Fractal

Χοσέ Τριάνα: Ένας ποιητής από την Κούβα

του Γιάννη Θηβαίου //

 

Ο Χοσέ Τριάνα με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Ο Χοσέ Τριάνα με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Ο Χοσέ Τριάνα γεννήθηκε στη Καμαγουέη της Κούβας το 1931. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας και συνέχισε τις σπουδές του στη Μαδρίτη. Επέστρεψε στην πατρίδα του όπου εργάστηκε στην αρχή σαν δάσκαλος και στη συνέχεια υπάλληλος στις τηλεπικοινωνίες. Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας έγινε γνωστός με το θεατρικό του έργο «Η νύχτα των δολοφόνων» που ανέβηκε από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής μας. Από το 1980 ζει με τη γυναίκα του στο Παρίσι.

ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΟΥΛΑΣ

Ας αρχίσουμε μου ’πε. Το Πάτερ Υμών
άνοιξε μια πόρτα ως εκείνη τη στιγμή
άγνωστη. Αυτή με κλειστά μάτια
παραδιδόταν σ’ ένα διακεκομμένο πρελούδιο
άσματος ή βόγγου στο λυκόφως
ή αέρα αναστεναγμών ελαφρά
δεμένων με το πέταγμα μιας πυγολαμπίδας.

Ίσως να ’ταν ένας χορός απροσδόκητος
των πεσμένων φύλλων του κόκκινου δέντρου
του κοντινού, χοροί αέρινοι, κούνια
ενεργητική της αναπόλησης. Εγώ
ανυπομονούσα κοιτάζοντας τις εικόνες,
τα κεριά που κάπνιζαν και τα φυλαχτά
σκορπισμένα ολόγυρα, αίσιο παιχνίδι

της τύχης. Η γαλήνη του νερού
στο ποτήρι δημιουργούσε ξανά ένα σημείο ουδέτερο
το μισοκαμένο μαλλί
του Μπάρμπα Ρόσα και τους πρόχειρους μεσότοιχους.
Σποραδική άχνη από κανέλλα
και βασιλικό συνόδευαν αρμονικά
την ανατριχίλα της προσευχής.

Τώρα τα χέρια σαν πεταλούδες
κάθονται πάνω στα φθαρμένα χαρτιά
της τράπουλας. Ο καπνός των θεών
εξαγνίζει, μου είπε μισανοίγοντας τα μάτια,
τις λάμψεις στο υγρό σκοτάδι της αστραπής.
Φτάσαμε στο κατώφλι, τίποτα δεν ξέρουμε.
Στριφογυρίζουμε πάντα κάτω απ’ το ίδιο εκκρεμές.

Τα χέρια της μετατρέπανε τις τράπουλες
σε ντελικάτα ακορντεόν, σχεδόν
μια μουσική βραδιά από πάχνη
ή από χνάρια στην άμμο. Κόψτε
προς τα αριστερά, μη διστάζετε,
διαλέξτε πέντε χαρτιά. Ένα στιλέτο
διασχίζει το πυκνό δάσος των ονείρων.

Μη σταματάτε, συνεχίστε, πάμε στην ουσία.
Ανοίξτε τα, χωρίς καμιά κίνηση
έκπληξης ή σύγχυσης, αργά
ας μπούμε στη σχεδία, τα αινίγματα
ζωντανεύουν ή αφήνουν να πέσουν τα φτερά τους
στα ερείπια του τετελεσμένου.
Ωραίο το φεγγάρι καταγράφει ανταμοιβές.

Θάλασσες θα ’χετε, θάλασσες ενός τεράστιου ωκεανού
φωτισμένες από μια φωτιά
όπου εκτελούνται οι θυσίες.
Ακούστε τα τύμπανα, τα φίδια,
τους πεινασμένους κροταλίες. Μια κλαγγή
από ήλιους που γκρεμίζουν τα μεσάνυχτα
την ασυνήθιστη έπαυλη της στάχτης.

Εκεί είναι ένας άνθρωπος του σκότους, ξίφος
ισχυρό κραδαίνει, κίνδυνο ίσως, δεν ξέρω
τι σημαίνει, με συγκεκριμένα λόγια,
αν και είναι βέβαιο ότι μπορεί να μεταμορφωθεί
στο άλογο των ύβρεων.
Βλέπω μια έφοδο, μην ψάχνετε
με πάθος τα σημάδια. Τέλος πάντων, προτείνω,

να διαλογιστείτε πάνω στην εισβολή των άστρων
και τον δεκάλογο, να εισχωρήσετε βαθιά σ’ αυτό το μυστήριο
κανένα μυστικό κανείς δε θα σας αρνηθεί.
Συγκρατήστε δάκρυα και παράπονα.
Ο Μαλαχίας και το Βιβλίο των Βασιλέων
θα σπείρουν αλήθειες στο νεφέλωμα.
Απολαυστικός ιερός καρπός από φλόγες.
Η Οσούν έκανε τα βραχιόλια της να ηχούν. Εγώ
την άκουγα καθαρά στα δωμάτια εκείνα
τα σκοτεινιασμένα, έμοιαζε
να σκορπίζει μέλι από ένα σπασμένο βάζο
και θυμίαμα από μείγμα γιασεμιών.
Χτυπούσε με τα στροβιλίσματά της το αόρατο
κι ήταν σε ρυθμό απόμακρο μαράκας.

Ο Ρήγας Σπαθί κι η Ντάμα Κούπα
προκαλούν ένα μικρό κατακλυσμό,
τη στιγμή αυτή, προσέξτε, έρχεται κάποιος
με μια αόριστη απαίτηση, κέρματα
φάκελοι απόρρητοι, άπειρα
σχέδια που γίνονται αλάτι και νερό.
Συγκεντρωθείτε στην αυλή της παιδικής ηλικίας.

Είμαστε το δέντρο που θυμόμαστε παιδιά
κι η ξεχασμένη κεχριμπαρένια πέτρα,
είπε. Τα χέρια της μόλις που τα είδα,
τα μάτια της μόνο από ένα ψυχρό μέταλλο
ανατριχιαστικό είχαν καταλάβει την επιφάνεια
του λεκιασμένου καθρέφτη και σκέφτηκα
κάποιον που μες στην άβυσσο γέρνει.

Μετά όλα ένα κουβάρι έγιναν ή θρύψαλα. Το
δηλώνω μ’ έναν πόνο που χάνεται
σε διαδρόμους, εξώστες, πύργους
όλο σκάλες και πεζοδρόμια στην ψιχάλα.
Τα κυρίαρχα χαρτιά πάνω στο τραπέζι
έδειχναν κομμάτι από χλωμές ψυχές
που η μνήμη με τον τρόπο της σβήνει

ή επαναφέρει, καπριτσιόζα, παιχνιδιάρα,
τόσο στο επείγον όσο και στο απροστάτευτο
κι είναι όλο αυτό σαν να ’χω διασχίσει μια γέφυρα
κάτω από τη βρόμικη ομίχλη, με μικρά βήματα
κι εκείνο το χτες είναι το σήμερα κι είναι το μέλλον
ενώ η γέφυρα είναι μια άλλη ιστορία, μια εκθαμβωτική
βασιλική άμαξα που αργά μας οδηγεί στο θάνατο.

 

(* Μετάφραση από τα ισπανικά: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και Pedro Mateo)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top