Fractal

Διήγημα Fractal: “Αέρας”

Της Τζένης Μανάκη // 

 

 

 

Βγήκε από το αυτοκίνητο έβγαλε τα παπούτσια της και κατευθύνθηκε στην ακρογιαλιά. Περπατούσε για ώρα  πάνω στην απόληξη των αφρισμένων κυμάτων.

Το αλμυρό νερό έγλειφε τα άκρα των ποδιών της. Οι χτύποι της καρδιάς της συντονίστηκαν με τον ήχο του παραδαρμού της μανιασμένης θάλασσας.    Προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό της από τον καταιγισμό θλιβερών σκέψεων. Κουράστηκε. Κάθισε πάνω στην υγρή άμμο. Ο ψυχρός αέρας μετακινούσε τα πανικόβλητα γκρίζα σύννεφα  κι ανέμιζε σαν τρελά τα μαλλιά της. Στην προσπάθεια να τα συγκρατήσει μακριά από τα μάτια, τής έφυγε το φουλάρι από το λαιμό.

Το βλέμμα της ακολουθούσε την πορεία του. Ο αέρας το πέταγε ψηλά και μετά το έριχνε πάνω στην άμμο, ξανά και ξανά. ”Σαν τα όνειρά μου” σκέφθηκε. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να το φτάσει, είχε πετάξει πολύ μακριά της, σαν κι εκείνον. Ένιωσε ανακούφιση, όταν το έχασε από τον ορίζοντά της. Ήταν δώρο του.

Το άφησε να χαθεί όπως ήθελε να χαθεί κάθε τι δικό του από τη ζωή της. Άρχισε να κρυώνει. Έτριψε με τις παλάμες τα μπράτσα της κι έκανε να σηκωθεί. Το δέρμα του προσώπου της είχε ξεραθεί από τον μανιασμένο αέρα και την αρμύρα της θάλασσας. Δυο δάκρυα κύλησαν και ύγραναν τα στεγνά μάγουλά της.

Κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο με την πρόθεση  να γυρίσει σπίτι, όταν η σκέψη της απόλυτης μοναξιάς, που θα έφερνε στο νου της συσσωρευμένα όλα τα τελευταία  δυσάρεστα γεγονότα την οδήγησε στην αρχική της επιλογή.

Χρειαζόταν παρηγοριά και ήξερε από που θα της δινόταν απλόχερα. Χτύπησε το κουδούνι στην πόρτα αγαπημένης φίλης της, κι εκείνη εμφανίστηκε αγκαλιά με τον πρώην άντρα της. Παραξενεύτηκε που τους είδε μαζί.

”Έλα, να χαρείς μαζί μας, σμίξαμε ξανά!” της είπε. Η ευτυχία ζωγραφιζόταν στο πλατύ χαμόγελο της γυναίκας που ένιωθε ότι αγαπιέται πάλι.

Πόσο αλλιώτικος είναι ο χρόνος για κάθε άνθρωπο, πώς γίνεται να είναι τόσο οδυνηρή μια χρονική στιγμή για κάποιον, και για άλλον στιγμή ευτυχίας;

Εκείνοι τρόμαξαν που είδαν το αναστατωμένο πρόσωπό, το σκυθρωπό βλέμμα, τα κλαμένα της μάτια.

Την αγκάλιασαν κι ένιωσε να της μεταδίδουν τη ζεστασιά της αγάπης τους.

Θα σου ετοιμάσω ένα ζεστό τσάι, είπε η φίλη της. Την ακολούθησε κι εκείνος    στην κουζίνα.

Κάθισε μόνη στον αναπαυτικό καναπέ. Το βλέμμα της στράφηκε έξω προς τη θάλασσα. Το άγριο τοπίο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη γαλήνη του εσωτερικού χώρου. Οι σκέψεις της έκαναν στροφή.

”Δεν ήταν πάντα όλα ψεύτικα. Υπήρξαν στιγμές που το ένιωθα, με ήθελε αληθινά.  Ακόμη κι αν ήταν στα πλαίσια της ανάγκης να κρατηθεί από μένα, το συναίσθημα  του δεν ήταν  για πέταμα. Ίσως οι άνθρωποι δεν είναι τόσο κακοί. Γίνονται κάτω από συνθήκες που δεν μπορούν να ξεπεράσουν. Πρέπει να κρατήσω μέσα μου την ίσως ουτοπική αίσθηση της ευτυχίας που ένιωσα κάποτε, δεν θ’ ακυρώσω τη ζωή μου εξαιτίας της τραγικής κατάληξης μιας σχέσης. Πρέπει να κρατηθώ για να μην καταρρεύσω, να κρατηθώ από την δυνατότητα να διακρίνω την ομορφιά στη φύση, στην τέχνη, στον έρωτα, όταν και όσο αυτός υπήρξε αληθινός, στη φιλία που δεν με έχει διαψεύσει ακόμη.”

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top