Fractal

✔ 2019: Η Χρονιά του Μάνου Ελευθερίου

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

Η γερόντισσα Γαβριηλία στην «Ασκητική της Αγάπης» αποκαλύπτει ότι όλοι μας ανησυχούμε διότι βλέπουμε την ανάποδη πλευρά στο κέντημα της ζωής [ή του Θεού]. Καμιά φορά η ζωή αποφασίζει να μας δείξει και την καλή πλευρά του κεντήματος. Αυτό είναι το θαύμα. Μπορεί και να συμβαίνει καθημερινά, το αντιλαμβανόμαστε σπανίως και συνήθως το ξεχνάμε αμέσως.

Συνέβη και σε μας αυτή τη φορά.

 

Την Τρίτη στις 20 Νοεμβρίου ο Φιλελεύθερος είχε γενέθλια. Το fb «Σαν σήμερα» μας υπενθύμιζε το πρώτο μας φύλλο, την πρώτη σελίδα μας, με την συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου, ενδεχομένως, την τελευταία του συνέντευξη: Ο Μάνος Ελευθερίου μιλά για την Ελλάδα «Η ελπίδα αργεί ακόμα τριάντα χρόνια”Το μέλλον θα έρθει σαν γάγγραινα στη φτέρνα”».

 

Δεν είχα προλάβει να το καλοκοιτάξω και ένα ξανθό κορίτσι κούριερ χτυπάει την πόρτα μου για να παραδώσει ένα δέμα. Το ανοίγω και βλέπω έκπληκτη το Ημερολόγιο για τον Μάνο Ελευθερίου που κυκλοφόρησε το Μεταίχμιο για το 2019.

Στο εξώφυλλο, ο γνωστός αγαπημένος Μάνος με τριγύρω τα τιμαλφή του, βιβλία, αντικείμενα, και οι στίχοι του:

«πώς το ‘φεραν

η μοίρα και τα χρόνια

να μην ακούσεις

έναν ποιητή».

Μας άρεσε η σύμπτωση και μας δυνάμωσε. Ήταν λες και ο Μάνος Ελευθερίου να μας κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι, να μας στέλνει ευχές, κι επιλέξαμε για το δικό μας 2019 να τον ακούσουμε τον αγαπημένο ποιητή.

 

 

 

Έτσι θα κάνουμε Ιανουάριο μ’ έναν Ελευθερίου στα νιάτα του, φωτογραφημένο στην γενέθλια Σύρα με την μητέρα του, διαβάζοντας στίχους του από την «Θητεία» του Μαρκόπουλου, βλέποντας με συγκίνηση τα διορθωμένα χειρόγραφά του από το τραγούδι «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», ακούγοντας τον να μας μιλά για τα παιδικά χρόνια και τα τραγούδια του:

 

«Με τους συμμαθητές μου από την πρώτη δημοτικού έχω διατηρήσει σχέσεις μέχρι σήμερα. Ήμουν πολύ ήσυχος στην τάξη. Κάθε πρωί έπρεπε να έχουμε καθαρό μαντήλι απαραιτήτως. Η δασκάλα μας, η δεσποινίς Αντωνακοπούλου, μας κοίταζε τα νύχια, να είμαστε καθαροί. Επίσης, κοίταζε τ’ αυτιά μας. Κυκλοφορούσαν κοριοί, ψείρες, ποντίκια και κατσαρίδες.» Ο αγαπημένος Μάνος και το ταλέντο του να αναβιώνει σε κάθε πρόταση μια ολόκληρη εποχή.

«Γιατί γράφουμε λοιπόν τραγούδια; Μήπως για να βρούμε κι εμείς την περιλάλητη ευτυχία, τη φιλία όλων εκείνων που δεν γνωρίσαμε, τους επαίνους “καθωσπρέπει” ανθρώπων ή να προσεταιριστούμε ξένες αγκαλιές; Μήπως, με αγάπη και κατανόηση, που ούτε πουλιούνται ούτε δανείζονται, και να κλείσουν ορισμένα μάτια στα ελαττώματά μας; [….]

… Όμως εκείνος ο μοναχικός στιχουργός που γράφει τραγούδια μόνο για την ψυχή του με γνώση και σύνεση και ανάβει το λιανό κεράκι του σ’ αυτό τον κόσμο, που συνοδεύει κάθε βδομάδα τον δικό του επιτάφιο, έχει  πολλά να καταμαρτυρήσει γι’ αυτό το πάθος και την περιπέτεια. Που, αφού έμεινε για χρόνια μακριά από τις συναλλαγές και την αγορά του επαγγέλματος, αποφασίζει κάποια στιγμή να χτυπήσει πόρτες και να δώσει τα στιχάκια του…»

Στην τελευταία σελίδα βγαίνοντας ο Ιανουάριος για να υποδεχτεί τον Φεβρουάριο, τα καρφιτσάκια πουλιά στον πέτο του ποιητή.

Ο Φεβρουάριος θα μπει μαζί με την οικογένεια και τ’ αδέλφια του: Επάνω στη μέση η μητέρα του. Και από αριστερά η Αγγελική, ο Στέλιος κι η Λιλή, ο ποιητής. Σύρος, 1951.

Στις αμέσως επόμενες σελίδες οι αναμνήσεις που τις μοιράζεται:

«Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από συνοικέσιο. Δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ευχάριστες. Αισθανόμαστε ότι υπάρχει ένας πόλεμος. Η μητέρα μου έγραψε πολλά πράγματα στην αυτοβιογραφία της. Πολλά που δεν φανταζόμασταν. Τρομακτικά. Με τα αδέλφια μου είχα άψογη συνεργασία και αγάπη. Πρώτος ήμουν εγώ, μετά η Αγγελική, μετά ο αδελφός μου ο Στέλιος, και οι δυο πεθαμένοι, και μετά η Λιλή. Ο καθένας είχε τα δικά του. Η μεγάλη μου αδελφή έγινε ηθοποιός. Είχε γράψει και στίχους, κύκλους τραγουδιών με τον Θεοδωράκη, και ήταν καλύτερη ποιήτρια από εμένα. Ο αδελφός μου έμαθε μουσική, έπαιζε στην μπάντα του Χαλανδρίου σχεδόν μέχρι το τέλος. Η μικρή σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, έγινε ζωγράφος και ζει από αυτό».

 

 

Στη συνέχεια σκηνές ζωής και το περίφημο «Εν Ερμουπόλει…»

Αντιγράφουμε λίγους στίχους σαν αντίδωρο:

«Τρελή Σελήνη, μάγισσα γριά,

σαν φάντασμα στου Μάκβεθ τα λιβάδια

που τρώει τα σπασμένα τα γυαλιά

και τα σκυλιά χορταίνει με σμαράγδια.//

Μητρόπολη, παρέλαση, φωνές

κι η μπάντα με τα χάλκινα στο χιόνι.

Αρχαίοι συγγραφείς, περγαμηνές,

της τέχνης μου θα γίνουν οι δαιμόνοι.

Πικρά νησιά κοχύλια της ψυχής.

Αισθήματα που ζουν μες στη φορμόλη.

Μια πιστολιά στην Πρέβεζα που ζει.

Γράμμα στερνό που αρχίζει: Εν Ερμουπόλει…

 

 

Ο Μάρτιος θα μπει με τα χειρόγραφά του και με τον «Καιρό των Χρυσανθέμων». Με στίχους από τα τραγούδια του

«Και για τον κόσμο που μισείς

δεν είμαι άλλος.

Και για τον κόσμο που αγαπάς

δεν είμαι αυτός».

Ο Απρίλιος είναι γεμάτος «Παραπονεμένα λόγια» και με τον πατέρα του:

«Από τον πατέρα μου δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα από εκείνη την εποχή. Ήταν ένας ξένος. Τον απωθούσαμε κι εγώ και η αδελφή μου. Θυμάμαι μονάχα ότι του ζήτησα δυο φορές – στην Τετάρτη Δημοτικού ήμουνα- να με βοηθήσει σε μια διαίρεση, θυμάμαι σε ένα τραπέζι όπου ήπια για πρώτη φορά μπίρα, δεν θυμάμαι άλλες εικόνες».

Τον Μάιο έχουν αρχίσει τα τραγούδια του και τα βιβλία του. Είναι οι φίλοι του. Είναι το Θέατρο, ο Άμλετ, κι η ζωή του στην Αθήνα:

«Ντυμένος Άμλετ στη βροχή γυρνώ στην επαρχία.

Ζητώ να βρω ποιος μου ‘δωσε τσιγάρο μια στιγμή.

Ποιος άγνωστος με πίστεψε πως θα ‘ναι επιτυχία

χωρίς εμένα αν παιχτεί το έργο στη σκηνή».

 

 

Ο Ιούνιος είναι γεμάτος από την αγάπη για το θέατρο και από τη μητέρα του: «Η μητέρα μου είχε φωνόγραφο στο σπίτι’ εγώ δεν τον πρόλαβα. Ραδιόφωνο αποκτήσαμε πολύ αργά’ το ’50. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο στη γειτονιά».

Ο Ιούλιος είναι γεμάτος με «Τροπάρια για φονιάδες», αποσπάσματα από βιβλία και συνεντεύξεις και ο ποιητής αναμετράται με την Πόλη:

Ο Αύγουστος γεμίζει με «Εκδρομή και με «Καημό παλιού ρεμπέτη».

Ο Σεπτέμβριος έχει διηγήματα κι Ανδριόπουλο.

Τον Οκτώβριο έχει τραγούδια:

«Τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά

είναι αρρώστια που δεν γίνεται καλά».

Ο Νοέμβριος μπαίνει και μας προϊδεάζει για το τέλος της χρονιάς:

«Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει

κι ας λάμπει η ξεγνοιασιά της εκδρομής.

Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι

σε λάθος στάση θα κατεβείς».

 

 

Αρχίζουν να τον αποχαιρετούν η Ερμούπολη, το τελευταίο θεατρικό του «Ο πατέρας του Άμλετ» και τον Δεκέμβριο πια οι συνεργάτες του και οι φίλοι: Η Ντόρα Τσακνάκη από το Μεταίχμιο και η Ελένη Μπούρα αποδεικνύοντας πως κάθε τέλος εγκυμονεί και μιαν αρχή. Και θα τελειώσουμε με αυτήν ακριβώς την αρχή:

22.7.2018

«Ερχόταν κάθε βδομάδα, πίναμε τον καφέ μας και κάπνιζε ένα σλιμ τσιγάρο. Την τελευταία φορά, πριν από μια βδομάδα, μου ανακοίνωσε ότι τέλειωσε το καινούργιο του μυθιστόρημα.

«Άνδρες του αίματος» ο τίτλος. Από Σεπτέμβριο τα λέμε, κυρία Μπούρα μου!»

Πάντα να με πειράζει, πάντα να μου λέει ιστορίες για πρόσωπα και περιστατικά…

Αντίο, κύριε Μάνο».

 

 

Στις τελευταίες σελίδες τα υπέροχα γράμματά του, στα χειρόγραφα από το «Άνδρες του αίματος» που έχει αφήσει για μας.

Είναι «ένα ημερολόγιο αφιερωμένο στον δημιουργό Μάνο Ελευθερίου, στο οποίο περιλαμβάνονται ανέκδοτοι στίχοι του, σπάνιες φωτογραφίες του, σπαράγματα του έργου του. Στις σελίδες του ζωντανεύουν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα μιας θρυλικής πορείας της οποίας το αποτύπωμα στον χρόνο θα μείνει για την άλλη τη γενιά…»

Κι εμείς το μοιραζόμαστε με σας.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top