Fractal

Επτά ποιήματα

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

f17

 

 

ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ

 

Στο νου μου στροβιλίζονται λέξεις βαριές

Ήχοι σε χρόνο παρελθοντικό

σκίζουν της νύχτας μου το πέπλο

Ξέρεις, αυτό που με δάκρυα το ύφανα

απ’ της ψυχής μου τις βροχές

Ανάμεσα σε μυρωδιές και βλέμματα που δεν θα σβήσουν

σφηνώνονται αθέλητα στιγμές αστόλιστες

Πού πάει η αγάπη όταν πεθαίνει;

ρώτησα το κενό σου το ανίκητο

Σφυριές ανήλιαγες ο πόνος,

μα ο δρόμος μου που χάθηκε

πάντα θα φανερώνεται στα βήματά σου

Ψεύτικο το Τώρα,

μου χαρίζει δαγκωμένα χαμόγελα σχεδόν ακαταμάχητα

Και του εαυτού μου τα κομμάτια,

αχνές αμυχές στο δέρμα σου

Άξιζε τουλάχιστον;

 

 

 

 

ΣΑΝ ΕΡΩΤΑΣ

 

Φτάσαμε και στ’ ανείπωτα

τόσο νωρίς, τόσο αργά

Τα κέντησα τα “σ’ αγαπώ” σου λέξη – λέξη

άγια διαμαρτυρία που τη φύλαξα

Ποτάμι ορμητικό οι αντοχές μου

που δεν στερεύει, έλεγες

Κατάστηθα φτερούγισε λειψό αντίο κεραυνός

και με γονάτισε στη λάσπη του αναπολώντας

Αν ξημερώσει,

κόκκινο θα ‘ναι το χρώμα της αυγής

να ξεγελάσει το αίμα μου να μη στερέψει

Σκιές η χαρά

Αχτίδες το σπάραγμα

Μα έτσι ήταν πάντα οι μέρες μου και οι νύχτες σου

Ακριβέ μου

Πάντα θα μου χρωστάς εκείνο το φιλί που δεν μου έδωσες

 

 

 

ΜΟΝΟ

 

Μόνο συμπερασματικά,

συνδέονται πλέον οι σκέψεις που δεν θέλησα να κάνω

αφού το ξέρω πως ασυνείδητα ο ειρμός δεν σχηματίζεται

Μόνο αποσπασματικά,

όταν βρεθεί σε ανάγκη η ανάσα που έκρυβες στις λέξεις σου

ριπές φτηνού αέρα ίσως και να τρυπώσουν ύπουλα σε κάθε αφή

Μόνο δυνητικά,

ανήθικες στιγμές σχεδόν θ’ αγιοποιούνται σα ραψωδίες ακούσιες

σε τόπους αλησμόνητους κι οριστικά χαμένους από τότε

Μόνο ρυθμικά,

ασίγαστες φωνές θα αντηχούν σε όσους τοίχους γκρέμισα

στους διαδρόμους που θα αντέξουν να δακρύσουν φανερά

Μόνο τελειωτικά,

η μοναξιά θα κατηφορίσει στο πρόσωπο κι ας το κρατώ καλά κρυμμένο

για να τρυπήσει τις αδυναμίες μου, αυτές που δεν σεβάστηκες

Αν θέλεις, αύριο τα ξαναλέμε

 

 

 

 

ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΗΞΕΡΕΣ

 

Μοίρα παρθένα η λύτρωση και δεν το ήξερα,

φύσηξε σκληρές πνοές αγριεμένες στα βλέφαρα του νου

Μελαχρινό ήταν εκείνο το απόγευμα, θυμάσαι;

και σου ξεγλίστρησε

από τις χαραμάδες που άφησες αφύλαχτες

ίσα για να λεπτολογεί αφύσικα το αίσθημα της ανημπόριας

αρώτητα να διαπερνά το άβατο

Άγνωστο παραμύθι σαν ανάγκη μου ψιθύρισες

ομίχλες πιστευτές οι στάλες των δακρύων σου

και δεν το ήξερα

Ατσαλάκωτες λέξεις μόλυναν της ψυχής μου τα ξέφωτα

τάχα περιγραφές ειδώλων λατρεμένων πως θα μου φέρεις

μόνο για να κυκλώσουν όσες τυφλές ελπίδες κατάφεραν να επιζήσουν

Είπα, θα ξαναπλάσω τον έρωτα απ’ την αρχή πριν ξεψυχήσει

μ’ εκείνο το αχαλίνωτο που μου δώρισες για να με περιγελά

και δεν το έμαθα ποτέ

 

 

 

ΤΩΡΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ

 

Βαθύ πηγάδι από άμορφες προθέσεις

έπνιξε όλες τις προσδοκίες μου σε δυο δάχτυλα νερό

Σεβάσμιες αποφάσεις ανοχής

δεν βρήκαν τόπο ιερό για υποσχέσεις

Κι ο ήλιος, πάγωσε όλα τα χαμόγελα που δεν σε φώτισαν

Τώρα το σκέφτομαι

αν θα ‘πρεπε άραγε να λυπηθώ

για κείνη την αγάπη που δεν έμαθες ποτέ να την αντέχεις

Άγριο κρασί το αύριο

μέθυσε όλα τα χτες μου που τα λάβωσες

Θα περιμένω

γιατί εκείνη η γωνιά του δρόμου δεν έζησε ακόμα αρκετά

Όσες φορές σ’ αντάμωσα χωρίς βροχή

δεν είχα ανάσα να σου δώσω αφκιασίδωτη

Τώρα που το σκέφτομαι ξανά

σα χαρά διπρόσωπη αναστέναξε δίχως έλεος

το δικαίωμά σου να με κομματιάσεις

 

 

ΘΑ

 

Όλες οι πληγές θα έχουν τη γεύση του Οκτώβρη

τη μυρωδιά από το βότσαλο εκείνο που κάποτε αγάπησες

Ό,τι είναι να χαθεί από το βλέμμα

απ’ τη μνήμη δε σβήνεται

σα σύννεφο με πουλί στον ίδιο ουρανό θα κατοικούν

Θα πιεστώ για να θυμάμαι

πετάει ψηλότερα αυτός που πρώτα έχασε το δρόμο του

μια νύχτα εκδικητική και άναστρη

Θα κλείσω τα μάτια

ανάλαφρο να νιώσω το φτερούγισμα του γλάρου

στις αθέατες πλαγιές του ονείρου μου

Θα σώσω απ’ το πηχτό σκοτάδι

μονάχα τις εικόνες που θα μου πεις πόσο τις λάτρεψες

αν καταφέρεις βέβαια το βάρος τους να μην καγχάσεις

Και θα πετάξει η ψυχή μου μακριά απ’ τη σπαθιά στο στήθος

Θα φύγω κάποτε, είναι αποφασισμένο

μα εσύ

Θα ψάξεις να με βρεις

 

 

 

 

ΑΝΟΘΕΥΤΗ ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ

 

Διαίρεσα τις προσδοκίες μου με την πραγματικότητα

κι έμεινα με το άδειο πηλίκο της απογοήτευσης να μου χαμογελά

Κατοίκησα στην πόλη του “λίγο και ασφαλές” που διάλεξες

για να μην κινδυνεύουν πια οι ανοχές μου από δυσάρεστες εκπλήξεις

Έχασα την πανσέληνο έτσι,

και δεν το κατάλαβα μέχρι που ήταν πια πολύ αργά για να γυρίσω

Στις εκβολές της αλήθειας σου πνίγηκα

καταπίνοντας τόνους έκπληξης και αιφνιδιασμού

Πρόλαβα όμως,

να εγκαταστήσω την ανάσα σου κάπου στην καρδιά

έτσι, για να χτυπάει μαζί της πότε – πότε

σαν τρυφερή νοσταλγική βροχή σε χνωτισμένο τζάμι

Κι άρχισα να κοιτώ τον εαυτό μου μονάχα στο ημίφως

εκείνο, που κρύβει τις ατέλειες

Ανόθευτη αντανάκλαση, μάλλον δεν αναζήτησα ποτέ

δεν έχω χρόνο ν’ αλλάξω τον τόπο διαμονής στις λαβωμένες μου αξίες

Αφού,

χωρίς την άδεια μου πέρασες στην ενδοχώρα των ονείρων που ποτέ δεν έκανα

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top