Fractal

Καμία αράχνη…

της Αργυρώς Μουντάκη // *

 

afierwma

Άνοιξε την πόρτα της αυλής και δρασκέλισε το κατώφλι βαρύς. Έξυσε λίγο τα μαύρα, κατάμαυρα, κοντά γένια του, απομεινάρι της παράδοσης στον εκμοντερνισμένο κρητικό της νέας χιλιετίας. Ο Βασίλης ήταν ανέκαθεν βαρύς, από παιδί, δεν έκανε «χαζά» όπως τα άλλα αγόρια, αταξίες έκανε, ατίθασος ήταν, αλλά «χαζά» δεν έκανε….Τον πατέρα του τον έχασε μικρός, μόλις 8 ετών, από αυτοκινητιστικό και δεν του το συγχώρησε ποτέ. Ο ίδιος έφταιγε, είχε πιει, είχε γίνει λιώμα στα επαρχιώτικα μπουζούκια της εποχής, πήγε και στούκαρε σε μια ελιά σ’ ένα χωράφι, ακαριαίος θάνατος και μόνιμη αναπηρία για την κοπέλα που τον συνόδευε….Η μάνα του τον έκλαψε σαν να ήταν μόνος του μέσα στο αυτοκίνητο, τους ψιθύρους για την κοπέλα τους αγνόησε, ήταν 36 και είχε 3 παιδιά να αναστήσει. Τώρα πια όχι μόνο ουσιαστικά αλλά και θεωρητικά μόνη της.

Ο Βασίλης με ανάκατα συναισθήματα σήκωσε το κινητό, που βάραγε ασταμάτητα.

– Έλα, είπε με την βαριά βαθιά φωνή του.

– Θα έρθεις μωράκι μου; Είμαστε στου Στάθη.

– Δεν κατέω…θα αράξω μάλλον, βρέχει όξω μωρέ κοπελιά.

Και το έκλεισε.

Η Μαρία ήταν η κοπελιά του εδώ και 2 χρόνια, ξεκίνησε μ’ ένα βράδυ στο σπίτι της, φοιτήτρια από Καλαμάτα στο Πολυτεχνείο Χανίων, άριστη στις σπουδές της, όμορφη, ξανθιά, ψηλή, αδύνατη, το όνειρο κάθε άντρα. Μα ο Βασίλης δεν καιγόταν, ενώ η Μαρία σιγοψηνόταν 2 χρόνια τώρα …

Πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι, έβγαλε το πανωφόρι του, ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα πόδια του να κρέμμονται έξω, βαριόταν να βγάλει τ’ άρβυλα. Κοίταξε το ταβάνι. Καμία αράχνη… από τότε που ανέλαβε η Μαρία το σπίτι, δεν υπήρχε καμία αράχνη πουθενά, κι εκείνος είχε πάντα μια συμπάθεια στις αράχνες…από μικρός τις μάζευε και τις έβαζε να κάνουν διαγωνισμό ιστού. Κι όποια νικούσε, της έδινε την αγαπημένη του γωνία μέσα στο σπίτι, την γωνία πάνω από το κρεβάτι του. Μα η Μαρία ήρθε να τους ταράξει την ησυχία, κι εκείνου μαζί. Πολλές φορές μάλιστα, που τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν επικίνδυνα, νιώθει να τον πνίγει η αγάπη, η καλοσύνη, η υπομονή, η νοικοκυροσύνη της, η εισβολή της στη ζωή και στο χώρο του στην τελική… Μ’ αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο ύπνος, κι ένα ροχαλητό βαρύ με μια βαριά μυρωδιά ιδρώτα άντρα, απλώθηκε στο δωμάτιο…Τον Βασίλη τον ξύπνησε το ενοχλητικό και πάλι κουδούνισμα του κινητού.

Μμμμ, μούγκρισε αντί χαιρετισμού.

Αγαπούλι φεύγουμε απ’ του Στάθη και πάμε για μια μπύρα στο λιμάνι, εντάξει; Έλα μωρέ…

Μαριώ κοιμάμαι… σου ‘χω πει έχεις του κώλου σου το χαβά.

Sorry…., είπε ενοχικά κι έκλεισε το τηλέφωνο άρον άρον το ….Μαριώ. Ποιος τον άκουγε πάλι το Βασίλη για «του κώλου της το χαβά»!

Ο Βασίλης είχε όμως ξυπνήσει. Έξω η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Βασίλης 33, η Μαρία 22, ο Βασίλης αγροίκος –δικός του ο χαρακτηρισμός- η Μαρία εκλεπτυσμένη, τί κοινό μπορεί να έχουν αυτοί οι δύο άνθρωποι; Αυτά σκεφτόταν πάλι και έτσι του ‘ρχόταν να πάει να την βρεί και να της πεί να μην ξανάρθει ποτέ σπίτι, να μην ξαναπειράξει τους ιστούς και τις αράχνες ούτε του σπιτιού του μα ούτε και της ψυχής του. Να μην ξαναποτίσει τα λουλούδια του, να μην ξαναποτίσει και το κορμί του, μα αυτό το τελευταίο τον κράταγε, δείλιαζε, δεν τόλμαγε. Την είχε ανάγκη, το κορμί της, τον έρωτά της, το πάθος της, τα νιάτα της, το χαμόγελό της την ώρα που έκαναν έρωτα. Πλανεύτρα του έρωτα, μαγεύτρα του άντρα η Μαρία… Μα όλα τα είχε αυτό το κορίτσι; Όλα, ναι, όλα, κι αυτό παραδόξως τον ενοχλούσε. Τον ενοχλούσε πολύ.

Σηκώθηκε, συνειδητοποιώντας ότι ήταν ένας κομπλεξικός, ανθρωπάκος, με πλήθος αισθημάτων κατωτερότητας. Αυτά συμπέρανε ο «ψυχολόγος» Βασίλης για τον εαυτό του. Πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στη μούρη του, έκανε την ανάγκη του κάνοντας το στεφάνι της λεκάνης χάλια, «ούτε αυτό δεν σχολιάζει η Μαρία» σκέφτηκε αγανακτισμένος, δεν έπλυνε τα χέρια του και πήγε στην κουζίνα. Έβγαλε τυρί από το ψυγείο, παξιμάδι από ένα ντουλάπι και κάθισε να φάει.

Αφού έφαγε ξαναπήγε στο μπάνιο. Έπλυνε τα δόντια του. Εντολή της μάνας αυτό, από μικρός, ιεροτελεστία το πλύσιμο των δοντιών μετά το φαγητό. Η μάνα τον άφησε να βουρλίζεται μόνος σε τούτη τη γη εδώ και 5 χρόνια. Τα αδέρφια παντρευτήκανε, o καθένας τραβάει το δρόμο του.

Ο Βασίλης έβαλε το πανωφόρι του, έδωσε μια κλωτσιά-χάδι στη γάτα του, κλείδωσε και έφυγε. Ομπρέλα δεν πήρε. Τράβηξε για το λιμάνι. Να πάει στο μαγαζί του. Μα δεν τον οδήγαγε το μυαλό, δεν τον οδήγαγαν τα πόδια, ένας ήλιος μέσα του τον οδήγαγε, ένας ήλιος που έκαιγε δυνατός και γλυκός συνάμα. Και τον κατηύθηνε προς την Πύλη της Άμμου, στην άλλη πλευρά του λιμανιού, στο Κουμ Καπί. Το βενετσιάνικο τείχος σα να τον συντρόφευε στον προορισμό του, κι ας μην ήξερε ο Βασίλης ποιος ήταν αυτός. Ίσως το τείχος να ήξερε. Κατηφόρισε το δρόμο με τις κόκκινες λάμπες, έστριψε δεξιά και σε δέκα δρασκελιές στεκόταν μπροστά στην Πύλη, αντικρίζοντας τον προμαχώνα, ριζωμένο μέσα στη θάλασσα, απ’ το 1591. Τότε που ήρθαν οι πρόγονοι του Βασίλη στην Κρήτη και έγιναν με τα χρόνια και κείνοι Κρητικοί…. Ο Βασίλης προχώρησε παραπέρα, οι ακτίνες του ήλιου συνέχισαν να τον οδηγούν μέχρι που μπορούσε να βλέπει ολόκληρο το έμβλημα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου στη νότια πλευρά του Προμαχώνα. Τότε σταμάτησε. Οι ακτίνες του ήλιου του έλουζαν το έμβλημα με το φως τους. Ο Βασίλης έμεινε όρθιος, ευθυτενής, αγέρωχος, με σταθερό βλέμμα, με τη βροχή να πέφτει πάνω του, να κοιτάζει το λιοντάρι φωτισμένο από αυτόν τον παράξενο ήλιο. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η στιγμή, λίγα, αλλά αρκετά. Ο Βασίλης γδύθηκε. Κατέβηκε στα βράχια. Και βούτηξε.

 

Argyro-Mountaki* Η Αργυρώ Μουντάκη γεννήθηκε το 1977 στα Χανιά. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Φιλολογίας εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή. Έχει ολοκληρώσει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πειραιά στον τομέα ΜΒΑ-TQM. Εργάζεται ως καθηγήτρια Γερμανικών στη δημόσια εκπαίδευση και έχει πολλούς αγαπημένους μαθητές. Αρθρογραφεί έντυπα και ηλεκτρονικά πάντα με θέμα τη Λογοτεχνία και τους συγγραφείς. Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Θεσσαλία» και το «Μαγικό Κόσμο του Παιδικού Βιβλίου». Εμφανίστηκε συγγραφικά με τη σειρά «Υπναρούδι» με ήρωα τον ομώνυμο μικρό μέρμηγκα, από τις εκδόσεις Πατάκη το 2005. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι «Το κορίτσι του Πέτρου» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top