Fractal

Βιώνοντας την απώλεια

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

adeia-exodouΛεωνίδας Κακάρογλου «Άδεια εξόδου», εκδ. Οδός Πανός, 2009, σελ. 38

 

Στο έργο του Λεωνίδα Κακάρογλου η απώλεια έρχεται και ξανάρχεται, η κάθαρση ταλαντεύεται από στίχο σε στίχο, όσα χάθηκαν και η υφή αυτής της απώλειας δίνει το βασικό στίγμα της ποιητικής τούτης γραφής. Μπορούν οι τεθνεώτες να πάρουν άδεια έστω για λίγο και να επιστρέψουν κοντά στους ζώντες για να ολοκληρώσουν μαζί όσα άφησαν στη μέση; Oι στίχοι του Ορέστη Αλεξάκη από το έργο του «Λάμψη» μού έρχονται μοιραία στο μυαλό όταν λέει: «Ποιός είναι; O ζωντανός /που αναχωρεί/ Ποιός είναι; O πεθαμένος /που επιστρέφει (Χτύπος, 7)

O Kακάρογλου προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια της συντρόφου του στην οποία απευθύνεται σε β’ ενικό, συνδιαλεγόμενος με την απουσία που του έχει αλλάξει τη ζωή. Ξεφυλλίζει χαρτιά και ημερολόγια, σκαλίζει αναμνήσεις, ερμηνεύει εντυπώσεις, ψάχνει τρόπο να συμβιβαστεί με το αποτύπωμα που του άφησε ο θάνατος και να προχωρήσει. Οι πληγές επιδεινώνονται το Φθινόπωρο, εντείνουν την πίκρα: […]Τις φωτογραφίες το πάτωμα σκορπίζω/ «θα τις βλέπουμε όταν γεράσουμε /Να θυμόμαστε τα χρόνια» μου ‘λεγες / Μα τώρα εκεί που είσαι/ Δεν ξέρω αν θυμάσαι/ Γι αυτό μια άδεια εξόδου ζήτα τους / […]

Η μέρα Τετάρτη είναι πολύ πληγωτική, ο ποιητής έχει τη διάθεση να την εξορίσει από τις μέρες, είναι «η μέρα που λιγόστεψε τις μέρες του». Τα βράδια που επιστρέφει στο σπίτι έχει την αίσθηση πως θα συναντήσει την γυναίκα του δίπλα στο κομοδίνο να κάθεται και να διαβάζει, αλλά είναι μια αίσθηση αυτή και τίποτα άλλο. Περισσότερο, είναι μια επιθυμία, η εσωτερική του ανάγκη να ξανασυναντήσει το αγαπημένο πρόσωπο. Η άδεια σκάλα, το παγωμένο λευκό του κρεβατιού. Το μπλε αφόρετο πανωφόρι, τα κόκκινα αφόρετα παπούτσια, τα λουλούδια της βεράντας, ο καναπές που αναδίνει τη μυρωδιά της γυναίκας, οι πολυθρόνες, η σκιά της «που μπαινοβγαίνει σαν κλέφτης / από τα μισόκλειστα παράθυρα/ Και καταβροχθίζει/ Τα όνειρά του», όλα αυτά ψηφίδες του μωσαϊκού μιας ζωής που υπήρξε κάποτε, αλλά τώρα όχι. «Τη νύχτα που έγινε νύχτα» η γυναίκα που ακόμα αγαπά, η ζωή που τα διαλύει όλα στο πέρασμά της είναι τώρα ο χρόνος του ποιητή που βιώνει το αίσθημα της μοναξιάς, αλλά και αυτό της ματαίωσης. Οι νεκροί είναι νεκροί. Και οι ζωντανοί ζωντανοί. Οι αναμνήσεις γέφυρες είναι μόνο, αλλά ως εκεί. «Με στιχάκια ξορκίζω τον καιρό», γράφει. Ναι, έτσι ξορκίζεται ο καιρός, η απώλεια και ο πόνος, αλλά τα σημάδια τους δεν φεύγουν εύκολα από την ψυχή. Μαύρα στίγματα. H Tέχνη μας βοηθά να αντέχουμε τη ζωή, λειτουργεί αντιστικτικά προς ό,τι πάει να μας ρίξει στα Τάρταρα.Ο Κακάρογλου γνωρίζει όλα αυτά και τραγουδά τη νοσταλγία με στίχο απλό, άμεσο, που φτάνει απευθείας στην καρδιά του αναγνώστη. Λίγο πολύ όλοι βιώνουν απώλειες, αλλά οι ποιητές έχουν την δύναμη να τις ενσωματώνουν μέσα στο έργο τους μετατρέποντάς τες σε κάτι άλλο: σε μια πνευματικότητα που εξουδετερώνει ακόμα και την φθοροποιό θλίψη. Ένα ενιαίο σύνολο, το ποίημα ένα, μας αφηγείται την νέα ζωή του ανθρώπου που έχει βιώσει το πιο μεγάλο πένθος. Και είναι αυτό το πένθος που του οπλίζει το χέρι αλλά και τον γεμίζει με το πάθος της εξιστόρησης του χρονικού της απωλείας. Κάνει τον αναγνώστη συμμέτοχο στη νέα πραγματικότητα της ζωής του με τρόπο τρυφερό και ουσιαστικό. Λόγια ζεστά και προσεγμένα στο πρόσωπο που έφυγε, με εξομολογητικό τόνο ,και σιωπή ψυχής.

 

Λεωνίδας Κακάρογλου

Λεωνίδας Κακάρογλου

 

Και εδώ αλλά και στο βιβλίο του Μνήμη σχεδόν πλήρης συναντάμε ποιήματα καθόλου εγκεφαλικά που μας παραπέμπουν σε μια λειτουργία της ποίησης που είναι τόσο οικεία στον άνθρωπο και που συνάδει με τις βαθύτερες ανάγκες του: η ποίηση και δω ως φάρμακο, αλλά και ως παρηγοριά που μας φέρνει στο νου τους αξεπέραστους στίχους του Καβάφη:

[…]

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
(Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X)

Το ποίημα αναφέρεται σε μιαν άλλη απώλεια, αυτήν της νιότης και της ομορφιάς, που έχει αρρωστήσει τον αφηγητή του ποιήματος και αναζητά θεραπεία ή έστω ανακούφιση. Και ο Κακάρογλου αναζητά ανακούφιση, έστω κι αν αυτό μεταφράζεται σε: αποδέχομαι την Μεγάλη Πληγή που ο θάνατος μου άνοιξε και πορεύομαι χέρι χέρι με αυτήν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top