Fractal

Η Αδαμαντίνη Κουμιώτου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

Ποιος  να μου το ’λεγε τότε, στα παιδικά ακόμα χρόνια, όταν ξεκίνησα να γεμίζω χαρτιά, ν’ ακουμπώ στα χαρτιά κομμάτια της ψυχής μου !

 

Koumioti

 

Ποιος να μου το ’λεγε τότε, στα αμέσως κατοπινά χρόνια, όταν οι εφημερίδες του νησιού μου, της πόλης μου δημοσίευαν αυτή τη γραφή, που δεν γινόταν να σταματήσει, γιατί δεν αράδιαζα λέξεις για… ν’ ακουστώ, να… καμαρώσω, αλλά γιατί είχα ανάγκη βαθιά αυτό να κάνω, όχι βάσει σχεδίου, όχι εκ προμελέτης, όποιας προμελέτης.

Δίψα άσβεστη ήταν η γραφή για μένα. Κι έγραφα κι έγραφα κι απ’ τον τόπο μου έφυγα στα 18 για να σπουδάσω την άλλη μου αγάπη – τη φιλολογία – και σπουδάζοντας πάλι έγραφα κι έγραφα και πουθενά δεν ακουγόταν πια εκείνη η γραφή, κλειδωμένη στα συρτάρια του γραφείου ή στριμωγμένη ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων εδώ κι εκεί στα ράφια της βιβλιοθήκης. Και να δεις πως αυτές οι δύο μεγάλες αγάπες – της φιλολογίας και της λογοτεχνίας – ολόκληρες – η κάθε μία απ’ την πλευρά της – με κατείχαν. Ούτε τόσο δα δεν έκλεβε η μια απ’ την άλλη, όσο μεγάλη κι απαιτητική η πρώτη, άλλο τόσο κι η δεύτερη. Η αρίθμηση θα ’λεγα πως έχει απλώς το νόημα της σειράς που ήρθαν στη ζωή μου, μόνο αυτό.

Τα χρόνια πέρασαν, η ζωή μου γέμισε και μ’ άλλες αγάπες, απαιτητικές κι αυτές συναισθηματικά αλλά και… πρακτικά. Είχα πια και οικογένεια, άντρα και δύο παιδιά, μ’ ότι αυτό σημαίνει σε όμορφες αλλά και δύσκολες στιγμές.

Αλλά ποιος τη χάρη μου· φρουροί, φύλακες και συμπαραστάτες η λογοτεχνία και η φιλολογία.

Κι όσο κι αν το τραγούδι προσπαθεί να μ’ εμποδίσει ( «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς…» ) εγώ θαρρώ πως ακόμα κι αν ατονήσει η δύναμη του μυαλού μου κάποτε, γι’ αυτές θα μιλώ χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος ως το τέλος της ζωής μου. Μετά τις σπουδές – λοιπόν – και λίγο πριν αρχίσω να χτίζω το δικό μου σπιτικό, ξεκίνησα την πορεία μου στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και τα μαγευτικά ταξίδια στ’ Αμφιθέατρα, με συνταξιδιώτες τα νέα παιδιά που κουβαλούσαν στις αποσκευές τους όμορφα όνειρα, πολλές ελπίδες, δίψα για γνώση άσβεστη κι αλύγιστη αγωνιστική διάθεση !

Ποιος τη χάρη μου είπα τότε και το λέω ακόμα. Το είπα, το λέω και θα το λέω μιας κι αυτή η πορεία με κάνει κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα μ’ ό,τι κι αν συμβαίνει δύσκολο ή επώδυνο να προσυπογράφω για τους δικούς μου προφανείς λόγους το μετά βεβαιότητος δηλωθέν απ’ τον Καζαντζάκη: «Έχουμε πινέλα και χρώματα να ζωγραφίσουμε τον Παράδεισο και να μπούμε μέσα !»

Κάνω ό,τι μπορώ, ερευνώντας, μελετώντας, διδάσκοντας για να μην… εκπέσω του δικού μου Παραδείσου που έχει συνωστισμό αγάπης, προόδου και μοσχοβολημένης νιότης.

«Στα παιδιά των Αμφιθεάτρων» αφιέρωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα Μετά τη σιωπή, μιας κι ένας λόγος αυθόρμητος μιας φοιτήτριας τότε μ’ έκανε να βγω απ’ την σταθερή μέχρι τότε «απόκρυψη» της γραφής, να βγω απ’ τα κλειδωμένα συρτάρια και να φθάσω – αβέβαιη αλλά και περίεργη για το αποτέλεσμα – στα γραφεία της Εμπειρίας Εκδοτικής. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος εγώ – τ’ ορκίζομαι – θα συνέχιζα να γράφω εξ αιτίας εκείνης της ανάγκης που λέγαμε.

«Εσείς γράφετε κυρία Κουμιώτου» μ’ είχε ρωτήσει η φοιτήτρια τότε, μετά την ανάγνωση αποσπάσματος κάποιου έργου, κάποιου δημιουργού επί τη επετείω του θανάτου του. Η απάντησή μου καταφατική ακούστηκε αμέσως αλλά το θέμα δεν έκλεισε εκεί.

«Τι τα κάνετε τα γραπτά σας» ήρθε ξανά η ερώτηση.

«Τα κλειδώνω στο συρτάρι» είπα κι ήταν η αλήθεια.

Τότε η φοιτήτρια με απαίτηση και παρότρυνση έπαψε να ρωτά αλλά, λέγοντας μόνο: «Κακώς. Εμάς δεν μας σκέπτεστε;»

Το μάθημα εκείνης της μέρας συνεχίστηκε κανονικά, εξωτερικώς τουλάχιστον. Η φωνή της όμως τρύπωνε στα χαρτιά και στα βιβλία μου και βέβαια στιγμή δεν έφυγε από τ’ αυτιά μου. Στην πραγματικότητα ήταν σαν εκείνη να έβγαλε στο φως το πρώτο μου βιβλίο, σαν εκείνη να ’κανε την κρυμμένη για τους άλλους γραφή μου να βγει απ’ τη σιωπή κι έτσι να εγκαινιαστεί μία νέα περίοδος – μετά τη σιωπή – για μένα. Η πύλη είχε ανοίξει κι είχε δίκιο ο αγαπημένος μου Ευριπίδης όταν τελείωνε περισσότερες από μία τραγωδίες με την πεποίθηση του: «τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε Θεός καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη .» Τα αδόκητα και τα απροσδόκητα λοιπόν από τότε έφεραν, έγιναν 1,2,3,4,5 βιβλία κι η ζωή μου γέμισε ανθρώπους ολοζώντανους για μένα που ενώ τους στήνω και τους ζωντανεύω, ύστερα εκείνοι με πάνε στους δικούς τους δρόμους, με συντροφεύουν, με διδάσκουν, μου μιλούν εν υπνώσει και εν εγρηγόρσει και καμιά ιατρική ή πρακτική συμβουλή δεν μπορεί να φιμώσει αυτά τα παυσινύσταλα όντα έτσι και μπουν στη ζωή μου. Τώρα πια δεν είναι λίγα καιπώς να τα κουμαντάρω; Άσε που δεν θέλω κιόλας.

Η Αγγελική κι ο Λέανδρος μ’ έβαλαν στην Μετά τη σιωπή περίοδο, ύστερα η Αμαλία κι ο Λουκιανός με ταξίδεψαν… και που δεν με πήγαν. Της αγάπης θάλασσα το δικό τους βιβλίο. Αλλά για να μην ξεμακρύνω και πολύ απ’ τα πανεπιστημιακά και τα φιλολογικά μου… γύρισα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι εκεί στους διαδρόμους, τα γραφεία και τα σπουδαστήρια βρήκα τον καθηγητή Ανδρέα Ιωάννου και τη φοιτήτρια την Ευρυάλη που ήρθε από πολύ μακριά, απ’ τη Β. Ευρώπη και άρδευσε τη ζωή του φημισμένου Πανεπιστημιακού Σαν τη βροχή στο χώμα.

Οι φοιτητές μου κατενθουσιασμένοι για το τόλμημα και το αποτέλεσμα του, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι δικοί μου άνθρωποι μου ’δωσαν θάρρος με την κριτική τους, τις αναλύσεις και τα σχόλιά τους κι εγώ το πήρα, το πήρα κι έδεσα στη συνέχεια Κόμπο στο μαντήλι κι ύστερα σαν σε ανταπόδοση για την ενθάρρυνση ως τώρα προσπάθησα να «σκαλίσω» στο χαρτί Μάλαμα κι Ασήμι. Αυτή η τελευταία κίνηση μετράει μόνο ένα καλοκαίρι κι αυτό όχι ολόκληρο. Ποιος ξέρει αν φανεί, αν υπάρχει δηλαδή, λάμψη τέτοια που τάζω με τα υλικά μου.

Όλα αυτά τα βιβλία γράφτηκαν απ’ το 2006 – 2014 κι η πρώτη-πρώτη τους μορφή – σε όλα – μυρίζει θάλασσα, δηλαδή γράφω περισσότερο το καλοκαίρι, νωρίς το πρωί, στην ακρογιαλιά την πιο κοντινή της πόλης μου, με τα πόδια σχεδόν στο νερό. Εκεί μπορώ, εκεί θέλω, ν’ ακούω, να βλέπω και να οσφραίνομαι Αιγαίο.

Στο σπίτι δεν γράφω ποτέ· πώς να εξασφαλίσω την ησυχία που χρειάζομαι; Συμπληρώματα γίνονται πάντα στον χώρο του γραφείου μου στην Πανεπιστημιούπολη που… επειδή βρίσκεται στον 6ο όροφο μου προσφέρει – τι ευτυχία – θέα θαλάσσης στο βάθος.

Στη συντροφιά σας μπήκα λόγω Ελένης Γκίκα. Και λόγω αυτής της ίδιας ακριβής ύπαρξης πίστεψα και λίγο στη γραφή μου. Χωρίς να με γνωρίζει καθόλου έβαλε την κριτική της για τα πρώτα μου βιβλία στο «σαλόνι» κυριακάτικης εφημερίδας.

Επεδίωξα και πέτυχα ή μάλλον κέρδισα (για να κυριολεκτήσω η φιλόλογος) συνάντηση μαζί της, για να την ευχαριστήσω. Από τότε εγώ την έχω διαρκώς στο σαλόνι του μυαλού και της καρδιάς μου, στρωμένο με βελούδο – που τόσο της αρέσει- , βελούδο αγάπης, εκτίμησης, ειλικρινούς φιλίας κι ας λείπει η συχνή, η καθημερινή επαφή. Με τίμησε περισσότερο όταν παρουσίασε το τρίτο μου βιβλίο Σαν τη βροχή στο χώμα στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».

Ακόμα δεν έχω μάθει απ’ έξω την ακριβή διεύθυνση κατοικίας της και πού να θυμάται κι εκείνη τη δική μου. Προς διευκόλυνση θα’ θελα να δηλώσω – το νιώθω έτσι – πως η πολυαγαπημένη Ελένη κι όλοι εσείς της συντροφιάς κι εγώ η νεοεισαχθείσα έχουμε την ίδια ακριβώς διεύθυνση: Καρδιάς 2.

 

* Η Αδαμαντίνη Κουμιώτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο. Ζει στην Αθήνα. Διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία της: «Μετά τη σιωπή», «Της αγάπης θάλασσα», «Σαν τη βροχή στο χώμα», «Κόμπος στο μαντίλι», «Μάλαμα κι ασήμι».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top