρισης “Commandeur de lˊOrdre des Arts et des Lettres” της Γαλλικής Κυβέρνησης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων και τη σκηνοθεσία ταινιών.

Ο Paul Auster έχει ήδη αποκαλύψει τι ακριβώς είναι αυτό που τον γοητεύει: το να αφηγείται ιστορίες. Όπως ο ίδιος αναφέρει, θεωρεί πως η μυθοπλασία, είτε πρόκειται για παιδικά παραμύθια, είτε για ιστορίες ενηλίκων, είναι ικανή να μας παρασύρει στα βάθη ενός εσώτερου κόσμου, να μας θέσει ενώπιον των πιο μύχιων φόβων μας και να μας οδηγήσει σταδιακά στην αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας και, τέλος, στη γνώση του εαυτού. Και, φυσικά, καμία άλλη περισσότερο ισότιμη σχέση δεν υπάρχει, παρά αυτή του συγγραφέα και του αναγνώστη του, μία σχέση απόλυτης οικειότητας ανάμεσα σε δύο εντελώς αγνώστους. «Πέρασα τη ζωή μου σε συζητήσεις με ανθρώπους που ποτέ δεν έχω δει, με ανθρώπους που ποτέ δεν θα γνωρίσω και ελπίζω να συνεχίσω ως τη μέρα που θα σταματήσω να αναπνέω», ομολογεί ο ίδιος.

Σε όλο του το έργο ο Paul Auster, πιστός εγκεφαλικός φορμαλιστής, αγγίζει την πένα του με εξαιρετική συγκίνηση θεωρώντας τη ως ένα πρωτόγονο, για τον ίδιο, εργαλείο, μια και του δίνει τη δυνατότητα να αισθάνεται ότι οι λέξεις ξεχύνονται από κάθε πόρο του δέρματός του και αφήνονται να κυλήσουν ελεύθερα πάνω στο χαρτί. Τόσο απλά, τόσο φυσικά. Τα βιβλία του πάντα ώριμα, άριστα συντονισμένα και ενορχηστρωμένα, γραμμένα με τρόπο κομψό, συνάμα φλύαρο, όπου το ίδιο το κείμενο γίνεται σημείο αναφοράς στην εξέλιξη της μυθιστορίας. Κρατά για τον εαυτό του το ρόλο του σαμάνου, ακροβατώντας μεταξύ του γήινου και του «πέραν του κόσμου τούτου», ένας ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Απολαμβάνει να αφηγείται ιστορίες σχεδόν εξωπραγματικές, γνωρίζοντας καλά πως η ανθρώπινη φύση διψά για υπερβολή, χρησιμοποιώντας τη δική του, τόσο ιδιαίτερη, τεχνική για να θέσει στον αναγνώστη του ερωτήματα που αέναα επανέρχονται ζητώντας τη δική μας, ξεχωριστή για τον καθένα, απάντηση.

Στο «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων», η ιστορία που διαβάζουμε έχει γραφτεί από έναν (ή μήπως πάλι όχι;) αφηγητή: η φόρμα και η διάνοια σφιχταγκαλιασμένες διασχίζουν ένα μονοπάτι γοτθικού σκότους, γεμάτο μυστήριο, έγκλημα και τιμωρία. Παντού γύρω, όλα είναι σε δίπολα ακόμη και η ηχώ της αφήγησης συντροφεύει τη δική μας εσωτερική ανάγνωση, αφήγηση σε πολλά επίπεδα, από πολλούς αφηγητές. Οι ήρωες ζουν λες δυο φορές, μία σε ένα φανταστικό, κινηματογραφικό περιβάλλον και, στη συνέχεια, υποδύονται τον εαυτό τους στην καθημερινή ζωή, σαν να δοκιμάζουν πρώτα την τύχη τους εντός της τέχνης πριν ζήσουν αληθινά.

Ο συγγραφέας μας χαρίζει ένα βιβλίο αφιερωμένο στη θλίψη, όλες οι εμμονές του είναι παρούσες : η έννοια της απώλειας, ο χρόνος που περνά, η αναζήτηση της ταυτότητας με βαθιές υπαρξιακές αναφορές, η μνήμη ως άχθος, ο ρόλος του τυχαίου στη ζωή μας, η ειπωμένη επιθυμία και η ανείπωτη αισχύνη, οι άρρηκτοι, αιώνιοι δεσμοί μεταξύ των «αναχωρησάντων του κόσμου τούτου» και των εναπομεινάντων «εν θλίψεσιν»,  όλα οδηγούν τη μαγική πένα του Paul Auster στη δημιουργία μιας αλήθειας διαφεύγουσας, όπου κάθε φορά που ο ήρωας φαίνεται πως φθάνει κάπου, ξαφνικά, όλα ανατρέπονται, όλα αλλάζουν,  όλα είναι μία οφθαλμαπάτη, μία ψευδαίσθηση.

Η αφήγηση ξεκινά το 1988, όταν ο Ντέιβιντ Τσίμερ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο στο Βερμόντ, έχοντας  χάσει σε αεροπορικό δυστύχημα τη σύζυγο και τους δυο του γιους τρία χρόνια νωρίτερα, εκδίδει ένα βιβλίο με θέμα τις ταινίες ενός ηθοποιού της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Μετά το χαμό της οικογένειάς του μένει ζωντανός-νεκρός, εγκαταλείπει τη διδασκαλία και βρίσκει καταφύγιο στο ποτό, όταν,  ενώ παρακολουθεί αδιάφορα τηλεόραση, πέφτει πάνω σε μία ασπρόμαυρη βωβή ταινία με πρωταγωνιστή τον Έκτορ Μαν, έναν ηθοποιό ο οποίος χάθηκε μυστηριωδώς στο απόγειο της φήμης του πριν από εξήντα χρόνια. Και τότε γίνεται κάτι αναπάντεχο, ο Ντέιβιντ, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό,  γελά. Και νιώθει πως, ίσως, τελικά, δεν είναι ακόμη εντελώς νεκρός. Η εικόνα τον ξεσηκώνει, τον επαναπροσδιορίζει. Και σαν αναστημένος, αποφασίζει να κάνει κάτι απίθανο : να ταξιδέψει από τη μία πλευρά της Αμερικής στην άλλη, να περάσει απέναντι στην Ευρώπη και ξανά πίσω στην Αμερική, προκειμένου να  δει τις 12 ταινίες του ηθοποιού με το «ομιλούν μουστάκι» (σελ. 43). Σε διάστημα κάτι λιγότερο από εννέα μήνες (όσο διαρκεί και μία εγκυμοσύνη) γράφει ένα βιβλίο αφιερωμένο στον εξαφανισμένο εδώ και δεκαετίες ηθοποιό, το οποίο τελικά εκδίδεται. Επόμενη ασχολία του, η μετάφραση του έργου του Σατομπριάν «Ιστορίες πέραν του τάφου»,  όταν λαμβάνει μία επιστολή από τη σύζυγο του Έκτορ που τον ενημερώνει ότι ο πιθανολογούμενα νεκρός ηθοποιός,  ζει και επιθυμεί να τον δει. Και από εδώ ξεκινούν όλα…..

Κυρίαρχο στοιχείο της ισχυρής αφηγηματικής τεχνικής του «Βιβλίου των Ψευδαισθήσεων» αποτελεί, κατ’αρχήν, η εικόνα. Τόσο οι εικόνες που γεννιούνται στο μυαλό του αναγνώστη ως αποτέλεσμα της παντοδυναμίας  των λέξεων όσο και οι εικόνες των δύο ταινιών που με τρόπο εξόχως συναρπαστικό εισάγονται στο βιβλίο, «Ο Κύριος Κανένας» από την εποχή της δόξας  του βωβού κινηματογράφου και «Η εσωτερική ζωή του Μάρτιν Φροστ», η τελευταία ταινία του Έκτορ που παρακολουθεί ο Ντέιβιντ Τσίμερ. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων», το οποίο κυκλοφόρησε το 2002, ήρθε σε μία εποχή που ο συγγραφέας  είχε ήδη ολοκληρώσει περισσότερο από μία πενταετία ενεργούς απασχόλησης στο κόσμο του κινηματογράφου, ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης τριών ταινιών. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν  το γεγονός ότι το βιβλίο μεταφέρει αβίαστα τη μαγεία ενός κινηματογραφικού έργου, τόσο φρέσκια εκείνη την εποχή για το συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται μεταξύ της συγγραφής και του κινηματογράφου (αν και θα ομολογήσει σε κάποια συνέντευξή του ότι είναι πολύ δύσκολο να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο αγάπες του μια και οι δύο ζητούν την αποκλειστικότητα).

Με ένα τρόπο παράξενα σαγηνευτικό, ολότελα δικό του, το βιβλίο εξελίσσεται ως μία ιστορία μυστηρίου, κρίματος και εξιλέωσης, απώλειας και βαθιάς σιωπής. Το λογοτεχνικό σύμπαν του Paul Auster κυρίαρχο γύρω μας, ένας κόσμος ειδώλων, παράλληλων ιστοριών, σκιές και μάσκες (μάσκα φοράει ο ήρωας όταν γίνεται παρτενέρ σε μία παράσταση live sex, μάσκα φοράει ο ληστής της τράπεζας που θα τον τραυματίσει σοβαρά, χαρίζοντάς του, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, τη ζωή), θάνατος εντός του θανάτου, ιστορίες εντός ιστοριών, όλα μοιάζουν με κινέζικο κουτί. Ο Paul Auster ήδη έχει ανακαλύψει εδώ και χρόνια το μαγικό φίλτρο της φόρμας και σε τέτοιο βαθμό έχει εξελίξει την τεχνική του που μετατρέπεται σε πολιτικό μηχανικό της λογοτεχνίας, στήνει το «σκελετό» του οικοδομήματός του και του επιτρέπει να ξεπροβάλλει με θάρρος και να διατρανώσει περισπούδαστα τη δική του σημασία. Το μέσα έρχεται προς τα έξω, παρόλα αυτά η δομική του βιβλίου δεν αποστερεί ουδόλως το έργο από ισχυρούς, ελεγχόμενους, συναισθηματικούς τριγμούς.

 

 

Paul Auster

 

Ο συγγραφέας, στον αντίποδα του ρεαλισμού, καταβυθίζεται σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων και υπερβολών, η συγγραφική του δεινότητα απογειώνει τον αναγνώστη και η αφήγηση λέξεων, εικόνων, ιστοριών αποτελεί το πλαίσιο μιας, κατά βάση, τραγικής ιστορίας όπου η πορεία του ενός ήρωα αντικατοπτρίζει την πορεία του άλλου. Και οι δύο κατά κάποιο τρόπο πέθαναν και ήρθαν ξανά στη ζωή, είναι γεμάτοι από ενοχές και νιώθουν την ανάγκη να τιμωρήσουν τον εαυτό τους, αναζητούν την εξιλέωση μέσω της τέχνης, ο μεν Ντέιβιντ με τη συγγραφή, ο Έκτορ με τον κινηματογράφο. Όλο το βιβλίο βρίθει λογοτεχνικών αναφορών, ο Σατομπριάν με την αυτοβιογραφία του διατρέχει όλο το κείμενο, αν και, εν τέλει, το έργο του γάλλου συγγραφέα δεν αποτελεί τη μοναδική αναφορά απομνημονευμάτων πέραν του τάφου. Όλα όσα διαβάζουμε είναι έργα και λόγια νεκρών, όλοι οι ήρωες του έργου, ο Ντέιβιντ Τσίμερ, ο Έκτορ Μαν, η Φρίντα, σύζυγος του Έκτορ, η Άλμα (ψυχή στα ισπανικά), προστατευόμενη του Έκτορ και ερωμένη του Ντέιβιντ, διεισδύουν ορμητικά στον κόσμο, υποφέρουν  βιώνοντας την απόγνωση και οδηγούνται στο τέλος τους. «Όλοι πίστευαν ότι είχε πεθάνει», η πρώτη φράση του βιβλίου που ξεστομίζει ο ζωντανός Ντέιβιντ. «Ζω μ’αυτή την ελπίδα», η τελευταία φράση του βιβλίου ενώ ο Ντέιβιντ είναι πλέον νεκρός. Όλα ακολουθούν πορεία κυκλική, μόνο που πάλι ο συγγραφέας μας ξεγελά, δημιουργεί ακόμα μία ψευδαίσθηση, γιατί η πορεία είναι αντίστροφη, η αρχή είναι το τέλος και το τέλος είναι η αρχή.

Μέσω της  πρωτοπρόσωπης αφήγησης του συγγραφέα σε χρόνο παρατατικό καθώς και μέσω της  χρήσης του flashback στην ιστορία, πλανάται η αίσθηση, ως άλλη μία ψευδαίσθηση, ότι ο Ντέιβιντ έχει επιζήσει όλων των γεγονότων και ότι, εν τέλει, το βιβλίο κρύβει ίσως ένα χαρούμενο τέλος. Η χρήση του «νεκρού αφηγητή» πολύ συχνά συναντάται στις ταινίες noir (για παράδειγμα «Η λεωφόρος της δύσης») και ο Paul Auster καταφέρνει να κλιμακώσει την αφηγηματική αγωνία, την οποία αριστοτεχνικά εισάγει με την πρώτη κιόλας φράση του βιβλίου, αφού, σχεδόν με κάποια δυσκολία αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως ο βασικός αφηγητής ανήκει και αυτός στο «χορό των τεθνεώτων». «Τούτο δω είναι ένα βιβλίο σπαραγμάτων, μια ανθολογία πόνων και μισοξεχασμένων ονείρων» (σελ. 389) και ακριβώς εδώ ο συγγραφέας μετα-αφηγητής κλείνει το νόημα του βιβλίου του, η ζωή ολόκληρη είναι μία αλληλουχία πόνων και ονείρων, σκότους και φωτός και η μόνη βεβαιότητα είναι το ότι όλα είναι αβέβαια και συνάμα πιθανά.

Λογοτεχνία noir vs σινεμά noir, δρόμοι παράλληλοι, πότε επάλληλοι, ονόματα με κοινές παρηχήσεις, λογοτεχνικές συμπτώσεις (από τα ονόματα των παιδιών των ηρώων, στην περίπου κοινή τους ηλικία όταν χάνουν τα παιδιά τους και έως την ημερομηνία γέννησης του ίδιου του συγγραφέα με αυτή του ήρωά του Nτέιβιντ), όλα συντελούν στο γεγονός ότι τόσο ο Ντέιβιντ όσο και ο Έκτορ δεν είναι παρά οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Τα δύο πρόσωπα ενός και μόνο ατόμου : του ίδιου του συγγραφέα. Αγάπη για τη λογοτεχνία από τη μια πλευρά, αγάπη για τον κινηματογράφο από την άλλη. Και στη βάση όλων, μία βαθιά,  αγωνιώδης αναζήτηση. «Οι άνθρωποι δεν αρχίζουν να ζουν ολοκληρωτικά μέχρι να βρεθούν με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο» (σελ. 297). Ίσως πρέπει κανείς να φθάσει μέχρι το θάνατο για να μάθει πώς πρέπει να ζει…..

Βασικό ερώτημα του βιβλίου, κατά πόσον η πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί μέσω της τέχνης, ο κόσμος της λογοτεχνίας συμπορεύεται με τον «φανταστικό» κόσμο του κινηματογράφου, με ένα κοινό παρονομαστή, την αφηγηματική δομή. Ο συγγραφέας βάζει σε λειτουργία έναν μηχανισμό δοκιμασμένο : ήρωες τσακισμένοι, ερημιά μέσα τους αλλά και γύρω τους, μία femme fatale που παρασύρει με την παράξενη γοητεία της τον αρσενικό πρωταγωνιστή, ημερολόγια, κρύπτες, δυνατή βροχή, voice over, νεκροί που μιλούν από τον τάφο τους, εγκλήματα που διαπράχθηκαν και συνέπειες που πληρώθηκαν. Το τέλος του βιβλίου, ίδιο και απαράλλαχτο με οποιαδήποτε ταινία noir. Και ο συγγραφέας ακροβατεί  μεταξύ του ασπρόμαυρου σύμπαντος των κλασσικών φιλμ noir και των μαύρων γραμμάτων σε λευκό φόντο του «Βιβλίου των Ψευδαισθήσεων».

Εντέλει, όντως ο Paul Auster είναι ένας μάγος της λογοτεχνικής φόρμας και μπλέκοντας ιστορίες με άλλες ιστορίες, ζωές με άλλες ζωές και την πραγματικότητα με τη φαντασία, ουσιαστικά παρουσιάζει την απόλυτη αίσθηση ενός εαυτού (του δικού του ή μήπως του δικού μας;) παγιδευμένου σε μία σειρά αβεβαιοτήτων. Σε μία ιστορία σχεδόν παθιασμένα αφιερωμένη στην ενοχή και την τιμωρία, οι χαρακτήρες είναι υπόλογοι για τα λάθη και τις παραλείψεις τους. Διαμορφωμένοι από τυχαία γεγονότα, απρόσμενες συναντήσεις και θανατηφόρα ατυχήματα, το «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων» υποστηρίζει την πεποίθηση του συγγραφέα πως η ανθρώπινη μοίρα δεν είναι τίποτε άλλο από μία σειρά τυχαίων, απροσδιόριστων, συχνά ανεξήγητων, συμβάντων με άγνωστα αποτελέσματα, τις περισσότερες φορές.

Η πένα για τον Paul Auster, όπως και η κάμερα, μετατρέπονται σε καθρέφτη που αντανακλά τόσο τη ζωή γύρω μας όσο και εμάς τους ίδιους με τις σκέψεις μας, τα όνειρά μας, τους φόβους μας. Ποιος είναι ο αληθινός κόσμος και ποιος ο φανταστικός; Και οι άνθρωποι που συναντάμε; Είναι αυθεντικοί ή όχι; Καθώς κοιτάμε μέσα στον καθρέφτη που κρατά για μας ο Paul Auster, αναρωτιόμαστε πού ξεκινά και πού τελειώνει η φαντασία και αν τελικά έχει σημασία να μάθουμε τι είναι αληθινό και τι όχι. Κάποιες φορές περιμένουμε πως η ζωή μας θα αλλάξει μέσα σε τρομακτικό θόρυβο και κουρνιαχτό αλλά είναι το τυχαίο και το φαινομενικά ασήμαντο που αφήνουν τα πιο έντονα ίχνη. Κάπως έτσι, οι ιμάντες που μας κρατούν στέρεα δεμένους με ό,τι για τον καθένα μας σημαίνει η έννοια της ταυτότητας, μπορούν απότομα να κοπούν σε μία και μόνο στιγμή τυχαιότητας.

Το «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων» είναι μία quasi πραγματεία απόλυτα φιλοσοφικού προσανατολισμού. Οι ήρωες του Paul Auster αναδύονται από το υποσυνείδητο  αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα που συστηματικά επανέρχονται στο έργο του. Εραστής και εργάτης της έβδομης τέχνης, θεωρεί ότι οι παλιές ασπρόμαυρες ταινίες του βωβού κινηματογράφου είναι η επιτομή της ανθρώπινης ευαισθησίας «οι περισσότερες κωμωδίες του βωβού……έμοιαζαν με ποίημα, με την απεικόνιση ενός ονείρου» (σελ.26). Άλλωστε τα περισσότερα λογοτεχνικά του έργα  ταλαντεύονται στο απροσδιόριστο κενό μεταξύ του τι φαίνεται λογικό και τι είναι πραγματικό. Απηχώντας τις ιδέες του σύγχρονου αμερικανού φιλοσόφου Stanley Cavell (1926-2018), ο οποίος συμπεριέλαβε την κινηματογραφική τέχνη και τη λογοτεχνία ως αναπόσπαστα στοιχεία της φιλοσοφικής αναζήτησης, ο συγγραφέας μοιράζεται με τους αγαπημένους του άγνωστους «τη μηχανική» της συγγραφής μιλώντας για τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, με μία μνήμη που ερευνά, μέσα από τα γεγονότα, τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και την ηθική τους συνείδηση.

Και σαν φθάσουμε στο τέλος του βιβλίου, περιμένουμε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα να φανεί στην οθόνη η λέξη «ΤΕΛΟΣ» πριν αποχαιρετήσουμε τον άνδρα με το λευκό κοστούμι και το χαρακτηριστικό μουστάκι που εξαφανίζεται σιγά-σιγά καθώς η οθόνη σκοτεινιάζει γύρω από το πρόσωπό του έως ότου χαθεί εντελώς από τα μάτια μας. Από την καρδιά μας όμως;

 

 

 

 

Νάντια Τράτα (www.nadiatrata.blogspot.gr)

 

 

 

 

 

[1]Ο George Berkeley ήταν φιλόσοφοςμαθηματικός και επίσκοπος της Αγγλικανικής εκκλησίας (1685 – 1753). Υπήρξε βασικός εκπρόσωπος του αγγλικού εμπειρισμού και ειδικότερα του υποκειμενικού ιδεαλισμού που υποστήριζε ότι η ύπαρξη των πραγμάτων ταυτίζεται με την αντίληψη τους από τον άνθρωπο.  Ο Berkley μαζί με τον John Locke (1632-1704) και τον  David Hume  (1711-1776) αποτελούν τη βασική τριάδα του βρετανικού διαφωτισμού.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top