Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

f8

 

 

Καρφωμένες ομπρελίτσες

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αλλιώς το ‘θελα το δρομολόγιο

Την διαδρομή, αλλιώς την περίμενα

Απογοήτευσης το βάπτισμα

Η λαχτάρα ξεφούσκωσε

Σαν μπαλόνι στα χέρια μικρού παιδιού

‘Ο,τι αγαπώ, χάνεται

Γλιστρά απ’ τα χέρια

Σαν το λάδι στο νερό

 

Μόνο το πείσμα μου δεν σκάει

Αυτό αντέχει

Έμφυτη ιδιότητα; αναρωτιέσαι

Μάλλον αγάπη για πολλά

Είναι η διαδρομή τελικά που περισώζει

‘Ο,τι πρέπει να διασωθεί

Είναι τα δρομολόγια σκορπισμένα

Σαν αρχαία σπαρτά

Κόκκινες ομπρελίτσες

Καρφωμένες

Σε γκρίζα αμμουδιά.

 

 

 

Ξετσίπωτα προσωπεία

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προτίμησα την σιωπή

αφού όταν μιλώ

δεν με καταλαβαίνεις

όσες σκόρπιες λέξεις

κι αν συντάξω

όσους πίνακες

κι αν συμπληρώσω,

μόνο στείρες ατελείς εξισώσεις

θα αντιγράψεις

στο τετράδιό σου.

Προτίμησα την σιωπή

αφού δεν μπόρεσες να δεις

την ιδιότυπη σημερινή

φυλλοβόλα μέρα

με την βροχή να πέφτει

απ’ τα κλαδιά των δέντρων

στο πέρασμά μας

ή την χροιά της φωνής του αέρα

καθώς έβηχε στο πρόσωπό μου

από το ανοιχτό παράθυρο,

χειμώνιασε,

αλλά αυτό χάσκει σκαλωμένο

δυο δάχτυλα

να αφουγκράζομαι

την φάρσα που παίζεται

γύρω μου

όλοι να προσποιούνται

πως είναι καλά

ενώ χρόνια έχουν υποστεί

ευνουχισμό,

κλέφτες λέξεων ενός κενού τετραδίου

χωρίς μια στάλα ντροπής

στα ξετσίπωτα προσωπεία τους

κι αυτό είναι το χειρότερο για με,

το να τους λυπάμαι.

 

 

Με ρώτησες αν φοβάμαι την βροχή

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μυστήριο

πώς πέφτει η βροχή

όταν την έχεις ανάγκη

ξεπλένει εμένα,

ξεπλένει εσένα

ανήμπορα κορμιά

στην κόψη του ξυραφιού

σώζονται

από δυο στάλες νερού

στριμωγμένα όνειρα

στο δισάκι του Θεού.

 

Με ρώτησες αν φοβάμαι την βροχή.

Όχι, δεν την φοβάμαι

αυτή καθ’ εαυτή

το χαμόγελό μου φοβάμαι

μήπως και ξεπλυθεί

και φανεί η αλήθεια.

 

Τόσα ξεραμένα χαμόγελα

κάτω από ποτισμένα πρόσωπα

πενθούν, τον εξωστρακισμένο ήλιο

που κάποτε

έκαιγε το πρόσωπό τους

γόνιμα.

 

 

Σφαλιστό στόμα

~~~~~~~~~~

Το στόμα έχει μνήμη

μπορεί να σφάλισε

εσκεμμένα

την πίκρα

να κρατήσει

σφικτά

δική του,

μα θυμάται

την ευνουχισμένη του

ψυχή

τα κρύα βράδια

που η υγρασία στάζει

από τις σκεπές

μιμούμενη δάκρυα

γιατί κι αυτά σφαλίσανε

ερμητικά.

 

Το στόμα έχει μνήμη.

Ανοίγει προσποιούμενο

πως κάτι θέλει να πει

-άδικος κόπος-

θα πει τελικά;

ή θα τα προσπεράσει όλα

δε βαριέσαι, θα πει,

μιαν άλλη φορά

θα εκμυστηρευτώ

της ψυχής μου το άβατο

άλλωστε

ποιός θα συμμεριστεί

ένα στόμα

σφαλιστό.

 

 

Προτού αλέκτωρ λαλήσει τρις

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα σταύρωσα τα χέρια μου

τα ένωσα

ως πράξη αδυναμίας

παραδόθηκα, είπα,

μάταιος κόπος να ανασταίνεις

τα ταφέντα.

Μη με κοιτάς έκπληκτος

ο γέγονε, γέγονε

άλλωστε κι ο Λάζαρος

μια φορά δεν αναστήθηκε;

Πώς λοιπόν να πνίξω

την του σαβάνου οσμή

αφού πια κύλησε

η αιώνια πλάκα;

Με πόσες Αναστάσεις

κερδίζονται τα χαμένα;

Προτού

αλέκτωρ

λαλήσει τρις

η ψυχή

θα πεθάνει

πολλάκις.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top