Fractal

Οδοιπορώντας στη μνήμη: Καστελόριζο

της Εύας Μοδινού //

 

ΚαστελόριζοΠριν έντεκα χρόνια, το 1999, βρέθηκα στο Καστελόριζο για πρώτη φορά. Τα πρώτα σπίτια που είδα μπαίνοντας στο λιμάνι μού έδωσαν την εντύπωση ενός τόπου που είχε γνωρίσει κάποτε ευτυχισμένες μέρες.

Όταν όμως άρχισα να περιδιαβάζω στο νησί, αντιλήφθηκα ότι τα σπίτια του λιμανιού ήταν σαν ένα σκηνικό –υπέροχο ομολογουμένως– μα πίσω από αυτό πλανιόταν ακόμη ο «αέρας» κάποιας πρόσφατης καταστροφής. Η αίσθηση αυτή εντάθηκε δραματικά όταν έφτασα στην περιοχή του Νίφτη και βρέθηκα σ’ ένα άδειο γήπεδο δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Σάββα, μπροστά από το παραθαλάσσιο κοιμητήρι. Σουρούπωνε και η χερσόνησος με τους νεκρούς στο τελευταίο φως έμοιαζε με σχεδία έτοιμη να αποπλεύσει. Για ποια πατρίδα άραγε;

Κοίταξα αντίκρυ, εκεί που ήταν κάποτε η Αντίφιλος, το Καλαμάκι, το Λιβίσι. Νύχτωνε και η ηχώ της μέρας έσβηνε πέρα στον ορίζοντα• μαζί σβήνανε και τα ονόματα. Την Αντίφιλο οι Τούρκοι την είπανε Κας, το Καλαμάκι έγινε το Καλκάν ή Νταλαμά. Μόνο το Λιβίσι κράτησε το όνομά του κι έμεινε άδειο: ένα χωριό-φάντασμα, που οι Τούρκοι φοβούνται να κατοικήσουν γιατί πιστεύουν πως είναι στοιχειωμένο.

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση έφτασα στην πλατεία του Σαντραπέ. Μπήκα στην επιβλητική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του «Λουκά» και άναψα το κερί μου στο πάτωμα, δίπλα στον τάφο του τελευταίου Πατριάρχη της Πισιδίας. Σιωπή. Οι σκιές των ευκαλύπτων μάκραιναν έξω στην πλατεία. Εκεί και η Μεγάλη Σχολή, δώρημα κι αυτή του ίδιου ευεργέτη, του Λουκά Σαντραπέ, έμενε κλειστή εδώ και χρόνια. Δίπλα η μητρόπολη του νησιού, ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τις δώδεκα αράβδωτες, μονολιθικές κολόνες από γρανίτη από τον αρχαίο ερειπωμένο ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας και την περίφημη καμπάνα από τη Ρωσία που χυτεύθηκε το 1600 και λένε πως όταν την χτυπούσαν ακουγόταν αντίκρυ ως την Αντίφιλο· μια μέρα ξαφνικά ράγισε.

Κάθισα στην ταβέρνα της πλατείας, στη δροσιά, να ξαποστάσω για λίγο. Απέναντί μου δύο ακόμη εκκλησίες –ωστόσο, ετούτες μικρές, ταπεινές−, της Παναγίας με το χαμομήλι της αυλής και του Αγίου Σπυρίδωνα με τα βοτσαλόστρωτα δώδεκα κυπαρίσσια στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα, κάτω από τους ψηλούς ευκάλυπτους, η προτομή μιας γυναίκας. Είναι η Δέσποινα Αχλαδιώτη, η Κυρά της Ρω, που ύψωνε κάθε πρωί την ελληνική σημαία στη Ρω επί σαράντα χρόνια· από το 1943, που εκκενώθηκε το Καστελόριζο εξαιτίας των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, έως το θάνατό της το 1982. Επί σαράντα χρόνια μια μαρτυρία ταυτότητας στο ακριτικό όριο μιας πατρίδας.

Και τώρα εδώ, στη δροσιά των ψηλών δέντρων, στην καρδιά του καλοκαιριού, στην ανεμελιά ενός αβασάνιστου χρόνου πώς είδα μια άλλη σκιά να βαραίνει πάνω στους τοίχους, να γλιστρά φευγαλέα στα πρόσωπα, να ζυγιάζεται στη μνήμη… Κι όταν σηκώθηκα κι άρχισα ν’ ανεβαίνω το πλακόστρωτο δρομάκι για το μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη «του Βουνιού», η σκιά αυτή μ’ ακολούθησε, ώσπου πρόσεξα τα ίχνη της φωτιάς στη γη, στις πέτρες που ’στρωναν το καλντερίμι κι είχαν όλες ρηγματωθεί. Όλες! Τι είχε απομείνει τελικά; Τι απομένει μετά από μια ολοκληρωτική καταστροφή; Η ελπίδα; Ίσως…

Γιατί η τελευταία καταστροφή του Καστελόριζου συντελέσθηκε από εχθρούς και φίλους, και ήταν ολοκληρωτική. Ξεκίνησε το 1942, όταν οι σύμμαχοι Άγγλοι καταδρομείς κατέλαβαν το νησί και έδωσαν την αφορμή στους Γερμανούς ν’ αρχίσουν έναν ανελέητο βομβαρδισμό με Στούκας και συνεχίστηκε μετά τους βομβαρδισμούς, όταν λεηλατήθηκαν όλα τα κτίρια, οι εκκλησιές, τα σπίτια, ακόμη και το νεκροταφείο, αλλά αυτή τη φορά, από τους συμμάχους.

Ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» γράφει στην ανταπόκρισή του το 1943: «Λένε πως πολλές πόλεις καταστραφήκαν, και είναι αλήθεια. Δεν είναι το ίδιο για το Καστελόριζο. Περνάς στους δρόμους, ανεβαίνεις τα καλντερίμια, διαβαίνεις κάτω από τους θόλους, τις πλατείες, τις “ταράτσες”, και δεν βλέπεις τίποτα. Ούτε σκύλο, ούτε γάτα. Τα βήματά μου ακούγονται βαριά στο λιθόστρωτο, ηχούν μέσα στα κενά σπίτια χωρίς παραθυρόφυλλα, τα σπίτια με τρεις ή δυο τοίχους… Όλα είναι ξεκοιλιασμένα. Οι κασέλες σπασμένες, κουρελιασμένο το προικιό… όλα συντρίμμια… Μια ώρα γύριζα μέσα σ’ αυτόν τον θάνατο. Όλα, όλα ανεξαιρέτως τα πράγματα που είδα είναι βασανισμένα. Όλα ξεντεριασμένα, χυμένα, στραβωμένα, μπλεγμένα».1

Και αργότερα, ο Μιχάλης Χονδρός σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Η Φωνή του Καστελόριζου», συνεχίζει: «Όλες οι εκκλησίες ήσαν λεηλατημένες, δώρα, αφιερώματα, ιερά σκεύη, άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία, παγκάρια κ.λπ., χάθηκαν όλα. Οι περισσότερες δεν είχαν ούτε πόρτες· και καμιά δεν είχε ούτε ένα τζάμι! Ναι, ούτε τζάμι! Τα είχαν κλέψει κι αυτά μεθοδικά ένα ένα… Δεν άφησαν ούτε ένα ιερό Ευαγγέλιο ή έναν σταυρό. Θεέ μου, τι να πρωτογράψουμε; Το νεκροταφείο παρουσίαζε κι αυτό μια ανεξήγητη και ανατριχιαστική όψη. Δεν υπήρχε ούτε ένας σταυρός. Οι τάφοι ήταν σχεδόν χωρίς χώμα, τα κόκαλα των πατέρων μας ήταν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί… Στην πόρτα του κοιμητηρίου είχε μια επιγραφή που ενημέρωνε τον επισκέπτη:
ΑΠΟ ΔΩ ΠΕΡΑΣΑΝ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ-ΚΑΝΙΒΑΛΟΙ.2

Έχουν περάσει χρόνια από εκείνον τον ορυμαγδό. Τα «σημεία» της τελευταίας λεηλασίας δεν είναι απτά όπως τότε. Την άνοιξη τα χωράφια ανθίζουν, οι πληγές σκεπάζονται, πολλές εκκλησίες έχουν αναστυλωθεί, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Λουκά στην πλατεία του Σαντραπέ. Κάποιες άλλες μαρτυρούν ακόμη την καταστροφή, όπως το παλαιό ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου του Αποκεφαλιστή. Η ζωή συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται πάντα μετά από κάποιο πόλεμο, νικώντας τη φθορά, τον θάνατο. Ωστόσο, η μνήμη μένει πίσω, σαν τον νεκρό που κουβαλάς και δεν ξέρεις πού να αποθέσεις…

Κοίταξα αντίκρυ την Αντίφιλο και πιο πέρα στην αρχαία νεκρόπολη των Μύρων, εκεί που υπάρχουν ακόμη οι αρχαίοι λαξευμένοι τάφοι της Λυκίας, οι «καλλιτεχνικώτατα εξηργασμένοι […] κατά την θέαν, κατά την θέσιν και την αρχιτεκτονικήν και γλυπτικήν τέχνην», ώστε ο ταξιδιώτης να «πείθεται ότι οι αρχαίοι Λύκιοι περί πλείονος εποιούντο τα οικήματα των νεκρών ή τα των ζώντων».3
Βαθιές οι ρίζες της ιστορίας αυτού του τόπου· ωστόσο, είναι αρκετά ισχυρές να μην σπάσουν μέσα στη δίνη των γεγονότων; Πολλοί από τους Καστελοριζιούς που διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψαν. Κάποιοι άλλοι επιστρέφουν μόνο για το καλοκαίρι, γιατί ο χειμώνας είναι σκληρός στο νησί και πρέπει ν’ αντέχει κανείς «όπως αντέχουν οι Αγιορείτες σ’ έναν βράχο». Ν’ αντέχει την ερήμωση, την εγκατάλειψη, την τραυματισμένη μνήμη, κρατώντας με το φιλότιμο «την Κληρονομιά των πολλών».4

 

1 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΕΓΙΣΤΗΣ (ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΥ) του Ευάγγελου Ν. Βαρδαμίδου (ιατρού). Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια 1948, ανατύπωση Ελληνικά Γράμματα 1996.
2 ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΉΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΥ − Τα Χριστιανικά Μνημεία του Ακρίτα του Ελληνικού Νότου – Πολιτιστική κληρονομιά του Αιγαίου – Ιστορική Έρευνα του Κυριάκου Μ. Χονδρού, με χορηγό Έκδοσης την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 2002.
3 ΠΑΡΑΠΛΟΥΣ ΛΥΚΙΑΣ – Από Μεγίστης (Καστελλόριζου) εις Λυκίαν του Αχιλλέως Σπ. Διαμαντάρα. Έκδοσις Συνδέσμου Απανταχού Καστελλοριζιών «Ο Άγιος Κωνσταντίνος» Αθήναι 1988 – Πειραιεύς.
4 Από τον λόγο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού σε επίσκεψή του στο Καστελόριζο τον Μάιο του 1979.

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 140, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top