Fractal

Κ ό ρ α μ π

του Νίκου Χρυσού // *

 

afierwmaΜπέσιμ, Αγγελική, Φιτόρε, Λουάν, Ντέριμ, Φατλούμ, Τριανταφυλλιά, τακτοποιούσε σε σειρά τα ονόματα για να παραμείνει ξυπνητός. Ελευθέριος, Λιριντόνα, Ευθαλία, το σκέφτηκε λιγάκι και συνέχισε, Απόστολος, Φλουτούρα, Τάκης. Σταματά καθώς αντιλαμβάνεται πως το τελευταίο δεν ταιριάζει με τα άλλα, το παραλείπει. Αφουγκράζεται τα ροχαλητά και τις ρυθμικές ανάσες που τον κυκλώνουν και βέβαιος πια πως όλοι έχουν αποκοιμηθεί σηκώνεται από το στρώμα. Τίναξε την νύστα από τους ώμους, ανακάτεψε τα ρούχα στο σάκο ώσπου να βρει χαρτί και πετσέτα κι έσυρε βαριά τα πόδια μέχρι την μεγάλη μεταλλική πόρτα.

Είκοσι λεπτά αργότερα βρισκόταν ακόμα στο πρόχειρο αποχωρητήριο, λίγα μόνο μέτρα από την αποθήκη που αποτελούσε το προσωρινό κατάλυμά τους. Βρακώθηκε βιαστικά και βγήκε στο κρύο συνεχίζοντας τον κατάλογό από το σημείο που τον είχε αφήσει, Ευθαλία, Απόστολος, Φλουτούρα, Λευτέρης• ίδιο με το Ελευθέριος αυτό, το διαγράφει. Αφοσιωμένος στη λίστα του πλησιάζει το βαρέλι στην επιφάνεια του οποίου έχει σχηματιστεί ένα λεπτό στρώμα πάγου, τον θρυμματίζει μ’ ένα ξερόκλαδο που βρίσκει δίπλα του και ξεπλένει βιαστικά τα χέρια στο παγωμένο νερό. Έχει αρχίσει να τρέμει.

Αυτή η ιστορία με τα ονόματα δεν είναι αποκλειστικά νυχτερινή συνήθεια, τα βράδια ωστόσο αποτελεί μια βολική συντροφιά όση ώρα περιμένει τους άλλους να αποκοιμηθούν ώστε να μπορέσει να τρυπώσει ανενόχλητος στον απόπατο. Στην πραγματικότητα δεν είναι καμιά ασφαλής και ραχατλήδικη καβάτζα, ένα φθηνό κουτί από λαμαρίνες είναι, κι όμως τα λίγα λεπτά μοναξιάς εκεί μέσα, παρά το κρύο και την μπόχα, είναι μια ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας που του είναι απαραίτητη. Εξάλλου, μια τακτική περιοδικότητα στην τέλεση των σωματικών λειτουργιών αποτελεί απόδειξη υγείας, και την υγεία του την προσέχει, δεν έχει τίποτε άλλο δικό του.

Επιστρέφοντας στο μεγάλο δωμάτιο τον υποδέχεται μια ανυπόφορη βρώμα, στο πάτωμα δέκα άντρες βαριανασαίνουν και στριφογυρίζουν στα στρώματά τους και μόνο το δικό του είναι αδειανό. Στέκεται λίγο, κρατά την πόρτα μισάνοιχτη μα ευθύς αποφασίζει πως το κρύο είναι χειρότερο από τη μυρωδιά, την κλείνει και σπεύδει να τρυπώσει κάτω από τα σκεπάσματά• δεν προλαβαίνει να προσθέσει δυο τρία ονόματα στη λίστα του πριν αποκοιμηθεί.

Καθισμένοι στο ξέφωτο οι πέντε άντρες συζητούν καπνίζοντας.

«Ο πιτσιρικάς είναι θεόχαζος, παραμιλάει μέρα νύχτα, στον ύπνο και στον ξύπνιο του», λέει ένας Γιάννης χειρονομώντας.

Ο άλλος Γιάννης κουνά εμφατικά το κεφάλι και τεντώνεται. Ένας Κωστής δειλά και δίχως σθένος διαφωνεί:

«Καλό παιδί είναι, άμαθο ακόμα».

Ο πρώτος Γιάννης, μεγαλόσωμος και βαρύς τον κοιτά αυστηρά.

«Σαν την καλή κοπέλα», σαρκάζει ο άλλος Γιάννης, «κι άτριχος σαν κορίτσι», συμπληρώνει ένας Γιώργος καγχάζοντας.

«Τι διάολο κάνει και χώνεται με τις ώρες στον καμπινέ κάθε βράδυ;» αναρωτιέται ο δεύτερος Γιάννης.

«Το ‘χει κάψει», λέει με νόημα ένας άλλος Γιώργος και κουνάει το χέρι σαν να αυνανίζεται.

«Ας όψεται ο μπόσης, αλλιώς θα τον στρίμωχνα κανένα βράδυ εκεί έξω και θα του περνούσαν οι καύλες», καυχιέται ο πρώτος Γιάννης και τακτοποιεί με το δεξί χέρι τον καβάλο του.

Οι χιονισμένες πλαγιές δεν θυμίζουν καθόλου τον τόπο του, ένα ψαροχώρι της Αδριατικής μακριά από τις βουνοκορφές και τα όρη. Εδώ όλα μοιάζουν αιχμηρά, οι κρύσταλλοι του πάγου που κρέμονται από τα δέντρα, οι μυτερές κορφές των ελάτων, τα γυμνά βράχια που λάμπουν κάθε πρωί στην απέναντι μαδάρα. Η δουλειά είναι σκληρή, αλλά δεν τον νοιάζει, δεν έχει κλείσει τα είκοσι, είναι γερός και δυνατός σαν μουλάρι κι υπολογίζει πως με τα χρήματα που θα πάρει θα συνεχίσει το ταξίδι προς τον νότο και θα ‘ναι όλα πιο εύκολα. Δυο μήνες παραμονή στο βουνό κι η άνοιξη θα τον βρει δίπλα στη θάλασσα, στο μεγάλο λιμάνι ή σε κάποιο τουριστικό νησί, εκεί η ζωή θα ξαναβρεί τη γλύκα της. Είναι έξυπνος, εργατικός, φιλήσυχος, σίγουρα θα βρεθεί μεροκάματο στα μέτρα του. Εκεί πάνω καθημερινά κόβουν, συσκευάζουν και φορτώνουν μικρά και μεγάλα έλατα που θα πουληθούν σ’ όλη τη χώρα για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Του αρέσει αυτή η προοπτική, τουλάχιστον τις ώρες που η δουλειά κυλάει ομαλά, γιατί όταν ζορίζουν τα πράγματα τον πιάνει λύσσα και ζήλια που εκείνος ξεπαγιάζει και ματώνει για να διασκεδάσουν οι άλλοι στα ζεστά.

Η δουλειά θα ‘ταν αρκετή ακόμα και για είκοσι εργάτες, αλλά είχαν συμφωνήσει να την κάνουν οι δώδεκα κι έτσι όταν έφυγε ο Κωστής που τον έλεγαν Λουάν –λιοντάρι, στη γλώσσα τους–, έκριναν πως το αφεντικό όφειλε να τον αντικαταστήσει αν ήθελε να τηρηθεί η συμφωνία τους στο ακέραιο. Αυτή η μικρή ανωμαλία τους έδωσε το δικαίωμα να γκρινιάζουν, να αντιδρούν και να διεκδικούν ένα ακόμα ζευγάρι χέρια με σθένος. Πρόθεσή τους ήταν να πετύχουν την επαναπρόσληψη του Λουάν που ήταν φίλος αδερφικός με δυο Γιάννηδες της ομάδας, αλλά το μεγάλο αφεντικό δεν τον ήθελε στα πόδια του. Ο Λουάν ήταν όλο μπελάδες. Έπινε από την λήξη της βάρδιας μέχρι αργά το βράδυ κι έμπλεκε σε καυγάδες με τους άλλους εργάτες και με τον Τάκη τον επιστάτη, τον μπόση, όπως τον λέγανε. Ο μπόσης έκανε κουμάντο όταν έλειπε το μεγάλο αφεντικό, δηλαδή σχεδόν πάντα. Εκείνος ήταν που τους έδωσε τα νέα ονόματα, πέντε Γιάννηδες, τέσσερις Γιώργηδες και τρεις Κωστήδες που πια απέμεναν δυο, μετά την αποπομπή του Λουάν, γιατί δεν μπορούσε, λέει, να θυμάται εκείνα τα άχαρα, Λουάν, Μπεκίρ, Αρτάν.

«Τώρα που ζείτε εδώ να έχετε ένα όνομα ανθρώπινο», είπε κι επέβαλε να χρησιμοποιούν τα νέα ονόματα και στις μεταξύ τους κουβέντες, ώστε να συνηθίζουν.

Δεν του άρεσε καθόλου του Κόραμπ που πια τον έλεγαν Κωστή, ικανοποιημένος καθώς ήταν με το παλιό του όνομα αφού είχε αποδειχθεί προφητικό, γιατί το Κόραμπ ήταν όνομα ορεινό, ή μάλλον ήταν το όνομα ενός βουνού στα σύνορα της πατρίδας του, κι ως τότε δεν κατανοούσε τη σημασία του, μα πια μετά από τόσες σιωπηλές πορείες πάνω από κορφές και μέσα από χαράδρες, κι έπειτα εκεί στο ελατόδασος, η σημασία φανερώθηκε ξεκάθαρη: κι ας προτιμούσε τη θάλασσα, τα βουνά τον υποδέχονταν φιλόξενα.

Εκτός από τον Λουάν κανένας άλλος δεν αντέδρασε σ’ αυτήν την βίαιη επαναβάφτιση, μα ακόμα κι εκείνου οι αντιρρήσεις ήταν μονάχα τσαμπουκάς, πόζα και αγριάδα γιατί τελικά το Κωστής το κράτησε ακόμα κι όταν έφυγε από το φυτώριο.

Με το μεγάλο αφεντικό δεν είχαν πολλές παρτίδες. Τον έλεγαν Πολυχρόνη κι ήταν βέβαιη η μακροημέρευσή του έτσι γερός κι αειθαλής που έδειχνε στα εξήντα οχτώ, αυτό σκέφτηκε ο Κόραμπ την πρώτη φορά που αντάμωσαν. Τα ονόματα με σημασία, αυτό ήταν το παιχνίδι του, μια μέθοδος για να γνωρίσεις μια γλώσσα και να κατανοήσεις τους ανθρώπους• γι’ αυτό κι αντιπαθούσε τα Γιάννης, Γιώργος και Κωστής που ούτε τι σήμαιναν γνώριζε, κι ούτε υποδήλωναν κάποια προσωπική ιστορία έτσι όπως είχαν δοθεί μάτσο σε όλους, μα τι να έκανε, τον φώναζαν Κωστή κι αυτός υπάκουε.

Ρεζάρτα, που θα πει χρυσή ακτίνα• Μέργκιμ, θα πει εξορία• Ανάργυρος: α στερητικό που ανατρέπει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού και αργυρός, αυτός που αργυρώνεται, ο αμειβόμενος, και συνεπώς: Ανάργυρος, ο αφιλοκερδής• Ζαμίρ, ο καλλίφωνος• Μιρλίιντ, ο μοσχογεννημένος• Φίλιππος, ο φίλος των αλόγων• Λούλιε, το άνθος• Ειρήνη, Ευτυχία, Ζωή, πιο εύκολα αυτά• χαμογελάει πικρά όταν το ξανασκέφτεται.

«Τρεις Γιάννηδες να πάνε τώρα στη φόρτωση», διέταξε ο μπόσης.

«Και ποιος θα μείνει στο συσκευαστήριο;» αντέδρασε ο ένας απότομα.

«Θα μείνει ο Κωστής. Έτσι, μικρέ;» τον ρώτησε αυστηρά.

Ο Κόραμπ ένευσε υπάκουα. Ο μεγαλόσωμος Γιάννης περνώντας από δίπλα του του έχωσε μια ύπουλη αγκωνιά μα ο μικρός δεν αντέδρασε.

«Δεν βγαίνει η δουλειά με έντεκα. Αν δεν κοιτάξεις τι θα κάνεις θα φύγουμε όλοι και θα μείνεις να πριονίζεις και να κουβαλάς μονάχος», απείλησε τον επιστάτη φεύγοντας για τα φορτηγά.

Τους κινέζους τους έφερε στο φυτώριο ο αδερφός του μπόση, ήθελε να τους τακτοποιήσει κάπου μέχρι να αλλάξει ο χρόνος κι έπειτα θα δούλευαν στην ταβέρνα που ετοίμαζε στην κοντινή κωμόπολη. Ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, μικροκαμωμένοι κι οι δυο μα πεισματάρηδες. Το αφεντικό συμφώνησε να δίνει ένα μισθό –μικρότερο από των υπολοίπων– στο αγόρι, τον νέο Κωστή της δωδεκάδας, κι επέτρεψε στη νεαρή να τρώει και να κοιμάται με τους άλλους, αρκεί να βοηθά στη λάτρα και στο μαγείρεμα. Πέτυχε έτσι όχι μόνο να εξασφαλίσει δυο ικανά χέρια με λιγότερα λεφτά μα και να αυξήσει τις ώρες δουλειάς όλων των εργατών, αφού με τη άφιξη της γυναίκας δεν χρειάζονταν πια χρόνο για μαγειρέματα ή για μπουγάδα, θα τα αναλάμβανε η κινέζα, κι εκείνοι έχασαν την ευκαιρία να αράζουν και να χαζολογάνε, γιατί πριν από τον ερχομό των Ασιατών κανείς δεν μαγείρευε, ψωμοτύρι και κρύες κονσέρβες μασούλαγαν ανόρεχτα κι αγγάρευαν τον Κόραμπ κι έναν Κωστή δειλό κι άβουλο να βάζουν μπουγάδα για όλους όταν έφτανε η βρώμα στο απροχώρητο. Όπως ήταν φυσικό
κανείς τους δεν χάρηκε με τα νέα δεδομένα κι υπαίτιοι βέβαια γι’ αυτή την άβολη αλλαγή ήταν οι κινέζοι που αμέσως έγιναν το κόκκινο πανί για τους υπόλοιπους εργάτες. Ο νέος Κωστής δούλευε αγόγγυστα κι αν και δεν είχε μεγάλη φυσική ρώμη, ήταν τελικά πιο αποδοτικός απ’ όλους τους άλλους. Ο Κόραμπ τον θαύμαζε έτσι ευλύγιστο κι ανθεκτικό και πολύ θα ήθελε να μάθει το όνομά του, αλλά όταν τον ρωτούσε, απαντούσε «Κοστί», κι έτσι τον φώναζαν περιπαιχτικά κι οι άλλοι όποτε ήταν απολύτως απαραίτητο να του απευθύνουν τον λόγο, Κοστί, Κοστί, σαν να ήταν ένα εξωτικό καινούργιο όνομα.

Οι πέντε άντρες συζητούν καπνίζοντας έξω από το συσκευαστήριο.

«Οι κιτρινιάρηδες κάνουν μεγάλη ζημιά κι αν δεν προσέξουμε θα βρούμε άσχημο μπελά με δαύτους», είπε ο ένας Γιάννης.

«Είναι απειλή κι εμείς καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα», πρόσθεσε ο άλλος Γιάννης με ζέση.

Ο Κωστής διστάζει να μιλήσει μα τελικά ψελλίζει:

«Δεν πείραξαν κανέναν».

Ο πρώτος Γιάννης, ο μεγαλόσωμος, τον διακόπτει απότομα:

«Όταν θα αρπάξουν όλες τι δουλειές και θα γυρνάς ψωμόλυσσας στους δρόμους, τότε να μου πεις».

Ο Κωστής, άβουλος και δειλός, χαμηλώνει το κεφάλι και σιωπά.

«Η κιτρινιάρα είναι νόστιμο φρούτο», μπαίνει ένας Γιώργος στην κουβέντα.

«Προχτές το μεσημέρι, κατέβηκα στην αποθήκη να πάρω ένα εργαλείο και την βρήκα μισόγυμνη να νίβεται. Μόλις με είδε τυλίχτηκε σε ένα παλιόπανο κι έτσι όπως γυάλιζε ο γυμνός της ώμος, πολύ τη λαχτάρησα», συμφώνησε κι ο άλλος Γιώργος.

«Δως μου το λεύτερο και τους τακτοποιώ και τους δυο. Μ’ ένα σμπάρο δυο κιτρινοκανάρινα», λέει ο πρώτος Γιάννης κι υψώνει τη γροθιά του σαν φαλλό.

Η κινέζα δεν ήξερε άλλη γλώσσα εκτός από τη δική της κι έτσι περνούσε τις μέρες σιωπηλή κι απομονωμένη δουλεύοντας και μόνο το βράδυ σιγοψιθύριζε δυο τρεις βιαστικές φράσεις με τον Κοστί, ο οποίος την είχε υπό την προστασία του από τότε που είχαν βρεθεί μακριά από τα σπίτια τους. Ο Κόραμπ ζήτησε ευγενικά να του μάθει το καλημέρα και το καληνύχτα στη γλώσσα τους κι ήταν ο μόνος που έλεγε δυο κουβέντες, τσάο αν, γουάν αν, στο κορίτσι εκτός από τον Κοστί. Ένα απόγευμα που είχε επιστρέψει στην αποθήκη νωρίτερα από τους άλλους, την βρήκε μονάχη και δοκίμασε να της πιάσει κουβέντα. Καλημέρα, της είπε, καλημέρα, απάντησε εκείνη, καλημέρα, είπε αυτός ξανά, της ξέφυγε ένα γελάκι, καλημέρα επανέλαβε εκείνος για τρίτη φορά και μετά κοιτώντας τριγύρω μήπως τον ακούει κανένας, «Κόραμπ», συστήθηκε• είπε «Κόραμπ» κι έδειξε τον εαυτό του κι εκείνη κούνησε χαμογελαστή το κεφάλι, μιμήθηκε την κίνησή του και στρέφοντας την παλάμη προς το στήθος της είπε Σια, Ξια ή κάτι τέτοιο.

Ένα άλλο βράδυ περπατούσαν οι δυο τους ανάμεσα στα νεαρά έλατα που δεν είχαν ακόμα ραντεβού με το πριόνι κι η μικρή του φίλη έσκυψε και χάραξε το όνομά της στο χιόνι, έμοιαζε με στολίδι, δεν πίστεψε εκείνος πως αυτό το εξωτικό αραβούργημα ήταν μια λέξη, της ζήτησε να το σχεδιάσει μια ακόμα, κι έπειτα κι άλλη, κι ακόμα μια φορά, ώσπου πείστηκε ότι το σχέδιο ήταν πάντα όμοιο, δεν τον κορόιδευε, έτσι γραφόταν το όνομά της, μια συλλαβή, Ξια ή ίσως Ξιάα.

Για τον Κοστί τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, τον κοιτούσαν με μισό μάτι και φρόντιζαν να του βάζουν τρικλοποδιές σε κάθε ευκαιρία, γιατί δεν γούσταραν το πείσμα και την πράα συγκατάθεσή του, ώσπου έφτασαν χωρίς να το αντιληφθούν να αντιπαθούν και την φυλή και το χρώμα του. Με το κορίτσι δεν είχαν πολλά πολλά κι ας είχε γυαλίσει το μάτι τους για γυναίκα• κιτρινιάρα, έλεγαν κι έφτυναν τον κόρφο τους, μα αυτή η ψευτοσιχασιά δεν θα ήταν αρκετή να τους κρατήσει μακριά της αν δεν φοβόντουσαν τον μπόσι ο οποίος τους ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν θα ανεχτεί γυναικοδουλειές και παρατράγουδα. Τον κόπο της πάντως, το ζεστό φαΐ και τα πλυμένα ρούχα, δεν τον εκτιμούσε κανείς τους.

«Βρωμόσκυλα», είπε ο κινέζος στο κορίτσι, «Δες τους πως μας κοιτάνε».

Συνηθισμένη εκείνη να σιωπά, δεν απαντά. Γονατισμένοι στο ίδιο στρώμα πίνουν καυτό τσάι και στριμώχνονται στη γωνιά τους για να γίνουν αόρατοι. Οι άλλοι φωνάζουν και χειρονομούν, δύσκολο για τον Κοστί να καταλάβει αν διασκεδάζουν ή αν καυγαδίζουν. Έξω χιονίζει δυο μέρες αδιάκοπα.

«Κι εκείνος ο πιτσιρικάς δεν είναι καλύτερος, ίδια φάρα όλοι τους», συνεχίζει ο κινέζος με σφιγμένα τα δόντια.

Η Ξια κοιτά την κούπα με το τσάι αμίλητη.

Την ώρα που φόρτωναν τη νταλίκα γλίστρησε ένας κορμός από τα χέρια του κινέζου και παραλίγο να πέσει στα πόδια του μεγαλόσωμου Γιάννη ο οποίος, εκνευρισμένος, του έριξε ένα άγριο σκαμπίλι και τον άρπαξε από τον γιακά.

«Δεν το ήθελε», πετάχτηκε ο Κόραμπ και τους χώρισε, κι ο συμπατριώτης του: «Τους ζαχαρώνεις και τους δυο;» τον ειρωνεύτηκε.

Μετά από αυτό τον φώναζαν όλοι «κιτρινιάρη» σαν να ήταν αυτό το όνομά του κι όχι Κόραμπ ή έστω Κωστής, όπως τους διόρθωνε ο μπόσης όταν τους άκουγε να τον αποκαλούν με το καινούργιο παρατσούκλι. Η στάση τους αυτή ήταν αιτία ακόμη μεγαλύτερης απομόνωσης για τον Κόραμπ, αλλά πια δεν τον ένοιαζε, απασχολημένος καθώς ήταν με τους απογευματινούς περιπάτους με την Ξια. Συχνά λησμονούσε ακόμα και να απαριθμήσει τον μακρύ κατάλογο με τα ονόματα και τα βράδια, όσο περίμενε τους άλλους να αποκοιμηθούν, σκαρφιζόταν τρόπους και νοήματα για να επικοινωνήσει με την μικρή κινέζα.

Ένα Κυριακάτικο βράδυ, δέκα μέρες πριν τα Χριστούγεννα έκανε την εμφάνισή του ο Κωστής που τον έλεγαν Λουάν. Έφτασε στο φυτώριο μεθυσμένος οδηγώντας ένα μαύρο αγροτικό, δανεικό ή κλεμμένο. Ο Κόραμπ κι η Ξια που βόλταραν ανάμεσα στα δέντρα είδαν τον καυγά να ανάβει από μακριά, είδαν τον Λουάν και τους δυο Γιάννηδες να ορμούν στον κινέζο και πριν δουν περισσότερα ο Κόραμπ τράβηξε το κορίτσι από το μπράτσο, γιατί το ένιωσε πως μετά από τον Κοστί θα ερχόταν η σειρά της να υποφέρει στα χέρια τους. Δεν ήταν καλά ντυμένοι για να τριγυρνούν στο χιονισμένο δάσος ολόκληρη τη νύχτα και δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να τρυπώσουν στην αποθήκη με τα εργαλεία, ένα κοτέτσι από πλίνθους και λαμαρίνες πίσω από το συσκευαστήριο που έμενε κλειδωμένο, μα ήξερε εκείνος ένα άνοιγμα που τους χωρούσε και τους δυο. Ο Κόραμπ τράβηξε τον μουσαμά που κάλυπτε τις δυο αρχαίες γεννήτριες, χώθηκαν από κάτω και πέρασαν όλη τη νύχτα τρέμοντας αγκαλιασμένοι κι αμίλητοι.

Ο Κοστί τη γλύτωσε με δυο σπασμένα πλευρά και λίγους μώλωπες στα μούτρα, μα ήταν πια ανίκανος για βαριές δουλειές. Ανήμπορος να αντιδράσει απέναντι στους τρεις ξαναμμένους αλβανούς έτρωγε κλωτσιές και γροθιές μέχρι που λιποθύμησε κι ίσως αυτό τον έσωσε. Οι υπόλοιποι εργάτες παρακολουθούσαν αμέτοχοι. Ο Λούαν εκνευρισμένος που δεν βρήκε το κορίτσι μπήκε ξανά στο αγροτικό κι έφυγε βρίζοντας. Όταν έπεσαν όλοι στα κρεβάτια τους, ο άλλος Κωστής βγήκε κι έσυρε τον λιπόθυμο κινέζο μέσα στην αποθήκη.

Το επόμενο πρωί ο μπόσης ειδοποίησε το μεγάλο αφεντικό κι εκείνος έδιωξε τους κινέζους με βαριά καρδιά, γιατί καταλάβαινε πως δεν ήταν δικό τους το φταίξιμο, αλλά η δουλειά του έπρεπε να γίνει κι ήταν καλύτερα να έχεις έντεκα ζευγάρια χέρια, παρά ένα κι αυτό σακατεμένο• άσε που μετά από τον ξυλοδαρμό του Κοστί, οι εργάτες θα δούλευαν χωρίς αντιρρήσεις αφού δεν τους κατέδωσε στις αρχές. Ο αδελφός του μπόσι είχε εν τω μεταξύ βρει καινούργιους λαντζιέρηδες κι έτσι οι δυο Ασιάτες έφυγαν χωρίς προορισμό.

Οι υπόλοιπες μέρες στο φυτώριο κύλησαν ανήσυχα για τον Κόραμπ που φοβόταν πως οι συμπατριώτες του δεν θα τον άφηναν ατιμώρητο. Ένιωθε πάνω του το λυσσασμένο βλέμμα του μεγαλόσωμου Γιάννη, μα έκανε πως δεν καταλάβαινε. Σιγά σιγά άρχισε ξανά να συμπληρώνει τη λίστα του κι ενώ πολύ θα ήθελε να προσθέσει και το Ξια, δεν το έκανε γιατί τα ονόματα έπρεπε να έχουν μια σαφή σημασία, μια σημασία που να γνωρίζει κι αν έκανε μια εξαίρεση τότε όλη η συλλογή θα ήταν για πέταμα.

Αρχές του Γενάρη ο Πολυχρόνης τους πλήρωσε τα μεροκάματα και τους αποχαιρέτησε.

«Κωστή, να μας ξανάρθεις και του χρόνου», είπε ο μπόσης και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.

«Κόραμπ», ήθελε να του πει, «Κόραμπ με λένε», μα δεν το ‘πε κι έφυγε αμίλητος.

Με τους συμπατριώτες του ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξαν κι απέφυγε να τους ξανανταμώσει στο δρόμο του.

Στον σταθμό των λεωφορείων δεν υπάρχει ψυχή κι ο γκισές είναι από ώρα κλειστός, δεν έχει δρομολόγιο μέχρι το επόμενο πρωί. Απέναντι από το εκδοτήριο βλέπει ένα ανοιχτό παντοπωλείο κι απ’ έξω ένας ασιάτης ξεφορτώνει μια κλούβα και στοιβάζει τις κούτες δίπλα στην πόρτα. Πλησιάζει και του πιάνει κουβέντα, τον λένε Γιαν Τάο κι είναι δυο χρόνια σ’ αυτή την πόλη. Τον ρωτά για την Ξια, δεν την ξέρει• είναι ταϊβανός κι όχι κινέζος, διευκρινίζει ευγενικά. Ο Κόραμπ αποφασίζει να περπατήσει μέχρι την Εθνική οδό, έξι χιλιόμετρα απόσταση, κι εκεί θα αναζητήσει κάποιον πρόθυμο οδηγό που θα τον κατεβάσει μέχρι την επόμενη πόλη. Ο Γιαν Τάο του υποδεικνύει έναν συντομότερο δρόμο που διασχίζει τα χωράφια.

Νύχτωσε και περπατάει στα σκοτεινά, στην άκρη του δρόμου. Ακούει ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με ταχύτητα, γυρνά το κεφάλι, ένα μαύρο αγροτικό έρχεται κατά πάνω του, τα φώτα τον τυφλώνουν, δεν προλαβαίνει να αντιδράσει, του φάνηκε πως είδε τον Λουάν στη θέση του οδηγού και δίπλα του τον Γιάννη.

Ένας πόνος οξύς, ένα οδυνηρό τράνταγμα κι έπειτα μια ελεύθερη πτώση σαν σε όνειρο. Δεν ακούγεται κανένας θόρυβος, ούτε το μούγκρισμα της μηχανής, ούτε τα λάστιχα να στριγγλίζουν στο οδόστρωμα, ούτε ο αέρας που ραπίζει κλαδιά και φύλλα. Πεσμένος στο υγρό χαντάκι βαριανασαίνει και κρυώνει. Δεν πονά πια, τίποτε άλλο δεν αισθάνεται, μόνο κρυώνει κι είναι μακριά ακόμα οι θάλασσες του νότου κι οι θερμές μέρες του Ιούνη. Αρχίζει να απαγγέλλει για να παραμείνει ξυπνητός, Γιετμίρ, Προκόπης, Ευθυμία, Ίλι, Μπεσιάνα, Σεβαστή, δεν είναι εύκολο να συγκεντρωθεί στη συλλογή του, Ξια, Νικηφόρος, Ντασούρη, Αθανασία, σκέφτεται τη μικρή κινέζα, το ντροπαλό χαμόγελό της, το αδύνατο κορμί να τρέμει ανάμεσα στα μπράτσα του. Δεν είναι αυτός ο λόγος που πρόσθεσε το όνομά της στη λίστα του• ο Γιαν Τάο του εξήγησε πως Ξια σημαίνει καλοκαίρι στη γλώσσα τους.

 

Xrysos* Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Επιμελήθηκε το βιβλίο «Ιστορίες βιβλίων» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top