Fractal

Πέντε ποιήματα του Πολυχρόνη Κουτσάκη 

 

 

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Η δεύτερη ευκαιρία»

Εκπτώσεις

 

Θα υπάρξει αληθινά ένας καιρός

-μου ορκίστηκε-

που οι ματωμένες μας λέξεις

θα μείνουν ξοπίσω

οι χαμένες μας σκέψεις

θα γλεντάνε παρέα

τα καλοκαίρια θα πάψουν

να μυρίζουν απώλειες

 

Θα υπάρξει αληθινά ένας καιρός

-μου υποσχέθηκε, νομίζω-

που οι σκέψεις μας θα’ ναι

χαλασμένα ρολόγια

σφηνωμένοι οι δείκτες μας

στην ίδια την ώρα

 

Θα υπάρξει αληθινά ένας καιρός

-ίσως να μου είπε κάποτε-

που θα μπορούμε να λέμε

πως δεν μας παρέσυρε

σε χαμένες ελπίδες

πως δεν μας κιτρίνισε

τα χαρτιά της αγάπης

 

πως είναι δικός μας.

 

 

Ορισμός

 

Έρωτας

είναι μια εικόνα –μόνο μία

δυο πιτσιρίκια

δεκαοχτώ χρονών

σ’ ένα λεωφορείο

αγκαλιασμένα

-το κεφάλι της στο λαιμό του-

να χασμουριούνται

την ώρα που ο οδηγός σταυροκοπιέται

κόβοντας ταχύτητα μπροστά σ’ ένα νεκροταφείο.

 

 

Ο μικρός Θεός

 

I walked abroad in a snowy day

                                                                        I asked the soft snow with me to play

                                                                        She played & she melted in all her prime

And the winter called it a dreadful crime”

 

                                                                        William Blake, Songs and Ballads

 

 

Ανέβηκε πάνω στο χιονισμένο βουνό

μύρισε τις λεύκες

έπαιξε χιονοπόλεμο με τον ουρανό

χάιδεψε τις ναρκωμένες αρκούδες

άνοιξε τα χέρια

πάνω απ’ τον γκρεμό

κι έπειτα άνοιξε τα μάτια

του χρειάζονταν ανοιχτά

για το επόμενο όνειρο

που δεν περιοριζόταν σε βουνά

πεδιάδες

θάλασσες

αγκαλιές

οργασμούς

γιατί το επόμενο όνειρο

ήταν ο κόσμος όλος

ο κόσμος χωρίς αυτόν

ήθελε τα μάτια του ν’ αποτυπώσουν το μέλλον

αυτού του κόσμου

που θα’ μενε ενοχλητικά ίδιος

μετά την απουσία του

κι ας έκανε για χρόνια

μεγαλεπήβολα σχέδια

για να τον κατακτήσει

 

ύστερα παραδόθηκε

στο κενό

στο κενό

που του έταζε πως θα τον έκανε μικρό Θεό

πως θα είχε ο ίδιος

και όχι η τύχη

την απόφαση

για το τέλος

 

όλοι εμείς,

οι φίλοι σου

 

Μαζευτήκαμε

Απόψε

Σιωπηλοί

 

Λαχανιασμένοι

Έκπτωτοι

Ικέτες

Πάμπτωχοι

Ερευνητές των

Ιχνών σου

Σαστισμένοι

 

υπογράφουμε αυτό το γράμμα

και θέλουμε να σου πούμε

πως ξέρουμε

κάτι καταλαβαίνουμε κι εμείς

είναι γλυκός ο πειρασμός της απόλυτης δυστυχίας

έπρεπε να τον καταπιείς πριν σε καταβροχθίσει

δυόμισι χιλιάδες χρόνια ακούγεται το «ταν ή επί τας»

κάπου θα το’ χε πάρει κι εσένα το αυτί σου

 

αντίο

 

 

 

Μια φοβερή φράση                            

 

 

 Με ποιον κοιμόσουν;

Κοιμόμουν πάντα μόνη.

Με ποιον κοιμόσουν;

Με όποιον καταδεχόταν να με κοιτάξει.

Γιατί μου είπες ψέματα;

Δεν θα σου έλεγα ποτέ ψέματα.

Γιατί μου είπες ψέματα;

Γιατί η αλήθεια λέει τα πειστικότερα ψέματα κι

εγώ πιστεύω στην αλήθεια.

Είσαι κουρασμένη;

Ναι είμαι πολύ κουρασμένη.

Θέλω να ξαπλώσω και να κλείσω τα μάτια.

Θέλεις να κλείσεις τα μάτια.

Ναι. Θέλω να κλείσω τα μάτια.

 

 

(Χάρης Βλαβιανός, «Ο άγγελος της ιστορίας»)

 

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που έκανε μοναχικά όνειρα. Παλιότερα, απ’ όσο μπορούσε και η ίδια να θυμηθεί, τα όνειρά της ήταν γεμάτα ανθρώπους· χαρούμενους, λυπημένους, πανέξυπνους, ηλίθιους, χαζοχαρούμενους ή αυτοκτονικούς – κάθε λογής ανθρώπους, αλλά πάντα πολλούς. Μέχρι που οι άνθρωποι χάθηκαν, σιγά-σιγά, από τα όνειρά της.

Ξαφνικά, μια μέρα, το κορίτσι γνώρισε ένα αγόρι που ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα αγόρια. Αντί να προσπαθεί, όπως κάθε αγόρι που την ερωτευόταν, να της επιβάλλει τα δικά του όνειρα, της είπε πως δεν είχε όνειρα, και το μόνο που ήθελε ήταν να του δώσει μια χαραμάδα για να τρυπώσει σε κάποιο δικό της όνειρο. Ήταν πανέτοιμος, της ορκίστηκε, να παίξει οποιοδήποτε ρόλο του ανέθετε∙ δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις, ούτε μεγάλες απαιτήσεις. Το κορίτσι γοητεύτηκε από το παράξενο αγόρι, σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, άνοιξε τη χαραμάδα κι άφησε το αγόρι να μπει σ’ ένα μικρό της όνειρο. Έτσι πέρασαν μέρες, που φορτώθηκαν η μία πάνω στην άλλη κι έγιναν μήνες, που καβάλησαν ο ένας τον άλλο κι έγιναν χρόνια, και το αγόρι, που δεν άφηνε λεπτό να πάει χαμένο, εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη του κοριτσιού κι άρχισε ν’ ανοίγει μόνο του κι άλλες χαραμάδες, πολλές χαραμάδες, και να τρυπώνει απρόσκλητο σε όλα τα όνειρα του κοριτσιού. Σύντομα, το κορίτσι ανακάλυψε πως δεν μπορούσε πια να ονειρευτεί τίποτα χωρίς να πρωταγωνιστεί το αγόρι, κι αυτό την ανησύχησε πολύ, όμως το αγόρι έσπευσε να την καθησυχάσει με μια αγκαλιά και με γλυκούς ψιθύρους, που έλεγαν πως αυτό είναι ο έρωτας, να κοιμάσαι και να ξυπνάς με τον άλλο στο μυαλό σου. Το κορίτσι άκουσε τα λόγια του αγοριού και πίστεψε την αγκαλιά του, κι όλο επαναλάμβανε ευτυχισμένο «αυτό είναι ο έρωτας».

Μια μέρα, όμως, το αγόρι ξύπνησε και είδε δίπλα του το κορίτσι που κοιμόταν και έβλεπε πάλι αυτόν στο όνειρό της, και χασμουρήθηκε βαριά και ένιωσε να βαριέται τόσο μα τόσο πολύ τον πρωταγωνιστικό του ρόλο κι αισθάνθηκε την ανάγκη να ξεκινήσει ξανά από το μηδέν, σαν κομπάρσος, αλλά σε κάποια άλλα όνειρα, αφού γι’ αυτό το κορίτσι θα ήταν για πάντα πρωταγωνιστής. Έτσι το αγόρι έφυγε, και πήγε να βρει μια άλλη κοπέλα και να μπει στα όνειρά της. Το κορίτσι έμεινε μόνο και δυστυχισμένο. Τώρα πια δεν μπορούσε να βλέπει τα παλιά του όνειρα∙ δεν τα αγαπούσε πια, και τα όνειρα εμφανίζονται μόνο σε όσους ξέρουν να τα αγαπούν.

Έτσι πέρασαν κι άλλες μέρες, που προστέθηκαν η μία στην καμπούρα της άλλης κι έγιναν μήνες, που ανέβηκαν ο ένας στην πλάτη του άλλου κι έγιναν χρόνια, και σιγά-σιγά το κορίτσι έμαθε τον εαυτό της να ξεχνάει σιγά-σιγά εκείνο το αγόρι και ν’ αγαπάει τα καινούργια όνειρά της που τώρα πια ήταν μοναχικά αλλά ήταν, τουλάχιστον, ξανά ολόδικά της. Μέχρι που, ένα σκοτεινό βράδυ, κουτούλησε στο δρόμο ένα άλλο αγόρι που της ζήτησε συγνώμη για τη σύγκρουση και της δικαιολογήθηκε πως δεν κοιτούσε μπροστά του, επειδή έψαχνε να βρει το φεγγάρι, το οποίο ήταν άτακτο και έπαιζε κρυφτό εκείνη τη νύχτα. Μόλις είδε το αμήχανο χαμόγελο αυτού του δεύτερου αγοριού, το κορίτσι ένιωσε αμέσως πολύ ζεστά, και του έδωσε το χέρι της όταν της συστήθηκε ως «ερευνητής».

-Ερευνητής, δηλαδή; τον ρώτησε.

-Προσπαθώ να ανακαλύψω κάθε μέρα ένα πράγμα που θα με κάνει -για λίγο, έστω- αληθινά ευτυχισμένο.

Αμέσως, τότε το κορίτσι ξεκίνησε να του διηγείται ένα από τα μοναχικά όνειρά του, και τους πήρε το ξημέρωμα, αυτήν να διηγείται κι αυτόν να έχει ξεχάσει το χαμένο φεγγάρι και να την ακούει.

Όταν τελείωσε η διήγηση, το αγόρι χαμογέλασε και είπε πως η έρευνά του είχε μόλις τελειώσει για έναν ολόκληρο μήνα, και το κορίτσι έσκασε στα γέλια και μετά πλάνταξε στο κλάμα, έκλαιγε και γελούσε συνέχεια, ταυτόχρονα, χωρίς σταματημό, μέχρι που το αγόρι δεν άντεξε, την έπιασε και τη φίλησε, και τότε το κορίτσι σταμάτησε να κλαίει αλλά συνέχισε να γελάει.

Όμως το ίδιο βράδυ, ενώ κοιμόντουσαν μαζί και χαμογελούσαν στον ύπνο τους, το κορίτσι είδε ένα όνειρο που δεν ήταν μοναχικό. Ένα όνειρο με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά το αγόρι-ερευνητή· ξαφνικά, μια φοβερή φράση εξερράγη στο νου της, κι άρχισε να χτυπάει βίαια από μέσα τα τοιχώματα του κεφαλιού της. Μια φράση που νόμιζε πως την είχε πια ξεχάσει: «αυτό είναι ο έρωτας».

Το επόμενο πρωί, το αγόρι-ερευνητής ξύπνησε και δεν βρήκε πλάι του το κορίτσι. Το όνειρο την είχε τρομάξει τόσο, ώστε έβαλε φτερά στα πόδια κι εξαφανίστηκε για πάντα από τη ζωή του. Πάνω στο μαξιλάρι της, για αποχαιρετιστήριο δώρο, του είχε αφήσει το φεγγάρι – συχνά, είναι πιο εύκολο να το πιάσεις, από το να βρεις έναν έρωτα.

 

 

 

Ένα γράμμα θα σου στείλω

 

-1-

 

Έρχομαι σε σένα

που λες «αγάπη μου» χωρίς να τρομάζεις

και με τρομάζεις

γιατί δεν έχω ξανακούσει

αυτές τις λέξεις τόσο ατρόμητα να βγαίνουν

από αληθινού ανθρώπου στόμα

 

τρομάζω τόσο

που τρέχω γύρω-γύρω σου

σαν τρελός

ψάχνω στα πόδια σου

να βρω το κλεμμένο μου ποδήλατο

και τον χαμένο χαρταετό μου

(αφού απόψε υλοποιούνται όλα τα όνειρα

θέλω να προλάβω τα πάντα)

 

 

 

-2-

 

Μέσα απ’ τα πόδια σου θα βουτήξω

θα διασχίσω την μεγάλη θάλασσα

και θα μπω στην καρδιά σου

να φωτογραφήσω κάθε μικροσκοπική τρυπούλα της

 

μετά θα κάτσω με τα χρόνια

και θα ψάξω

και θα βρω

ή θα δημιουργήσω

-μην αμφιβάλλεις-

τόσες δα λεξούλες να την γεμίσω

λέξεις όπως

«κοσμαχτίδα»

«ηλιαγάπητη»

«μέλι»

«αίμα»

«λιμάνι»

«φωτιά»

 

-3-

 

Την πρώτη φορά

-θυμάσαι-

-θυμάσαι;-

που ξύπνησα με το γυμνό σου χέρι πάνω μου

έβαλα εκείνα τα γοερά

τα ασυγκράτητα κλάματα

σαν τον Ιησού μπροστά στο Λάζαρο

δεν πίστευα κι εγώ

στο θαύμα που μου είχε συμβεί

 

Την δεύτερη φορά

δεν έχυσα ούτε δάκρυ

καμία έκπληξη

τόσο βέβαιος ήμουν πια

πως ακόμα ονειρευόμουν

 

έτσι γλιτώσαμε την ρουτίνα

 

-4-

 

Μετά πήγα άρον-άρον

και ξεπούλησα

το ακριβό μου το κουπί

το καλογυαλισμένο

αυτό που θα με περνούσε άβρεχτο

απ’ όχθη σ’ όχθη στον Αχέροντα

 

βρήκα τόσο πρόθυμους αγοραστές

που σε πεθύμησα διπλά

και σκέφτηκα «εγώ δεν έχω χρόνο για τέτοιες αηδίες»

τους άφησα λοιπόν κάτι για τον κόπο τους

και τους αγγάρεψα να σβήσουν μόνοι

τ’ όνομά μου απ’ το κουπί

 

γιατί εμείς

εμείς οι δυο

που θα ζούμε κάθε μέρα το περισσότερο

έχουμε τόση ανάγκη τα χιλιοστά του δευτερολέπτου

 

 

-5-

 

Έρχομαι σε σένα που με πλάθεις

και με κάνεις βρώμικο και Θεό

που ξέρεις

πόση ψυχή χρειάζεται

για να’ σαι παράφρων

με κάποιον που υπάρχει στ’ αλήθεια

 

 

-6-

 

Από τότε που σε γνώρισα

δεν έχω καμία αμφιβολία

ο παράδεισος που όλοι ελπίζουν

δεν υπάρχει

γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν δύο παράδεισοι

κι εγώ να σε κρατάω

και να κατέχω τον ένα

τον απίθανο

αυτόν με το γαλάζιο πάτωμα

– να πού χρησιμεύει ο ουρανός –

 

Από τότε που σε άγγιξα

δεν έχω καμία αμφιβολία

πως την έκανα

τη μεγάλη παγαποντιά μου

 

ακούστε με όλοι καλά

εγώ έκλεψα τον παράδεισο.

 

 

 

 

 

 

* Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης γεννήθηκε το 1974 στα Χανιά. Το μυθιστόρημά του Δεν είσαι εδώ, που μόλις κυκλοφόρησε από τον Πατάκη, είναι το τρίτο βιβλίο της «Τριλογίας της Κρήτης» που ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Καιρός για ήρωες και συνεχίστηκε με το Μια ανάσα μόνο. Το Μια ανάσα μόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για Εφήβους 2016 του περιοδικού Ο αναγνώστης. Ο Πολυχρόνης έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα και έξι θεατρικά έργα που έχουν εκδοθεί στον Καναδά. Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Θεατρικά έργα του έχουν παιχτεί και βραβευτεί στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στην Αγγλία και στην Ελλάδα. Το αστυνομικό μυθιστόρημά του Αθηναϊκό Μπλουζ θα εκδοθεί στην Ελλάδα (Εκδόσεις Πατάκη) και στην Αγγλία (εκδόσεις Bitter Lemon Press) τον Ιανουάριο του 2017 και στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2017. Το άλλο βιβλίο της ίδιας αστυνομικής σειράς, με πρωταγωνιστή τον Στράτο Γαζή, έχει τίτλο Baby Blue, κυκλοφορεί ήδη από τις Εκδόσεις Πατάκη και θα εκδοθεί στο εξωτερικό το 2018.

Ο Πολυχρόνης έχει εργαστεί ως καθηγητής Δικτύων Επικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά, στο Πολυτεχνείο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Murdoch στο Περθ της Αυστραλίας, όπου κατοικεί από τον Ιανουάριο του 2016. H ιστοσελίδα του είναι http://www.polkoutsakis.com

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top