Fractal

✔ 8 προτάσεις ανάγνωσης από την πεζογραφία

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

“Μιλούκα”, Ντίνος Πετράκης, εκδόσεις βακχικόν

“Μαγικός αέρας”, Βασίλης Κυριλλίδης, εκδόσεις Διάπλαση

“Η σκιά της αμφιβολίας”, Τζένη Μανάκη, εκδόσεις Όστρια

“Η μηχανή σταματά”, E.M. Forster, μετάφραση και επίμετρο Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Οκτώ

“Σιρόκος”, Τάκης Γκόντης, εκδόσεις Γαβριηλίδης

“Burnout Syndrome’, Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, εκδ. ΑΩ

‘Rebound”, Μαρία Παπαϊωάννου, εκδόσεις Ιωλκός

‘Ηλιόσκονη’, Αναστασία Λάσκαρη, εκδόσεις bookstars

 

 

“Μιλούκα” Ντίνος Πετράκης, εκδόσεις βακχικόν

 

Μια μικρή ρωγμή στην απολύτως ρυθμισμένη σκέψη και ζωή ίσως είναι το τρωτό σημείο, μέσα από το οποίο μπορεί να εισέλθει η αμφισβήτηση· και τότε όλα αιωρούνται ανάμεσα στην υπακοή και στην εξέγερση.

Αν δεν πειθαρχούσα, αν μπορούσαμε να μην πειθαρχούμε άκριτα, αν τις μικρές αμφισβητήσεις, σαν την αποψινή μετά τον αγώνα, ή τις μεγαλύτερες δεν τις παρατούσαμε με αντάλλαγμα την κοινωνική προσαρμογή και αποδοχή;

Φαίνεται μυθοπλασία, ίσως όμως να πρόκειται για μια πιθανότητα ρεαλιστική. Όταν το έδαφος της καθημερινής υποταγής είναι επισφαλές, τότε ανοίγει η πόρτα της εξόδου. Τι θα συμβεί, όμως, όταν οι υπόλοιποι οχυρωμένοι πίσω από έναν μηχανισμό καταπίεσης εντοπίσουν εσένα, τον διαφορετικό; Ο ήρωας της ιστορίας καταλήγει διωκόμενος όχι γι’ αυτό που είναι αλλά γι’ αυτό που μοιάζει να είναι. Στοιχεία καφκικού τοπίου θα εισβάλουν στην ιστορία, μέχρι που και ο ήρωας θα έχει αμφιβολίες για την ταυτότητά του. Ο ρόλος και το υποκείμενο. Αυτό θα συνόψιζε εύστοχα το θέμα του ενδιαφέροντος μυθιστορήματος αγγίζοντας το υπόστρωμα του κοινωνικού οικοδομήματος, εκεί όπου κανονίζονται τα θεμέλια μιας κοινωνικής αποδεκτής από όλους (;) συμβίωσης.

Ο άνθρωπος εκπαιδευόταν κι εκπαιδεύεται για να μισεί, να σκοτώνει, να υποτάσσει. Για να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του όχι ως μέρος του οικοσυστήματος, αλλά ως εξουσιαστή του· για να συμπεριφέρεται σε ό,τι περιέχει η έννοιά του σαν υπηρέτη του.

 

 

“Μαγικός αέρας” Βασίλης Κυριλλίδης, εκδόσεις Διάπλαση

 

Μια εξόρμηση στο βουνό για μια παρέα επτά φίλων σε τι άραγε μπορεί να εξελιχθεί; Όχι, δεν πρόκειται για μια ιστορία έντονης πλοκής και μυστηρίου. Περισσότερο αφορά μια εσωτερική αναζήτηση που πυροδοτείται και επιβάλλεται από το σκηνικό του συγκεκριμένου τόπου.

[Το βουνό] με κάποιο είδος μυστικού εξαγνισμού, κατάφερνε να λευκαίνει και να εξαφανίζει όλα τα τετριμμένα μου προβλήματα. Στη θέση τους επέβαλλε άλλες έγνοιες, όμορφα διαφορετικές. Ο ασύλληπτος όγκος του εξέπεμπε μια κολοσσιαία ενέργεια και εδραίωνε μια ψυχικής υφής αναλογία, αντίστοιχη της υλικής μας, απέναντί του, υπόστασης.

Αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι το ξεχωριστό αφορά αυτή η ιστορία, όταν θα εξαφανιστεί ο ένας από την παρέα σβήνοντας ταυτόχρονα τα ίχνη του, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Στην προμετωπίδα του βιβλίου μάς έχει προϊδεάσει η αναφορά στον θεωρητικό φυσικό Bryce Seligman DeWitt και στη θεωρία του για τα παράλληλα σύμπαντα και τον διαχωρισμό του κόσμου μας σε μυριάδες αντίγραφα του εαυτού  του. Από μόνη της αυτή η σύνδεση καθιστά ενδιαφέρον το εγχείρημα του Κυριλλίδη να στηρίξει τη μυθοπλασία του σε μια επιστημονική θεωρία, που όσο επιχειρηματολογικά και πειραματικά μοιάζει αστήρικτη (αλίμονο αν όλα μπορούσε να τα ερμηνεύσει η λογική μας) ωστόσο κατορθώνει, εδώ στη λογοτεχνική της ανάμειξη, να δώσει ώθηση θεματολογική στα λιμνάζοντα ύδατα της σύγχρονης μεγάλης αφήγησης. Και ενώ όλο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόχρονα μια καταβύθιση στην αυτογνωσία του ανθρώπου, ευφυώς μεταφέρεται ως σκηνικό σε μια ανοδική πορεία ορειβασίας· μια συμβολική υπέρβαση των δεδομένων της ασφαλούς τάχα λογικής μας.

«… Το βουνό […] Ένα παράλληλο σύμπαν, αν θέλεις. Παράλληλο προς τον άλλο κόσμο, που αφήνουμε στις πόλεις. Ένα σύμπαν που μέσα του ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, την ταυτότητά ας. Ένα σύμπαν απ’ όπου προερχόμαστε και όπου λαχταρούμε να ξαναγυρίσουμε.

 

 

“Η σκιά της αμφιβολίας” Τζένη Μανάκη, εκδόσεις Όστρια

 

Το μυθιστόρημα (δεύτερο για τη συγγραφέα) της Τζένης Μανάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί μια άσκηση γραφής, έτσι όπως διατρέχει μια ποικιλία από αφηγηματικούς τρόπους και αφηγηματικές τεχνικές, άριστα ενσωματωμένες στο κείμενό της. Ίσως, σκέφτομαι, να είναι η ορθότερη επιλογή αυτή η πλούσια γραφή (ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί), προκειμένου να επιτευχθεί η ανατομία των διαπροσωπικών σχέσεων, που μόνον ως απλές και μονοσήμαντες δεν μπορούν να νοηθούν. Η αφήγηση μεταπηδά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, ιστορίες εμπεριέχουν εγκιβωτισμένες άλλες ιστορίες, καταργείται η γραμμική χρονική πορεία, ο διάλογος δίνει τη θέση του στην αφηγηματική εξιστόρηση και στον εσωτερικό διαλογισμό μέσω του μονολόγου. Το ώριμο αφηγηματικό υποκείμενο ανατρέχει στα σημεία μιας σχέσης παλαιότερης, καθοριστικής όπως αποκαλύπτεται. Θεματικά καταφέρνει η Μανάκη να ωθήσει τον αναγνώστη σε μια ιδιότυπη συμμετοχή στην πλοκή, καθώς οι συνειρμοί διευκολύνονται από τους κοινούς τόπους που θα συναντήσει στην πορεία της ανάγνωσης. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη συγγραφή προϋποθέτει μια πλούσια αναγνωστική πείρα και από τις δύο πλευρές (συγγραφέα και αναγνώστη) για να γραφεί αρχικά και κατόπιν να κατανοηθεί η σχέση των λογοτεχνικών αναφορών που συχνά έρχονται στην αφήγηση. Ενδιαφέρον εγχείρημα και ως θέμα και κυρίως ως επιλογή της μορφής.

Ανάμεικτα συναισθήματα με κράτησαν ξάγρυπνη. Μια κραυγή μέσα μου ζητούσε απάντηση για το σκοπό της ύπαρξής μου. Ο φυσικός και μεταφυσικός κόσμος μαστίγωνε τη σκέψη μου· αποζητούσα ερμηνείες για όλα αυτά που έκανα, αφήνοντας τη θέλησή μου έρμαιο στη θέληση των άλλων. Αφουγκραζόμουν μία κραυγή μέσα μου ν’ αποζητάει την αλήθεια, να μη μπορεί να παρηγορηθεί με το κίβδηλο νόμισμα της ανθρώπινης αδυναμίας. Ο χρόνος περνούσε κι εγώ, δικό του παιχνίδι, τον άφηνα να φεύγει απαρατήρητος, σαν κλέφτης ροκανίζοντας αργά-αργά αυτό που δικαιούμουν πάνω στη γη. Ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ στον εαυτό μου.

  

 

“Η μηχανή σταματά” E.M. Forster, μετάφραση και επίμετρο: Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Οκτώ

 

Μέλος της ομάδας Μπλούμσμπερι (εμβληματικής στη συνεισφορά της, αν και «κλειστής») ο Φόρστερ (όπως άλλωστε και η Γουλφ, ο Κέινς, ο Ράσσελ, ακόμα και ο Χάξλεϋ) ήταν φυσικά οπαδός (και εισηγητής εν μέρει) πρωτοποριακών ιδεών σχετικά με την προσωπική ζωή αλλά και την κοινωνική και πολιτική της διάσταση. Δεν μας ξαφνιάζει, επομένως, η θεματική της νουβέλας του αυτής, γραμμένης το 1909 εν είδει αντιλόγου ή έστω εύλογης αμφισβήτησης στον νέο κόσμο που ανέτειλε και υποσχόταν την επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου με την εξάπλωση της χρήσης των μηχανών. Επινοεί, λοιπόν, με τη δύναμη της μυθοπλαστικής φαντασίας (σήμερα θα εκτιμούσαμε πως όλο αυτό θα μπορούσε να είναι και μια προφητική λογοτεχνική κατάθεση) έναν κόσμο όπου η παντοδύναμη Μηχανή έχει απολύτως κυριαρχήσει και έχει επιβάλει τον δικό της πολιτισμό.

«Κάποτε, αυτά τα βουνά αποκαλούνταν ‘Στέγη του Κόσμου’».

«Τι ηλίθια ονομασία!».

«Μην ξεχνάτε πως, πριν από την αυγή του πολιτισμού, έμοιαζαν με απόρθητο τείχος που άγγιζε τα άστρα. Υποτίθεται πως μόνον οι θεοί μπορούσαν να ζουν στις κορυφές τους. πόσο έχουμε προοδεύσει χάρη στη Μηχανή!».

Τι θα συμβεί, όμως, όταν ο ήρωας (Κούνο) θα αντιληφθεί πως ο «κόσμος» όπως τους παρουσιάζεται δεν είναι ακριβώς έτσι; Θα ανακαλύψει τον χώρο στις πραγματικές του διαστάσεις. Πώς θα αντιδράσει μπροστά στη νέα γνώση;

«Όμως απέκτησα ξανά την αίσθηση του χώρου και, αν σου συμβεί αυτό, δεν μπορείς να ησυχάσεις».

Σε ένα εντελώς αυταρχικό καθεστώς (από την εξουσία των ανθρώπων ή των μηχανών) είναι δρομολογημένη η κατάληξη γι’ αυτόν που θα διανοηθεί να δει την άλλη όψη των πραγμάτων. Η πλοκή καταιγιστική, ωστόσο το πλέον ενδιαφέρον είναι το μήνυμα που προκύπτει για τη χρήση της μηχανής, κυρίως για το πρώιμο της ιδέας του Φόρστερ. Η προσεκτική μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου συνοδεύεται από ένα εύστοχο στην επιλογή του υλικού του Επίμετρο γραμμένο από τον ίδιο, που φωτίζει επαρκώς τη νουβέλα του Φόρστερ.

 

 

“Σιρόκος” Τάκης Γκόντης, εκδόσεις Γαβριηλίδης

 

Η γεωγραφική θέση της χώρας μας, στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης (που αμέτοχη περισσότερο παρά συνυπεύθυνη είναι) με τον νοτιοανατολικό της άνεμο, τον Σιρόκο, να φέρνει καραβιές τους πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια και να μην έχει τη υποδομή αλλά ούτε και τη βούληση να τους περιθάλψει ή (ακόμη πιο πέρα) να τους ενσωματώσει στο δικό της ταλαιπωρημένο σώμα. Αυτή είναι μια σημερινή εικόνα. Το μυθιστόρημα του Τάκη Γκόντη γράφτηκε στη δεκαετία του ’90, […] τότε που τίποτα ακόμα δεν είχε συμβεί. Γι’ αυτό και προχώρησε ανυποψίαστο, όχι μόνο στο σήμερα, αλλά ακόμα πιο πέρα. Στο μετά… όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο. Και μιλά για έναν τόπο φανταστικό (που θα μπορούσε να είναι απολύτως ρεαλιστικός) για κοινωνία μοιρασμένη στα δύο (οικονομικά και άρα κοινωνικά και πολιτικά) όπου θα συμβιώσουν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Στο νησί αυτό που δεν θα ονομάσει ο συγγραφέας, ίσως για να γίνει πιο έντονος ο συμβολικός του χαρακτήρας ως τόπος που συγκρούονται συμφέροντα, ιδεολογίες, στερεότυπες αντιλήψεις. Άλλωστε στη λογοτεχνία πολύ καλύτερα ανιχνεύεται η αλήθεια  των πραγματικών καταστάσεων μέσα από τη χρήση της αλληγορίας, πολύ ευκολότερα εισχωρεί ο αναγνώστης στην ερμηνεία της αληθινής ζωής μέσα από τα εύγλωττα συχνά σύμβολα.

Πέρα όμως από την επιλογή της μείξης του φανταστικού με το ρεαλιστικό στοιχείο, αξίζει και ο τρόπος αυτής της ίδιας της γραφής, έτσι όπως απρόσκοπτα μεταπηδά από τη γλαφυρή αφήγηση στον διάλογο (ισομοιρασμένη η επιλογή) και από την πεζογραφία στα ποιητικά ίχνη που αναγνωρίζονται πίσω από τις λέξεις· και ποιητής άλλωστε ο Γκόντης ξέρει από τις εύγλωττες σιωπές του ποιητικού λόγου.

[…] Καθόμασταν με τις ώρες και ακούγαμε. Σπρώχναμε η μία την άλλη για να κάτσουμε δίπλα της, κολλούσαμε πάνω της, μας ανεχόταν που μαλώναμε. μαλώναμε για χάρη της. για να είμαστε όσο γινόταν κοντά της, φωνάζοντας: μου έπιασες τη θέση και τέτοια, ξέρεις… Έπειτα, όταν το παρακάναμε, (γιατί λίγο – λίγο το παρακάναμε), έφτανε μια μόνη αυστηρή της ματιά για να γίνουμε αρνάκια. Εμένα με έπαιρνε συχνά αγκαλιά, γιατί οι μεγάλες με σπρώχνανε. Τι ευτυχία!»

«Πόσο ήσουν;»

«Τεσσάρων… πέντε… και το όνομά μου δεν ήταν Μάρθα».

Ο Μάριος την κοίταξε με ένα έκπληκτο βλέμμα.

«Αλλά;»

«Εσμεράλδα».

«Και το… Μάρθα, πως προέκυψε;»

«Έτσι με βάφτισαν εδώ».

«Ποιοι;»

«Οι παραλήπτες…»

«Τι κρίμα!»

«Γιατί κρίμα;»

«Τίποτα…» είπε ο Μάριος «Λοιπόν;»

Η Μάρθα αναστέναξε.

 

 

“Burnout Syndrome”Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, εκδόσεις ΑΩ

 

Μια παράξενη θεματικά νουβέλα έχει γράψει η Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου βοηθώντας μας να εισχωρήσουμε στον κόσμο των ποικίλων –ισμών, δηλαδή επιχειρηματικών, πολυεθνικών, χρηματοοικονομικών και πολιτικών «μηχανισμών» (ή μήπως πρόκειται στην ουσία για μία και μόνον παντοδύναμη μηχανή;), που κινούν τα νήματα  εγκλωβίζοντας ανθρώπινες ζωές και συμπεριφορές σε μια ιδεολογία ίσως ανύπαρκτης ηθικής στήριξης. Μια σύντομη ιστορία, σύγχρονη και απειλητική σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες που ο αναγνώστης έχει στη σκέψη του. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Η υπόθεση μοιάζει αρκετά απλή.

Μέσα στην αίθουσα συνδιασκέψεων υψηλόβαθμα στελέχη που φορούν στα ντελικάτα δάχτυλά τους το δαχτυλίδι της εξουσίας, εκφράζονται με έπαρση και χειρονομίες εσκεμμένες, φροντίζοντας να μην τσαλακώσουν τα επίσημα κοστούμια τους.

Είναι ειλικρινείς ψευδολόγοι, παίζουν διπλό παιχνίδι, παίζουν ακόμα και με την φωτιά που απειλεί να τους εξαχνώσει σε πυρακτωμένα μόρια.

Ο σαρκασμός και τα ευγενή ψεύδη της ειρωνείας τους, παρότι ενέχουν απροσδόκητους κινδύνους εκτροχιασμού, αποτελούν μια περίφραση του σοβαρού.

 

Μοιάζει απλή αλλά δεν είναι· όχι μόνο  γιατί ο κάθε μηχανισμός έχει τις ασφαλιστικές του δικλείδες απέναντι σε όποιον θα ήθελε να παραβιάσει το νόμιμο προσωπείο του, αλλά και γιατί, κάθε φορά που απειλείται ένα γρανάζι της Μηχανής, όλα τα υπόλοιπα συσπειρώνονται για να το υπερασπίσουν. Κι εδώ απαιτούνται ισχυρά αποθέματα δύναμης και ηθικής αξίας, προκειμένου να σταθείς στο ύψος σου. Η ηρωίδα που αφηγείται την περιπέτειά της νιώθει συχνά ένα μικρό γρανάζι, ένα σκουλήκι ασήμαντο που εύκολα θα το πατήσει κάποιος συνθλίβοντας ταυτόχρονα και την πιθανή αποκάλυψη της ανομίας του. Θα επιβιώσει; Ίσως αυτό το ερώτημα καταλήγει να είναι σημαντικότερο του πλέον εύλογου: θα τα καταφέρει σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα;

Τι σφαγή και αυτή, όπου ο ένας σφαγιάζει θριαμβευτικά και ο άλλος ούτε το δάχτυλο δεν μπορεί να κουνήσει για να αμυνθεί.

Θυμίζει το μυθιστόρημα του Ιωάννη Πάππου Hotel Living, φυσικά με την επισήμανση ότι εκεί είχαμε εισχωρήσει στην καρδιά του καπιταλιστικού τέρατος· εδώ, στην περιφέρεια, όλα έχουν τις δικές τους, εγχώριες διαστάσεις – και ρεαλιστικά και λογοτεχνικά. Εκτός αν και η δική μας πραγματικότητα φιλοδοξεί να υπερβεί τις δυνατότητές της και να εξελιχθεί σε κάτι πιο εφιαλτικό ακόμη.

 

 

“Rebound” Μαρία Παπαϊωάννου, εκδόσεις Ιωλκός

 

Πώς γράφεται ένα βιβλίο για την κατάθλιψη; Με προσωπικά βιώματα ή παρατηρώντας γύρω σου τους άλλους να περιφέρουν την απαξίωσή τους για την ενεργό συμμετοχή σ’ αυτό που όλοι αποκαλούμε ζωή; Και όταν το γράψεις, πώς το μοιράζεσαι με τους άλλους, που ίσως σ’ αυτό δουν μόνο μια συλλογή διηγημάτων και όχι μια κατάθεση ψυχής, ένα προσωπικό «ημερολόγιο»; Η Μαρία Παπαϊωάννου στο κατάμαυρο  Rebound γράφει δεκαεπτά αφηγήματα με θέμα την κατάθλιψη, την πάλη με τον προσωπικό της δαίμονα. Θεωρώ πως κάθε σοβαρή γραφή είναι προσωπική·  μεταφέρει έτσι κι αλλιώς κάτι από τον εαυτό σου. Ωστόσο πολύ περισσότερο προσωπική θα πρέπει να θεωρείται, αν δρα με τον τρόπο της ιαματικά στην καταβύθιση σε μια ασθένεια, αν κάθε φορά που νιώθεις την υποτροπή να σε κυριεύει καταγράφεις το βίωμά σου στο χαρτί, αποδίδοντας με τη μυθοπλασία το προσωπικό βίωμα με το προσωπείο των ηρώων σου. Στην ουσία τον εαυτό σου καταγράφεις. Γι’ αυτό και το είπα παραπάνω «ημερολόγιο».

Ονομάζομαι Καμία κι αυτήν την στιγμή σας γράφω από τη στάση του Μετρό στο Ελληνικό. Τρέμω το μετρό. Τρέμω ό,τι είναι κλειστό, γεμάτο κόσμο και πάει προς μία μόνο κατεύθυνση. Ό,τι κι αν είναι αυτό· από αεροπλάνο μέχρι ασανσέρ.

Οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν και σαν μία, χωρισμένη σε κεφάλαια με μια εσωτερική διαδρομή/σύνδεση. Ή αλλιώς σαν αυτόνομες σκηνές μιας περιπέτειας. Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας γυναίκας μέσα στην πόλη σε μια άρρηκτη σχέση που τροφοδοτεί τη μνήμη από τη μια αλλά και επιτείνει τα αδιέξοδα από την άλλη.

Εγώ, αν ήμουν πόλη, θα ήμουν σίγουρα η Αθήνα. Το δίχως άλλο! Μικρή σε έκταση, μεγάλη σε ανθρώπους, περικυκλωμένη από βουνά, προστατευμένη τέλεια σαν να μη θέλει να την πλησιάσει καμία άλλη πόλη ποτέ.

 

 

“Ηλιόσκονη” Αναστασία Λάσκαρη, εκδόσεις bookstars

 

Μια ιστορία σημερινή με τους ήρωες να φορούν τα αρχαία ονόματα: η Αφροδίτη, ο Αχιλλέας, ο Περικλής, ο Οδυσσέας, ο Αριστείδης, ο Αλέξανδρος. Λειτουργούν ακόμα οι συνειρμοί; Σέρνουν οι παλιές ονομασίες τη μοίρα τους μαζί;

Η σφαίρα του Περικλή αν και ατύχησε να μπει βαθιά, άφησε το σημάδι της, φαίνεται ο μυθικός Αχιλλέας σε όποιον δανείζει το όνομά του παίρνει μαζί κληρονομιά το τρωτό σημείο και την ετυμολογία, να περιπλανιέται θλιμμένος.

 Ένα ατύχημα, ένας γάμος που δεν θα γίνει, μια άδικη καταδίκη θα πέσει πάνω στο κεφάλι του άφταιγου από την κοινή γνώμη τη κλειστής κοινωνίας που αλλιώς κρίνει, ένας άλλος γάμος αναγκαστικός. Και από μια χώρα διαλυμένη από τον πόλεμο ένα παιδί, ο Ντινέτο, ορφανό κι ένα πουλί, κορμοράνος, μοναχά απομεινάρια μιας απεγνωσμένης φυγής. Και όλα αυτά κι άλλα ακόμα θα δέσουν σε μια αφήγηση γραμμένη με έναν τρόπο ζωντανό, με ρέουσα γλώσσα. Πολλά τα πρόσωπα στην ιστορία της Λάσκαρη (το τρίτο της βιβλίο είναι αυτό) με πολλές απρόσμενες και αιφνιδιαστικές εναλλαγές στην τύχη τους. Κυρίαρχη παρουσία -δίνει και τον τίτλο στην ιστορία- το οίκημα, η Ηλιόσκονη, δηλώνοντας πως από τα πολλά δεινά μπορείς να γίνεις και σοφός και να αποδιώχνεις τις πικρές στιγμές κρατώντας ό,τι ακόμα μπορεί και αξίζει να διασωθεί.

Το σπίτι ονομάστηκε Ηλιόσκονη, βάφτηκε κίτρινο απ’ έξω και ένας ήλιος καμαρωτός τέντωνε τις ακτίνες του στην πόρτα του, όποιος την άνοιγε ένιωθε τη ζέστη εντός. […] Η άχρηστη νεκρή οργανική ύλη που μαζεύτηκε με τα χρόνια μετατράπηκε σε χρηστική να καλύψει τις επιφάνειες που συσσώρευσαν δεινά […]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top