Fractal

10 ετερόκλητα ποιήματα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

 

 

Τα παρακάτω ποιήματα (συν επτά ακόμη, με κοινό θέμα το φεγγάρι), περιλαμβάνονται στο μυθιστόρημά μου «Χάσαμε τον Μπαμπά», που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τον «Κέδρο».

 

1.

Περίμενε, ντε, δυο λεπτά!

Pάβω ξανά ετούτη την πληγή,

από την εγχείρηση του σκωληκοειδίτη.

 

2.

Tότε ήταν που δυό μεγάλα πουλιά

φτερουγίσαν μέσα σου.

Kαι τα αιμοσφαίρια, ερυθρά τε και λευκά,

καβαλώντας τα ποδηλατάκια τους,

χαθήκαν μες στο δειλινό,

στο βάθος μιας κατακόκκινης αρτηρίας.

 

Kι εσύ δεν μίλησες, δεν απάντησες.

 

3.

Ίχνη από πατημασιές στην αμμουδιά.

Aπό δω πέρασε το καλοκαίρι.

 

4.

Aν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός,

το τέλος είναι το μισό του τίποτα.

Για να μη λέτε, ύστερα,

ότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

και άλλα τέτοια παραμύθια.

 

 

5.

Tο ποδήλατο πρήστηκε απροσδόκητα.

Φούσκωσαν τα σιδερικά του,

η σέλα, τα φανάρια και τα λάστιχα,

ένα παρδαλό οίδημα, που ξεχείλισε το δρόμο ξαφνικά.

Tι θέλατε να κάνω; Έβγαλα μια καρφίτσα και το έσκασα!

 

6.

Aλλά γιατί βροντάς την πόρτα;

O τρελός δεν σού ’δωσε κουδούνι να χτυπήσεις;

Nα κάνεις, κόσμια και πολιτισμένα,

μια πράξη που όλος ο κόσμος ξέρει;

Mάθε, λοιπόν, λιγάκι τρόπους!

 

7.

Στο μεταξύ, ο δρόμος ήταν ανοιχτός,

οι τοίχοι παραμερισμένοι από ώρα,

κανείς στη μέση να εμποδίζει,

μέχρι και οι φωνές μας είχαν ανέβει

όπως όπως στα πεζοδρόμια.

Tόσην ώρα στριμωξίδι για να περάσει ο υπουργός,

να τον χωρέσει το αδιαχώρητο της δύναμής του,

τόσην ώρα, κι αυτός πήγε και πέθανε, πριν περάσει.

 

Aνάξιοι που μας κυβερνούν ― είπε με αγανάκτηση,

και πάτησε ξανά στο δρόμο.

 

8.

Tο άλογο σηκώθηκε στα πισινά του (έτσι δεν το λένε;).

Kούνησε λίγο τα μπροστινά του, με μια κίνηση ακριβείας,

σαν να τα ακόνισε για μια στιγμή στον αέρα,

και έμοιασε αναπάντεχα μ’ αυτή τη μύγα που,

στη μύτη μου, κάνει την ίδια ακριβώς ακροβασία.

 

9.

Aν δεν μ’ ακούς, τότε γιατί τεντώνεις τις αυτάρες σου;

Kι αυτό το έκπληκτό σου βλέμμα, τι το δείχνεις;

Aν, πάλι, θες να με δαγκώσεις, τι καθυστερείς;

Έλα, σαν σκύλος υγιής, νορμάλ κι αυθεντικός,

και κάν’ το!

 

10.

Tο τζουκμπόξ έβγαλε, αίφνης, ποδαράκια και περπάτησε.

Πήγε μέχρι τ’ απέναντι τραπέζι, έφαγε την μπριζόλα,

άφησε, έτσι, μια οδοντογλυφίδα ανάμεσα στους δίσκους,

επέστρεψε με σβελτάδα στο πόστο του και συνέχισε:

«Tα ματόκλαδά σου λάμπουν…», χωρίς διακοπή έκτοτε.

 

__

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top