Fractal

22 ποιήματα

Του Θοδωρή Τσαπακίδη //

 

 

 

 

Κλεψύδρα

 

Κλείνει τις χούφτες να κρατήσει το γέλιο της

αλλά εκείνο γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά του

 

Πού πάει;

 

 

 

Έρημος

 

Είναι έτοιμος να κάψει όλα αυτά που τη φοβίζουν

να δαμάσει τα κύματα

να κλείσει τους δρόμους

να ασφαλίσει τις πόρτες

να ανάψει τα φώτα

να πατήσει τις αράχνες

να θερίσει τις ακρίδες

να ξεδοντιάσει τις τίγρεις

να γδάρει τους λέοντες

να συντρίψει τα τέρατα

να εξολοθρεύσει τις άσχημες γριές

να διώξει ό,τι είναι ξένο

αλλότριο

ό,τι δεν της μοιάζει

να διώξει τα πουλιά που πετάνε χαμηλά

τους τσιγγάνους

τους γύφτους

τους βλάχους

τους τούρκους

τους ρεμπέτες

τους ρεμπεσκέδες

τις άσχημες κούκλες

τις μπάμπουσκες

τα αλογάκια της Παναγίας

τα αγκάθια

τις σιωπές

τις αναμονές

τα πάρε δώσε

το χώμα

τους τάφους

τα νεκροταφεία

τους ευκαλύπτους

τις κακοτοπιές

τα σαμιαμίδια

τις λύκαινες

τις βρομούσες

τα κεφάλια των πεταλούδων

τις κατσίκες

τα περίτεχνα κλουβιά

τους βρόμικους περιστερώνες

τις αβεβαιότητες

τον ιδρώτα

τον πόνο

τους πίνακες του Μπος

του Νταλί

τους πειρασμούς του αγίου Αντωνίου

τα ψέματα του Όσκαρ Γουάιλντ

τις ομίχλες του Μονέ

τις τρίχες της γιαγιάς στο φαγητό

τις άκρες στο πουθενά

τις αυγουστιάτικες πανσελήνους

που την αναστατώνουν

το σαρκικό σμίξιμο των πιθήκων

τους ζωολογικούς κήπους

τον μπάρμπα Δήμο τον ψαρά

που αφήνει τα ψάρια στο νερό να μην μπαγιατέψουν οι θάνατοί τους

τους μετεωρίτες

τους αστέρες της ροκ

τη χοντροκοπιά των ηθοποιών

την αδιαφορία των φιλοσόφων

τα μάτια των ζωγράφων

τα ταξίδια σε άγνωστα μέρη

τις ζούγκλες

τα ψηλά δέντρα

τις φωνές στο σκοτάδι

το κλάμα των παιδιών

τα τρομακτικά μυθιστορήματα

τις ιστορίες που δεν έχουν αίσιο τέλος

τους κλέφτες

τους μικροαπατεώνες

τους αδειανούς σταθμούς

τις αστραπές και τις βροντές

τις επιπλήξεις της μητέρας

τον άλλο κόσμο

τον κάτω κόσμο

τον τρίτο κόσμο

τα πρωινά που θα ξυπνάει μόνη

γιατί εκείνος θα ποτίζει τα λουλούδια

ή θα τρέχει στον πόνο ενός φίλου

τα πέλαγα από το καράβι τη νύχτα

τα κύματα

τους αέρηδες

τις φωτιές

τα βουνά

τα ορμητικά ποτάμια

το χιονιά

το χαλάζι

τη βροχή

τις μυρωδιές των μαντζουνιών

τους πόνους της γέννας

τις αρχαίες δοξασίες

τις παγανιστικές τελετές

τους σκληρούς μύθους

τις αρχαίες τραγωδίες

τους εκδικητικούς θεούς

τις δίκαιες τιμωρίες

τις δεσμεύσεις

την ευθύνη

 

και να κάνει τον κόσμο φτωχότερο

 

 

Μοναξιά

 

Πού χαθήκατε λέξεις του που τρέχατε

βιαστικές στο δρόμο

οδηγημένες από τον πόθο

να βρεθείτε μακριά από τα αυτιά του κόσμου;

 

 

 Δικαιοσύνη

 

Ό,τι κι αν της πάρεις, θα της μείνουν οι ουρανοί

γιατί είναι τυφλή και δεν τους βλέπεις

 

 

 

Σαρκοφάγος

 

Έρωτα εσύ

αδηφάγε

κανίβαλε

σαρκοφάγε

μοχθηρέ

ωμοφάγε

αιμοδιψή

με πονάς


Ξίδι

 

Θα ’θελε να γευτεί ξανά το Θεό

να φιλήσει τα χείλη

να σκουπίσει τα δάκρυα

ανάμεσα στα πόδια του

 

 

Πυροτεχνήματα

 

Άσπρα κομμάτια σύννεφο πέφτουν και σκεπάζουν τα βουνά

ψιλοβελονιά κεντημένα

Να με σκέπαζαν και μένα

με ένα χιονένιο ντύμα

 

Ανοίγω το παράθυρο

Ο αέρας ζωηρεύει η μύτη μου

Ροδίζουν τα μάγουλά μου

Ανατριχιάζει η σκέψη μου

 

Ανάβω σπίρτα και τα πετάω έξω από το τρένο

 

 

Άστεγος

 

Κουρέλια τυλιγμένα στους καρπούς του οι υποσχέσεις της

Τα φτερωτά του υποδήματα από καιρό ανοιγμένα

Σωριασμένος στην καρέκλα ενός ανάπηρου ονείρου

στο τιμόνι ένα αποστομωμένο κλάξον

και σωρό σημαιάκια από πρωταθλήτριες διαψεύσεις

γέρνει και γερνάει

Τζίβες τα μαλλιά του

κολλημένα πάνω τους χιλιάδες κούφια λόγια

Τα γένια του πίνουν μεγάλες γουλιές από το κωλόκρασο της λήθης

και γελάει

 

 

Απώθηση

 

Κάπου πρέπει να έχουμε τσακωθεί

στο αμφιθέατρο ενός πανεπιστημίου;

στο φουαγιέ κάποιου θεάτρου;

σ’ ένα μεγάλο μπαρ;

σε μια οικογενειακή συγκέντρωση;

σ’ ένα γάμο;

στο γάμο μου;

Όχι

Στο κρεβάτι

έβρεχε θυμάμαι

και εγώ δεν ήθελα να κάνω τίποτα να σ’ ευχαριστήσω
Μέσα σ’ ένα λεωφορείο;

σε κάποιο ταξί;

στο δικό σου ταξί;

Δεν θα σε θυμόμουν

Στο ταμείο της εφορίας;

στους διαδρόμους κάποιου υπουργείου;

στο μπλόκο της τροχαίας;

Όχι

Στο παράθυρο

Μούσκεμα το φεγγάρι

Ανακάθισες, έριξες πάνω σου ένα ρούχο και σηκώθηκες

Στη στροφή ενός στενού δρόμου;

κάποια έρημη ώρα;

σε μια πολυσύχναστη παραλία;

γυμνή;

Όχι

Στο μαξιλάρι

χώνω το κεφάλι μου

το σώμα μου κρυώνει

μικρές στάλες βροχής μαστιγώνουν τον ύπνο μου

Στον ύπνο μου

 

Μην έπεσες μόνο φοβάμαι

 

 

Χαμένα κλειδιά

 

Όλες αυτές οι στιγμές που περνάνε δίπλα της

σαν χιλιάδες πόρτες στέκουν ολόγυρα

Καμιά φορά ζαλίζεται από τα τόσα άνοιγε κλείσε

 

 

Πρόσφυγας

 

Κατάγεσαι απ’ όπου σ’ αγάπησαν

 

 

Save Our Souls

 

Ήσουν βάρκα σε κήπο

με σημαιούλες πολύχρωμες στα μαλλιά

φωτεινά λαμπιόνια στα αυτιά

και τον καπνό των φουγάρων στο στόμα

Και εγώ κηπουρός

των μυστικών σου αισθήσεων

με ναυτική περιβολή

 

Πώς ναυαγήσαμε;

 

 

 

Γκαλάπαγκος

 

Σαν σκοτάδι κουρασμένο

έπεσες κάτω

 

Άναψαν δεκάδες περίεργα άστρα

στις βεράντες του ουρανού

 

Και η σελήνη

με το στρογγυλοφάναρό της στη μεγάλη σκάλα

έρχεται

 

σ’ όλα τα ταξίδια που δεν έκανες

 

 

Σημαδεμένη

 

Διέτρεξε λογιών λογιών μάτια

αλλά τα δικά του δεν μπόρεσε να τα διανύσει

 

Είναι πια ένα σημαδάκι πάνω στην κόρη τους

άσπρο πάνω στο μαύρο

Μια κηλίδα ψυχέλαιο

 

 

Ανήκεστος βλάβη

 

Το φως της μέρας φορά τα μάτια της και τον τυφλώνει

 

 

Νάτος!

 

Του έλειψε μια αλανιάρα στιγμή

αλήτικη με το μακιγιάζ της χαλασμένο

Του έλειψε μια ταξιδιάρα σιωπή

Του έλειψαν τα χέρια της

μέσα στα δικά του

 

Τι απέγινε εκείνο το μικρό Θα που μεγαλώνανε;

 

 

Πιάνο-μπαρ: Ο λαβύρινθος

 

Στέγνωσε το μελάνι των φτερών μου

Τώρα μπορώ μόνο χαμηλές πτήσεις

με μικρό ρίσκο πτώσης

 

 

Αστικός δείπνος

 

Πασατέμπος η μουσική

όχι τώρα, από καιρό

Λικνίζεται στη σκιά του απέναντι δέντρου

Ύστερα ψιλοκόβει την καρδιά της

και λίγο τζίντζερ

και τα σωτάρει

μέχρι να της βγει η ψυχή

 

 

Θαλασσογραφία

 

Το αλάτι έχει σκληρύνει το δέρμα του

από τότε που την περιμένει να αναδυθεί

Γέρασε με τα θα και τα λα των κυμάτων

Ψήθηκε στων διακυμάνσεων την αναποφασιστικότητα

Σσσσσσσσσσσς!

 

 

 Σφάγιο

 

Θαμμένη είναι μέσα στα χέρια του

Τυλιγμένη με τ’ άσπρο πανί που έντυνε η μάνα της τ’ αρνιά

να στραγγίσει το αίμα

 

Δίπλα της ξέχασε τα χείλη του·

έχουν ακόμα τις ζάρες του μετώπου του

 

 

Ευελπίδων το ανάγνωσμα

 

Δικηγορεύει το ακριβό σου κουστούμι

Χαμογελάει η κομψή γραβάτα

Κλείνεις στο χαρτοφύλακα των συναισθημάτων σου

δυο μεγάλα κουτάκια μπλάνκο

διαγραφές σε περιμένουν

διαπομπεύσεις, εξευτελισμοί και ταπεινώσεις

εφέσιμες αποφάσεις

και ένας χωρισμός άνευ αναστολής

Καφές με ιταλικό όνομα στο Κολωνάκι

 

 

Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι

 

Στην εντατική της μεσημβρινής ζώνης

με τ’ αναισθητικό της τηλεόρασης στο φουλ

Τόσα χρόνια στη Λάμψη

ξεθώριασε η ζωή

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top