Fractal

Η ποιητική διαδρομή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

του Γιάννη Θηβαίου //

 

Kat_Ag_Rooke

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 και είναι διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών-Διερμηνέων της Γενεύης. Πρωτοδημοσίευσε ποίημά της στη Νέα Εποχή το 1956. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και με το Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων Ντίλαν Τόμας, Μαγιακόφσκι, Πούσκιν, Λακαριέρ, Ουόλκοτ κ.ά.

Στην ποιητική διαδρομή της δύο μοτίβα θα την ακολουθήσουν: η φύση και η προσήλωσή της στη σοφία της, καθώς και η προέκτασή της. Το σώμα είναι μια προέκταση της φύσης. «Χημικό εργοστάσιο ή κουβούκλιο για το πνεύμα, το σώμα είναι η μόνη αψευδής μαρτυρία της ύπαρξής μας σ’ αυτόν τον κόσμο, η μόνη κατεξοχήν αλήθεια», έγραψε για τη Ρουκ ο Αλέξης Σταμάτης.

ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ

Όταν το σώμα
Υποσχεθεί στον εαυτό του
Κι εκπληρώσει την υπόσχεση του
επιθυμώντας με φωνές
που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους
σαν ρετσίνι
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας
«υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίξει στα δύο
για να χωθεί μισό
στο άλλο μισό του άλλου
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή
που το συνδέει με τα ουράνια
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ’ τους χυμούς
φασκιωθεί απ’ τ’ αγγίγματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο
και συνεπαρμένο
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει
όταν η μετρημένη επιφάνειά του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα
το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες
οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«ερωτεύομαι άρα υπάρχω»

Οι φωνές ξαναγυρίζουν
στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω
απ’ τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά
που άφησε πίσω του το σώμα
όταν το σώμα…

Η Αγγελάκη-Ρουκ πλησίασε περισσότερο από οποιονδήποτε ποιητή στο να κάνει το σώμα να μιλάει μια αναγνωρίσιμη γλώσσα. Οι λέξεις της είναι γεμάτες ακρίβεια και αποφασιστικότητα. Οι αναζητήσεις της και τα ευρήματά της βγαίνουν από την άμεση επαφή από τα ίδια τα πράγματα, καθώς δε χρησιμοποιεί κανένα από τα κλισέ των διαφόρων αισθητικών, ιδεολογικών, διανοητικών ρευμάτων. Ο Αντώνης Φωστιέρης έγραφε για τη Ρουκ: «Πρόκειται όχι για μια ‘‘φιλοσοφική ποίηση’’ με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά για μια ‘‘ποίηση φιλοσοφία’’».
Στη συλλογή της «Επίλογος αέρας» τα ποιήματα έχουν χώρο και χρόνο πραγματικό. Πρόκειται για ζωές πραγματικές, και πραγματικές συναλλαγές. Η ποιήτρια φροντίζει την πραγματικότητα, την πιστεύει, ζει μέσα σ’ αυτήν και αγωνίζεται να εκφράσει πώς νιώθει κανείς ζώντας μέσα σ’ αυτήν.

Η ΟΥΛΗ

Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο άπηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής,
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στ’ ανοιχτά μου μάτια,
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτρια της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να ‘μαι ευγνώμων θα ‘πρεπε για το πετσοκομμένο δώρο
της ύπαρξης ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;

Έζησα κι άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου
από κομμένα φιγουρίνια· Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου,
η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύβους γνωστούς,
σπιτικές φωνές: Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;
Η κουζίνα και η χάρτινή μου φαντασία,
τόσο νωρίς λοιπόν χαράσσονται οι πόλοι;

Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που στην πορεία της παύει να βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέφτη και στρέφεται προς τον άνθρωπο.
Η Αγγελάκη-Ρουκ έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και αφήνεται ήρεμα να την οδηγήσει, για να καταλήξει σε λιτούς στίχους: «Ναι, η ζωή έχει από μας άπειρα πιο μεγάλη φαντασία».
Από τη συλλογή «Η ύλη μόνη».

ΑΦΑΝΤΑΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Το μακρύλαιμο λευκό πουλί
είχε πει το τελευταίο του άσμα
κι οι τελευταίες φωτογραφίες
είχαν τακτοποιηθεί στα συρτάρια.
Πάνω στο δέρμα της έμπνευσης
μέτρησα τα σπυριά
πότισα τη μαραμένη τριανταφυλλιά
κι όπως έπαιρνα τη σακούλα
με τ’ άπλυτα εσώψυχά μου
και τράβαγα για το εξοχικό του ουρανού
φάνηκε το «άλλο»
εκείνο που κάνει το «παλιό»
να λάμπει σαν βραχιόλι ακριβό
σε θείο καρπό
και το χρόνο να μοιάζει χωρίς τέλος και αρχή.
Τώρα το πρόσωπο φέρει καθαρό το μήνυμά του
η θλίψη έχει όνομα
και τα βαθιά της μάτια χρώμα.
Παράδεισος είναι πια να ξέρεις
την ταυτότητα αυτού που σε πονά
και να μην περιπλανιέσαι
μέσα στ’ άδειο.
Α, τι ευλογία
όταν αυτό που ’χασες
είναι συγκεκριμένη περιουσία
και δεν κλαις απλά
γιατί είσαι φτωχός
όταν έχει όνομα η απουσία
κι η θλίψη μόνιμη κατοικία.
Όταν έχεις μυρίσει τη μεθυστική μυρωδιά
αυτού που σου λείπει
κι είναι μελωδική η φωνή εκείνη
που ποτέ δεν θα την ακούσεις να σε καλεί…
Ο πόνος ανεβαίνει τότε σαν τραγούδι
η σφαγή γίνεται γιορτή
και λάμπει σαν οπτασία η αλήθεια:
Ναι, η ζωή έχει από μας
άπειρα πιο μεγάλη φαντασία.

Και μεταφράζει σε έρωτα της ζωής το τέλος

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρωδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ δε θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετά σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.

Η ποίηση πρέπει να υπακούει σε έναν κυρίως νόμο, το νόμο της φυσικότητας, τον κανόνα της αλήθειας, λέει η ποιήτρια. Τα ερωτήματα να μην είναι ρητορικά, ούτε καν φιλοσοφικά, αλλά υπαρξιακά· γιατί η ύπαρξη είναι τόσο απλή όσο και η ποίηση· ή υπάρχει ή δεν υπάρχει.

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.

Το 1995 κυκλοφορεί ένα πολύ σπουδαίο έργο της Ρουκ. Η «Λυπιού». Λυπιού είναι η φανταστική χώρα που επινόησε η ποιήτρια, για να καταφεύγει εκεί στους δύσκολους καιρούς της μοναξιάς, της εγκατάλειψης ή της παραίτησης. Χώρα του έρωτα και του θανάτου, της θλίψης αλλά και της λυτρωτικής ανακούφισης, η Λυπιού συμφιλιώνει και συμβιβάζει αρμονικά όλες τις αντιθέσεις. Ξεδιπλώνεται σε απροσδιόριστο χρόνο και αδιευκρίνιστο τόπο, παρέχει γαλήνη και ηρεμία, εξαγνίζει και εμψυχώνει. Η Λυπιού γίνεται έτσι τόπος απόδρασης και ιδανικό ερημητήριο. Σας μεταφέρω τα ίδια τα λόγια της ποιήτριας: «Για να πολιτογραφηθεί κανείς στη Λυπιού δε φτάνει να είναι λυπημένος. Πρέπει η θλίψη του να έχει ορισμένο ύφος και υφή, να υπάρχει μια εσωτερική γνώση για το περιεχόμενό της. Ο ορισμός του περιεχομένου αυτού είναι δύσκολος. Δεν είναι αίσθηση απώλειας, γιατί ό,τι έχει χαθεί δεν πονάει πια τόσο, έχει μειωθεί η αξία του γιατί δεν περιτριγυρίζεται από επιθυμία. Δεν είναι οι πεθαμένοι, γιατί αυτοί δε σε κυνηγάνε πια, μια και αδυνάτισε στη μνήμη σου το πρόσωπό τους, άρα και η ισχύς τους επάνω σου.

»Στη Λυπιού μπαίνεις όταν φοβάσαι πια και να ελπίσεις μήπως και η ελπίδα ανήκει σ’ ένα χώρο όπου εσύ πια ποτέ δεν θα ανήκεις».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top