Fractal

Χαριτολογώντας δεν λέμε ότι όταν κάποιος φτάσει τα εκατό, ο Θεός μηδενίζει;

της Ελένης Γκίκα //

 

100«Εκατό» του Γιάννη Ευσταθιάδη. Εκδ. «Μελάνι», σελ. 190

«Τώρα, για πρώτη φορά, αξιώθηκα το ανήκουστο: να συγκεράσω την ποίηση του αμέτρητου με τον ορθολογισμό του αριθμού!» φώναξε δυνατά, κι η φωνή του κυμάτισε στον έρημο αυτοκινητόδρομο» [«Φωτογραφική λήψη»] Και το κατόρθωσε. Ακριβώς όπως αναγράφεται στην «Φωτογραφική λήψη» και του χαρίστηκε απ’ το «τυχαίο», ο ποιητής και συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης έγραψε κάποια κείμενα για τα εκατό χρόνια του Εντευκτηρίου [το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό]. Κι αμέσως ο καθόλου τυχαίος αριθμός επιδίωξε τα δικά του: εκατό μικροιστορίες που καταλύουν χώρο και χρόνο με βάση αυτό τον ιδιαίτερο αριθμό: Με το εκατό να μετρά τον χώρο οριζοντίως και καθέτως, με το εκατό στον κύβο και στο τετράφωνο, στην ταχύτητα, στον θόρυβο, στον χρόνο, με το εκατό περιπολικό. Με το εκατό ψαλμό του Δαβίδ, άρθρο του Ποινικού Κώδικα, γενέθλια ευχή και διάσταση. Με το εκατό πρώτο συνθετικό στα εκατόμβη, εκατόνταρχος, εκατόγχειρος και εκατονταπυλιανή. Με το εκατό να απλώνεται μουσικά από τους δίσκους 78 στροφών μέχρι την μέτζο σοπράνο Ράισι Στίβενς, να συνενώνει τους δόκτορ Τζέκυλ και Χάιντ με τα γεφύρια και το δημοτικό, την μυθολογία με την επιστήμη, το τραγικό με το κωμικό, το εφήμερο με το αιώνιο. Μ’ εφαλτήριο αυτό τον αλλόκοτο αριθμό οι λέξεις πηγαινοέρχονται σε παρελθόν και παρόν αποδεικνύοντας ότι αλλάζουν οι χρόνοι, αναλόγως με την αφετηρία: «… και μ’ ένα άθροισμα ανάποδων λέξεων θα αποταμίευε τον παρελθόντα καιρό. Αποκαμωμένος από την ειλωτεία του χρόνου, ψιθύρισε: «Ας πούμε ότι το τέλος προηγείται της αρχής, και το τέλος και η αρχή βρίσκονται πάντοτε εκεί, πριν από την αρχή και μετά το τέλος» [«Rewind»] Αποταμιεύεται αλλιώς η νοσταλγία και το παρελθόν και η μνήμη επαναφέρει το ποιητικό παρόν [αν είναι ποιητικό] στην χρησμική του ικανότητα και αποκαλυπτική σημασία: «Τι συμβαίνει εδώ;» είπε έκπληκτος στον χαρτοπώλη. «Ζήτησα εκατό φωτοκόπιες και παίρνω εκατό διαφορετικές εικόνες!» «Είδατε, κύριε» απάντησε εκείνος, «πώς μια φωτογραφία κινητοποιεί τη μνήμη; Είδατε πόσα θυμόμαστε με μια εικόνα;» «Μα εδώ βλέπω και μετά το θάνατό του! Βλέπω τα συμφραζόμενα του μέλλοντος» απάντησε. «Ποιος σας λέει πως η μνήμη είναι μόνο παρελθόν;» είπε ο γηραιός χαρτοπώλης [«Φωτοκόπιες»] Η συγγραφική απόπειρα, ακόμα κι αυτή, ειδικά αυτή, θα γίνει αφήγημα:

Γιάννης Ευσταθιάδης

Γιάννης Ευσταθιάδης

«Τι σε ώθησε να γράψεις τόσα κείμενα με θέμα το 100;» […] «… Με γοήτευσε εν πρώτοις η αριστοκρατικότητα του αριθμού. Η υψηλή αισθητική και στο νόημα και στη γραφή. Νομίζεις ότι οι άλλοι αριθμοί 44, 67, 92, 136 είναι για το καθημερινό δούναι και λαβείν. Ενώ το 100, κοιτάζει τον κόσμο αφ’ υψηλού’ σαν να μην καταδέχεται την τριβή των αυξομειώσεων» […] »Με έθελξε επίσης το γεγονός ότι κινητοποιεί, πραγματεύεται τη μνήμη, το χρόνο, ορίζει επετείους, προκαλεί εορτασμούς, δίνει πανηγυρικό τον τόνο. Κοντολογίς, είναι ένας αριθμός ωραιοπαθής, ραφινάτος, αποσταγμένος, ίσως και αποστειρωμένος, αλλά πάντως αισιόδοξος» […] «.. Εγώ έχω εντελώς διαφορετική άποψη. Διερεύνησα την απαισιόδοξη πλευρά του: όταν ο αριθμός γίνεται όριο, ήττα, αποτυχία’ όταν συμμαχεί με τα στοιχεία της φύσης’ όταν λυσσομανά πάνω απ’ τη δυστυχία. Γι’ αυτό άφησα σε σένα τα αινίγματα του κόσμου, τα μυστήρια της ύπαρξης, σου παραχώρησα τον αστεισμό, σου κατέλιπα την ειρωνεία, τα πειράγματά σου και το παράλογο» [«Συνομιλία» ανάμεσα σε δόκτορ Χένρι Τζέκιλ και κύριο Έντουαρντ Χάιντ] Έτσι, ο αριθμός εκατό θα κινηθεί με άνεση από την νίκη στην ήττα, απ’ τη ζωή στον θάνατο, από την ιστορία στην καθημερινότητα, από την ποίηση στο πεζό, απ’ τις τέχνες και την λογοτεχνία στις εφευρέσεις και στην επιστήμη. Από την φήμη και τη μυθολογία στο ιστορικό, από εκείνο που φαίνεται σε εκείνο που είναι, από την ύπαρξη στην ανυπαρξία: «Ακούστε, νεαρέ. Αυτή η γυναίκα – που σε άλλη εκδοχή έχει και το όνομα Λένη- είναι το πρόσχημα. Αν το γεφύρι είχε κτιστεί, αυτή δεν θα υπήρχε. Η υστεροφημία της είναι ταυτισμένη με το θάνατό της. Με την ένστασή σας, την καταδικάζετε στην ανυπαρξία, της στερείτε την δια των στίχων αθανασία. Αυτό επιθυμείτε;» «Δεν ξέρω» απάντησε ο νέος. «Δεν ξέρω αν ο θάνατος ανταλλάσσεται με μια υποθετική αθανασία. Δεν ξέρω καν αν η ζωή εξαργυρώνεται μ’ ένα ποίημα. Ειλικρινά δεν ξέρω…» Και η διαπίστωση στο φινάλε, αμείλικτη: «Βλέπετε, φίλε μου, στο θάνατό μας ερχόμαστε όπως είμαστε» [«Δημοτικό»] Το αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, και το αίνιγμα του χρόνου που δένεται κόμπος και λύνεται ακριβώς στον ίδιο αριθμό. Χαριτολογώντας δεν λέμε ότι όταν κάποιος φτάσει τα εκατό, ο Θεός μηδενίζει; Ένα βιβλίο που αποτελεί ενσταντανέ ζωής, διαβάζεται αγραμμικά, παιγνιώδες και αποκαλυπτικό, τραγικό και ειρωνικό, ποιητικό – και γι’ αυτό χρησμικό- απ’ την αρχή έως το τέλος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top