Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Ζωής Δικταίου // *

 

 

 

 

Προφητεία παλιά

 

 Έργο του ζωγράφου  Ρουσσέτου  Παναγιωτάκη

 

 

Προφητεία παλιά
σαν ξεκάθαρο μήνυμα
το φως της αυγής, στο λαιμό
σημάδια της νύχτας,
παγωμένα φιλιά
και στα μάτια ακόμη,
το αιώνιο δίλημμα.

 

Μου μιλάς για θεούς,

μα δεν είχα ποτέ μια εικόνα

να μετρήσω το πάθος,

ν’ αγαπήσω το λάθος,

να σε βρω μες το χάος,

να πιστέψω

σε μια, μόνο αγάπης σταγόνα.
Σ’ αγαπώ…
μα είναι η μέρα μικρή
και η νύχτα
ποτέ δε μου φτάνει
την ψυχή,
μυστικά σου ανοίγω να δεις,
την κρυμμένη πληγή,
το φεγγάρι φωτίζει
ό,τι  απόψε,
στο όνειρο χάνει.

 

Να υψώνονται σκάλες,

όλα χάρτινοι πύργοι του νου,

να γκρεμίζονται

σε άστεγο αιώνα.

Να γυρεύω μαχαίρι

δανεικό τ’ ουρανού

να μου κλέβεις την Άνοιξη

νά ’χω πάντα χειμώνα.

 

 

 

Αύριο εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

 

 

Για τις αλήθειες που μένουν κρυμμένες

 

 

Έργο  του  ζωγράφου  Ρουσσέτου  Παναγιωτάκη

 

 

Για τις αλήθειες που μένουν κρυμμένες

στης ψυχής τον γαλάζιο βυθό

της ζωής μου στιγμές,

δυο ζωές, δυο φορές προδομένες

οι αλήθειες εκείνες

πόσες νύχτες με καίνε

οι αλήθειες

σημάδια φεγγάρια

που κι αν θέλω

δεν μπορώ,

δεν μπορώ ν’ αρνηθώ.

Δάκρυ – δάκρυ

μετρώ ό,τι έχασα

κογχύλια στην άμμο,

αστέρια, χιλιάδες

της νύχτας φιλιά

μας χωρίζει ο χρόνος

μα ποτέ δεν σε ξέχασα

μου γελάς κι είσαι μόνος

στης αγάπης τον δρόμο,

περιμένοντας

στ’ όνειρο πέρασα

για πάντα, στην άλλη την όχθη,

της μνήμης,

εκεί, που σωπαίνει ο Έρωτας

εκεί, που ποτέ δεν γυρνούν τα πουλιά…

Πόσες άστεγες σκέψεις

βρίσκουν τώρα φτερά

σ’ έναν άλλο ορίζοντα

που η λήθη κυκλώνει

και η τέχνη λυτρώνει,

είναι τέχνη να φεύγεις

είναι τέχνη να χάνεσαι

στα βαθιά της αγάπης

κοραλλένια νερά.

 

 

Αύριο εν ονόματι της αγάπης

Ανοίγω τα παλιά τα συρτάρια του καιρού στην Κέρκυρα…

Ζωή Δικταίου

 

 

  Είπες, να ξεκουράσω την ψυχή απ’ την άρνηση

 

Έργο  του  ζωγράφου  Ρουσσέτου  Παναγιωτάκη

 

 

 

Είπες, να ξεκουράσω την ψυχή

απ’ την άρνηση

έχει μείνει πολύς δρόμος ακόμη,
στάλα – στάλα η βροχή, λέξεις προσευχής

ρωτάς ο έρωτας,

πάντα παρών μονίμως απών,

αλμυρό νερό που μεγεθύνει τη δίψα.

Φτερό λευκό η σκέψη σου

σε καταγάλανο ουρανό
κι όμως, είσαι εσύ

που εξαργύρωσες το φεγγάρι
για μια γιρλάντα μαύρο βελούδο.
Η μνήμη του ανέμου,

οι φωνές της νύχτας
δεν με αφήνουν, μα που ξέχασα

το χαμόγελο μου,
κοσκινίζοντας την άμμο

με παίρνει ο ύπνος
ξέρω… κάθε καρδιοχτύπι στο σκοτάδι
σημαίνει μια έξοδο απ’ τη σιωπή
και μια τυχαία συνάντηση.

Έγινες, στις χαρακιές της παλάμης
βαθύ σημάδι της μοίρας
είσαι στην απουσία της γιορτής
κρυφή προσμονή
ένα περιστέρι καθισμένο στο χέρι μου
στο σιντεφένιο συρτάρι παράπονο
στο ανεκπλήρωτο ταξίδι άστρο και φως.
Μεσάνυχτα, απόφαση στιγμής
αφήνεις

το μεθυσμένο κύκλο των ανθρώπων

την καπνισμένη αταξία της πόλης,
προχωράς, θλιβερά προβλέψιμος,
βήματα βαριά πλάι στη φθορά
και στο υπομονετικό γκρίζο των τοίχων
της θνητής τύχης ανοίγεις

το σκαλιστό κουτί
περιμένεις φλόγες κόκκινες, κανέλλα,
μια μυρωδιά λεμονανθού
περιμένεις σ’ ένα παλιό θαμπό καθρεφτάκι
την καλοσύνη του καιρού στο βλέμμα
φαντάζεσαι τη μέρα

που θα ήθελες να ζήσεις
δεν έχεις άλλη χαρά να στείλεις

στον παράδεισο
κι’ αυτή δεν θέλεις από πείσμα να χαθεί.
Αύριο… θα ξεκλειδώσεις

με χρυσό κλειδί
να φύγουν οι εφιάλτες απ’ την πόρτα.

 

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

 

 

Απόψε κράτησα στην άκρη τ’ ουρανού

 

Έργο  του  ζωγράφου  Ρουσσέτου  Παναγιωτάκη

 

Απόψε κράτησα στην άκρη τ’ ουρανού
γαλάζια φύκια απ’ τον ωκεανό της μοίρας
απόψε η σκέψη σου πλημμύρισε το νου
να λιώσει σπίθες στων ματιών μου την αρμύρα.

Γουλιά-γουλιά, σε κοινωνώ μπρούσκο κρασί
που είναι φερμένο από του Νότου την πατρίδα
στα πάθη εσύ να με κερνάς κούπα χρυσή
κι εγώ να υφαίνω κεραυνούς στην καταιγίδα.

 

Λαθρεπιβάτης στην καρδιά σου κάθε αυγή
βγαίνω σ’ αφύλακτα πελάγη κι αρμενίζω
χαράζω λέξεις να σου κλείσω την πληγή
μα στη δική μου απ’ την αρχή ξαναγυρίζω.

Μοιάζεις με αίνιγμα ή κι αρχαίο μυστικό
τ’ άστρα ξυπνούνε στο βαθύ αναστεναγμό σου
δεν θέλω τίποτα μα και όλα τα ζητώ
κάθε φορά που αγγίζω το σημάδι στο λαιμό σου.

 

Άνθισε η θάλασσα, οι άγκυρες χρυσές

λάφυρα απόψε, όρκοι, φιλιά  και αναμνήσεις

στοίχειωσε η νύχτα δυο ζωές πού είναι μισές

κι εσύ γυρεύεις γι’ άλλη Ιθάκη, να κινήσεις.

 

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

* H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top