Fractal

Διήγημα fractal: “Η 22χρονη”

Της Σοφίας Γεωργέλη // *

 

 

 

 

Χτες έκλεισε τον όγδοο. Η κοιλιά της άρχισε να διακρίνεται κάτω από τα ριχτά ρούχα, σκέφτηκε ότι έπρεπε κάτι να αγοράσει, πιο σκούρο. Σήμερα είχε λαϊκή στη γειτονιά. Η μαμά της άφησε λεφτά να ψωνίσει πατάτες και καρότα για το μεσημέρι. Μπορεί να έβρισκε στους πάγκους κάτι οικονομικό. Ξεκίνησε για τη σχολή, πονούσε κάπως η μέση της και τα μαλλιά της ήταν άλουστα, αλλά σήμερα θα έδιναν κάτι θέματα για τις εξετάσεις. Ένιωσε το μωρό να την πιέζει, όλο το βράδυ ήταν ανήσυχο μπορεί να έφταιγε το φαί που έφαγε αργά ή η φωτογραφία στο instagram που είδε. Μια παρέα με υψωμένα ποτήρια και ανόσια χαμόγελα. Ανάμεσα τους και ο Κ. Αυτήν την είχε μπλοκάρει από τους φίλους του αμέσως μετά την είδηση ότι είναι έγκυος. «Μωρό μου τι κάνεις τώρα;» της είχε πει το τελευταίο βράδυ που επικοινώνησαν. Της άρεσε που την έλεγε μωρό και όχι με το όνομα της. Ένιωθε τρυφερότητα. «Στείλε μου μια φωτογραφία να με ανάψεις», της είχε γράψει. Αυτό της άρεσε ακόμα πιο πολύ. Έτσι γνωρίστηκαν άλλωστε, μέσω facebook. Στείλε μου μια φωτογραφία σου χωρίς ρούχα, της είχε πει και αυτή σαν από πάντα έτοιμη έβαλε τα μαύρα εσώρουχα και ένα θολό φίλτρο στην κάμερα του κινητού και την έστειλε. Αυτή που απεχθανόταν το σώμα της και δεν πήγαινε παραλία για να μην εκτεθεί στις περιφρονητικές ματιές των αθλητικών κορμιών, στην ανωνυμία του διαδικτύου την έστειλε. Πήρε πίσω τέσσερα θαυμαστικά. Κανείς δεν της είχε βάλει ποτέ τέσσερα θαυμαστικά. Τον λάτρεψε. Του έστελνε καλημέρα, καληνύχτα και όλο και πιο προκλητικές πόζες. Και αυτός όλο και πιο τολμηρός στα λόγια, της έλεγε πόσο την θέλει και πόσο ανυπομονούσε να βρεθούν από κοντά. Βρέθηκαν για πρώτη φορά ένα απόγευμα Σαββάτου, δεν της πολυάρεσε το σώμα του αλλά δεν ήθελε να χάσει τα θαυμαστικά της και αυτήν την ωραία αίσθηση κάποιος να ανάβει με το κορμί της. Δε θυμόταν τι ακριβώς έγινε, δεν φιλήθηκαν καν. Αυτός έπεσε πάνω της αμέσως και μέσα σε δέκα λεπτά στο σώμα της κυκλοφορούσε το dna του. Τον ρώτησε μόνο τι αφρόλουτρο χρησιμοποιούσε, μύριζε ροδάκινο και της θύμισε το καλοκαίρι της με τους παππούδες του μπαμπά της στην Πελοπόννησο. Μετά οι γονείς χώρισαν και δεν ξαναπήγε στο χωριό. Ήθελε να μείνει εκεί στη μυρωδιά από ροδάκινο, ανάμεσα στα δέντρα της παιδικής της ηλικίας, δεν κουνήθηκε καθόλου, δεν είπε τίποτα άλλο. Αυτός σηκώθηκε γρήγορα, ντύθηκε και άρχισε να παίζει με το κινητό του. Πήρε το μάτι της κάτι μηνύματα κάτι φωτογραφίες από χαμογελαστά κορίτσια αλλά δεν έδωσε και πολύ σημασία, η μυρωδιά από ροδάκινο ήταν πολύ έντονη. Ξαναβρέθηκαν δυο, τρεις φορές ακόμα. Την τελευταία φορά, παρασυρμένη από τη μυρωδιά ή ίσως από τις ορμόνες τον δάγκωσε κατά λάθος. «Είσαι τρελή κοπέλα μου, της φώναξε» Συγγνώμη ψιθύρισε, αλλά αυτός είχε ήδη φύγει χτυπώντας δυνατά την πόρτα του ξενοδοχείου. Κατέβηκε κάτω μετά από μισή ώρα, δεν είχε πληρωθεί το δωμάτιο, δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε μαζί της μόνο 18 ευρώ, ένιωσε το κεφάλι της να βουίζει μπροστά στη ρεσεψιονίστ. Της ζήτησε ταυτότητα και είπε ότι χρωστάει αλλά πέντε ευρώ και να συνεννοηθεί με το αγόρι της να το εξοφλήσουν μέσα στη βδομάδα. Μουρμούρισε και κάτι άλλο, νόμισε ότι άκουσε τη φράση «όταν άνοιγες τα πόδια τσουλάκι ήταν καλά», αλλά μπορεί και να παράκουσε, είχε τρομερό πονοκέφαλο. Εκείνο το απόγευμα του έστειλε τέσσερα μηνύματα αλλά έμειναν όλα αδιάβαστα και αναπάντητα. Νόμιζε ότι δεν θα ξαναμιλούσαν αλλά εμφανίστηκε κάποιο βράδυ αυτός με το γνωστό μήνυμα. «Μωρό μου τι θα μου στείλεις απόψε» Χάρηκε, του έστειλε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά από δύο, τρεις μέρες άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα, αναγούλες, ζαλάδες, ένιωθε στη μέση της σα να της έβαλε κάποιος ένα σίδερο. Πίστευε ότι είχε κρυώσει αλλά τα συμπτώματα δεν υποχωρούσαν. Κοίταξε το ημερολόγιο της, σίγουρα είχε καθυστέρηση πάνω από είκοσι μέρες. Πήρε κρυφά λεφτά από την τσάντα της μαμάς να αγοράσει το τεστ. Δε θυμάται τι ένιωσε μόλις είδε την μπλε γραμμή, μόνο ότι είχε μια τεράστια λαχτάρα για ψαρόσουπα.

Η μαμά δούλευε σε τράπεζα, όχι ακριβώς τραπεζικός, ενοικιαζόμενη εργαζόμενη σε εισπρακτική. Σήμερα ήταν πολύ ζεστή μέρα, η προϊσταμένη, μια γεροντοκόρη, δεν τους άφηνε να ανοίξουν τα παράθυρα. Την έπνιγε ο αέρας, ήθελε να βγει έξω να καπνίσει αλλά επιτρεπόταν μόνο ένα διάλλειμα. Είχε ζητήσει να μεταφερθεί στο τμήμα των μεγαλοοφειλετών, εκεί είχε και κάποια μπόνους αλλά τα νούμερα της δεν ήταν τόσο καλά. Δεν ήταν αρκετά αποτελεσματική, είχε περάσει και από το κρεβάτι του επικεφαλής του δυτικού τομέα της εταιρίας αλλά μάλλον ούτε εκεί ήταν επιτυχημένη γιατί αυτός μετά από εκείνο το βράδυ δεν της μιλούσε καν και όταν την πετύχαινε στους διαδρόμους της έριχνε ένα υποτιμητικό βλέμμα. Ίσως έφταιγε που η κοιλιά της ήταν γεμάτη ραβδώσεις από την εγκυμοσύνη της κόρης της και το δέρμα της θαμπό από τα φθηνά καλλυντικά. Μάζευε λεφτά να πάρει μια κρέμα που υποσχόταν αιώνια νιότη. Τη διαφήμιζε εκείνο το κορίτσι από την ταινία του Χόλυγουντ, όλο ξεχνούσε το όνομα της, αλλά η κόρη της όλο εξαφάνιζε τα λιγοστά λεφτά τους και ποτέ δεν περίσσευαν. Ίσως τον άλλο μήνα σκέφτηκε αν πιάσω τους στόχους. Έμεναν ακόμα τρεις ώρες να γυρίσει στο σπίτι. Πήρε την επόμενη τηλεφωνική γραμμή και επανέλαβε μηχανικά τα λόγια της.

Άρχισε να νιώθει τους πρώτους πόνους, όχι ακριβώς πόνους, κάτι σαν πίεση, όταν έφτασε στη σχολή. Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, το κεφάλι της βούιζε συνεχώς και ένιωθε ναυτία. Έστειλε μήνυμα στη φίλη της, έμεινε αδιάβαστο. Τα πόδια της ασφυκτιούσαν μέσα στις μπότες, σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στο πλάι του προσώπου της. Πήρε το λεωφορείο της επιστροφής. Μόλις μπήκε στο σπίτι ένιωσε ζεστά νερά να κυλούν ανάμεσα στα πόδια της. Έπεσαν πάνω στο χαλί, προσπάθησε να περιορίσει τη ζημιά με χαρτί κουζίνας αλλά είχε απομείνει ελάχιστο. Πήγε να φέρει πετσέτες. Καθώς άνοιγε το συρτάρι της ντουλάπας διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο. Της κόπηκε η ανάσα. Ένας πόνος οξύς, μια αφόρητη πίεση στο κάτω μέρος της κοιλιάς, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να το βγάλει από μέσα της αυτό, που την πίεζε τόσο πολύ. Έβγαλε το παντελόνι της και μπήκε στο μπάνιο, ένιωσε το μαλακό χαλάκι κάτω από τις γυμνές πατούσες της. Το είχε πάρει την προηγούμενη βδομάδα με κουπόνια από το σούπερ μάρκετ. Ήταν αφράτο και σωμόν. Το είδε ξαφνικά να λερώνεται, κόπρανα αναμεμειγμένα με αίμα. Η μυρωδιά ήταν ξινή, της έφερε στο νου το χαστούκι που είχε φάει όταν στην πρώτη δημοτικού αναγκάστηκε η μάνα της να έρθει να την πάρει από το σχολείο γιατί τα είχε κάνει πάνω της. Είχε φάει κάτι σύκα την περασμένη βραδιά και την έπιασε η κοιλιά της στο σχολείο, ντράπηκε να ζητήσει να πάει στην τουαλέτα και τώρα όλα τα παιδιά την είχαν κοροϊδέψει που λερώθηκε. Η μάνα της ήταν φουρκισμένη όταν ήρθε, «το ξέρεις πως δεν μπορώ να φεύγω από τη δουλειά, δεν έχεις τον σταματημό όταν τρως, καλά μωρό είσαι και τα κάνεις πάνω σου;» Άρχισε να κλαίει γοερά τότε, η μάνα της νευρίασε ακόμη περισσότερο και της άστραψε ένα χαστούκι στο δεξί της μάγουλο. Το μάγουλο της έκαιγε από τα μητρικά δάχτυλα, έπεσε στα γόνατα με βογκητά. Έσπρωξε με όλη της τη δύναμη να βγει από μέσα της, να βγει, μόνο να βγει, θεέ μου, σκέφτηκε. Στην αρχή φάνηκε το κεφάλι του μωρού κάπως μαυριδερό. Μετά ήταν εύκολο, γλίστρησε από μέσα της σα να ήταν ρευστό, σα να μην είχε σώμα. Δεν διέκρινε το πρόσωπο, αν την ρωτούσαν δε θα μπορούσε να πει σε ποιόν μοιάζει. Το κομμάτι εκείνο που προεξείχε από το σώμα της μόνο παρατήρησε που την ένωνε με το μωρό. Το έκοψε με ένα ψαλίδι. Ξεπλύθηκε από τα αίματα, τύλιξε το μωρό με μια πετσέτα. Το μπάνιο μύριζε σωματικές εκκρίσεις, ο αέρας είχε λιγοστέψει. Ένιωθε να μη μπορεί να αναπνεύσει. Άνοιξε το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Με μια ανάλαφρη κίνηση πέταξε το μωρό στον ακάλυπτο. Η μαμά έρχεται από στιγμή σε στιγμή, αναλογίστηκε, έπιασε στα χέρια το καθαριστικό με άρωμα λεβάντας. Σε είκοσι λεπτά είχε τελειώσει. Ήθελε μόνο να κοιμηθεί, να ονειρευτεί τις ροδακινιές. Αφέθηκε στην κούραση του κορμιού της, δεν ονειρεύτηκε τίποτα εκείνο το μεσημέρι. Την ξύπνησε αργά η μάνα της που την ρωτούσε που πήγε το χαλάκι του μπάνιου. Προφασίστηκε άγνοια και ίωση και ξανακοιμήθηκε. Την βάρυναν είκοσι δύο χρόνια και ένα κομμάτι της που είχε χαθεί για πάντα.

Όταν βρήκαν το μωρό και ήρθε η αστυνομία, η μαμά της είχε ρεπό και ήταν σπίτι. Ένας άντρας αστυνομικός που μύριζε έντονη αντρική κολώνια και μια γυναίκα πολύ όμορφη. Της χαμογέλασε καθώς άνοιξε την πόρτα, είχε μόνο λίγες ερωτήσεις να της κάνει όπως της είπε. Η μαμά αγχώθηκε, δεν είχε σκουπίσει το σπίτι και την κεραυνοβόλησε με μια ματιά. Η αστυνομικός την κοίταξε μέσα στα μάτια. Την ρώτησε για τη σχολή της, για τους φίλους της αν της αρέσει το ροζ χρώμα. Δεν ήξερε να απαντήσει, ποτέ κανείς δεν την είχε ρωτήσει ποιο χρώμα της αρέσει δεν το είχε σκεφτεί σα χρώμα, φορούσε μόνο σκούρα να κρύβει τα περιττά κιλά της. Στιγμιαία πέρασε από το νου της ότι το μωρό ήταν κορίτσι και το σώμα της σα να είχε δική του βούληση αντέδρασε στη σκέψη με λίγες σταγόνες που λέρωσαν το μπλουζάκι της. Το δωμάτιο μύριζε έντονα αντρική κολώνια, η μητέρα ακίνητη στον καναπέ. Η αστυνομικός, της έπιασε απαλά το χέρι. Τη χάιδεψε με τρυφερότητα και τότε τα δάκρυα ξεχύθηκαν από μέσα της. Έσκυψε το κεφάλι και βυθίστηκε σε ακατάληπτα μουρμουρητά. «Πονούσα πολύ και δεν έπρεπε να το δει η μαμά, το χαλάκι στο μπάνιο καταστράφηκε, το τύλιξα για να μη κρυώνει, δεν χτύπησε, θα γυρνούσα να το πάρω, όχι, δεν έπρεπε να το δει η μαμά. Όχι, δεν έπρεπε να το δει η μαμά».

Η άλλη αστυνομικός που ήρθε για να τη συνοδεύσει στο Τμήμα δεν ήταν γλυκιά. Την έπιασε απότομα από τον ώμο και της φόρεσε χειροπέδες. Της είπε να κάνει γρήγορα και να πάρει μόνο τα απαραίτητα. Την κοιτούσε με απέχθεια. Πήρε μόνο το μπουφάν και το κινητό της. Η μάνα δεν είχε αρθρώσει κουβέντα όλο το βράδυ. Μόνο έκλαιγε σιγανά. Ακούστηκε ο ήχος ενός μηνύματος στο κινητό. Ζήτησε από την αστυνομικό να της το δώσει από την τσέπη της. Τα μάτια της ήταν νεκρά, μια τελευταία σπίθα, όταν διάβασε το μήνυμα στο κινητό «Μαμά» της είπε, «έχει 50% εκπτώσεις στα καλλυντικά, μπορείς να πάρεις εκείνη την κρέμα».

 

 

 

* Η Σοφία Γεωργέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1975. Σπούδασε Νομική στο ΑΠΘ και Τραπεζική στο ΕΑΠ. Εργάστηκε ως Νομική Σύμβουλος σε Τράπεζα και σήμερα συνεχίζει να εργάζεται στον τραπεζικό χώρο. Σε μια ευτυχή στροφή της ζωής της συναντήθηκε με τη δημιουργική γραφή και το μεταπτυχιακό του ΕΑΠ και άρχισε να γράφει.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top