Fractal

Ποιητικό αφήγημα: “7 Θανάσιμα αμαρτήματα”

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου // *

 

 

f22

 

(σε σκοτεινά στενά δρομάκια του μυαλού…)

 

Μέσα στης νύχτας τη σιγή αργά σαν ψίθυρος

σαν τρίξιμο απαλό πάνω στη σκάλα

σαν βήματα που σέρνονται στο πάτωμα

σαν άνεμος σιμά στο παραθύρι

θαρρώ π`ακούστηκε η φωνή η τόσο απόκοσμη:                                               5

 

“Μεγαλοσύνη απροσμέτρητη να ξέρεις

ποιος είσαι πούθε κίνησες και πού τραβάς.

Κανείς αητός ποτέ δεν καταδέχτηκε στο χώμα

σπόρους να τρώει μαζί μ`ανόητα γαλόπουλα

μα η θεριεμένη του ψυχή ποθεί τον άνεμο                                                      10

ποθεί τον ήλιο που χιμά πάνω απ`τα νέφη.

Πάντα οι κορφές των ισχυρών μοίρα και τρόπαιο

ήταν και θα`ναι και κανείς δεν θα τ`αλλάξει”.

 

Είπε κι εγώ με μάτια ορθάνοιχτα απορούσα

κι απάντηση να βρω μέσα σε έκσταση βαθιά                                                          15

ζητούσα τόση ώρα και ρωτούσα

ποιος να`ταν άραγε ο ξένος που μου μίλησε.

Μα σαν να διάβασε τη σκέψη μου με πρόλαβε:

 

“Είμαι όποιος είμαι -είπε- και μην απορείς

καιρός να βρεις ποιος είσαι εσύ και ποια σου πρέπουν.                                20

Άλλος κανείς δε θα βρεθεί να κρίνει δίκαια

για να σου δώσει ό,τι αξίζεις, αν δειλιάζεις

αν σαν μικρόψυχος ζαρώνεις και σου φτάνουνε

όσα ανήκουν στους μικρούς και στους γελοίους”.

 

Είπε και τρόμος με κατέλαβε πρωτόγνωρος                                                      25

να`τανε όνειρο κακό, να`ταν αλήθεια

αναρωτιόμουν και τα μάτα ανοιγόκλεινα

μήπως χαθεί μες στο σκοτάδι και μ`αφήσει.

Κι εκεί στο νου μου ξάφνου άναψε το φως

σαν θαλπωρή ανέλπιστη δεξιά μου                                                                    30

γλυκιά φωνή αναδύθηκε σαν ψίθυρος

να γαληνέψει την ψυχή και την καρδιά μου.

 

“Μέτρο κρατάει ο συνετός και δε μεθάει

από της έπαρσής του το πιοτό, δεν καταδέχεται

να πάρουν τα μυαλά αέρα μα κρατάει                                                                35

γερά τα χαλινάρια και με σθένος αντιστέκεται.

Αλαζονεία δίψα ακόρεστη αρρώστια

αγιάτρευτη που φέρνει της ψυχής

τον αργό θάνατο, ποτέ να μην καταδεχτείς!”

 

“Μην τον ακούς! Δούλος θα μείνει πάντα ως ποθούσε!                                 40

Μα εγώ παντιέρα σήκωσα μονάχος μου!

Βούληση ελεύθερη το λένε και στ`αλήθεια

το πιο μεγάλο αγαθό είναι που γνώρισα.

Μα τώρα άλλο εδώ με νοιάζει! Να μ`ακούσεις!

Πες “είμαι απ`όλους πιο τρανός πετώ ψηλά                                                    45

στον Όλυμπο αν θέλω ανεβαίνω

τιμές και δόξες μόνο μου ταιριάζουνε

μόνο λαμπρά των νικητών χρυσά στεφάνια.

Πριν από `μένα τίποτα ούτε ο Θεός

πριν από `μένα τίποτα, μήτε το Χάος                                                                50

μονάχα εγώ, μονάχα εγώ και τώρα ευθύς

θρόνο θα στήσω μες στη δόξα να καθίσω!”

Αυτά να λες κάθε πρωί για να προκόψεις

κι άφησε πια την πολλή σκέψη, τη σεμνότητα

που σου μαθαίνει με τα μάτια καταγής                                                            55

δειλός δειλά να περπατάς πίσω απ` τους άλλους!”

 

“Ανόσια λόγια μην αρθρώσεις, μη σκεφτείς

πως είσαι μόνος πιο τρανός κάτω απ`τον ήλιο

πλάσμα από χώμα και νερό πώς θα σταθείς

μόνος ψηλά πάνω απ`το χείλος της Αβύσσου;                                                60

Ζεις μες στης πόλης τον καπνό και δεν οσμίζεσαι

τ`απατηλά τα βδελυρά του χνώτα μα νομίζεις

φίλος πως είναι καρδιακός, τάχα σε νοιάζεται

σοφός πολύ, πάντα σοφά να σ`ορμηνεύει”.

 

Ποθούσα πάντα την αλήθεια, πώς να τ`αρνηθώ                                             65

κι ό,τι κρυμμένο μένει μ`άρεσε να ψάχνω

μα πια δε δύναμαι να στέκομαι εδώ

φωνές ν`ακούω δίχως τίποτα να κάνω.

Αν το καλό και το κακό πάντα συγκρούονταν

προτού το σύμπαν  γεννηθεί τι γνώμη να`χω                                                   70

πώς την αλήθεια να ξεκρίνω και να βρω

ποιο δρόμο να τραβήξω και ποιον να`χω

σύμμαχο πάντα κι οδηγό, αφού το σώμα μου

είναι από χώμα και νερό μα η ψυχή μου

από μιαν άυλη φωτιά και μες στα σπλάχνα μου                                             75

δες πολεμούνε για τη δύστυχη ζωή μου.

Ο άμοιρος  στα δυο κομμένος πάντοτε

μένω σοφός πολύ  ανίδεος γελοίος

μια να μαθαίνω ένα σωρό μια ν`απορώ

ένα να βρίσκω και χιλιάδες να ξεφεύγουν!                                                       80

Ω, πάψτε πια ν`ακούω δε μπορώ

μήτε μπορώ ν`αποκριθώ, μήτε και θέλω!

Είπα με όσο σθένος βρήκα ανασαίνοντας

βαριά κατάκοπος στη θλίψη βυθισμένος

μα η φωνή στ`αριστερά μ`άγρια χαρά                                                              85

με δυνατές κραυγές κι άλλα πολλά να ξεστομίσω

ζητούσε μα  πεσμένος καταγής ίσα π`ανάσαινα

και δύναμη δεν είχα να μιλήσω.

 

”Θύμωσε λίγο ακόμα το μπορείς! Αχ, η οργή

θα δείς κι εσύ πόσο το νου σου ζωντανεύει                                                 90

ξυπνούν τα μέλη κι η καρδιά ζωντανή πάλλεται

και κατακόκκινα τα μάγουλά σου βάφει.

Ενώ η πραότητα νωθρό σε κάνει κι άβουλο

σ`αποκοιμίζει και κουτό σε λένε όλοι.

Μα άκουσε καλά και σκέψου έπειτα                                                             95

αν έχω δίκιο και σωστά κρίνω μιλώντας:

Ποιος θα μπορούσε αλήθεια λίγα να ζητά;

Ανόητο μου φαίνεται αν μπορεί όλα να τα`χει!

Χορταίνει η γης νερό όταν ξεσπά

η μπόρα κι η βροχή κυλά ποτάμι;                                                                  100

Θα`λεγε -λες- αν είχε στόμα και φωνή

πως “φτάνει πια τόσο νερό” θα σταματούσε

ο πλάτανος να πίνει να ρουφά μ`όλες τις ρίζες του;

Την απληστία σου δωρίζω και να ξέρεις

πως τα πολλά αγαθά κατηγορούν όσοι δεν τα`χανε                                  105

μήτε και θα`χουνε ποτέ και προσποιούνται

πως είναι τάχα ολιγαρκείς στη μαύρη φτώχεια τους

παρηγοριά να βρουν μα μέσα τους πονάνε”.

 

“Μην τον ακούς όλα με μέτρο πρέπει πάντα

άπληστος πάει να πει σκληρός, νεκρός σαν βράχος                                  110

ψυχή ψυχρή  που  αγάπη δεν αποζητά

μήτε στοργή συμπόνια μα  ανάλγητη φυραίνει.

Πέτρες κοιλαίνει το νερό και παρασέρνει

σύγκορμα δέντρα δυνατά μ`όλες τις ρίζες τους!

Καλό να πιείς να ξεδιψάσεις μ`άλλο είναι                                                115

βαθιά στα “θέλω”να πνιγείς να λησμονήσεις

όσα ακόμα σε κρατούν μέσα σου ανθρώπινο”.

 

Άκουγα γύρω τις φωνές μα πια ν`αρθρώσω

δεν εδυνάμην και στα γόνατα θρηνούσα

όπως η μάχη η φοβερή μαινόταν πάνω μου                                                120

το προαιώνιο Φως με το Σκοτάδι κι απορούσα

πώς τέτοιο όραμα φρικτό να δω μου έλαχε…

Κι ήταν εκεί που ακούστηκε ξανά ψιθυριστά

αριστερά η βραχνή φωνή και με καλούσε

με τ`όνομά μου τρυφερά να πάψω πια                                                        125

τον θρήνο κι έλεγε  ακριβό  με καρτερούσε

δώρο των εκλεκτών που πάντα ξέρουν πώς

να ζήσουν τη ζωή να πιούνε να χορτάσουν

απ` το κρασί της το γλυκό προτού κατάκοποι

από τα μαύρα γηρατειά στο τέλος φτάσουν.                                              130

Ποθούσα πάντα την αλήθεια, πώς να τ`αρνηθώ

κι ό,τι κρυμμένο μένει μ`άρεσε να ψάχνω

μα πια δεν ήθελα ν`ακούσω να γευτώ

από το μήλο της Εδέμ  κι ολότελα να χάσω

το λιγοστό μου νου, μα να που γύρω μου                                           135

σκόρπιζε Εκείνος μαγικές παλιές εικόνες

των γυναικών που είχα ποθήσει πιο πολύ

κι άναβε φλόγες στην ψυχή και με ρωτούσε:

 

“Πες μου δεν πόθησες ποτέ ν`αγκαλιαστείς

δεν πόθησες ποτέ σου ν`αγκαλιάσεις                                                  140

πέρα απ`τα “πρέπει” που σου μάθανε παιδί

να σου στεγνώνουν την ψυχή να σε γερνάνε;

Χείλια φωτιά σου τάζω στο κορμί, να σε μεθούν

στήθη λευκά ν`αναπαυτείς, να ξαποστάσεις,

χίλια κορμιά, χίλια κρεβάτια  να χαθείς                                               145

μες σε μεθύσι μαγικό  που δεν τελειώνει”.

 

Αχ, πόσο πόνεσε η καρδιά μου πόσο μ`άγγιξαν

τριγύρω οι φλόγες που σκορπούσε στον αέρα

μαλλιά απαλά κυματιστά μαύρα και κόκκινα

κι εκείνα τα άψογα κορμιά που με ζητούσαν                                      150

της νιότης σφρίγος αγκαλιάσματα φιλιά

λαγνεία που ξυπνάει γλυκά τις πέντε αισθήσεις

σκόρπιζε εκείνος γύρω και η κάμαρη

απ`τις βαθιές φωνές του έρωτα εσειόταν.

“Κύριε -μπόρεσα να πω-δες με και σώσε με!”                                     155

μα Εκείνος άρχισε με χλευασμό ξανά τα γέλια

 

“Αυτός που τώρα εσύ καλείς να ξέρεις μ`έφτιαξε

μήπως να φέρνω τη χαρά να σε γλεντάω

μήπως να δείχνω τι αξίζει πιο πολύ και πόσο σου`λειψε

και πληρωμή μου να`χω αιώνια καταφρόνια…                                    160

Πώς θα παλέψεις με τη φύση σου το σκέφτηκες;

Κι αν καταφέρεις να νικήσεις τι θα είσαι;

Έξω απ`τη φύση σου αφύσικος κι αλλόκοτος

ζώο σε δεσμά που μόνο  έφτιαξε κι εκλείστει!

Τι νόημα θα`χε άραγε ο πόθος μέσα σ`όρια                                         165

φωτιά μικρή από κερί που εύκολα σβήνει

σε μικρές δόσεις -δες- σου δίνουν τη ζωή

λες κι είναι φάρμακο βαρύ και θα σε βλάψει!

Ποιος πρώτος σκέφτηκε το σώμα να ποθεί;

Λες  πως το έφτιαξα εγώ  που πάντα φταίω;                                        170

Σκέψου καλά κι έπειτα δες αν λογικά

ή αν παράλογα μιλώ σε όσα λέω”.

 

Αχ, πόσο πόνεσε η καρδιά μου ποιος το ξέρει

-νύχτα κι αυτή!- πόσο ανήμπορος αιστάνθηκα

σ`απροσδιόριστη σπηλιά βαθιά σερνόμουν                                         175

δεν ήμουν πια στην κάμαρή μου όπου πλάγιασα

κι άνεμος έπαιρνε μακριά τον ψίθυρό του

κι από παντού τριγύρω ηχούσε και με χλεύαζε

αδύναμο να με θωρρεί κι απελπισμένο

ενώ  η φωνή δεξιά μου σίγησε και το`ξερα                                             180

πως  μοναχός ήμουν σ`αυτό κι άλλο δεν είχα

σύντροφο βοηθό στο σκληρό πάλεμα

μ`αόρατο εχθρό που δε φοβόταν

μήτε είχε λύπηση ή οίκτο κι όλο γέλαγε.

“ Μη βλέπεις με τα μάτια πια, δες με τα χέρια σου                              185

δες με το δέρμα όλο, δες μ`ό,τι απομένει

δες με τ`αφτιά σου ανοιχτά να βρεις την έξοδο

πενηνταπέντε αισθήσεις βρες για να γλιτώσεις”

είπα στον εαυτό μου φωναχτά μα εκείνος γέλασε:

 

“Μου αρέσει ν`αγωνίζεσαι σκληρά έτσι για να`χει                              190

ενδιαφέρον η κατάσταση. Βαριέμαι, πλήττω

όταν λυγίζουν με το πρώτο και ακίνητοι

σαν τον λαγό μπροστά στα φώτα περιμένουν!

Σκέψου καλά,   ο συνετός κι έξυπνος άνθρωπος

μαθαίνει απ`όπου λάχει και ποτέ του δεν αρνιέται                             195

τις συνετές τις γνώμες μα κρατάει του νου ανοιχτό

για την αλήθεια που θα βρει, φωτιά αναμμένη

είναι η ματιά του πάντα και δε δέχεται

στα ίδια και τα ίδια να επιμένει.

Σκέψου λοιπόν πόσοι στερούνε το ψωμί                                              200

και τον φτωχό περιφρονούν μέσα στα πλούτη.

Μα εσύ είσαι πράος στην καρδιά και γλυκομίλητος

και την κλεψιά τους ευλογείς όταν σιωπαίνεις!

Ανάθεμά τους που`χουν τα πολλά, πες μέσα σου

καταραμένοι που χρυσά φορούν στολίδια                                            205

πικρό να βρούνε ως γελούν γλεντούν και χαίρονται

σκληρό μαχαίρι απ` του θάνατου το χέρι!

Σπίτια ψηλά, εξοχικά, πισίνες κότερα

αμάξια λαμπερά στάχτη να γίνουν

γιατί να κολυμπούν μέσα στο χρυσάφι τους                                         210

και δόξα πιο πολλή να έχουν πάντα;”

 

Μα εμένα η καρδιά ήταν τρυφερή, ποτέ δε θέλησα

να ευχηθώ κακό κι ακούγοντας θρηνούσα

κι απόδιωχνα τα μιαρά του λόγια κλείνοντας

τα δυο μου αφτιά με τις παλάμες και κοιτούσα                                    215

μακριά να φύγω να συρθώ μα δε γινότανε

οι άγριες του φωνές  μ` ακολουθούσαν

ριπές ανέμου δυνατού που όλα τα σάρωνε

κι όλα τα γκρέμιζε μεμιάς σωρό σκουπίδια.

Αχ, πόσο πόνεσε η καρδιά μου η αγαθότητα                                        220

με τόσο κόπο όλα τα χρόνια κερδισμένη

τ`ανέμου λάφυρο κουβάρι στα χαλάσματα

και η ψυχή γυμνή να κλαίει να παραδέρνει…

 

“Μου φάνηκες πως είσαι έξυπνος μα τώρα πια

βλέπω πως άχρηστος γεννήθηκες κι ανόητος                                       225

πιο ανεπίδεκτος απ`όλους όσους γνώρισα

και θα σ`αφήσω όσο θες  να ξεκουράσεις

το θλιβερό σαρκίο  την ψυχή σου την τυφλή

που τίποτα ποτέ της δε μαθαίνει.

Σκέψου απαλά σαν συννεφάκια τα σκεπάσματα                                 230

σκέψου σαν πούπουλα λευκά τα στρώματά σου

σκέψου τον ύπνο τον βαθύ να σου μιλά

παραμυθάκια να σου λέει στα όνειρά σου.

Μπορείς σαν άνθρωπος να λείψεις μια φορά

πρώτος απ`όλους πας συνέχεια στη δουλειά σου                                235

μείνε εδώ άπραγος αμέριμνος γαλήνιος πια

κι άσε τους άλλους ν`απορούν να σε γυρεύουν

Ποιος θα μπορούσε τάχα μια κουβέντα να σου πει

σαράντα χρόνους  σαν τον σκλάβο στη γαλέρα

σαν υποζύγιο πιστό δούλευες πάντοτε!                                                240

Την οκνηρία σου προσφέρω να σε σώσω!

Ρώτα όποιον θέλεις αν του αρέσει να παιδεύεται

να ιδρώνει να αγκομαχά νύχτα και μέρα

ανόητοι πολύ -μα την αλήθεια- οι άνθρωποι

που προτιμούν τα βάσανα τον κάματο και λένε                                  245

πως είναι η πιο τρανή χαρά ο τίμιος ίδρωτας

κι ολημερίς μες στη δουλειά λιώνουν σαν χιόνι

στον κάματο δίχως ανάπαυση καμιά, δίχως χαρά

μέχρι ο μαύρος χάρος να τους πάρει”.

 

Είπε και ρέμβη μου`φερε βαριά και μου παράλυσε                            250

τα μέλη το μυαλό κι έγινε η νύχτα

αδιαπέραστη βαριά κι ήρθε και πλάκωσε

το στήθος κόβοντάς μου την ανάσα.

Κι είδα σφαχτά στη γης νωπά κατσίκια πρόβατα

κριάρια με τα κέρατα στριφτά, παχιά δαμάλια                                   255

όπως εκείνα που`σφαξαν του Οδυσσέα οι σύντροφοι

και τα τομάρια στη σειρά στάζανε αίμα

και παρακεί σούβλες πολλές σαν να`ταν δόρατα

ρωμαϊκού στρατού στην πεδιάδα κι ο αέρας

έζεχνε φρέσκο φονικό και με χαρά                                                        260

φώναζε εκείνος να γευτώ απ`τα τραπέζια

όπου χιλιάδες βρίσκονταν εδέσματα

μέσα σε χύτρες σε τσουκάλια και πιατέλες

που`σταζαν λίπος βρωμερό γύρω στα χώματα

ρυάκι κι έβαφαν τα πόδια και γλιστρούσαν.                                       265

 

“Φάε απ` αυτά, φάε και διόλου πια μη σκέφτεσαι

ό,τι κινείται ζωντανό σ`αυτή την πλάση

ό,τι πετά στον ουρανό κι ό,τι στο χώμα σέρνεται

κι ό,τι ακόμα ζει βαθιά στης θάλασσας τα πλάτη

όλα για `σένα φτιάχτηκαν μη στέκεσαι                                               270

με χίλια χέρια δυνατά άρπαξε, χάψε”

 

Είπε κι εγώ που πια δεν έβρισκα κουράγιο

τα μάτια έκλεινα θλιμμένος ως τον θάνατο

και  μιαρή βροχή τριγύρω έραινε στο χώμα

ζωμό πολύχρωμο δυσώδη και απαίσιο.                                               275

Ανήμπορος ως ήμουν καταγής ωσάν νεκρός

κι ως βυθιζόμουν στα πηχτά βαθιά σκοτάδια

λίγο πριν βγω απ` τη βαριά Μεγάλη Εξώπορτα

μια σπίθα άστραψε στο νου κρυφή ελπίδα

κι ύψωσα δυνατή φωνή μ`όλη τη δύναμη:                                                280

 

“Tο ξέρω πια δε με γελάς, ξέρω ποιος είσαι

το Αρχαίο Φίδι της Εδέμ, ο Μαύρος Άγγελος

μα έχω άφθαρτη ψυχή  που δε γερνάει

κι ας περιγέλασες οικτρά τ`άθλιο σώμα μου

που`ναι χωμάτινο και που σ` ακολουθάει.                                              285

Μ`όλη μου την ψυχή  να γίνεις άφαντος

σκόνη στον άνεμο καπνός μαύρος να γίνεις,

στο σκότος γύρισε κι εδώ  μην ξαναρθείς

ποτέ το πόδι σου ξανά να μην πατήσεις…”

 

Και να που άναψε ένα φως κι έβλεπα γύρω μου                                     290

θολά πως ήμουν πάλι εκεί στην κάμαρή μου

κι αντίκρυ  οπτασία αχνή ο ξένος έστεκε

σκυφτός ακίνητος βουβός βαθιά θλιμμένος

και η φιγούρα του πολύ  γνωστή φαινότανε…

Μα λίγο πριν χαθεί  η μορφή του μες στο φως                                         295

που απ`τις κουρτίνες πια χυνότανε τριγύρω

λίγο πριν άνεμος γενεί θαρρώ τον κοίταξα

θαρρώ πως είδα να σηκώνει το κεφάλι

για μια στιγμή μονάχα προς το μέρος μου

και μια  κραυγή μου ξέφυγε απ`τα χείλη                                                  300

γιατί `χε το δικό μου πρόσωπο και κοίταζε

με τα δικά μου σκοτεινά θλιμμένα μάτια.

 

 

* Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μ.Ε. Μέχρι στιγμής έχει εκδώσει τα βιβλία:

1. “Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ”, Θεσσαλονίκη 1996.

2. “Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “ΠΗΓΗ”, Θεσσαλονίκη 2016.

3. “Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book) εκδόσεις “24γράμματα”, (www.24grammata.com) Κοζάνη 2016.

Έγραψε και δημοσίευσε βιβλιοκριτικές πάνω στα έργα άλλων δημιουργών. Οι εργασίες αυτές φιλοξενούνται στους ιστότοπους www.bookpress.gr και www.fractalart.gr To 2016 ποίημά του απέσπασε το Α΄βραβείο στον 5ο πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης που διοργάνωσε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top