Fractal

«Το ασανσέρ» ως πολιτική αλληγορία

της Niemands Rose // *

 

asanser-cover-web«Το ασανσέρ» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Εκδ. «Bibliotheque», σελ. 64

Το καινούργιο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου με τίτλο «Το ασανσέρ» είναι μία νουβέλα που πάλλεται ανάμεσα στη γνώση και την φαντασίωση του αφηγητή για ένα τραγικό συμβάν, του οποίου ωστόσο δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας: τον εγκλωβισμό δύο ανθρώπων σε ένα ασανσέρ. Ο συγγραφέας μας συστήνει τον αφηγητή από την πρώτη κιόλας παράγραφο: είναι «ένας ψηλός και ελαφρώς αδέξιος τριαντατριάρης, ονόματι Hλίας Aναστασόπουλος», ο οποίος αργότερα θα ανακαλύψουμε πως πρόκειται για τον ερωτευμένο με τη Νίνα, τη μία από τους δύο τραγικούς πρωταγωνιστές. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία μονοκατοικία εύπορης οικογένειας των βορείων προαστίων. Ο συγγραφέας διαλέγει το Χαλάνδρι, που δε θυμίζει ωστόσο τη σημερινή περιοχή, με το ισχυρό αντιφασιστικό κίνημα, την κατάληψη και τις πολλαπλές δράσεις στο κτήμα Πραπόπουλου και τον νεοεκλεγέντα αριστερό δήμαρχο, για να σταχυολογήσω τρία ενδεικτικά στοιχεία του αναπροσανατολισμού του πάλαι ποτέ μεσοαστικού προαστίου. Και θεωρώ πως η επιλογή του τόπου γίνεται εσκεμμένα. Ο Ραπτόπουλος, ένας άνθρωπος που εκδίδει επί τριάντα πέντε χρόνια, ακριβής, εμβριθής, και ιδιαίτερα προσεκτικός στις επιλογές του, δεν αφήνει πραγματολογικά στοιχεία στην τύχη. Μας μεταφέρει στην εποχή «της φούσκας», για να μεταχειριστώ την αγαπημένη έκφραση του συγγραφέα (αν και όχι δική μου αγαπημένη). Η πολιτική ματιά, στην οποία άλλωστε επικεντρώνομαι, προοικονομείται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου: «η καρδιά της γηραιάς Eυρώπης δεν χτυπάει πια στα Παρίσια όπως μέχρι χτες, αλλά στον άξονα Λονδίνο- Bερολίνο-Άμστερνταμ.» Περνάμε από τη διανόηση στην οικονομία. Χρησιμοποιεί για τους ιδιοκτήτες του…πλουσιόσπιτου επικά ονόματα, σύμβολα κυριαρχίας και αίγλης: Αλέξανδρος και Κλεοπάτρα. Και φέρουν το μεγαλοαστικό επώνυμο Καρνεάδης, που, ο υποψιασμένος από τον Πύνσον αναγνώστης, θα κάνει τον συνειρμό για το….καρνέ των επιταγών. Την «ψυχοκόρη» αποφασίζει να την ονομάσει Νίνα, ένα υποκοριστικό που έχει περιπέσει πια σε αχρηστεία και φέρει, μαζί με άλλα στοιχεία, αύρα ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60, αν και εκτυλίσσεται σε μεταγενέστερη εποχή. Περιλαμβάνει χαρακτηριστικά φιλμ νουάρ και αισθηματικής κομεντί ταυτόχρονα: ο πλούσιος κύριος, η κυρία του σπιτιού, ο ιδιότροπος αστός πεθερός, τα κακομαθημένα τέκνα, η οικία, το πλυσταριό, η ψυχοκόρη, ο εύπορος κύριος που ερωτεύεται την φτωχή -πλην όχι και τόσο τίμια- παραδουλεύτρα. Η εμμονή του πεθερού με την τάξη και την ασφάλεια, η προσήλωση του γαμπρού του στις οδηγίες του πεθερού και η υποταγή στις παράνοιές του η ενδοτικότητά του στις ιδιοτροπίες των κακομαθημένων παιδιών του, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για το έγκλημα, ώσπου οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Τα φαινομενικά ήσσονα πρόσωπα στην τραγωδία, η ψυχοκόρη κι ο υδραυλικός, θα γίνουν οι πρωταγωνιστές, το δράμα του καθημερινού ανθρώπου, του θύματος των συνθηκών, και η υπονόμευση της ίδιας της πλοκής και του σκηνικού που στήνει ο Ραπτόπουλος, θα συστήσουν μία άρτια ακροβασία και θα το εντάξουν επάξια στο είδος της μαύρης κωμωδίας. Όμως «Το ασανσέρ» επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών. Και αυτό το περιθώριο πρόσληψης με πολλαπλούς τρόπους αποτελεί αναμφίβολα μία από τις αρετές του. Διαλέγω την εκδοχή της πολιτικής αλληγορίας και αυτό γιατί, πέρα από τα σημεία που μπορώ να επικαλέστω από το ίδιο το κείμενο δε μπορώ να αποσυνδέσω το βιβλίο από τη δημόσια εικόνα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, ο οποίος αρθρώνει τις πολιτικές του θέσεις στο «Και λίγα λέω», την καθημερινή εκπομπή που διατηρεί στο Κόκκινο, στις συνεντεύξεις του, στις επιφυλλίδες του σε εφημερίδες και βέβαια στα σόσιαλ μήντια. Ανατρέχοντας στις μέχρι τώρα πηγές για το βιβλίο –και δεδομένου πως πρόκειται για νέα έκδοση- δεν φαίνεται να αποδίδει έναν πολιτικό συμβολισμό στο έργο ο ίδιος ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, στη στήλη «Το εργαστήρι του συγγραφέα» του Fractal, μιλάει για «την αγωνιώδη περιπέτεια ενός εγκλωβισμού σε ασανσέρ, όσο κι αυτήν ενός ανάλογου εγκλωβισμού στους κόλπους της Αγίας Νεοελληνικής Οικογένειας». Όμως το βιβλίο εφορμάται από τον μικρόκοσμο της ελληνικής οικογένειας και μιλάει, ασυνείδητα ίσως, και για άλλα πράγματα. Το ασανσέρ ως σύμβολο δε μπορεί παρά να συνδέεται με την παρούσα ιστορική συγκυρία, για τους λόγους που ήδη ανέφερα παραπάνω. Και κάπου εδώ, ιδιαίτερα για την νεοελληνική λογοτεχνία (που ξαναδιαβάζω πια, έχοντας την εγκαταλείψει για χρόνια λόγω φυσικής απουσίας, και όχι μόνο), τίθεται το ερώτημα, αν είμαστε σε θέση να κοινωνήσουμε την τέχνη, ανεπηρέαστοι από τη δημόσια περσόνα του δημιουργού. Πόσο καταλυτικά δρα ο δημόσιος λόγος του καθενός από μας στις συνθήκες ενός περιορισμένου αναγνωστικού κοινού και ενός επίσης εξαιρετικά περιορισμένου λογοτεχνικού χώρου; Και παράλληλα, πώς μπορούμε να διαβάσουμε χωρίς το βάρος της προκατάληψης που δημιουργούν συχνά οι μικρές κοινότητες, με τα μυστικά, τα ψέμματα, τις φήμες, τις ρητές και άρρητες –κυρίως- συμφωνίες τους; Επιτρέπεται στο έργο να μιλήσει ανεξάρτητα από τον δημιουργό του; Δέσμια κι εγώ μίας προκατάληψης, αλλά σίγουρα καλοπροαίρετης και με την αυτεπίγνωση της όποιας μεροληψίας, εκλαμβάνω «Το ασανσέρ» ως μία αλληγορία της μετάβασης από την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας και κοινωνικής ειρήνης –αλήθεια ανάμεσα σε ποιους;- στην παρούσα παρακμή και τη βαθιά κρίση. Το ασανσέρ, ως σύμβολο, προκαλεί συνειρμούς για την ξέφρενη πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας, με τις θεαματικές ανόδους και καθόδους της, οι οποίες βέβαια ασφυκτιούν στο κλειστοφοβικό, άβολο, ψυχρό και απεχθές κιβώτιο που ανεβοκατεβάζει τους πιο αδύναμους της ταξικής πυραμίδας, στην περίπτωσή μας, η παραδουλεύτρα και ο υδραυλικός, το ζευγάρι των εργατών του μεσοαστικού οικοσυστήματις που αναπαριστά με σατιρική εσάνς ο Ραπτόπουλος. Η εξόντωση του τεχνίτη δεν φαίνεται συγκινεί τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Τον απασχολεί όμως σε βαθμό πανικού αν θα κατηγορηθεί για το έγκλημα εξ αμελείας επειδή μάλιστα κινδυνεύει να αποκαλυφθεί και κάποια μικροκομπίνα που έχει σκαρώσει σε σχέση με την ηλεκτροδότηση του οικήματος. Ένα ιοβόλο σχόλιο στην αποκτήνωση του κατέχοντος. Κάπου στο μέσο του βιβλίου, ο αφηγητής, ο ερωτευμένος με τη Νίνα, πλάθει στη φαντασία του μία σκηνή κανιβαλισμού, φαντασιώνεται πως ο έτερος εγκλειστος στο ασανσέρ κατασπαράσσει το πτώμα της. Η ηρωίδα φαίνεται, για τους αμύητους στην αμφισημία, να σκοτώνεται πολύ νωρίς. Κάτι ανάλογο είχαμε δει στο “True love” (εκδ. Τόπος) του Άρη Μαραγκόπουλου. Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Ο αφηγητής, είναι αμέτοχος και δεν βίωσε τον εγκλεισμό. Από την ασφαλή του θέση, θα εισχωρήσει στη θέση των θυμάτων, θα ταυτιστεί τόσο μαζί τους, και ιδιαίτερα με τον «σημαντικό άλλο», ώστε θα παραδοθεί στον πειρασμό της διαστροφής, να φαντασιωθεί δηλαδή το αποτρόπαιο τέλος του ανθρώπου με τον οποίο είναι συνδεδεμένος συναισθηματικά. Κι αυτό, είναι ακόμα ένα σημείο, που σηματοδοτεί κάτι από το ανθρωποφαγικό «σήμερα», που διεγείρει την ενσυναίσθηση αλλά ταυτόχρονα και την ενόρμηση της βίας. Το κείμενο βρίθει αλληγοριών, στο πνεύμα του Ερνέστο Σάμπατο, από τον οποίο άλλωστε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος αντλεί τον πρωταρχικό μύθο και την έμπνευση αυτής της νουβέλας. Και το αναφέρει στο σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου. Κι αυτό, όπως η επιλογή του εκδοτικού, που ανέφερα στην αρχή, είναι επίσης προς τιμήν του, καθώς κάνει μία υπόμνηση και σε εμάς τους νεότερους συγγραφείς πως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Η αναγνώριση των επιρροών συνιστά κι αυτό μία δήλωση. Και, νομίζω, είναι σημαντική. Γιατί, είναι το κείμενο, αλλά είναι κι όσα το συνοδεύουν…

 

* H Niemands Rose είναι συγγραφέας και μπλόγκερ (http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top