Fractal

Διήγημα: “6 ευρώ και 45 λεπτά”

Του Δημήτρη Σούκουλη // *

 

 

f12

 

Το πάθος μου για σένα, η τοποθέτησή μου σε σειρά αναμονής πίσω από τις νευρικές με στραβοχυμένα στήθια σε ιμάντα ταμείου νοικοκυρές σε ρόμπες, το σχέδιό μου μελετημένο, οι ατάκες μου καλά αποστηθισμένες, πριν ξεκινήσω από το σπίτι και καθ’ οδόν ξαναπερασμένες σε διπλή επανάληψη – μήτηρ πάσης μαθήσεως, για να σε προκαλέσω με αθώα και ειλικρινή διάθεση, το ξετρύπωμα του κεφαλιού μου φάντης μπαστούνης εκεί που δεν το περίμενες, η κρυμμένη μου ταραχή που ξεπηδούσε χωρίς έλεγχο από όλους τους πόρους και μ’ έκανε να φαίνομαι γραφικός στις αδιάκριτες πωλήτριες και ανέκδοτό τους στο υποχρεωτικό, κατά το νόμο δεκάλεπτο διαλείμματος για τσιγάρο, είχε τιμή: 6 ευρώ και 45 λεπτά

Αυτό δεν το ‘χα υπολογίσει. Μικρή μου φαίνεται. Κάτω του κόστους. Ίσως, σκέφτομαι, επειδή διανύουμε περίοδο εκπτώσεων. Εγώ δηλαδή συνεχίζω να διανύω περίοδο προσφορών, εδώ και ένα χρόνο, στη βιτρίνα των μνηστήρων σου, κούκλα γυρτή σε τοίχο και κουλουριασμένη από ρίγη. Μου θυμίζω, με τα σταυρωμένα χέρια μου να συσπειρώνονται στον κορμό μου από την ψυχρότητα με την οποία μου φέρθηκες τις ψόφιες κατσαρίδες σε πλακάκι κουζίνας ανήλιαγου ημισογείου στα Πατήσια. Τώρα σκέφτομαι πως μάλλον το εντομοκτόνο δεν τις σκοτώνει βιολογικά σπέρνοντας παραθείο και εξαχλωροκυκλοεξάνια αλλά τους αδειάζει τα κύτταρα από κάθε ελπίδα, τους ρουφά κάθε πιθανότητα για σωτηρία της ψυχής και ύλης, εξουδετερώνει τη θερμότητα του σώματος, τις τρώει το ψύχος του κατηγορηματικού τέλους των προφάσεων, κάθετη και απότομη τομή γκιλοτίνας. Χασούρα πάντως θα ΄χεις που με ξεπουλάς φθηνά αλλά μάλλον με κάτι άλλο θα αναπληρώσεις το κέρδος. Θα στο ξαναπώ, λίγη μου φαίνεται, αλλά αν μ’ έχεις κοστολογήσει τόσο, θα ‘χεις τους λόγους σου. Θα ‘χεις κάνει προηγουμένως έρευνα αγοράς. Μου δίνεις την εντύπωση τώρα πια πως δεν σου ξεφεύγουν τέτοιες λεπτομέρειες. Έχεις επαγγελματισμό, όσφρηση και εμπορικό δαιμόνιο. Στο αναγνωρίζουν όλοι, κι ανάμεσα σ’ αυτούς ας προστεθεί ακόμα κι ένας. Στη συνταγή της επιτυχίας ένα από τα μυστικά είμαι κι εγώ. Μου αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Ας είναι έτσι.

Θα επωμιστώ εγώ αποκλειστικά την ευθύνη που σε ερωτεύτηκα. Mea culpa. Μου ‘χε εντελώς διαφύγει πως από τη ταμειακή μηχανή χτυπούσες κι εμένα μαζί, το τεμάχιο μου, τον κωδικό μου μπάρας. Και μαζί μ’ αυτό, δεν έβλεπα και τα υπόλοιπα που συνέθεταν εσένα. Δεν ήξερα πως από κάπου μου κρεμόταν κάποιο καρτελάκι τελικής κοστολογημένης αξίας. Ξέρεις, μη στο φυλάει, όταν ζητιανεύεις την προσοχή του άλλου και σου τυχαίνει να το κάνεις μετά από πολύ καιρό απραγίας, έχεις ξεχάσεις τους όρους του παιχνιδιού, σου ξεφεύγουν οι λεπτομέρειες και όλη η ουσία της ανταλλαγής, γίνεσαι μύωπας. Δε βλέπεις μακριά. Ούτε κι από κοντά πάλι διακρίνεις τον άλλον. Στη γειτονιά μας που γεννήθηκα, – ν’ αλαφρώσω λίγο την κουβέντα, το ξέρω ότι βιάζεσαι, η δουλειά πιέζει αλλά κοίτα με πια ως δύστροπο πελάτη που όλο επιμένει, κι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο – ζούσε, ένας ηλικιωμένος με παρατσούκλι, ο οποίος υπέφερε από πρεσβυωπία και διάβαζε τα κηδειόχαρτα στους πισσαρισμένους ξύλινους στύλους σχεδόν κολλώντας πάνω τους. Τώρα του μοιάζω. Κάτι ανάλογο μου ‘τυχε. Τώρα πια, που η αξία μου έχει μειωθεί κατά πολύ και μου έχει απομείνει μια σύγχυση από την αμηχανία και την απογοήτευση, δεν ξέρω κι εγώ αν ήμουν επικεντρωμένος υπερβολικά σε εσένα να βλέπω τις φυλλωσιές του δέντρου και να χάνω την εικόνα του δάσους ή το αντίθετο. Σε μένα πάντως αυτό το γνωμικό δε λειτούργησε. Κάτι σίγουρα δε δούλεψε. Κόλλησα κι εγώ από τη συναισθηματική μου πρεσβυωπία σε δημοτικό στύλο φωτισμού. Νόμιζα πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Μάλλον κάποιο πρόβλημα συγκέντρωσης πρέπει να έχω, δεν είμαι ικανός να εστιάζω την κόρη του ματιού, να καταλαβαίνω τα μηνύματα που μου στέλνουν οι άλλοι, να βλέπω καθαρά. Ίσως να υποφέρω πάλι και από κάποια μορφή μαθησιακής δυσκολίας που διαγνώστηκε τυχαία, σε ώριμη ηλικία. Μια μορφή δυσλεξίας, δυσλειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Να μπερδεύω στην καταναγκαστική ανάγνωση σχολικής προφορικής εξέτασης το “ωάριο” με το “ωράριο” και να φτάνω σε λάθος συμπεράσματα. Μη σου τύχει κι αυτό. Γίνεσαι περίγελως.

6 ευρώ και 45 λεπτά. Δεν το διάλεξα εγώ. Είναι η τιμή μου αυτοκόλλητη. Δε μιλάς αλλά σε αφουγκράστηκα να πεισμώνεις πως επίτηδες τράβηξα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι, κρύβοντας τα ψιλά στη τσέπη μου, ζητώντας ρέστα. Να επιμηκύνω για 10 – 12 δευτερόλεπτα την επαφή μας. Την δική μου με τον στύλο φωτισμού, δηλαδή εσένα. Μου αρκεί η πελατειακή πια καθαρά σχέση που μου υπέδειξες με αυστηρό τρόπο. Βολεύομαι και με αυτή προσωρινά. Θα μου πάρει λίγο χρόνο, έτσι αργόστροφος που κατάντησα, να αποτινάξω την ψευδαίσθηση που μ’ έκανε να πηγαινοέρχομαι μόνο και μόνο για να σε βλέπω, προφασιζόμενος το άδειο ντουλάπι της κουζίνας του εργένη, κάνοντας παρεκκλίσεις και εκτροπές τετραγώνων στην επιστροφή μου για το σπίτι. Εκπλήσσομαι εύκολα και νομίζω ότι αυτή τη στιγμή που μετράς τα ρέστα στα χέρια σου, έχω αποκτήσει έκφραση παιδιού με σύνδρομο down. Μου απέμειναν δυο τρία τελευταία πράγματα να ξεσηκώσω από εσένα και να τα κρατήσω ως θεματοφύλακας, όσο μπορέσω από τη λήθη και την αναπόφευκτη άνοια της βιολογικής αυτοσυντήρησης: τον ιδρώτα των δαχτύλων σου που αφήνεις στο χάρτινα και στα νικέλινα νομίσματα, να συντηρήσω, με το κλείστρο της ματιάς μου, ως μηχανή βαθιάς κατάψυξης, την επίγευση που αφήνει στα βλέφαρά μου το στρίψιμο της λιγνής σου μέσης, καθώς απαντάς στην κυρία με το σκυλάκι που ζητά να μάθει τη θέση των χαμηλών σε λιπαρά τυριών πριν τα τοποθετήσει οριστικά στη γλώσσα της, να μυρίσω το αποσμητικό που φοράς ξεφτισμένο από το πρωί και αδύναμο πια απελευθερώνει τα πτητικά μόρια από τις ορμόνες σου, να ξεπατικώσω την έκφραση του σαγονιού, το χαμόγελο του επαγγελματία, τα γερά δόντια. Μετά δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου. Αυτό προς το παρόν το αγνοείς. Αλλά εγώ θα το κάνω, μόλις αρχίσω να μπουσουλάω. Τώρα για λίγο, ανήμπορος, γύρισα στη μήτρα της μάνας μου και αναπνέω κοφτά από τον ομφάλιο λώρο. Τον φέρνω σε όλο το πρόσωπό μου, τον ξεχειλώνω σαν αντιασφυξιογόνα μάσκα μέχρι πίσω στ’ αυτιά. Με παρηγορεί να πιστεύω πως η βοή της κοσμοσυρροής γύρω μου από τους πελάτες και τους ταμίες στους διπλανούς πάγκους, από το μικρό εκπαιδευόμενο που σέρνει βρίζοντας τα καλάθια χειρός τακτοποιώντας τα σε ντάνες, από το μεγάφωνο που τσιρίζει υπηρεσιακές ανακοινώσεις, από την ανιαρή, μονότονη μουσική σε υπόκρουση, όλη αυτή η βοή έρχεται από μια τραπεζαρία, οι δικοί μου σε επίσκεψη φίλων, σε κάποια ονομαστική εορτή με ξηροκάρπια και βερμούτ να καταπίνω κι εγώ λίγο από τους βαθμούς του οινοπνεύματος και να ζαλίζομαι, απροστάτευτο νεογνό.

6 ευρώ και 45 λεπτά. Τόσο έκανε το θέαμα της τσακισμένης αξιοπρέπειάς μου που σου προσέφερα σε αμαξιτό από τροχοφόρα καρότσια διάδρομο παντοπωλείου. Το όλο σκηνικό δυο σειρές ράφια. Χωμένος ανάμεσα σε τυποποιημένα όσπρια, κονσέρβες ντοματοπελτέ από τη μια και ζυμαρικών από την άλλη. Στο βάθος το αγαπημένο μου κοινό, εσύ που πλησίαζες με σταθερό βήμα από την αποθήκη. Τώρα! είπα. Με άρπαξε η ευκαιρία και όρθωσα ανάστημα για να γίνω αντιληπτός. Για να σου ξυπνήσω το πάθος της στιγμής. Καμία προδιάθεση για μόνιμες δεσμεύσεις, για ερωτικές υποσχέσεις βεληνεκούς. Ήξερα ότι μπροστά μου ανοιγόταν δύσβατος δρόμος. Ήμουν αποφασισμένος να αναλογιστώ το ρίσκο. Πάτησα στις μύτες. Ανέβηκα πιο ψηλά. Τεντώθηκα.

Σηκώθηκα στο φως που με έλουζε σκέτο φθόριο. Καιγόμουν. Ένιωσα την αύρα σου να ηλεκτρίζει τις άκρες μου, να εμβάλλει την δική μου με απασφαλισμένες τις άμυνες. Από τους αστραγάλους λιποτάκτησε ξεκολλώντας ο Εφιάλτης. Με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Σκαρφάλωσα στον αέρα. Για λίγο ένιωσα να στέκομαι πέντε εκατοστά ψηλότερα από το δάπεδο και γραπώθηκα από το πέμπτο ράφι και από ένα γυάλινο βάζο οικογενειακής συσκευασίας με πίκλες. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Σου χαμογέλασα πλατιά, ακροβατώντας. Έλαμψα αυτόφωτος. Το βάζο όμως πήρε κάτι από την ευθραυστότητα μου, από την αστάθεια του δευτερολέπτου που πήγαινε να χτυπήσει ως επόμενος μαγνητοφωνημένος τόνος σε ακουστικό κάποιου που περιμένει να σαλπίσει η ώρα, κάτι από την συναισθηματική μου ανισορροπία, από την πάλη των φόβων με την προσδοκία. Δηλητήρια και ξύδια με τύλιξαν, ξεκινώντας από χαμηλά οι ατμοί τους με κύκλωσαν σε θάλαμο αερίων. Αλλά αυτό που μου έκοψε την ανάσα και με έκανε να με κυριέψει σύγκορμο θανατηφόρα άπνοια ήταν η επίπληξή σου για το κόστος της ζημιάς, για το κενό στο ράφι, για τη τιμή της μάρκας, για το βρόμικο διάδρομο, για τα μόρια όξους ενόχλησης στο ευαίσθητο βλεννογόνο της καθωσπρέπει πελατείας, για τη θαμπάδα του δαπέδου. Απομακρύνθηκες ουρλιάζοντας να σε ακολουθήσω στο ταμείο. Κατά πόδι κι ο Εφιάλτης κάνοντας υποκλίσεις. Παράδωσες εμένα, τα θραύσματα γυαλιού, το τσίγκινο καπάκι ασφαλείας, τα τεμαχισμένα τουρσιά λαχανικών στην καθαρίστρια της βάρδιας. Ένιωσα με ανακούφιση στην πλάτη μου το σκούντημα της νωπής σφουγγαρίστρας, τα βαμβακερά λερά κορδόνια της, την απολύμανση του κοψίματος από γυαλί στο πόδι μου, το άρωμα λεβάντας. Μας τράβηξε με δύναμη, κάνοντας βουναλάκι και μας έσπρωξε μέσα στο φαράσι. Μας πέταξε τον καθένα στη δική του θήκη ανακύκλωσης. Στο χέρι σφίγγοντας την μίζερη απόδειξη καταβολής αντιτίμου, ανέβηκα τις κυλιόμενες σκάλες.

 

 

* Αφιερώνεται στους φίλους μου, που ζουν στο προάστιο της Centocelle, στη Ρώμη, Livio Aquila και Paul Gutierrez και μοιραζόμαστε όνειρα, απραγματοποίητα σχέδια στα συρτάρια και στοργικά αισθήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top