Fractal

Ξαφνικός έρωτας

του Δημήτρη Καρύδα // *

 

afierwma(το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος γράφτηκε τον Απρίλιο του 2014 στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Μόσχας)

 

Μπήκε χωρίς βιασύνη στην αίθουσα του αεροδρομίου που προοριζόταν για τους καπνιστές. Δεν ήταν φανατική της νικοτίνης αλλά πριν από ταξίδι πίστευε ότι ένα δύο τσιγάρα χαλαρώνουν. Και είχε ανάγκη να χαλαρώσει. Είχε δύο ώρες ακόμη για την πτήση της, έπιασε μια θέση κοντά στη τζαμαρία και χάζευε τον κόσμο. Τυπικό δυτικό αεροδρόμιο. Με τυπικούς ταξιδιώτες της δεκαετίας των μηδενικών…

Αιώνια έφηβοι τουρίστες με στραβά καπελάκια τζόκεϊ, πανέμορφες γυναίκες, που οι περισσότερες θύμιζαν σχεδόν ανορεξικά μοντέλα χωρίς φύλλο αλλά όλο υγεία, μόνο το ροζ παιδικό βρακάκι τους έλλειπε, αν τους έλλειπε, μερικές ασιάτισσες με τα καφτάνια και τα σαρόνγκ τους διέφεραν, επίπεδοι πανομοιότυποι χαμηλών τόνων νεαροί με φοβισμένο ύφος που άκουγαν την ίδια, πιθανώς, σιωπηλή μουσική από τα i-pod τους, άντρες βιαστικοί, ήταν σίγουρη ότι οι περισσότεροι φορούσαν παλιομοδίτικα σώβρακα ή βαμβακερά υγιεινά εσώρουχα που επιτρέπουν την εφίδρωση, τα είχαν θυμηθεί και επιβάλλει όλοι οι επώνυμοι οίκοι ρούχων, ένας διέφερε χάρη στο παράξενο μουστάκι του, της θύμισε ένα διάσημο πορνοστάρ, ποιός ξέρει ίσως ήταν ο ίδιος. Τα μαγαζιά με τα αφορολόγητα ήταν γεμάτα από υπερκαταναλωτικά όντα. Κοσμοσυρροή και στα μπαρ-εστιατόρια του αεροδρομίου όλα φτιαγμένα με την ίδιο γιαπωνέζικο μινιμαλισμό. Και όλα πουλούσαν προϊόντα δήθεν υγιεινής διατροφής, όλη τη γκάμα από το γιαπωνέζικο σούσι και το ινδικό ταντούρι, μέχρι γουόκ και νουντλ, ξαφνικά ήθελε να ξεράσει στην ιδέα του φαγητού. Αυτή ήταν η εποχή του χρηματιστηρίου, του λίφτινγκ, του σούσι, των σπα, του νιου έιτζ και της βιολογικής διατροφής. Καμία διάθεση για ανατροπή. Και στον έρωτα τα ίδια. Η εποχή του ασφαλούς και του εικονικού σεξ, οι γενιές της θλιμμένης κρεβατοκάμαρας. Όλος ο κόσμος μιλάει για σεξ αλλά το βαριέται, γέμισε ο τόπος από τρομαγμένους μονογαμικούς, είναι τόσο εύκολο που έχασε πια τη σημασία του μετατράπηκε σε σύγχρονη διαφήμιση προφυλακτικού όπου τα αυτονόητα παραλείπονται και ο κόσμος προτιμά τις φαντασιώσεις. Τα ερωτικά πρότυπα κρατάνε λίγο και χάνονται στους τρελούς ρυθμούς για να παραχωρήσουν τις θέσεις τους σε άλλα το ίδιο εφήμερα και αναλώσιμα. Σκέφτηκε πόσο καιρό είχε να κάνει έρωτα, να νοιώσει αντρικό χάδι, ίσως πήγαινε και χρόνος. Θυμήθηκε τον Καμίλ τον εραστή της, σχεδόν της ήρθαν δάκρυα στα μάτια με τη σκέψη ότι δεν θα τον ξανάβλεπε. Το σκούρο χρώμα του κορμιού του, τα μακριά δάκτυλα που χάιδευαν τόσο επιδέξια το σώμα της. Άνοιξε τη χειραποσκευή της και έβγαλε το μοναδικό αντικείμενο που δεν αποχωριζόταν όπου κι αν πήγαινε. Μια κασετίνα σε σχήμα καρδιάς όχι από αυτές τις φτηνιάρικες που κάνουν δώρο του Αγίου Βαλεντίνου. Στο σκέπασμα ήταν σκαλισμένο το χέρι της Φατμά, της κόρης του προφήτη του Μωάμεθ, το φυλακτό όλων των μουσουλμάνων. Τα πέντε ενωμένα δάχτυλα συμβολίζουν τους πέντε πυλώνες του Ισλάμ.

Ένα ακριβό κουτί φτιαγμένο από ξύλο όλο ίνες και ‘’νερά’’ με χρυσά ένθετα στις γωνίες και τις πλευρές του. Το δώρο του Καμίλ πριν χωρίσουν. Για πάντα. Το ξανάβαλε στην τσάντα, δεν ήταν ούτε η ώρα, ούτε ο χώρος για να αρχίσει τα κλάματα. Προτίμησε να βγάλει το βιβλίο που διάβαζε αλλά μετά από μερικές αράδες κατάλαβε ότι η ανάγνωση ήταν εντελώς μηχανική, ούτε καταλάβαινε τα νοήματα των λέξεων και τη σημασία των προτάσεων. Αιώνιος βαρύς χειμώνας στην ψυχή της.

Ούτε καν πρόσεξε τον διπλανό της, τους χώριζε το άδειο βιδωμένο στο πάτωμα κάθισμα αλλά στην πραγματικότητα απείχαν έτη φωτός. Εκείνος την παρατηρούσε ώρα, της έριχνε περίεργες και αδιάκριτες ματιές μέσα από τους χοντρούς μυωπικούς φακούς. ‘’Γοητευτική, αβέβαιη και πολύ ξένη’’, σκέφτηκε ο άντρας. ‘’Ασυνήθιστο μείγμα νευρικότητας και γοητείας’’. Χάζευε για ώρα το απογυμνωμένο από φτιασίδια πρόσωπο και το δέρμα της, δροσερό λες και το είχε πετύχει μια ριπή χειμωνιάτικου αέρα ή σαν κοιμισμένου μωρού. Μελαχρινή με πολλές αραβικές πινελιές στα μάτια και στο πρόσωπο. Αποτελούσε μια παράξενη γενετική μετάλλαξη την οποία κάποιος στερεοτυπικά θα θεωρούσε Αραβικής προέλευσης. Για τους ρατσιστές αντιπροσώπευε απλά ένα κατώτερο είδος. Αλλά η ομορφιά της δεν κρυβόταν. Τα όμορφα σαρκώδη χείλια που δεν είχαν την ανάγκη προσθετικών. Κορμί με απόλυτα γήινες καμπύλες. Είχε πάρει απόφαση να της μιλήσει από την ώρα που απαρατήρητος από την ίδια κάθισε σχεδόν δίπλα της. Κοίταξε τον τίτλο του βιβλίου που περισσότερο φυλλομετρούσε παρά διάβαζε. ‘’Jihad, The Rise of Militant Islam in Central Asia’’ του Αχμέντ Ρασίντ. Το ήξερε καλά, αποτελούσε την πιο ακαδημαϊκή προσέγγιση στις ρίζες των συγκρούσεων στην Κεντρική Ασία καθώς και τη σχέση τους με τη σύγχρονη τρομοκρατία.

‘’Σας ενδιαφέρει η Τζιχάντ;’’, τη ρώτησε. Η γυναίκα πετάχτηκε από τη θέση της λες και την είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα από την αντρική φωνή. Καμπανιστή αλλά σοβαρή, αργή και επιβλητική. Γύρισε και τον κοίταξε. Εκείνος είδε στη θέση του προσώπου της ένα παγωμένο προσωπείο, ξεχώριζε μόνο η καφετιά ίριδα των εξωγήινων διαπεραστικών ματιών της. Τον τρόμαξε ο πάγος του προσώπου της, ήταν από εκείνες τις γυναίκες που δεν έχαναν το χρόνο τους για αχρείαστες γκριμάτσες. ‘’Εσείς τι ξέρετε για τη Τζιχαντ;’’, του απάντησε με ερώτηση.

‘’Αρκετά για Ευρωπαίο’’.

Δεν ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα με τον άγνωστο. Και δεν θα τη συνέχιζε αν δεν της έκαναν εντύπωση τα μάτια του. Μεγάλα πράσινα μάτια-καταφύγιο. Της θύμιζαν τα μάτια του Καμίλ. Διέφεραν σε όλα τα άλλα αλλά θα έπαιρνε όρκο ότι πίσω από τα χοντρά γυαλιά του αγνώστου κάποιος είχε κάνει μεταμόσχευση τα μάτια του παλιού εραστή της. Τι σχέση μπορούσε να έχει ο Καμίλ μ’ αυτό τον παράξενο μεσόκοπο; Ο Καμίλ είχε μαύρες σα τη νύχτα μπούκλες και ένα πανέμορφο τριγωνικό μελαχρινό πρόσωπο. Αυτός εδώ είχε κοντοκουρεμένο σαν πεζοναύτη μαλλί που άρχιζε να αραιώνει στην κορυφή και στρογγυλό πρόσωπο καλοζωισμένου. Αραιό μουσάκι, χοντρά γυαλιά και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο που θα μπορούσε να είναι σκέτη ενόχληση. Αλλά τα μάτια ήταν ίδια, λες και ήταν κλώνος του Καμίλ.

Ο άντρας δεν απόδιωξε το βλέμμα του από την γλυκιά, άμεση απέριττη ματιά της γυναίκας. Το βλέμμα της ήταν από εκείνα πραγματικά κοιτάζουν τον άλλο λες και σκανάρουν την ψυχή του.

Βιάστηκε να συνεχίσει τη συζήτηση. Η άβολη σιωπή δεν ήταν ποτέ καλός οιωνός ή σύμβουλος. ‘’Είμαι εκτιμητής έργων τέχνης με ειδίκευση τις αραβικές τέχνες. Πάντοτε οι αραβικοί πολιτισμοί ασκούσαν μια έντονη επίδραση πάνω μου’’.

‘’Αρκετή ώστε να μιλάτε σε άγνωστες γυναίκες με κριτήριο μόνο το χρώμα του δέρματός τους;’’. Του χάρισε ένα σαγηνευτικό βλέμμα με κρυστάλλινη ένταση.

‘’Αρκετή ώστε να μιλάω σε μια όμορφη γυναίκα που διαβάζει ένα ενδιαφέρον βιβλίο’’, της απάντησε με άνετη αυθάδεια. Η άρθρωση του ήταν άψογη, έμοιαζε να ελέγχει μέσα απ’ αυτή το χρόνο και τον τόνο της ομιλίας του και να την κατευθύνει όπως ήθελε, η φωνή και τα μάτια του ασκούσαν πάνω της μια παράλογη γοητεία.

‘’Τζιχάντ δεν είναι ο ιερός πόλεμος όπως συνήθως πιστεύουν τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης’’, συμπλήρωσε ο άντρας με τη σιγουριά εκείνου που κατέχει τη γνώση. ‘’Αλλά μια προσπάθεια από την αρχή, μια προσπάθεια προφύλαξης από τον διάβολο’’, τον συμπλήρωσε. ‘’Και είναι πολλές φορές ταυτόσημη με τη τζιντάλ, τον αγώνα με μολύβι και χαρτί την κατήχηση με τα λόγια ή την ανάγνωση. Θα ήταν πιο λογικό στις περιπτώσεις τρομοκρατικών ενεργειών να χρησιμοποιείται, λοιπόν, το κιντάλ ως όρος και όχι η τζιχάντ. Αφού κιντάλ σημαίνει βίαιος θάνατος’’. Κέρδισε ένα γύρο εντυπώσεων και το αντιλήφθηκε από το χαμόγελο της και την κίνηση του χεριού της που του έδειξε το εξώφυλλο του βιβλίου. ‘’Το έχετε διαβάσει, λοιπόν’’.

‘’Θα μπορούσα να σας συστήσω και ένα βιβλίο του Άμπελ Παζ, που μιλάει για τη ζωή του Ισπανού αναρχικού Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι. Θεωρώ ότι είναι εκείνος που συνδέει ιδεολογικά τον χώρο των παλιών αντεξουσιαστών με τη σημερινή τρομοκρατία’’.

‘’Θα περίμενα να είσαστε πιο ελαστικός στις κρίσεις σας και να μη χρησιμοποιούσατε συνεχώς τον όρο τρομοκρατία, είναι προϊόν των δυτικών μέσων ενημέρωσης που θεωρούν ότι ο ένοπλος αγώνας αποτελεί δικαιολογία και καμουφλάζ για τρομοκρατικές πρακτικές’’.

‘’Δεν είμαι Ισλαμιστής για να μπορώ να δεχτώ χωρίς αντίλογο τέτοια επιχειρήματα. Και η ιστορία μας έχει διδάξει ότι ο ένοπλος αγώνας κρύβει συνήθως στα σωθικά του τρομοκρατικές πρακτικές. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση: Η συνθήκη των Βερσαλλιών δημιούργησε εθνικά ταπεινωμένους Γερμανούς που κατασκεύασαν περιπλανώμενους Ιουδαίους και αυτοί με τη σειρά τους απάτριδες Παλαιστίνιους που δημιουργούν με τη σειρά τους αυριανούς εκδικητές ’’.

Κούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά. ‘’Ελάτε τώρα, γνωρίζετε καλά τι μπορεί να δημιουργήσει η σημερινή ελεγχόμενη προπαγάνδα. Στους πολιτισμούς δεν αρέσουν οι αντιπαραθέσεις είναι αυστηρά κλειστά συστήματα που επιβιώνουν κατά μόνας από τη δική τους ζωή και ανάσα ο καθένας. Μόνο αν εξαναγκάσεις, αν βιάσεις τον πολιτισμό μπορείς να πετύχεις ένα άνοιγμα ώστε να δεχτεί κάτι διαφορετικό χάνοντας σε βάθος χρόνου μερικές από τις ποιότητές του. Όταν σβήνεις τις διαχωριστικές γραμμές των πολιτισμών οδηγείσαι στο αδιέξοδο του πολέμου ο λαός χάνει την μυστικοπάθεια του και χαλάει ο ψυχισμός του. Αυτό ακριβώς πέτυχε ο δυτικός ιμπεριαλισμός. Η άμυνα των πολιτισμών δεν μεταφράζεται κατ’ ανάγκη σε τρομοκρατία’’.

Προτίμησε να μην συνεχίσει την αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Της έτεινε το χέρι του. ‘’Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος’’. ‘’Σίντι Χαϊλέ’’.

‘’Αμερικάνικο πρώτο όνομα, αραβικό επίθετο’’.

‘’Ας πούμε ότι τρέχει μέσα μου αίμα και από τους δύο πολιτισμούς’’.

Διέκρινε τη στιγμιαία θλίψη στη ματιά της. Ξαφνικά και για κλάσματα του δευτερολέπτου το πρόσωπο της έμοιαζε με αυτό μιας αληθινά σκληρής γυναίκας που μπορούσε να τα βάλει με τα στοιχεία της φύσης δεμένη στο κατάρτι την ώρα της καταιγίδας για να νοιώσει την ανταριασμένη θάλασσα να μαστιγώνει το κορμί της και να ελέγξει τα όρια της αντοχής της.

Η κουβέντα τους συνεχίστηκε για ώρα, ανακάλυψαν ότι θα έπαιρναν την ίδια πτήση για Αθήνα, ο άντρας ήταν εξομολογητικά αδιάκριτος, εκείνη προσπαθούσε να μιλάει λίγο και ουδέτερα, απέφυγε να του πει λεπτομέρειες για τη ζωή της. Μια ζωή που ήταν γεμάτη από επείγοντα περιστατικά. Επικεντρώθηκε στον Έλληνα εκτιμητή έργων τέχνης, φανερά το παρουσιαστικό του τον αδικούσε. Ήταν ευχάριστος συνομιλητής, ορισμένες φορές ακραίος όχι σε απόψεις αλλά σε αντιδράσεις. Υπερκινητικός, θορυβώδης, πολυλογάς και χιουμορίστας σαν καρτούν, την έκανε να γελάει με την καρδιά της. Διαπίστωσε ότι ήταν και αρκετούς πόντους πιο κοντός της όταν σηκώθηκαν και περπάτησαν πλάι-πλάι με κατεύθυνση το γκισέ πληροφοριών. Εκεί έμαθαν ότι ένα τεχνικό πρόβλημα είχε καθηλώσει το αεροπλάνο τους στο έδαφος, ήταν ήδη απόγευμα, δεν υπήρχε περιθώριο να πετάξουν, έπρεπε να μείνουν στην πόλη και να φύγουν με πρωινή πτήση. ‘’Υπάρχει ένα μικρό πούλμαν έξω θα σας μεταφέρει σε ένα κοντινό ξενοδοχείο για να περάσετε το βράδυ σας. Η εταιρεία μας πληρώνει το βραδινό φαγητό σας και το πρωινό’’, είπε με τυπική ευγένεια και φανερά φτιαχτό απολογητικό ύφος η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρείας.

Βγήκαν από το αεροδρόμιο, βρήκαν το πούλμαν αλλά ήδη ήταν γεμάτο από άλλους ταξιδιώτες, οι περισσότεροι μιλούσαν στα κινητά τους προσπαθώντας να ενημερώσουν για την αργοπορία στην άφιξή τους. Συγγενείς, φίλους, δουλειές. Κανείς από τους δυο τους δεν έκανε ανάλογη κίνηση, λες και κανείς δεν τους περίμενε. Στο ξενοδοχείο τους έδωσαν διαφορετικά δωμάτια σε διαφορετικούς ορόφους αλλά εκείνη μέσα της είχε πάρει τις αποφάσεις της. Άφησαν τα πράγματα τους στα γρήγορα στα απρόσωπα δωμάτια κλουβιά και ξαναβρέθηκαν στη ρεσεψιόν. ‘’Για ένα ποτό’’, ήταν η δικαιολογία αλλά η συζήτηση κράτησε ώρες. Συμφώνησαν σε πολλά, διαφώνησαν σε άλλα τόσα, ο άντρας πίστευε στις ειρηνικές λύσεις, η γυναίκα συμφωνούσε με την αναγκαιότητα της ύπαρξης ένοπλης αντίδρασης. ‘’Ο επαναστατικός λόγος είναι αναγκασμένος να διαστρεβλώνει πάντοτε το πραγματικό, η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ επαναστατική είναι καταστροφική, αδιέξοδη, πολλές φορές και μόνο οι αναθεωρητές την παίρνουν σοβαρά υπόψη τους όχι οι επαναστάτες που είναι υποχρεωμένοι να απαρνηθούν την πραγματικότητα για να αποκτήσουν ιστορική νομιμότητα’’, επέμενε εκείνη σταθερή στις απόψεις της. Ο άντρας βρήκε ένα ισχυρό αντίπαλο γεμάτο επιχειρήματα στην κουβέντα. Και ήταν καλά διαβασμένη. Μέχρι και μια φράση από την Κατήχηση του Σεργκέι Γκενάντιεβιτς Νετσάγιεφ επιστράτευσε για να κερδίσει αυτή την άτυπη μονομαχία ανταλλαγής επιχειρημάτων και εντυπώσεων: ‘’Ο επαναστάτης περιφρονεί κάθε δόγμα απαρνείται τις επιστήμες που τις αφήνει για τις επόμενες γενιές και γνωρίζει μονάχα την επιστήμη της καταστροφής’’.

Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυκτα και με πολλά άδεια ποτήρια ανάμεσα τους τον κοίταξε βαθιά στα μάτια εκμεταλλευόμενη μια στιγμιαία σιωπή.

Συμφώνησαν πάντως ότι το σύνολο των ισλαμικών κινημάτων που φύτρωναν στη Μέση Ανατολή, από τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, ως παρακλάδια του παλαιστινιακού αγώνα, ήταν ενωμένα στον κοινό στόχο αλλά ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στις χωρίς λογική αιματοχυσίες.

‘’Ακολούθησε με στο δωμάτιο μου. Fissa*’’, του είπε και σηκώθηκε βιαστικά λες και την κυνηγούσαν. Είχε πάρει στιγμιαία σχεδόν την απόφαση της, αποφάσισε να γευτεί τη νωπή και φευγαλέα γεύση μιας ανάξιας εφήμερης ερωτικής ευτυχίας. Του παραδόθηκε γρήγορα, βιαστικά, σχεδόν έτρεμε από φόβο, πόνο και προσμονή, έκαιγε και καιγόταν στην αγκαλιά του, επέτρεψε στα καλλίγραμμα αλλά όχι επιθετικά μυώδη χέρια του, αεικίνητα αλλά όχι νευρικά, ακούραστα και εκφραστικά να εξερευνήσουν το κορμί της και τη στιγμή του οργασμού αθέλητα δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλα της. Άρχισε να του ψιθυρίζει αραβικές λέξεις, στα αυτιά του έμοιαζαν με ξερούς λαρυγγισμούς της ερήμου, σαν τον ρόγχο της ατελείωτης άμμου.

Βυθίστηκαν σε ένα τυφλό από όνειρα ύπνο, ξύπνησε αλαφιασμένη, έκανε ότι έπρεπε να κάνει, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της, άφησε στο κομοδίνο το βιβλίο του Αχμέντ Ρασίντ που είχε αποτελέσει την αφορμή της γνωριμίας τους, εκεί που πήγαινε δεν το χρειαζόταν. Ο άντρας ξύπνησε αρκετές ώρες αργότερα στο δωμάτιο, η πρώτη του σκέψη ήταν ότι είχε χάσει την πτήση και απόρησε γιατί η φευγάτη γυναίκα δεν τον ξύπνησε. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κινηθεί ήταν δεμένος πάνω στο κρεβάτι, σκέφτηκε ότι είχε πέσει θύμα ληστείας, η νυχτερινή παρτενέρ του προφανώς ήταν κάποια επιτήδεια που βρήκε εύκολο θύμα με τη βοήθεια ίσως ενός υπνωτικού στο ποτό του αλλά με μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο διαπίστωσε ότι η τσάντα του ήταν απείραχτη στη θέση της. Όταν με πολύ κόπο κατόρθωσε να απελευθερωθεί από τους όχι πολύπλοκους κόμπους είδε ένα άσπρο χαρτί να ξεχωρίζει από το βιβλίο που είχε ξεχάσει στο κομοδίνο η γυναίκα. Ήταν πυκνογραμμένο με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα.

‘’Στο Ισλάμ υπάρχουν τρία βασικά χρώματα, το λευκό, το μαύρο και το χρώμα του σανταλόξυλου. Όλα τα υπόλοιπα συνυπάρχουν μέσα στο λευκό που συμβολίζει το φως του ήλιου την υπέρτατη εκδήλωση θεϊκής παντοδυναμίας. Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το καλοκαίρι και τον χειμώνα, το λευκό και το μαύρο είμαστε πάντοτε καταδικασμένοι να ατενίζουμε τη ματαιότητα της ζωής. Η ζωή είναι θέμα σωστού συγχρονισμού, κάθε κατάσταση της είναι προϊόν της απάντησης στην ερώτηση ‘’γιατί τώρα;’’. Δύο παράλληλες δεν συναντιούνται ποτέ εκτός και αν αποφασίσει διαφορετικά ο Θεός και ας πιστεύουν σε διαφορετικούς Θεούς. Για αυτό κάθε στιγμή είναι δοκιμασία ή απλά υπέροχη. Για μένα οι στιγμές που περάσαμε ήταν υπέροχες, ένα σύντομο καλοκαιρινό διάλειμμα μέσα στον χειμώνα μου αλλά ο συγχρονισμός ήταν λάθος. Κανενός είδος λύτρωσης ή ψευδαίσθηση ευτυχίας δεν μπορεί να θρέψει τα σωθικά ή το μυαλό μου πια. Τίποτε δεν ζει αιώνια, τα πάντα είναι μνήμη, όλα είναι fatum**. Ακόμη και όταν όλα αυτά θα αποτελέσουν για σένα ασαφείς μνήμες είμαι σίγουρη ότι θα θυμάσαι τη μακρινή οπτασία μιας γυναίκας που σου έσωσε τη ζωή σε αντάλλαγμα για τις όμορφες στιγμές που μοιραστήκατε. Σίντι Χαϊλέ’’.

Ξαναδιάβασε τις εκατόν πενήντα λέξεις αλλά δεν έβγαλε νόημα ούτε με τη δεύτερη, ούτε με την Τρίτη ανάγνωση, το μοναδικό που του ήρθε στο μυαλό ήταν ότι η κοπέλα είχε τελικά Αραβικό ονοματεπώνυμο. Σίντι Χαϊλέ. Το Σίντι*** δεν ήταν καθόλου αμερικάνικο. Τα κομμάτια που συμπλήρωναν το παζλ των αποριών του θα έμπαιναν στη θέση τους πολύ αργότερα. Και η Σίντι είχε κάνει ένα λάθος στους υπολογισμούς της. Δεν θα την ξεχνούσε ποτέ.

Την ίδια στιγμή το αεροπλάνο που είχε προλάβει η Σίντι έμπαινε στον ελληνικό εναέριο χώρο στο δρόμο για προσγείωση στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Βυθισμένη στις σκέψεις της, έφερνε στο μυαλό της τον άντρα που είχε γνωρίσει. Δεν μπορούσε να του εξηγήσει γιατί η δική της ζωή είχε εκτραπεί από τα συνηθισμένα, από μια εσωστρεφή και ιδιοτελή ζωή, πως ενώθηκε με τις ζωές άλλων για ένα κοινό σκοπό και ότι ήταν γραφτό της να θυσιαστεί για τα ιδανικά της. Βαθιά μέσα της ποθούσε να μπορούσε να εγκαταλείψει τον προορισμό της, να διάλεγε μια διέξοδο σε μια πεζή συνηθισμένη ζωή και να ξανάγραφε την προσωπική της ιστορία αλλάζοντας ένα μικρό αλλά πολύ ουσιαστικό κομμάτι της. ‘’Ακόμη προλαβαίνω’’, σκέφτηκε αλλά απόδιωξε αυτή την πιθανότητα που ισοδυναμούσε με προδοσία.

Την ετοίμαζαν σε όλη της τη ζωή για αυτή τη μέρα. Από τότε που έμεινε ορφανή από την επίθεση κομάντος στο κιμπούτζ που έμενε η οικογένεια της. Τη σπούδασαν, τη δίδαξαν και την κατήχησαν και πριν ακόμη νοιώσει γυναίκα, από παιδούλα έμαθε ότι το ατσάλι χρειάζεται ανελέητο σφυροκόπημα μέχρι να γίνει σκληρό και άκαμπτο. ‘’Δεν θα γίνεις ποτέ μια πόρνη των δυτικών αλλά μια οσιομάρτυρας’’, της επαναλάμβαναν πεισματικά. Τους έδειχναν διαμελισμένα κορμιά, κόσμο που πέθαινε από εκρήξεις ή εισπνέοντας δολοφονικά χημικά αέρια, βιασμένες γυναίκες, κατακρεουργημένα παιδιά, αθώα θύματα του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Και η ίδια είχε πάψει να λειτουργεί με αισθήματα, στο κέντρο εκπαίδευσης έγινε αυτό που της ζητούσαν. Ατσάλινη, σαν εκείνη τη γελοία τηλεοπτική καρικατούρα τη Ζήνα, μόνο που αυτή πραγματικά και όχι σε ένα ευφάνταστο σενάριο ήξερε ότι αρκούσε μια γροθιά της για να ευνουχίσει μια μεραρχία σκληροτράχηλων πεζοναυτών. Γνώρισε άντρες και γυναίκες που προτίμησαν τον θάνατο από την ντροπή της υποταγής και της εξαθλίωσης. Όπως ο Κεμάλ ο άντρας που την έκανε γυναίκα και μοιράστηκαν μοναδικές στιγμές έκστασης πριν τη μέρα που την αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Του είχαν επιτρέψει για μια πρώτη και τελευταία φορά να πιεί όσο αλκοόλ άντεχε. Ήξεραν και οι δύο τον προορισμό του εκείνο το τελευταίο βράδυ που πέρασαν αγκαλιά. Μια αποστολή αυτοκτονίας. Δεν είχαν ζωή, δεν αποφάσιζαν γι’ αυτήν, η μοίρα τους ήταν γραμμένη στο DNA διαφορετικών γενιών, εκείνων που είχαν προηγηθεί. Μέσα στο κουτί που της είχε κάνει δώρο υπήρχε ένα δικό του σημείωμα, οι τελευταίες του λέξεις, η ανάμνηση που θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή: ‘’Πώς να αποκτήσεις την αγάπη αν δεν την ακουμπήσεις και δεν την κρατήσεις γερά; Η αγάπη μπορεί να φύγει και να μην γυρίσει το μίσος έχει τη συνήθεια να μένει’’.

Τη μέρα που έμαθαν την κατάληξη της αποστολής του στο στρατόπεδο πυροβολούσαν στον αέρα, γελούσαν, γλεντούσαν. Είχε πάρει μαζί του διακόσιους ανθρώπους. ‘’Ένας για διακόσιους’’, όπως είπε ο αρχηγός του στρατοπέδου περήφανος. Και εκείνη δεν μπορούσε να συμμεριστεί τη χαρά τους. Βαθιά πληγωμένη από τις προσωπικές της τραγωδίες, υποχρεωμένη να τις αντιμετωπίσει σθεναρά, όλο αξιοπρέπεια, ευαισθησία και θάρρος. Για να καταλήξει εκεί που κατέληξε ο Κεμάλ, δύο χαμένες ψυχές καταδικασμένες να γίνουν σταγόνες στον ωκεανό της ιστορίας, δύο τρομοκράτες για τους ‘’άλλους’’, δύο οσιομάρτυρες ήρωες για τους δικούς της.

Εκείνος έφυγε παίρνοντας μαζί του διακόσιες ψυχές, στο αεροπλάνο της υπήρχαν πάνω από τριακόσια άτομα. Σηκώθηκε με κατεύθυνση την τουαλέτα με πόδια τρεμάμενα, ένα τρελό χορό να έχει στηθεί στο άδειο στομάχι της και το θολωμένο της μυαλό να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Κλείδωσε την πόρτα της τουαλέτας και κοίταξε το είδωλο της στον μικρό καθρέφτη. Μαραζωμένη, ζαρωμένη, σαν να είχε γεράσει πρόωρα. Της θύμιζε έκθεμα μουσείου κέρινων ομοιωμάτων με σφυγμό, η μοναδική κίνηση στο πρόσωπο της ήταν οι φλέβες που ξεχώριζαν στο δέρμα της. Πάλλονταν όπως πάλλεται το αίμα στους κροτάφους σε κρίση κλειστοφοβίας.

Ακόμη μπορούσε να κάνει πίσω, να προσγειωθεί στην Αθήνα, να τρέξει να κρυφτεί, να αρχίσει μια άλλη ζωή αλλά για πόσο; Θα την κυνηγούσαν και θα την εκτελούσαν σαν σκυλί για παραδειγματισμό. Ήταν καταδικασμένη. Ή να προδώσει τα ιδανικά της ή να περάσει στην ιστορία ως μάρτυρας για τους δικούς της και σαν ζοφερή ενσάρκωση της καταστροφικής τρέλας, της τρομοκρατίας και της πνευματικής σήψης. Δεν γεννήθηκε με τη μεριά των τυχερών, η ζωή της χαμογέλασε αλλά με ματωμένο στόμα. Στη δική της ζωή είχαν σπάσει όλα τα δόντια.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, είδε το εξαντλημένο, παραδομένο βλέμμα της και σε μια αχαρακτήριστη για τα δεδομένα της ακρότητα ψιθύρισε ‘’Chlah****’’. Έσκυψε και έβγαλε τα παπούτσια της. Απέσπασε το κάτω μέρος τους και τα τακούνια με αποφασιστικές κινήσεις, ξεχώρισε τα καλά κρυμμένα εκρηκτικά και έβγαλε από την τσέπη της τον αναπτήρα, δευτερόλεπτα πριν πυροδοτήσει τη μοιραία έκρηξη που θα διέλυε το αεροπλάνο. Ένα αεροπλάνο που θα τυλιγόταν από μια πύρινη μάζα, τα μέταλλα, τα πλαστικά, τα ηλεκτρικά καλώδια, οι σάρκες των επιβατών, τα ρούχα και οι αποσκευές τους θα διαλύονταν στις φλόγες. Έτοιμη να στείλει στον άλλο κόσμο τριακόσιες ανυποψίαστες ψυχές, σκέφθηκε την προηγούμενη νύχτα, τον καλοκαιρινό ήλιο που σε λίγο θα σκέπαζε το απέραντο χειμωνιάτικο σκοτάδι της αιωνιότητας και κατακλύσθηκε από ένα πηγαίο, αυθόρμητο υστερικό γέλιο.

* Αμέσως στα αραβικά
** Μοίρα στα λατινικά
*** Η λέξη Σίντι στα αραβικά είναι υποκοριστικό του Σιντίκι που σημαίνει φίλος, ενώ Χαϊλέ σημαίνει μόνος και δυνατός.
**** Σκατά στα αραβικά

 

Karydas* Ο Δημήτρης Καρύδας γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1963, όπου και συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα. Έγραψε το πρώτο του μικρό κείμενο σε αθλητική εφημερίδα το 1979 και από τότε ασχολείται χωρίς διακοπή με το αθλητικό ρεπορτάζ. Για το πρώτο του βιβλίο χρειάστηκε να περιμένει λίγο περισσότερο. Μέχρι το 2005, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Lucky Strike» από τα Ελληνικά Γράμματα. Αργότερα κυκλοφόρησαν ένα ακόμη μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων, ενώ έχει πάρει μέρος σε συλλογικές δουλειές και έχει μεταφράσει το βιβλίο «Torture the Artist» του Joey Goebel (ελληνικός τίτλος: «Βίνσεντ») για λογαριασμό των εκδόσεων Μαγικό Κουτί το 2009. Έχει δουλέψει σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, ήταν μέλος του αθλητικού τμήματος του Mega Channel από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του σταθμού μέχρι το 1996, και από το 1998 μέχρι σήμερα σχολιάζει αγώνες μπάσκετ για λογαριασμό του συνδρομητικού καναλιού Nova.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top