Fractal

Ο σάντου της Γκάλτα

του Χρήστου Χρυσόπουλου // *

 

afierwma(Απόσπασμα από το βιβλίο «Το σώμα του Τιρθανκάρα» που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νεφέλη το φθινόπωρο του 2014)

 

Κάτω από το δέντρο μπάνιαν είχαν μαζευτεί καμιά δεκαριά σάντου. Ηλικιωμένοι, με ξυρισμένα κρανία ή με μακριές πλεξίδες τυλιγμένες πάνω στο κεφάλι. Είχαν άγριες κατάλευκες γενειάδες, το πρόσωπο αλειμμένο με κόκκινο κούμκουμ και το μέτωπο διακοσμημένο με τα σύμβολα τη σέχτας τους: τρίαινες, μισοφέγγαρα, τεράστια τίλακ και τριπούντρα. Ανάμεσά τους υπήρχε και ένας ολόγυμνος Νάγκα σάντου. Στεκόταν όρθιος και λιγνός δίπλα στον κορμό. Ελαφρύς, έμοιαζε με άφτερο πτηνό. Οι ελάχιστες κινήσεις του ήταν σαν μικρού αγοριού ή, καλύτερα, σαν μικρού κοριτσιού. Είχε την λεπτότητα μιας άφυλης επιτήδευσης. Ευθυτενής, με σκούρο δέρμα και μαλλιά λυτά σε αλογοουρά, έμοιαζε ευλύγιστος και γερός όπως ένα νεαρό καλάμι μπαμπού. Παρότι ήταν ηλικιωμένος -ο βουβώνας και το στήθος του είχαν ασπρίσει- το κορμί του ήταν εκπληκτικά νεανικό και ολόισιο, μετρημένο με τη στάθμη του νήματος. Η μέση του στενή και σφιχτή. Οι ώμοι οστεώδεις. Το πέος του δεν είχε τίποτε το ενήλικο. Ήταν σχεδόν εφηβικό. Κάτι στο σώμα αυτού του σάντου έδινε την εντύπωση ενός αναχρονισμού.

Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά εδώ. Υπάρχουν ηλικιωμένα σώματα που αψηφούν, θαρρείς, το χρόνο και τη φθορά. Άνθρωποι που, ενώ έχουν συμβιβαστεί πνευματικά με την αναπόφευκτη παρακμή και το τέλος, το κορμί τους αρνείται με τρόπο σχεδόν πεισματικό να παραδοθεί. Μοιάζει να τους διαψεύδει. Οι ανάλαφροι γέροι που περπατούν από προσκύνημα σε προσκύνημα με το βήμα του αερικού, περιγελούν με την παρουσία τους κάθε μεταφυσική. Όσο κι αν διακοσμούν τους εαυτούς τους με τα σημάδια των θεών. Όσο κι αν υποβάλουν τη σάρκα σε στερήσεις και κακουχίες. Το σώμα που παραμένει εύπλαστο και υπό μια έννοια αλαζονικό, ικανό ακόμη για έρωτα, περιγελά κάθε φιλοσοφία. Ασκημένο στη γιόγκα, εμψυχωμένο από την εγκράτεια, αποστεγνωμένο από καθετί περιττό, το σώμα του ινδού ασκητή ανθίζει καθώς απισχνάνει. Μοιάζει να ακτινοβολεί ενώ συρρικνούται.

Πολύ συχνά στην Ινδία ένιωσα τη γοητεία ενός σώματος που αδυνατίζει για να δυναμωθεί. Είδα με τα μάτια μου τη διαπάλη της νόησης και της σάρκας.

Ο ασκητής αντιστρατεύεται όλο και πιο πεισματικά την επιθυμία και την φυσική παρόρμηση: αρνούμενος να φάει, συνεχίζοντας να περπατά (μολονότι το κορμί τον προστάζει να σταματήσει), παραμένοντας ακίνητος (ενώ τα μέλη του επιθυμούν να κινηθούν), παλεύοντας να μείνει άγρυπνος, ανέραστος, απόμακρος…

Κι όμως, καθώς ο ασκητής επιβάλλεται όλο και περισσότερο στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη αποδεικνύεται η ήττα της βούλησής του. Γιατί μετά από λίγο, το σώμα μαθαίνει να ζει με ελάχιστη τροφή, να καλύπτει ακόμη μεγαλύτερες αποστάσεις, να αδρανεί για ακόμη περισσότερο χρόνο, να αρκείται στον ελάχιστο ύπνο. Κι έτσι, το σώμα δεν νικιέται εύκολα. Μάλλον παίρνει την εκδίκησή του. Είναι σαν να διατρανώνει την πίστη ότι –κατά βάθος– υπάρχει μόνο η ύλη. Και η ύπαρξη είναι μόνο μια πλάνη.

Ίσως αυτός να ήταν ο ισχυρότερος εσωτερικός δεσμός μου με την Ινδία. Δεν το συνειδητοποίησα τότε, στην Γκάλτα, μπροστά στον γυμνό σάντου που στεκόταν ατάραχος στη σκιά του δέντρου μπάνιαν. Το έμαθα επιστρέφοντας στην Αθήνα.

Στην Ινδία η εγγύτητα της σάρκας ήταν διαρκής. Η περιπλάνηση, η κόπωση και το λιγοστό φαγητό, η αδυναμία, η δίψα, ο φόβος της ασθένειας, η υπομονή στη δυσαρέσκεια, η απώθηση και η τελική αποδοχή της βρώμας, όλα ετούτα είχαν μια υπόσταση σχεδόν υλική. Ακουμπούσαν στη κυριολεξία το κορμί μου κάτω από το ιδρωμένο, μακρύ, ινδικό πουκάμισό μου, λες και με ακουμπούσαν χέρια ανθρώπινα. Ήταν σαν να κυκλοφορούσα παντού γυμνός.

Το φαράγγι της Γκάλτα

Το φαράγγι της Γκάλτα

 

Οι σάντου κάπνιζαν, έπιναν τσάι, κατσικίσιο γάλα και μπανγκ. Γελούσαν, κουβέντιαζαν, χειρονομούσαν και άλλαζαν διαρκώς θέση γύρω από τη συκιά, διπλώνοντας με ευκολία τις οστεώδεις αρθρώσεις τους κάτω από το λιπόσαρκο σώμα.

Τρεις από αυτούς είχαν απλώσει τα υπάρχοντά τους σε ανοιχτούς μπόγους στο χώμα και χόρευαν αργά, με κινήσεις που θύμιζαν δύτη στο βυθό της θάλασσας. Χτυπώντας παλαμάκια και μουρμουρίζοντας μια μελωδία που δεν μπορούσα να ακούσω από μακριά. Λίγο πιο πέρα, μια παρέα γυναικών χόρευαν μαζί τους, ακολουθώντας τις ίδιες φιγούρες, αλλά προσέχοντας να μην τους δουν οι γέροι ασκητές. Ίσως να φοβούνταν ότι θα τις επέπλητταν, μολονότι δεν είχε τίποτα το κοροϊδευτικό αυτή τους η μίμηση. Οι γυναίκες και οι γέροι αναχωρητές χόρευαν με απόλυτη ελευθερία. Αυτή η συναλληλία σχεδόν με συγκίνησε. Τα δεσμά του χρόνου είχαν λυθεί. Οι εντάσεις είχαν εξαφανιστεί.

Εκείνη τη στιγμή στην Γκάλτα, το να υπάρχεις ήταν να απλώνεσαι, να τεντώνεις τα μέλη. Να κυλάς. Πάνω από τα κεφάλια των γυναικών και των σάντου έκαναν κύκλους κοράκια και τσίχλες που δεν ενοχλούνταν από τη ζέστη και την αντηλιά. Η στιγμή είχε μια απατηλή στατικότητα. Χιλιάδες αδιόρατες αλλαγές και μετατοπίσεις ακύρωναν η μια την άλλη ώστε όλα έμοιαζαν ακίνητα.

Ώσπου ο γυμνίτης διατάραξε την αρμονία με το πρώτο του βήμα. Ο Νάγκα σάντου εγκατέλειψε το φύλλωμα του δέντρου και, γυμνός καθώς ήταν, κατευθύνθηκε προς την ιερή δεξαμενή με το ζαφειρένιο νερό. Ανέβηκε το σκαλοπάτι με προσοχή και με μεγάλη βραδύτητα βυθίστηκε κάτω από την ατάραχη επιφάνεια. Προσέχοντας να μην αφήσει γύρω του ούτε έναν κύκλο νερού.

Έμαθα γι’ αυτόν. Λεγόταν Αμιτσάρμα. Ακόμη και τις πιο κρύες μέρες του Γενάρη, πλενόταν στη λίμνη δυο φορές τη μέρα. Όταν η θερμοκρασία έπεφτε πολύ χαμηλά, καταδεχόταν να ρίξει επάνω του έναν μανδύα, αλλά δεν φορούσε ποτέ παπούτσια. Μετά το απογευματινό λουτρό έλεγε τις προσευχές του, γευμάτιζε με τους συναδέλφους του και, προτού κοιμηθεί, έπινε ένα φλιτζάνι τσάι που του ετοίμαζαν οι γυναίκες των ντάλιτ. Μου είπαν ότι ο Αμιτσάρμα ήταν σπουδαίος σάντου. Θα ήθελα να είχα συνομιλήσει μαζί του, αλλά δεν γνώριζε –είπαν– αγγλικά.

Απέφυγα ακόμη και να τον πλησιάσω.

 

Xrysopoulos* Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1968. Είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου της Ακαδημίας Αθηνών (2008). Έχει γράψει τα βιβλία: «Ο βομβιστής του Παρθενώνα» (Καστανιώτης, 2010), «Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου» (διηγήματα, Οδυσσέας, 1997), «Σουνυάτα» (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2004), «Ο μανικιουρίστας» (νουβέλα, Οδυσσέας, 2000), «Περίκλειστος κόσμος» (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2003), «Φανταστικό μουσείο» (πεζογράφημα, Καστανιώτης, 2005), «Το γλωσσικό κουτί» (δοκίμιο, Καστανιώτης, 2006), «Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2008 – βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου της Ακαδημίας Αθηνών), το δίγλωσσο artist book «Το μαύρο φόρεμα / Τhe black dress» (RCIPP, 2002), σε συνεργασία με τη φωτογράφο Diane Neumaier, το λεύκωμα «Encounters» (Listasafn Reykjavikur, 2003) το δοκίμιο «Το διπλό όνειρο της γραφής» σε συνεργασία με τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό (Πατάκης, 2010), «Φακός στο στόμα» (Πόλις, 2012). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε Γαλλία, Σλοβενία, Σουηδία, Αλγερία, ΗΠΑ, Νέα Ζηλανδία και Ουγγαρία. Συνεργασίες του υπάρχουν στις ανθολογίες: «Η δική μας Αμερική» (Μεταίχμιο, 2010), «Το βιβλίο του κακού» (Μαγικό κουτί, 2009), «Χαμένοι στο διαδίκτυο» (Πατάκης, 2008), «Θεωρία, λογοτεχνία, αριστερά» (Το πέρασμα, 2008), «Ονόματα» (Κέδρος, 2008), «Με ορθάνοιχτα μάτια» (Καστανιώτης, 2004), «Μυθιστόρημα μιας πόλης» (Ωμέγα, 2004), «Θρυμματισμένος πλανήτης» (Μίνωας, 2004), «Γρανίτα από λεμόνι» (Κέδρος, 2004), «Η Αθήνα τη Νύχτα» (Intro Books, 2006). Μεταφράζει από τα αγγλικά. Έχει φιλοξενηθεί σε κέντρα συγγραφέων και έχει δώσει διαλέξεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ήταν επισκέπτης του προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του τομέα Αμερικανικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ. Ήταν επισκέπτης καθηγητής και fellow στο MFA Creative Writing Program και στο International Writer’s Program του Πανεπιστημίου της Αϊόβα και research fellow στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Πολιτισμού (European Cultural Parliament – ECP). Ίδρυσε και διευθύνει, σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο Literature Across Frontiers, το διεθνές λογοτεχνικό φεστιβάλ DASEIN στην Αθήνα (http://daseinfest.blogspot.com), στο πλαίσιο του οποίου έχουν επισκεφτεί την Ελλάδα συγγραφείς από 12 χώρες. Αρθρογραφεί τακτικά στα περιοδικά «Ποιητική» και «Athens Review of Books». Εγκαινίασε τον Απρίλιο του 2010 τη στήλη λογοτεχνικής θεωρίας «Ο δανεισμένος λόγος» στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η ιστοσελίδα του είναι: http://chrissopoulos.blogspot.com

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top