Fractal

Τρεις σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες *

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Ελένη Γκίκα – Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου – Χρυσούλα Σπυρέλη
Τρεις Δεκαετίες

 

3p2

 

Εισαγωγή

 

Τα τελευταία, κυρίως χρόνια, παρατηρείται «άνθηση» της γυναικείας ποίησης. Οι σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες, ως επί το πλείστον, είναι εργαζόμενες γυναίκες που αντιμετωπίζουν τη σκληρή καθημερινότητα στην αγορά εργασίας και αντιμετωπίζουν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και τη βία, που βιώνουν τη μοναξιά που είναι εγκλωβισμένος ο σύγχρονος άνθρωπος.

Έτσι, υπερασπιζόμενες το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή, την ελευθερία, την έκφραση των συναισθημάτων· το δικαίωμα στη διαχείριση του εαυτού των, το δικαίωμα στην απολαβή των αγαθών της, στον έρωτα, στη μόρφωση και στην πολιτική, από τη δική της σκοπιά η κάθε μία, ανάλογα με τα βιώματα και την οπτική της, δίνει τη δική της μάχη με τον λόγο, με τα μέσα που διαθέτει, με τις λέξεις. Υψώνει τη φωνή της ενάντια στην καταπίεση, την άνιση μεταχείριση. Κι ανοίγει ένα παράθυρο προς τη μεριά του ήλιου να μπει φως στη ζωή της και στη ζωή των συνανθρώπων.

Πέρα από αναμενόμενες, αιτιολογημένες υπαρκτές διαφορές στην αντιμετώπιση και διαχείριση των προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου και των προσωπικών  θεμάτων ποιητικά, υπάρχει σαφής προσανατολισμός, κοινός παρονομαστής, κοινή συνισταμένη: ο άνθρωπος και η μοίρα του, το Αύριο του κόσμου. Γενικότερα, η σύγχρονη ποίηση έχει βγει από παλαιά έωλα μορφώματα, έχει βγει από τον ερμητισμό και τα προσωπικά, αφήνοντας στο περιθώριο ερωτικά και αισθηματικά παραληρήματα που οι παλιότερες γενιές αναλώνονταν σε κούφια ερωτόλογα, και ασχολείται με ουσιαστικά θέματα.

Δεν είναι διόλου περίεργο που υπάρχει μεγάλη και ποιοτική ποιητική παραγωγή τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας τρόπος υπαρξιακής αγωνίας και ηθικής αντίστασης να ανθεί η γυναικεία ποίηση σε καιρούς ηθικής και πολιτικής παρακμής, μεγάλης οικονομικής κρίσης και πρωτοφανούς δοκιμασίας συνειδήσεων και αντοχής των αξιών. Είναι ένα μέσον να  σπάσει τα δεσμά της μοναχικότητάς του το άτομο που κατά κάποιον τρόπο του έχει επιβληθεί, ένας τρόπος επικοινωνίας, καταγγελίας,  δημοσιοποίησης σοβαρών προβληματισμών. Είναι η βαθύτερη ανάγκη του ατόμου να εκτεθεί στο κοινό, να ενώσει τη φωνή του, να προβάλει τα συναισθήματά του με των πολλών ενάντια στην αλλοτρίωση, ενάντια στην καταπάτηση των δικαιωμάτων, στην ηθική και την άλλη καθημερινή ρύπανση του περιβάλλοντος.

Όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερες Ελληνίδες ποιήτριες κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο χώρο της λογοτεχνίας γιατί τολμούν να «εκτεθούν», γιατί έχουν λόγο. Γιατί τολμούν να μιλήσουν, γιατί έχουν φωνή. Οι παλιότερες Ελληνίδες ποιήτριες μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Κι εκείνες, ωστόσο, δακτυλοδεικτούμενες ήταν, όπως και κάθε γυναίκα που τολμούσε να αναμετρηθεί με το ανδρικό κατεστημένο. Σήμερα, αν κρίνουμε από τις ποιητικές συλλογές που εκδίδονται, τα ποσοστά είναι πολύ διαφορετικά τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα και δυναμική. Οι Ελληνίδες δημιουργοί έχουν βγει από το καβούκι τους και πολεμάμε το όποιο κατεστημένο με όλα τα μέσα και με τον ποιητικό, ποιοτικό, ουσιαστικό λόγο τους. Στο σύνολό τους.

Έτσι, με την ευκαιρία που μου παρέχει η Βιβλιοθήκη Καλλιθέας συμμετοχής μου «σε μια εκδήλωση αφιερωμένη στην ποίηση», σκέφτηκα να παρουσιάσω τρεις σημαντικές σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες που επιλέχτηκαν από ένα σύνολο τριάντα σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών ως εκπρόσωποι τριών δεκαετιών (γενεών) και, όλως περιέργως, τριών περιοχών της πατρίδας μας, ήτοι την Ελένη Γκίκα για τη δεκαετία του ’80 (Αθήνα), την Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου για τη δεκαετία του ’90 (Θεσσαλονίκη), και τη Χρυσούλα Σπυρέλη για τη δεκαετία του 2000 (Αγρίνιο).

Την κοινή παρουσίαση κατά κάποιον τρόπο, την υπέβαλαν οι ίδιες με τα ενδιαφέροντα, παρεμφερή θέματα που τις απασχολούν και διαπραγματεύονται δίνοντας τη δική της ποιητική διάσταση κάθε μια, ανάλογα με τις προσωπικές της προτιμήσεις και αξιολογήσεις, αλλά και γιατί έχουν έναν «κοινό παρονομαστή»: το τρυφερό πένθος για τον πατέρα.

 

*

 

Πάνε πολλά χρόνια που γνώρισα την Ελένη. Είχαμε συναντηθεί σ’ ένα βιβλιοπωλείο και μας είχαν συστήσει, αλλά δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα μετά ούτε βιβλία. Η γνωριμία εκείνη είχε μείνει ατελέσφορη.

Ουσιαστικά τη γνώρισα μέσα από τα βιβλία της ως μια τρυφερή αισθαντική σημαντική ποιήτρια, αξιόλογη πεζογράφο και δημοσιογράφο και άνθρωπο με σοβαρούς κοινωνικούς προβληματισμούς. Ανακάλυψα μια ωραία ψυχή και μια καρδιά που χωράει όλο τον κόσμο, καλούς και κακούς.

Η επαφή μου με το συγγραφικό της έργο είναι συνεχής και αδιάλειπτη.     παρακολουθώ τη δημιουργική της πορεία και τη σημαντική προσφορά της στην ποίηση και την πεζογραφία, πέρα από την άλλη, τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, που αν και υπηρετεί τη λογοτεχνική επικαιρότητα, η  ποιήτρια την υπερβαίνει και προσφέρει έργο σημαντικό.

Η Ελένη και η πολύπλευρη προσφορά της στα γράμματα είναι γνωστή και αναγνωρισμένη. Δεν πρόκειται να κομίσω εδώ απόψε “γλαύκα από την Αθήνα”. Επιθυμώ να περπατήσουμε μαζί στους ποιητικούς ανθώνες και να απολαύσουμε τα μυριστικά και όλα τα ευώδη ποιητικά άνθη ακόμα και ροδόχροα της πικρής αλόης, και να προβληματιστούμε μαζί της για όσα τραγικά που συμβαίνουν σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο και τη συγκινούν και την εμπνέουν.

Η Ελένη σε κάθε της έκφραση και κίνηση είναι ποιήτρια και στο πεζογραφικό της έργο. Ανιχνεύει τον χρόνο, όχι σαν μονοδιάστατη πραγματικότητα, αλλά κυκλική, ανακυκλούμενη. Διαλέγεται με τον χρόνο. Με τον χώρο επίσης και με τις λέξεις.  Εκφράζεται ποιητικά μέσω των συμβόλων, υπάρχει τούτο το χαρακτηριστικό: στις τέσσερεις από τις εφτά ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει ίσαμε τώρα, οι τρεις έχουν τίτλο τέσσερις λέξεις, που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα, και σαφώς προϊδεάζουν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο των ποιητικών συνθέσεων, όπως: “Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα…”, η τέταρτη, “Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι…”, ή πέμπτη, “Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα…” η έκτη, και “Θόλωσα, Θύελλα,

θάμβος, θυμήθηκα…” η έβδομη και πρόσφατη ποιητική συλλογή της.

Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ποιήτρια εκφράζει πρώτα με τον τρόπο αυτό πολύ περιληπτικά το μέρος εκείνο του βιωμένου χρόνου που μ’ αυτό επιθυμεί να δηλώσει τη σχέση της ή και την εξάρτησή της από τον κόσμο και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν και της προξενούν συγκινήσεις, που τη χαροποιούν ή τη θλίβουν:  πάθη, παθήματα ή και εκούσιες και ακούσιες συμφορές.

Θα παρατηρούσα ακόμα πως υπάρχει μια προϊούσα λεκτική πορεία και εξέλιξη στο ξεδίπλωμα των στοχασμών της: ξεκινάει με λέξεις/ έννοιες “γλυκές”, που παραπέμπουν σε γεύσεις, συνεχίζει με λέξεις που ενέχουν το στοιχείο της ευωδίας, αλλά και της ερημίας, προχωρεί σε κείνες που σημαίνουν πόνο και οδύνη, για να καταλήξει σ’ ένα άλλο τοπίο όπου επικρατεί κατ’ αρχήν μια σκοτεινότητα, που δίνει τη θέση της στη θύελλα, στον ανεμοστρόβιλο των παθών που σαρώνει τον κόσμο της ψυχικής γαλήνης, αλλά περνάει από κει στο θάμβος, στην έκσταση, στη λύτρωση, για να καταλήξει στο καταφύγιο της ψυχής που είναι η μνήμη, η θύμηση των πεπραγμένων, η κάθαρση.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να χαρακτηρίσει την ποίηση της Ελένης Γκίκα ως φιλοσοφημένο ελεγείο για την απουσία πολύ αγαπημένων της. Η ποιήτρια δεν αποδέχεται την αναγκαστική φυγή του πατέρα. Θεωρεί πως ενοικεί στον ίδιο χώρο, εκλογικεύει με θαυμαστό τρόπο το αναπότρεπτο γεγονός, αφού βίωσε ολοκληρωτικά την οδυνηρή απώλεια, φόρεσε θαρρείς κατάσαρκα το κενό, κι  «ο φοβερός εχθρός / έγινε φίλος».

Αφετέρου, θα ήταν δυνατό να εκληφθεί και «σύνοψις» των πεπραγμένων του ποιητικού της χρόνου/χώρου. Γιατί, ενώ σε πρώτο επίπεδο την απασχολεί το κενό που άφησε ο προσφιλής απών και το οποίο πληροί η δική της αδιάλειπτη ζώσα παρουσία, σε άλλο επίπεδο αποτυπώνεται η στωική αντιμετώπιση που επιτυγχάνεται με τη συνέργεια/συνωμοσία των αντιθέτων, την αντίφαση: απόρριψη> <οικείωση.

Η μη παραδοχή του γεγονότος δημιουργεί ένα ανάχωμα που υποστηρίζει και υποστυλώνει την αμετακίνητη πίστη στην αέναη πνευματική / άυλη παρουσία του εκλιπόντος σωματικά πατέρα, αλλά και την απτή ύπαρξή του πάνω σε ό, τι άγγιξε, χάιδεψε η πνοή του, πάνω σε ό, τι ακούμπησε κι αποτυπώθηκε η αφή του, όπως συμβαίνει με τη μαγεία και τη γοητεία που υπάρχει και ελκύει στους αρχαιολογικούς χώρους.

Η ποιήτρια Ελένη Γκίκα όχι μόνο τη νιώθει την αόρατη παρουσία του, αλλά συμβιώνει με τη θαυμαστή πραγματικότητα που περιγράφει αριστουργηματικά απλά με λιτούς, κατανοητούς στίχους:

«Από τις Κυριακές θα πιαστώ

να ξαναβρώ την αρχή

θα μου δώσεις το βήμα;»

λέει κι αναφέρεται στη μεγάλη απουσία του πατέρα της που ωστόσο είναι πάντα παρούσα  κι ας είναι «Ύπαρξη άπιαστη», εκείνη τον νιώθει πάντα κοντά της και του μιλάει λες και είναι εκεί και την ακούει. Του μιλάει με λόγια γλυκά και τρυφερά:

«Κι  όμως το ξέρω

στο μισοσκόταδο αεράκι η ανάσα σου

σε λίγο να έρχεται πάλι  και πάλι»,

γιατί το νιώθει πως είναι εκεί η άυλη παρουσία του και γεμίζει τη μοναξιά του δωματίου. Είναι ο πατέρας, το άλλο Εγώ της.

 

Δημιουργεί ψυχικά και φυσικά τοπία που ιλαρύνουν την οδυνηρή αναπόληση και λειαίνουν την ανάμνηση, ομορφαίνοντας τη μοναξιά όπου βρίσκει τον εαυτό της και δημιουργεί και υπάρχει..

Υγρή, λυγμική, αλλά χαμηλότονη ποίηση, διακριτική, ωσάν σιγαληνή βροχή πρώιμου φθινοπώρου, αξιοπρεπώς οδυρομένη και δακρυρροούσα ικετευτικά, προσδοκώντας την άνωθεν παραμυθία με την παραδοχή, την αποδοχή, την κατάφαση και το θαύμα:

“Ξέρεις ο άνθρωπος άμα χάσει την αφή του πεθαίνει.

σκορπίζει ο έρωτας

και με τις πρώτες βροχές διαλύονται τα χέρια σου,

(…)ο χρόνος εκμηδενίζεται

έτσι ηττούνται οι αποστάσεις

κι είναι λες και τα έζησες

μονάχα για να θυμάσαι(…)

Αλλ’ όμως ό, τι έγινε

μονάχα έτσι θα μπορούσε να γίνει.

Έτσι ακριβώς.

Κι αυτό είναι το θαύμα”.

Αυτό είναι το θαύμα: να γνωρίζεις τι σε περιμένει στην άκρη ή στα μισά του δρόμου και συ να παίρνεις θαρραλέα τον ανήφορο περιγελώντας, περιπαίζοντας το θάνατο μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο ευτυχισμένης ουτοπίας.

Ο ποιητικός της τρόπος και δρόμος είναι μια ατελεύτητη αναζήτηση της ψυχής των πραγμάτων, της ψυχής της, μέσα στο χάος, τη ρευστότητα, τη διαφορετικότητα, την αντιπαλότητα και τη μαγεία όλων των στοιχείων, που συνθέτουν το νόημα και το περιεχόμενο του κόσμου, του χωροχρόνου και της ζωής.

Καταγράφει καθημερινά συμβάντα της ψυχής και της καρδιάς, ιστορεί και ζωγραφεί εικόνες και καταστάσεις που αγγίζουν το μέσα μέρος του μυαλού, που έχουν κάτι από την ψίχα της ζωής και του ονείρου, ψήγματα του χρυσού που γεννάει στην ψυχή της η υποβλητικότητα και η μαγεία της αμετακίνητης μοναξιάς, που κάθε μέρα βρέχει ο Θεός για όλο τον κόσμο.. Και τη συναντάει στις ατελεύτητες αναζητήσεις, ακόμα και μέσα στην καρδιά της που μοιάζει σα “να προσπαθεί να σκαρφαλώσει σ’ ένα ποίημα”. Και γίνεται ποίημα, τρυφερό τραγούδι, γέφυρα προς τη ζωή

Η Ελένη, αν και είναι λυρική ποιήτρια δεν γράφει μόνο για τον εαυτό της. Το έργο της στην ουσία είναι κοινωνική ψυχογραφία και διερεύνηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς εκείνων που διαμόρφωσαν με τη δική τους λογική και στα δικά τους μέτρα, μια γενιά που δεν πιστεύει στο παρελθόν και δεν προσδοκά τίποτε από το μέλλον. Και προσπαθούν μέσα από τους σπασμένους καθρέφτες να συλλέξουν τα θρύψαλα της ζωής, να συναρμολογήσουν το πρόσωπό τους και να αποκτήσουν ταυτότητα.

Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να αγγίξει και να συλλάβει όλη την αλήθεια. Τα όριά του είναι δεδομένα. Γι’ αυτό και η ποιήτριά μας καταφεύγει συχνά στη χρήση των συμβόλων. Είναι κατ’ εξοχήν συμβολική η ποίησή της και αφαιρετική. Εκεί στη μοναξιά της ποιητικής ενδοχώρας, συνειδητοποιεί τον πόνο και γεύεται πικρό ψωμί την οδύνη της ερωτικής ή της όποιας ένδειας. Εκεί, στο ημίφως της ερημιάς και της αναπόλησης, κάνει αναδρομές στα παιδικά και στα εφηβικά της χρόνια ψάχνοντας τις χαμένες αγάπες.

«Είμαι πάντα ολόρθη

και έτοιμη να ξαναπάρω τη ζωή μου στα χέρια μου.

Μ’ ακούτε;

Είμαι εδώ!

Εδώ και τώρα Αρχίζω!”

“Το άλμα, το τέλμα

και η ανάσα σου

εκείνο το αγέννητο παιδί

που έγινε ποίημα

άλγος

άλμα

αρχή.

Κυρίως».

Οι ρυθμοί κι οι παλμοί της καρδιάς έγιναν λέξεις, στίχοι, ποιήματα. Και το ευάγκαλο ψυχικό τοπίο πήρε υλική υπόσταση μέσα σε μια χαριτωμένη και εύγλωττη, αγαπησιάρικη, όσο και δυναμική σπονδυλωτή ποίηση.

Φτάνοντας στο τέλος του σύντομου οδοιπορικού στα ποιητικά τοπία της Ελένης Γκίκα, αισθάνεσαι την ανάγκη να γυρίσεις πίσω προχωρώντας αργά, ψηλαφώντας τον βιωμένο χώρο και χρόνο, ανιχνεύοντας τα μυστικά της τέχνης της. Και εκτιμάς την αξιοσύνη και την αξιοπρέπεια που βιώνει τα γεγονότα που τη συγκλονίζουν και που οριοθετούν και χαρακτηρίζουν τη στάση της στην τέχνη, στον χώρο εργασίας και συνεργασίας, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις της και στη ζωή.

 

3p

 

*

Ξεκινάω τη σύντομη περιήγηση στα ποιητικά τοπία της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου από ένα ποίημα που δίνει την εικόνα του σύγχρονου κόσμου, ενός κόσμου που έχει περιφρονήσει τις αξίες, που έχει ξεχάσει τον Θεό του:

«…Είναι γιατί ένας άγγελος

…τις νύχτες με ακολουθεί

Στ’ αυτιά μου ψιθυρίζοντας

Πως στην αυλή της εκκλησιάς

Στο πέτρινο παγκάκι

Ένας Χριστός που ανέστη

Μονάχος ξεπαγιάζει».,

γι’ αυτό μια υφέρπουσα θρηνητική χριστιανοσύνη συνοδεύει τον απόηχο μακρινής εποχής.

«Οι ιστοριούλες από την Αγία Γραφή που της διάβαζε η μαμά της τα βράδια από ένα πράσινο δερματόδετο βιβλίο, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της», όπως  και η επαφή της ποιήτριας με τα κλασικά κείμενα στην παιδική και την εφηβική ηλικία και με τα έργα σπουδαίων σύγχρονων δημιουργών, έχει συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση μιας προσωπικής ποιητικής γραφής ευρέος φάσματος.

Μιας ποίησης, που αν και προσωπική και σταθερή σ’ ένα κομβικό σημείο, όπου συναντώνται οι άξονες των προβληματισμών της, απλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα και, χωρίς να χάνει τον βηματισμό και τον ειρμό, αναλύει γεγονότα και καταστάσεις τόσο σε προσωπικό/ ατομικό, όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικών και διανθρώπινων σχέσεων με ένα αξιοσημείωτο δυναμισμό.

Παρακολουθώντας την πορεία της μέσα από 6 ποιητικές συλλογές σε διάστημα τριάντα ετών (1986-2016), διαπιστώνω πως η Ευτυχία Αλεξάνδρα  Λουκίδου, κατά μέσον όρο, μοιράζει τον ποιητικό της χρόνο ανάλογα με τα βιώματα που την απασχολούν, σε πενταετίες.

Το δράμα που βιώνει η ποιήτρια τόσο στην καθημερινότητά της όσο και ποιητικά αποτυπώνεται αφομοιωμένο στο έργο της, συμπίπτει με το καθολικό δράμα που βιώνει ο σημερινός οικουμενικός άνθρωπος. Γίνεται βαθύτατος εσωτερικός, ενδόμυχος, περίπου ενδομήτριος πόνος που δεν την εγκαταλείπει από τον πρώτο ως τον τελευταίο λόγο:

«Αν έφευγες

Μια εκκλησιά χωρίς  εσταυτρωμένο

θα ήταν η αγκαλιά μου».

……..

Υπάρχουν λίμνες δακρύων σιωπηλές

….Σ’ εφηβικά λευκώματα

Άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μας

Κι άλλοι που πέρασαν από την ψυχή μας».

     Η Ευτυχία – Αλεξάνδρα το γνωρίζει πολύ καλά πως ο πόνος κι ο χρόνος, η απουσία και η μνήμη, η απορία, το γιατί των σχέσεων και των αντιφάσεων, το γιατί της ύπαρξης είναι περιεχόμενο ζωής. Και φαίνεται πως έχει ξοδέψει πολύ χρόνο γι’ αυτή την πίκρα που κουβαλούν οι στίχοι της από την αρχή ίσαμε το τέλος της έως εδώ ποιητικής διαδρομής της. Και μια περιρρέουσα, εξακολουθητική θλίψη, μια απουσία και αναζήτηση  την  ακολουθεί. Και είναι:

«Αυτή η μνήμη της αφής για ενός λεπτού

Ανάπαυση»,

η έλλειψη επικοινωνίας, η κατασταλαγμένη οδύνη στον πόνο των πραγμάτων. Πολύς  εσωτερικευμένος πόνος, πολλές απώλειες έχουν περάσει από τη ζωή της κι έχουν αφήσει τα ίχνη τους πάνω της που σωματοποιούνται και ενσωματώνονται σ’ έναν  διαυγή συνεχιζόμενο διαλεκτικό μονόλογο με την απουσία. Αν και κυριαρχεί δωρική, αιχμηρή αυστηρότητα, συχνά κάνει αισθητή την παρουσία της με θρησκευτική ευλάβεια η παιδική αθωότητα:

«…Όμως πριν φύγω δείξε μου

Με τη χλωμάδα ενός κεριού

Την Παναγιά

Που στρώνει στο μικρό Χριστό

Για να πλαγιάσει»

       Στον συνεχιζόμενο εσωτερικό μονόλογο υπάρχει το «εμείς», ένας μονόλογος για δύο. Πίσω από κάθε λέξη, κάτω  από κάθε στίχο, κρύβεται μια ατομική τραγωδία. Όσο πιο έντονα βιώνει την πραγματικότητα, τόσο πιο δυνατή είναι και η εκφορά του λόγου, τόσο πιο δυναμική είναι και η σύνθεση του ποιητικού μορφώματος σε ποιητικό γεγονός.

Ο βιωμένος χρόνος οριοθετεί τις κινήσεις της ψυχής της και καταγράφει  με διαύγεια τους στοχασμούς της όπως έχουν απομνημονευτεί σε χρόνο άχρονο στη ζωή της από τρεις διαφορετικούς κόσμους και πολιτισμούς που άφησαν τη σφραγίδα τους πάνω της: Κωνσταντινούπολη, από όπου έλκει την καταγωγή, Γερμανία, όπου γεννήθηκε και  Ελλάδα/ Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε. Καταγράφει στιγμές του βίου σημαδιακές, επεισόδια ζωής κατακερματισμένης, γράφει ποίηση με τα κομμάτια της θρυμματισμένης παιδικής και εφηβικής ηλικίας, που βάζει την υπογραφή του, ένας φευγάτος, τελειωμένος έρωτας κι αφήνει πίσω του απέραντη ερημιά. Και είναι τόση η μοναξιά που την περιβάλλει που την κάνει να πάρει μια γενναία απόφαση για να επιβιώσει:

«Κάποτε θα με πάρω αγκαλιά να με παρηγορήσω

Έτσι λεπτά ντυμένη που γεννήθηκα».

    Έχει μια ευθύβολη, εφιαλτική γυμνότητα η φιλοσοφούσα και φιλοσοφημένη αντιμετώπιση των πραγμάτων, η πλατειά κι από περιωπής θεώρηση της ζωής, η υποβόσκουσα ενίοτε στωική αναλγησία και η καυστική ειρωνεία. Συχνά, αλλάζει ο τόνος της φωνής, η χροιά των ήχων μεταβάλλεται, διαμοιράζεται το περιεχόμενο των στιγμών:

«Σ’ ένα τραπέζι χειρουργείου

Όπου βαθύτερα απ’ το απρόβλεπτο

Η νοσταλγία τεμαχίζει»,

 συντελείται μια διαρκής σύνθεση και αποσύνθεση, ο λόγος γίνεται καυστικός, καταγράφει μια πραγματικότητα δίχως φως. Το ατομικό άχθος συμπίπτει με το καθολικό:

«ο αδαπάνητος χαμός…»,

είναι πανταχού παρών ως η μόνη σταθερή και «αδαπάνητη» πραγματικότητα, η μόνη δεδομένη αλήθεια: Τα πάντα, ως τόσο, ακολουθούν την πορεία προς ένα τέλος που είναι πάντα μια καινούρια αρχή Και το ατελείωτο σχήμα του ποιήματος που λέγεται και είναι ΖΩΗ, συνεχίζεται.

 

*

 

Η σχολική σύμβουλος Χρυσούλα Σπυρέλη, φιλόλογος με ευρύτερες σπουδές, είναι μια σοβαρή ερευνήτρια με δημοσιοποιημένο αξιόλογο δοκιμιακό έργο. Προικισμένη με ποιητική ευαισθησία και με επαρκή επιστημονική κατάρτιση στις αποσκευές της, έχει την άνεση να συναρθρώνει, να δομεί σωστά, να υποστυλώνει και να υποστηρίζει το έργο της μεθοδικά και συστηματικά με σοβαρά  επιστημονικά κριτήρια.

Ως ποιήτρια εμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Τήλε φάος», το 2002. Είναι αρκετά νέα στον χώρο της ποίησης, με τρεις, ωστόσο, αξιοπρόσεκτες ποιητικές συλλογές: «Τήλε φάος», (Αγρίνιο το 2002), «Χρωματιστές ενδείξεις», (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011) και «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά/ πάρε και τον πατέρα», (Εκδόσεις γράμμα, Μεσολόγγι 2015).

Με την πρώτη ποιητική συλλογή Τηλε φάος, καταθέτει τους προβληματισμούς της για την έκφραση και τον ποιητικό λόγο. Με σηματωρό το φως της καθάριας φύσης επιστρέφει στον παράδεισο της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, στον κόσμο της αθωότητας, στα δύσβατα φυσικά και ανθρώπινα τοπία μιας εποχής, σκληρής όσο και όμορφης, στερημένης όσο και αγαπητικής.

Η ποίησή της είναι ουσιαστική, η φωνή και η γραφή της καθαρή, ευανάγνωστη. Χωρίς εξάρσεις και μεγαλοστομίες μεταφέρει απλά κι ανεπιτήδευτα τον πλούτο της βουνίσιας, της πάναγνης βιωμένης ποιητικής της οικουμένης. Ο απλός ποιητικός της λόγος, ωστόσο, παραπέμπει σε μαθητεία και σπουδή κλασικών κειμένων, μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται με το πέρασμα στις «Χρωματιστές ενδείξεις», όπου η συνειδητοποίηση ότι η ζωή των είναι η εύθραυστη πραγματικότητα, υποβάλλει στην ποιήτρια στίχους αιχμηρούς με δωρική λιτότητα:

Εδώ, η Ανάτ των φοινίκων.

Η Κάλι των Ινδών.

Η μαύρη Μητέρα!

Τις θύελλες κυβερνώ κι αφεντεύω

Εγώ, η Εκάτη, που ήμουνα χτες

Ενάρετη Άρτεμις!

Γυναίκες, κρύψτε τα νεογέννητα

Μην τα βλάψει το φως.

Λύκοι λυμαίνονται αγέλες

θηλυκών ελαφιών.

Ουρλιαχτά στο κίτρινο σεληνόφως.

και γεμίζει

με τέρατα η Αρχαία Αρκαδία.

Προφητεία ανεμόπνευστη,

περνάει στις φλέβες μου

φόβο θανάτου»

Ωχρή σελήνη)

Και επιστρέψει στα πονεμένα τοπία της παιδικής ηλικίας, να μπει στης μητέρας «το κάδρο το παλιό με το στημένο βλέμμα» για να βρει καταφύγιο και να στεριώσει.

Είναι συνειδητοποιημένη. Ξέρει γιατί γράφει ποιήματα: για να μπορεί να ταξιδεύει παντού με τις λέξεις, με τα φτερά των στίχων. Γράφει με απόλυτη φυσικότητα και βεβαιότητα:

«Πήρα παραμάσχαλα ένα ποτάμι

κι έφυγα τραγουδώντας».

Γιατί μόνο η ποίηση με τη δύναμη των λέξεων μπορεί να κατορθώνει τα πάντα. Να κάνει τα αδύνατα δυνατά. Και με την ίδια σιγουριά, ως Πηνελόπη, καλωσορίζει τον επιστρέφοντα από την αναζήτηση του «πολύτροπου» πατέρα του, τον επαναστάτη γιο της Τηλέμαχο:

«Καλώς ήλθες, Τηλέμαχε, μακρινό μου φάος».

  Και μην έχοντας πλέον καμιά ελπίδα επιστροφής του περιπλανώμενου, βλέπειτην κλίνη αδειανή και μονολογεί καθώς κάθε ελπίδα εκπνέει:

«Σβήνει στο φως η μορφή σου.

Αιχμάλωτη σκόνη ο Έρως

κάθεται δίχως φτερά ανάμεσά μας».

Το φως κυριαρχεί στην ποίηση της Χρυσούλας Σπυρέλη, το οικείο και αδιαπραγμάτευτο Αιτωλικό φως, το ατελείωτο Ελληνικό φως ενάντια  στο σκοτάδι, ο άνθρωπος και η μοίρα του, η ζωή, ο έρωτας κι ο θάνατος, είναι οι αφετηρίες της ποίησής της, Κι άξαφνα κάνει μια σημαντική ανατροπή και υπέρβαση  με το καινούριο της ποιητικό βιβλίο που τιτλοφορεί  με δυο εμβληματικούς στίχους του Μιχάλη Γκανά:

 «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

πάρε και τον πατέρα».

     Πρόκειται για μια σύντομη καταλυτική στη δυναμική της σύνθεση, ένα τρυφερό νανούρισμα με γλωσσικά στοιχεία από την ατόφια, τη βουνίσια καθημερινή ντοπιολαλιά, στον ετοιμοθάνατο πατέρα της που ψυχορραγεί, για του κάνει το πέρασμα στην άλλη πραγματικότητα γλυκύτατο ύπνο τραγουδώντας του σιγανά ιστορίες από την περασμένη του ζωή, από την απλή καθημερινή του βιωμένη πραγματικότητα. Τον νανουρίζει θυμίζοντάς του τις χαρές και τις λύπες, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του, τον ξαναγυρίζει στην αρχή του για να πορευτεί νοερά από το τέλος προς την αρχή στο ταξίδι της ζωής του. Και ν’ αποξεχαστεί, να λυτρωθεί από την αγωνία και τον φόβο του θανάτου και να περάσει στην άλλη διάσταση, στην άλλη πραγματικότητα ανώδυνα, ειρηνικά, ευτυχισμένος. Και κλείνει το νανούρισμα/ οδοιπορικό   με το υποβλητικό:

«Αυτοβιογραφικό αφηγητή»

«Γεννήθ’ κα το ’23.

Η μάνα πέθανε νωρίς.

Μεγαλώσαμι  με τον πατέρα κι τ’ βάβω,

Με βρήκε ο πόλεμος δέκα εφτά χρονών.

Βγήκαμι όπως όπως στ’ν άκρ’.

Ήρθε ο εμφύλιος.

Έγιναν πολλά ανακατώματα.

Τέλος πάντων.

Ας τα’ αφήσουμε αυτά.

Παντρεύκα στα 35 .

Δούλευα με τ’ αδέρφια μ’ όπ’ έβρισκα μεροκάματο.

Το ’63 άρχισε το φράγμα στα Κρεμαστά.

Στον Αχελώο.

Δούλεψα εργάτ’ς να ζήσω τα’ φαμελιά.

Ύστερα στο Καστράκ’ , στο Μόρνο, στον Άραχθο.

Τέλος πάντων.

Δεν είναι τίποτα η ζωή.

Έφεξε και νύχτωσε…»

       Έφεξε και νύχτωσε. Δεν είναι τίποτα η ζωή. ΄Εφεξε και  νύχτωσε. Ωστόσο, αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Η ζωή συνεχίζεται!

 

…………………

* Εισήγηση στην εκδήλωση παρουσίασης Τριών σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών:

Ελένης Γκίκα – Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου – Χρυσούλας Σπυρέλη, εκπροσώπων Τριών Δεκαετιών: ’80, ’90, 2000, αντίστοιχα, που πραγματοποιήθηκε στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Καλλιθέας, στις 24 Μαΐου 2016 με πρωτοβουλία και άψογο συντονισμό του Γιώργου Γαλάντη.  

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top