Fractal

Διήγημα: “Εννιακόσιες ενενήντα εννέα κι εγώ”

Της Πολυτίμης Λινάρδου // *

 

f13

 

 

Όταν είδα το φως της ημέρας, όλος ο κόσμος, εκτός από τους ανάδοχους της σύμβασης, ένιωσε σαν να βλέπει την ανάπτυξη να έρχεται. Αλλά χρειάστηκε ν’ ακολουθήσουν πολλά δημοσιεύματα κι ενημερωτικά άρθρα για να πειστούν πως ο προγραμματισμός μου απεφασίσθη και ενεκρίθη πριν δέκα χρόνια, πολύ προτού οι άνθρωποι στους δρόμους πάψουν να αδημονούν για την ανάπτυξη που δεν έρχεται. Πολλοί μάλιστα εξακολουθούσαν να αμφιβάλουν ακόμα και όταν με είδαν να λειτουργώ για πρώτη φορά, εμένα, μία ανάμεσα στις χίλιες αδελφές μου, πλάι στις στάσεις των κεντρικότερων δρόμων της πόλης. Ήταν οι ίδιοι που αργότερα αμφισβητούσαν τις ανακοινώσεις μου, κοιτώντας τες δυό και τρεις φορές, όχι επειδή ήταν δύσπιστοι ή κακόπιστοι αλλά γιατί είχαν δοκιμάσει πολλές φορές τον τελευταίο καιρό, την γεύση της κοροϊδίας. Κοιτούσαν εξεταστικά τα γράμματά μου και τα κίτρινα ψηφία να τρέχουν γοργά, πιο γρήγορα απ’ τον ρυθμό που είχαν συνηθίσει ν’ αντέχουν και σίγουρα γρηγορότερα από τον ρυθμό που είχαν συνηθίσει να κατανοούν. Κι όμως, δεν είναι τυχαίο που τ’ όνομά μου είναι «Έξυπνη». Γιατί σαν όνομα το παραδέχομαι μόνο και δεν το καταδέχομαι σαν επιθετικό προσδιορισμό δίπλα στο χειροπιαστό ουσιαστικό της «στάσης», αυτό το παλιό υπόστεγο που ζέχνει κάτω από τ’ αναρίθμητα διαφημιστικά αυτοκόλλητα και τις βέβηλες σφραγίδες των γκράφιτι. Θεωρώ τον εαυτό μου υπόδειγμα προηγμένης τεχνολογίας και όσο για τον σχεδιασμό μου, λιτό και απέριττο, ήταν αποτέλεσμα πολλών διαγωνισμών και αναθέσεων. Άλλωστε η λειτουργικότητά μου είχε δοκιμαστεί με επιτυχία σε αρκετές μεγαλουπόλεις του εξωτερικού. Η επιλογή του σημείου τοποθέτησης, το ύψος της πινακίδας μου καθώς και ο προσανατολισμός της μελετήθηκαν προσεκτικά από κατηρτισμένους τεχνικούς. Μοναδική ένστασή μου ήταν η στενή γειτνίαση με το κουβούκλιο της στάσης. Θα μπορούσα ίσως να δικαιολογήσω τούτη την αστοχία, αναγνωρίζοντας ότι στους Έλληνες πολίτες, η διάμετρος του κυκλικού προσωπικού χώρου διαφέρει από τους άλλους λαούς και η έκτασή της μικραίνει πολλές φορές ασφυκτικά και άβολα . Εγώ, από την γέννησή μου χωρίς εθνικότητα, χωρίς φύλο και με διαπολιτισμική κουλτούρα, αναγνωρίζω την διαφύλαξη των σωματικών ορίων σαν τον προμαχώνα της συναισθηματικής ακεραιότητας. Επιχείρημα παράλογο, αν αναλογιστώ πως η οικειότητα, η σεξουαλική προτίμηση και η ιδιωτικότητα είναι εφαρμογές που δεν έχουν εγκατασταθεί στο λειτουργικό μου. Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσα να τις εντοπίσω, ούτε να τις ανιχνεύσω. Αντίθετα, η απαστράπτουσα μορφή μου και η στιλπνότητα του υλικού μου είναι χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην τελειότητα και η επίγνωσή τους με κάνει υπερήφανη.

Η πορεία μου ήταν σταθερά ανοδική και πετυχημένη. Ο κόσμος με πλησίαζε για να διαβάσει τις ανακοινώσεις μου λες και θα μάθαινε κάποια είδηση της επικαιρότητας. Μερικοί μάλιστα στέκονταν μπροστά μου πολλή ώρα και με μεγάλη προσοχή κι ας είχαν μόλις τελειώσει την διαδρομή τους με κάποιο από τα προαναγγελθέντα δρομολόγιά μου. Ασκούσα τέτοια γοητεία επάνω τους που τα νούμερα που εμφάνιζα συνεχώς στην οθόνη μου αποκτούσαν την αίγλη των τυχερών αριθμών του λαχείου. Διψούσαν τόσο όλοι για μια αληθινά ευχάριστη είδηση, που αρκούνταν στις πραγματικές και αλάνθαστες προφητείες μου. Στόχος μου ανέκαθεν ήταν να ικανοποιώ το επιβατικό κοινό μου, μα πιο πολύ λαχταρούσα να πάψουν να σαστίζουν κάθε φορά που έπεφτα διάνα στις προβλέψεις μου. Δεν τους αδικώ. Η ανακρίβεια και η ασυνέπεια έχουν διαποτίσει τα πάντα, πόσο μάλλον την συνείδηση του σεβαστού κοινού μου.

Από την άλλη, εγώ είχα τυφλή εμπιστοσύνη στις προβλέψεις του συστήματος τηλεματικής με το οποίο είχα στενή σχέση, σχέση που έμοιαζε διαπροσωπική και παρέμενε έντονα ερωτική παρά την φθορά του χρόνου. Η ανέφελη σχέση μας είχε δοκιμαστεί πολλάκις από την στενή επαφή μου με τους ανθρώπους. Και παρά την απόφασή μου να μην εμπλέκομαι προσωπικά, η τεχνική νοημοσύνη μου δοκιμαζόταν καθημερινά από την ανθρώπινη αύρα τους. Αποκτούσα προβληματισμούς από ένα υλικό διαφορετικό από το δικό μου. Ήθελα να απαλλαγώ από εντυπώσεις και αυθαίρετες κρίσεις μακριά από την βάση δεδομένων μου. Μάταια όμως. Δύσκολα μπορούσα να φιλτράρω τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα. Ήμουν πια σε θέση να μιμηθώ ,με μεγάλη επιτυχία, την διάθεση και τα αισθήματα των ανθρώπων. Και μα την αλήθεια, δεν θα άντεχα να δω κι άλλο λεωφορείο να φτάνει και να φεύγει χωρίς αυτόν ειδικά τον επιβάτη, που στεκόταν κολλητά δίπλα μου δίχως να χάνει καρέ από την κίνηση του δρόμου. Κάποια στιγμή η παλάμη του ακούμπησε τη βάση μου και η απειλή της διέτρεξε κάθετα το μέταλλο διασπώντας, για κλάσματα του δευτερολέπτου, την αλληλουχία των ενημερώσεων. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, το βαρύ όχημα βγήκε από την ακινητοποιημένη λωρίδα των άλλων τροχοφόρων και εισχώρησε στην ευρύχωρη βοηθητική, γεμίζοντας μαύρα στίγματα κάπνας την οθόνη μου. Μοιραία, είχε προ πολλού σταματήσει να καθρεφτίζει το συγκρότημα των γραφείων από την άλλη πλευρά του δρόμου, αποβάλλοντας την γυαλάδα του καινούργιου. Ήταν εννέα το βράδυ και το σκοτάδι δεν είχε πέσει ακόμα. Η μικρή που κατέβηκε σβέλτα από το λεωφορείο, πάτησε ανάλαφρα τα πόδια με τα πλαστικά σανδάλια στην άσφαλτο και πριν προλάβει να ισορροπήσει στην γη, τα χέρια του την άρπαξαν από την μέση. Οι τρίχες που έλειπαν από το κεφάλι του περίσσευαν σ’ αυτά τα χέρια που έβριθαν από γεροντικές πανάδες και δαχτυλίδια μιας άλλης εποχής. Καθώς το λεωφορείο αναχωρούσε, ακριβώς στην ώρα του, ο καπνός της εξάτμισης συνέχισε να βγαίνει πυκνότερος κι ο άνδρας της είπε «Τα μαλλιά σου θα γεμίσουν κάπνα» και την παρέσυρε στο παγκάκι της στάσης.

Η μικρή ήταν δεκαπέντε χρονών και ήταν η πρώτη φορά που διάλεγε μόνη της τον δρόμο. Ακούμπησε τα μόνα πράγματα που είχε μαζί της στον πάγκο: μια πλαστική σακούλα κι ένα σχολικό σακίδιο με κονκάρδες. Ύστερα κάθισε αντίκρυ από τον άνδρα που φαινόταν πολύ μεγάλος ακόμα και για πατέρας της, γιατί είχε ένα χαλαρό, άμορφο σώμα που το στήριζε στη ράχη του καθίσματος, όσο καλύτερα μπορούσε, ρουφώντας ταυτόχρονα την πλαδαρή κοιλιά του. Είχε την έκφραση έντιμης ξιπασιάς των ανθρώπων των συνηθισμένων στα πλούτη. Αυτών που καταλήγουν να πιστεύουν πως μετρούν την ίδια αξία με τα λεφτά τους. Κοίταξα πρώτα την μικρή και ύστερα τον άνδρα και διαπίστωσα μ’ ένα είδος ηλεκτρικής κατάπληξης, πως ήμουν έτοιμη ν’ αθετήσω την επαγγελματική μου υπόσχεση για αμεροληψία. Ήθελα να ξεγελάσω το πρόγραμμα που έτρεχε μέσα μου και μ’ ανάγκαζε να εξυπηρετώ αδιάκριτα όλους τους νοήμονες ανθρώπους του αστικού πεδίου. Εκείνη την στιγμή έπιασα το λογισμικό μου να προσπαθεί να παραποιήσει τα δεδομένα ώστε να δώσω την ευκαιρία στο κορίτσι ν’ ανέβει μόνο του στο επόμενο λεωφορείο που θ’ άνοιγε διάπλατα τις πόρτες του χωρίς κανείς να το έχει σταματήσει. Ένας ιός στο λειτουργικό μου θα εξηγούσε ένα παράταιρο μήνυμα στην οθόνη μου, ένα παράτολμο βήμα προς την ανεξαρτησία μου. Γιατί κακά τα ψέματα, είχα κι εγώ κουραστεί από το αδυσώπητο κυνηγητό του Jeremie. Σίγουρα συντονιζόμουν περισσότερο με τον τρόμο που ωρίμαζε μέσα στα μάτια της και λιγότερο από τον ρυθμικό ήχο που έκανε το νύχι της που γρατζούνιζε νευρικά την ξεφτισμένη μπογιά πάνω στο μέταλλο της στάσης. Ο άνδρας έγειρε το κεφάλι μπροστά και άπλωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της. Δήλωσε επιτακτικά «Προπαντός, μη βάλεις τα κλάματα.»

«Αχά!» Λες και εισακούστηκαν οι παρακλήσεις μου την τελευταία ώρα. Επιτέλους, μ’ άκουσε αυτό το ανώτερο ον στο οποίο οφείλω να λογοδοτώ. Έβαλε, τηλεπαθητικά υποθέτω, αυτά τα λόγια στο στόμα του άνδρα, τόσο άκαιρα κι αταίριαστα με την στρατηγική του, που η μικρή σταμάτησε να ξεφλουδίζει την μπογιά, έτρεξε προς το σταματημένο λεωφορείο, χτυπώντας τα σανδάλια της ενθαρρυντικά στην άσφαλτο και πήδηξε μέσα μουρμουρίζοντας στοχαστικά: «Έτσι μιλάει κι η μάνα μου.» Το σίγουρο ήταν πως η επαγγελματική μου συνείδηση παρέμεινε καθαρή. Δεν παρέκκλινα των προγραμματισμένων εντολών και ταυτόχρονα απαλλάχτηκα από την έγνοια ενός τόσο πρώιμου επιβάτη.

Ας υπήρχε και για μένα ένας από μηχανής θεός, τότε που με πίεζε ασφυκτικά ο Jeremie (Joint European Resources for Small and Medium-sized Enterprises) και θα είχα κοιτάξει πιο ψύχραιμα το συμφέρον μου. Τότε εκείνος έστρεφε το ενδιαφέρον του προς τις πιο μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που μέχρι δεν τολμούσε να προσεγγίσει εύκολα χωρίς τις εγγυήσεις του ευρωπαϊκού ταμείου επενδύσεων και με τις παραπλανητικές ανακυκλούμενες πιστώσεις . Ο Jeremie ήξερε όλες να τις ξεγελά με κόλπα, αναλύοντας τις ευφάνταστες επενδυτικές πρωτοβουλίες του μες στο σιρόπι της Τεχνολογίας, της Πληροφορικής και της Επικοινωνίας, σε κλάδους ούτος η άλλως ευκαιριακούς, για να μην φαίνονται στο επιστημονικό δυναμικό της χώρας τόσο πικροί οι όροι της ενίσχυσης. Και τότε όπως και τώρα, δεν έπαψα στιγμή να ελέγχω της υποσχέσεις για ευημερία και φυσικά να αμφισβητώ τους όρους της σύμβασης. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ο Τζέρεμι έμεινε σύξυλος λίγο πριν την επικύρωση της συμφωνίας, ακριβώς όπως ο άνδρας στην στάση, νωρίτερα το απόγευμα.

Η αναστάτωση άρχισε τον Ιούνιο, όταν δρομολογήθηκαν οι εκλογές. Προς τα τέλη της προεκλογικής περιόδου, ο δρόμος γινόταν ολοένα και πιο ανήσυχος κι άρχισε να ξεβράζει στη βάση μου κάτι εκλογικά σκουπιδόχαρτα που λίγες μέρες αργότερα, στοιβάζονταν και μόλυναν την διάθεση όλων των περαστικών. Καθώς περνούσα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας σε τεχνητή ύπνωση, είχα μάθει να διακρίνω κάθε αλλαγή στον αέρα. Έτσι όταν φύσηξε τον απειλητικό ήχο των κραυγών δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβω. Ο ιστός μου, πάνω στον οποίο στήριζα την πινακίδα μου, κλονίστηκε συθέμελα από ένα δυνατό τράνταγμα. Αλλά ήμουν φτιαγμένη για τους κινδύνους εκείνης της άγριας παρόρμησης της οργής και μόλις πρόσεξα την ασυνήθιστη ορμή των χτυπημάτων πάνω στο μέταλλο. Κι άλλες φορές είχα νιώσει την ίδια τρομάρα, όταν καθόμουν ν’ ακούσω τα συνθήματα που μετέφερε ο άνεμος της συμφοράς, μα η αφ’ υψηλού ματιά μου, μου εξασφάλιζε μια απατηλή αίσθηση ασφάλειας. Άκουγα να τρίζουν τα σιδερικά στα χέρια. Άκουγα αρβιλένια βήματα στον ασφάλτινο δρόμο και θόρυβο από γυαλί που σπάει μπροστά στα μάτια μου. Για μια στιγμή δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά συγκεχυμένες φωνές. Μέχρι, που έφτασα να σκεφτώ πως το επεισόδιο δεν θα προχωρούσε πέρα από την επίδειξη δύναμης της ορδής των βαρβάρων. Και σκεφτόμουν πως οι περίοικοι θα είχαν λουφάξει πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων τους και θα περίμεναν να κοπάσει η καταιγίδα, νοσταλγώντας τον έρημο, νυχτερινό δρόμο τους. Αλλά ύστερα άρχισα να διακρίνω τα συνθήματα μες στο σκοτάδι. Κι άκουσα ξανά τα γνωστά βήματα κι είδα τις ψιλόλιγνες σκιές στον τοίχο του απέναντι κτιρίου να τρέχουν. Τότε κατάλαβα πως μετά από πολλές μέρες δισταγμού και δειλίας, οι ένστολοι φύλακές μου είχαν αποφασίσει να αντιδράσουν. Τους είδα για πρώτη φορά και περιεργάστηκα έντονα την απρόσωπη μάσκα που φορούσαν στα πρόσωπα. Δεν διέφερε και πολύ από την σκούρα κουκούλα των άλλων με τα λοστάρια. Τώρα, σ’ εκείνη την έκρυθμη κατάσταση του άγριου κυνηγητού, θα μπορούσα να νιώθω ασφαλής. Αν και…-αχ!- όχι ολότελα ασφαλής, γιατί σβέλτα κάποιες σκιές κρύφτηκαν πίσω από τα σταθμευμένα οχήματα, νομίζοντας πως θα ξεφύγουν από τους οπλισμένους ένστολους. Αλλά και αυτοί που πετάχτηκαν στον δρόμο προτάσσοντας την αυθάδεια του αποφασισμένου όχλου δεν μπήκαν καν στον κόπο να κοιτάξουν το απίθανο μαγικό κατασκεύασμα, που εκείνη την στιγμή έχανε την συνείδησή του και διαμελιζόταν στα αρχικά υλικά του. Η ηλεκτρονική πινακίδα πληροφόρησης, ο πάντα αξιόπιστος πίνακας pillar και ο περήφανος ιστός πάνω στον οποίο, η ύπαρξή μου στήριζε σταθερά τις τρεις υποστάσεις μου, έπαψαν να συνεργάζονται εξαιτίας της πέτρας που με χτύπησε με μανία και ξέσπασε όλη την λύσσα του χεριού που την κρατούσε. Ράγισε η οθόνη μου, έσβησαν τα πολυάριθμα pixels κι έσταξαν τα θρύψαλα στο χώμα. Ένοιωσα την ενέργεια να γειώνεται στο χώμα και ν’ αδειάζει ξαφνικά το κύκλωμα. Χάθηκε η μνήμη μου και τελευταία κόπηκε το νήμα της σύνδεσης με το σύστημα…το σύστημα που με πρόδωσε και δεν μου εξασφάλισε περισσότερες ημέρες ζωής.

 

Πολυτίμη Λινάρδου σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Φοίτησε σε εργαστήρι βυζαντινής εικονογραφίας καθώς και σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και κριτικής. Ζει με την οικογένειά της στο Παλαιό Φάληρο Αττικής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top