Fractal

Διήγημα: «7 και 25, απόγευμα Ιουλίου»

Του Αντώνη Σ. // *

 

 

Το ρολόι στην οθόνη του υπολογιστή έδειχνε 7 και 25 το απόγευμα. Ήταν Ιούλιος και είχε λίγη ζέστη.

Από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει από τον απογευματινό ύπνο, είχε ροκανίσει σχεδόν μία ώρα απασχολούμενος με θέματα άλλων – ήταν η εύκολη λύση. Η Ελένη, που τώρα παραθέριζε, χρειαζόταν ψυγείο και πλυντήριο για το καινούριο σπίτι που είχε νοικιάσει και εκείνος είχε προθυμοποιηθεί να της τα βρει.

Εν τω μεταξύ, ήθελε να πάει ένα σινεμά. Παρέα δεν είχε και ήταν πολύ κουρασμένος. Η μία εναλλακτική ήταν ένα θερινό, 5 λεπτά από το σπίτι του με τα πόδια, ενώ η άλλη ήταν η κινηματογραφική λέσχη στην Ελευσίνα, μισή ώρα μακριά. Δεν είχε πάει ποτέ σε κανένα από τα δύο.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί από πότε ακριβώς άρχισε να μη ζει, ήταν σίγουρος όμως πως έγινε αργά και σταδιακά, τόσο που στο τέλος ούτε κι εκείνος δεν το κατάλαβε.

Ήταν πριν από λίγες ημέρες, δε θυμόταν αν ήταν πριν ή αφού, τυπικά, χώρισαν, που η Ελένη τον είχε ρωτήσει τι ήταν αυτό που τον έκανε ευτυχισμένο, και δεν ήξερε τι να της πει. Είχε νιώσει κάπως περίεργα και, τώρα που το ξανασκεφτόταν, ήταν μάλλον επειδή κάποιος ενδιαφέρθηκε να τον ρωτήσει κάτι τέτοιο. Γιατί το κενό είχε γίνει, πια, μια φυσική κατάσταση που την είχε συνηθίσει.

Αυτό, όμως, συμβαίνει, τελικά, όταν παραμελεί κανείς τα όνειρά του και όταν αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να γίνει αποδεκτός από τους άλλους. Στο τέλος, υπάρχει – δεν υπάρχει, δεν κάνει και μεγάλη διαφορά.

Στις 7 και 30 ακριβώς αποφάσισε ότι άξιζε να ασχοληθεί λίγο και με τον εαυτό του. Άρχισε να χαζεύει ταινίες και κριτικές. Ένιωσε λίγο καλύτερα που είχε καταφέρει να υπερνικήσει την εσωτερική του αδράνεια. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να αποφασίσει. Μία μικρή φλόγα που σιγόκαιγε μέσα του στα κρυφά, τόσο ώστε να μην τραβάει και πολύ την προσοχή κανενός, σα να του ψιθύρισε κάτι. Έκανε ένα ντους για να ζωντανέψει λιγάκι και στις 8.15 γύρισε το κλειδί της μίζας του αυτοκινήτου με κατεύθυνση την Ελευσίνα.

Λίγο πριν αρχίσει η ταινία, στεκόταν στην είσοδο. Αυτό που, στον οδηγό σινεμά, περιγραφόταν ως “λέσχη”, ήταν στην πραγματικότητα μία πολύ μικρή, όμορφη αυλή, με ψηλούς, ασβεστωμένους τοίχους γύρω γύρω, σαν αυτές που συναντάει κανείς σε όσες μονοκατοικίες έχουν απομείνει στην Ελευσίνα και το Μενίδι, φροντισμένη με πολλή αγάπη από τους ανθρώπους της. Εκεί στην είσοδο συνάντησε και έναν κύριο, με τον οποίο έπιασε λίγο την κουβέντα. Είχε έρθει κι εκείνος μόνος του να δει την ταινία.

Ακολουθώντας με ευλάβεια την αγαπημένη του ιεροτελεστία, πήρε μία μπύρα και ένα σακουλάκι πατατάκια και στη συνέχεια αναζήτησε τη θέση του. Η αυλή ήταν όμορφα διαμορφωμένη σε βαθμίδες, του θύμισε πεζούλες σε κάποιο νησί των Κυκλάδων. Στο κέντρο, δίπλα σε ένα τραπεζάκι, καθόταν ο κύριος που είχε συναντήσει προηγουμένως. Τον ρώτησε αν περίμενε παρέα και έκατσε στην άλλη πλευρά του τραπεζιού.

Ο άγνωστος κύριος ήταν αρκετά πρόσχαρος και φαινόταν να έχει διάθεση για κουβέντα. Τον έλεγαν Κώστα, αν και χρειάστηκε να τον ρωτήσει και δεύτερη φορά λίγο πιο μετά για να σιγουρευτεί – συχνά, ενώ του μιλούσαν, έχανε τη συγκέντρωσή του, καθώς μία λεπτομέρεια πάνω στην κουβέντα, ή ένας συνειρμός, μπορεί να του αφαιρούσαν όλο το ενδιαφέρον για το παρακάτω της συζήτησης.

Κάπως έτσι, κι ενώ δεν ήταν και ο πιο ομιλητικός άνθρωπος του κόσμου, βρέθηκε να μιλάει με τον κύριο Κώστα για κολύμβηση, πεζοπορία, ταινίες και βιβλία. Ήταν παντρεμένος, είχε ένα γιο, είχε πάρει σύνταξη και τώρα έκανε ένα σωρό πράγματα που τον ευχαριστούσαν.

“Το μόνο για το οποίο μετανιώνω”, του είπε ο κύριος Κώστας, “είναι ότι δεν έκανα αρκετά πράγματα όταν ήμουν πιο νέος… Είσαι νέος ακόμα, κοίταξε να απολαύσεις τη ζωή σου…”.

Στο τέλος της βραδιάς, αποχαιρετίστηκαν σαν δυο φίλοι που γνωρίζονταν από χρόνια. “Θα τα ξαναπούμε”, είπε στον κύριο Κώστα , ίσως από συνήθεια, ίσως από ευγένεια, ίσως και από κάποια πραγματική επιθυμία να τον ξανασυναντήσει, ενώ μάλλον και οι δύο ήξεραν ότι αυτό ήταν μάλλον απίθανο να ξανασυμβεί.

Έβαλε μπρος και ξεκίνησε με προορισμό το κέντρο της Αθήνας. Δεν είδε τι ώρα ήταν, δεν τον ενδιέφερε πια.

 

 

* Ο Αντώνης Σ. γεννήθηκε στην Αθήνα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Παίζει ακόμα μπάλα με τους φίλους του και αγαπάει το σινεμά, τη μουσική και τις βόλτες στο άγνωστο με το αυτοκίνητο. Είναι λάτρης και εραστής της μικρής φόρμας.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top