Fractal

Εσκιμώος στην Ομόνοια

του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη // *

 

afierwmaΌταν έφτασε στην πλατεία για να πιάσει δουλειά, οι τεχνικοί είχαν ήδη στήσει ένα ιγκλού από φελιζόλ σε φυσικό μέγεθος και είχαν κρύψει στο εσωτερικό του όπως διαπίστωσε, τα ψυγεία και τη γεννήτρια. Δίπλα στην είσοδο τοποθετηθήκαν διακριτικά δυο τετράγωνοι ανεμιστήρες εξωτερικού χώρου τόσο ισχυροί που σε μια περίμετρο δέκα περίπου μέτρων έδιναν την εντύπωση σε όποιον πλησίαζε πως δεν βρισκόταν μήνα Αύγουστο στην Αθήνα αλλά σε κάποιο σημείο του αρκτικού κύκλου. Επρόκειτο ασφαλώς για ένα εντυπωσιακό και πανάκριβο σκηνικό.

Όσο για τη δική του στολή, οι υπεύθυνοι της εταιρίας είχαν επιδείξει παρόμοιο ζήλο. Φτιαγμένη από βαμμένο σε υπόλευκους τόνους δέρμα, και επενδυμένη στην άκρη των μανικών και τη κουκούλα με συνθετικό τρίχωμα, έπειθε πως επρόκειτο για αυθεντική περιβολή Εσκιμώου. Και αν πεις για τις μπότες και τα γάντια, αυτά και αν ήταν ζεστά.

Αποστολή του ήταν να προσεγγίζει τους περαστικούς, να τους προσφέρει τη μίνι συσκευασία γρανίτας με γεύση μέντας που προωθούσαν και κατόπιν να τους πείθει να ποζάρουν μαζί του μπροστά στην αυτόματη κάμερα που βρισκόταν πάνω από την είσοδο του ιγκλού. Ο άνθρωπος της διαφημιστικής με τον οποίο είχε μιλήσει ήταν κατηγορηματικός: Όσες περισσότερες και εντυπωσιακότερες φωτογραφίες κατόρθωνε να βγάλει τόσο μεγαλύτερο θα ήταν το μπόνους, πέρα φυσικά από την αμοιβή των τριών ευρώ ανά ώρα που είχαν συμφωνήσει

Στην αρχή ντρεπόταν πολύ. Όσο και αν προσπαθούσε να το δει όλο αυτό σαν έναν ρόλο και τίποτα περισσότερο, η άρνηση του δεν έλεγε να υποχωρήσει. Απ’ την ώρα μάλιστα που αποχώρησε ο επόπτης και απέμεινε μόνος ήταν ζήτημα αν πλησίασε με τη θέληση του περαστικό. Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο να τελειώσει τη βάρδια δίχως να έχει δώσει όσες συσκευασίες προβλεπόταν και ακόμη χειρότερα να μην έχει φωτογραφηθεί όσο έπρεπε, προτιμούσε να κρύβεται δίπλα στο σκηνικό και να παριστάνει τον ανήξερο παρότι κάτι τέτοιο έμοιαζε εξαιρετικά δύσκολο.

Σκεφτόταν τους συμφοιτητές του από την σχολή θεάτρου που σ’ αντίθεση μ’ αυτόν είχαν καταφέρει να πείσουν για το ταλέντο τους εκείνον τον σκηνοθέτη και τώρα βρίσκονταν στην Επίδαυρο ως μέλη του χορού σε έναν θίασο γεμάτο σπουδαίους ηθοποιούς.

Τελικά ίσως δεν ήταν αυτός που πίστευε πως είναι. Ίσως είχε υπερτιμήσει τις ικανότητες του και έτσι εξηγούνταν πως αντί να κάνει αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί στο σπουδαιότερο θέατρο του κόσμου, παρίστανε τον Εσκιμώο στην Ομόνοια για τρία ευρώ την ώρα.

Τέτοια δυσάρεστα σκεφτόταν ώσπου ξέχασε εντελώς το λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί.

Μα γύρω στις έντεκα ένα γκρουπ κινέζων τουριστών βγαίνοντας από το διπλανό ξενοδοχείο, ενθουσιάστηκαν τόσο μαζί του που αντί να ανέβουν στο λεωφορείο τους για την καθιερωμένη περιήγηση στα αξιοθέατα της πόλης, τον περικύκλωσαν και άρχισαν να βγάζουν μαζί του φωτογραφίες. Αναγκάστηκε να αγκαλιαστεί με τουλάχιστον τριάντα άτομα και παραδόξως εκείνη η εμπειρία τον βοήθησε να ξεπεράσει τη συστολή του. Για λίγο έκανε ακριβώς ότι ήθελαν εκείνοι που τον είχαν προσλάβει.

Μετά όμως έχασε ξανά την όρεξη του. Με το ζόρι, αραιά και πού, μοίραζε από καμιά γρανίτα και ας έκαναν ουρά οι τσαμπατζήδες

Και τότε ενώ η πλήξη κόντευε να τον αποβλακώσει είδε το πιο όμορφο πλάσμα που αντίκρισε ποτέ, να τρέχει απελπισμένο προς το μέρος του, να τον προσπερνά και να χώνεται στο ιγκλού. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, δύο άντρες απ’ το προσωπικό ασφαλείας του παρακείμενου πολυκαταστήματος κατέφθασαν. Λες και κυνηγούσαν εγκληματία έψαξαν σπιθαμή προς σπιθαμή την πλατεία, ήλεγξαν τις εισόδους του μετρό, ερεύνησαν πίσω από τα παρτέρια και όταν δεν βρήκαν τίποτα, στράφηκαν σ’ αυτόν.

Στα επίμονα ερωτήματα τους αν είχε δει να περνά από εκεί τρέχοντας μια κοπέλα με σάκο στην πλάτη, απλά δεν απάντησε.

Δεν το πήραν καλά. Ειδικά ο ένας άρχισε να τον στραβοκοιτάει.

Ο Τάκης ήταν μισός απ’ αυτόν, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δεν θα ‘χε καμιά τύχη απέναντι του. Μα τώρα με τη στολή εσκιμώου ήταν διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα οι μπότες και η κουκούλα του πρόσθεταν σχεδόν είκοσι πόντους και έπειτα με τόσο δέρμα πάνω του έδειχνε υπολογίσιμα μεγαλόσωμος. Κανέναν λόγο δεν είχε να υποχωρήσει.

Ο ένας από τους δύο σεκιουριτάδες όμως που είχε πάρει το ρόλο του στα σοβαρά δεν έλεγε να φύγει και επέμενε να ψάξει και στο εσωτερικό του ιγκλού.

Ο Τάκης τα χρειάστηκε. Αν δοκίμαζε να εισβάλει δεν υπήρχε τρόπος να τον σταματήσει.

Σε μια έκλαμψη της στιγμής θυμήθηκε μια βραδιά στο σπίτι κάποιου φίλου όταν διάβασαν κάπου πως μια φυλή Εσκιμώων διαθέτει για το χιόνι ογδόντα διαφορετικές λέξεις και το βρήκαν τόσο αστείο που ξημέρωσαν παριστάνοντας τους Λάπωνες. Για μέρες ολόκληρες συνεννοούνταν μεταξύ τους μιλώντας υποτίθεται λαπωνικά. Έτσι και τώρα, χωρίς να το σκεφτεί και πολύ άρχισε να ξεφωνίζει ακαταλαβίστικες εκφράσεις.

«Περκιουβίλι ασπανέγκο βου» φώναζε απωθώντας τον ενοχλητικό φύλακα· «Γκουντάν μάστου τζα» ούρλιαζε παριστάνοντας τον απειλητικό. Θα πρέπει να έδειχνε φοβερά αστείος, ό ένστολος όμως, φαίνεται ήταν τόσο χαζός, που σχεδόν τον φοβήθηκε, σιγά-σιγά του φερόταν σαν να είχε να κάνει με πραγματικό Λάπωνα. Και άρχισε να οπισθοχωρεί. Και όσο εκείνος πισωπατούσε τόσο ο Τάκης ξεστόμιζε αρλούμπες που υποτίθεται αποτελούσαν λέξεις της φυλής των Σάμι, μέχρι που τον ανάγκασε να επιστρέψει άπραγος στο πόστο του στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Ικανοποιημένος με την παράσταση που είχε δώσει πλησίασε την είσοδο του ιγκλού και έβαλε το κεφάλι μέσα.

«Εντάξει, έφυγαν, μπορείς να βγεις τώρα» είπε.

Το κορίτσι του χαμογέλασε, μάζεψε από κάτω τη τσάντα της, έφτασε μέχρι το άνοιγμα που χρησίμευε ως πόρτα, έριξε μια καχύποπτη ματιά έξω και αφού είδε πως δεν διέτρεχε κίνδυνο, ξεπρόβαλε ολόκληρη.

«Ευχαριστώ» είπε και έκανε να απομακρυνθεί.

«Μια στιγμή» είπε ο Τάκης που ακόμη έψαχνε τρόπο να την κρατήσει λίγο παραπάνω.

Σταμάτησε και τον κοίταξε απορημένη.

Την έβρισκε τόσο όμορφη που σχεδόν του πόνεσε το στήθος μέχρι να καταφέρει να συγκεντρωθεί και να μην την κοιτάει απλώς σας χαζός. «Γιατί σε κυνηγούσαν αυτοί;» ρώτησε όσο πια αυστηρά μπορούσε.

Η κοπέλα σήκωσε ανήξερη τους ώμους της.

«Κάτι θα έκλεψες και σε είδαν»

«Σου φαίνομαι για κλέφτρα;» έκανε εκείνη κάπως προκλητικά.

Ήταν σειρά του να σηκώσει τους ώμους ανήξερος.

Τον κοίταξε ελαφρά απογοητευμένη έκανε στροφή και άρχισε να απομακρύνεται. Μα κάποια σκέψη θα της πέρασε από το μυαλό γιατί πριν κάνει λίγα βήματα επέστρεψε. «Άμα θες να ξέρεις τίποτα δεν έκλεψα» είπε θυμωμένη. «Μου αρέσει να μπαίνω στα μαγαζιά και να προκαλώ αυτούς τους ανόητους. Κινούμαι ύποπτα, κοιτάω ύποπτα, δοκιμάζω ακριβά πράγματα και ύστερα κάνω πως σκαλίζω τη τσάντα μέχρι να τσιμπήσουν. Τότε τρέχω προς την έξοδο, αυτοί με σταματούν και αρχίζουν να με ψάχνουν. Φυσικά δεν βρίσκουν τίποτα και τότε εγώ τους βρίζω και απειλώ να τους κάνω μήνυση. Για πλάκα το κάνω. Μα ο σημερινός δεν το πήρε καλά και φοβήθηκα ότι θα με δείρει. Γι’ αυτό το έβαλα στα πόδια. Ευχαριστημένος;».

Ήθελε να της φωνάξει πως τον παρεξήγησε, ήθελε να της πει όσο πιο δυνατά γινόταν πως είναι ότι πιο όμορφο και συναρπαστικό έχει αντικρύσει ποτέ μα δεν κατάφερε να ανοίξει ούτε το στόμα του.

Το κορίτσι αφού θεώρησε πως αρκετά περίμενε, έκανε ξανά μεταβολή και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την είσοδο του μετρό που βρισκόταν λίγα μέτρα από εκεί.

Ο Τάκης κατάλαβε τι είχε κάνει μόνο αφού την έχασε από τα μάτια του. Το πιο όμορφο κορίτσι της πόλης τον είχε διαλέξει να την προστατεύσει και αυτός ο ηλίθιος την άφησε να φύγει χωρίς να δοκιμάσει έστω να πάρει το τηλέφωνο της.

Εκνευρισμένος έδωσε μια αγκαλιά γρανίτες σε ένα πρεζάκι που τον ζάλιζε από ώρα και κλώτσησε ένα κουτάκι αναψυκτικού που κάποιος είχε πετάξει εκεί δίπλα. Μετά για να τιμωρήσει τον εαυτό του πήγε και έκατσε πάνω από τον έναν ανεμιστήρα που αποδεδειγμένα ήταν το πιο ζεστό σημείο που μπορούσε να σταθεί κανείς και ούτε που έδινε σημασία σε όσους πλησίαζαν.

Είχε αρχίσει να ζεσταίνεται, σχεδόν υπέφερε καθισμένος ακόμη πάνω σε εκείνο το άγριο μηχάνημα όταν είδε πρώτα την σκιά της και μετά την ίδια.

«Περγικουόφ σαουνουίμπ ίνουα» τον πρόλαβε το κορίτσι προσπαθώντας να μην γελάσει.

«Νινγκραρτόκ, νινγκραρτόκ» έδειξε να συμφωνεί ο Τάκης επιδεικνύοντας μια ετοιμότητα που εξέπληξε και τον ίδιο.

«Ιλαρμάρ σουόνα» έκανε τότε ανυπόμονα εκείνη και έδειξε κάπου πίσω της.

«Γκλουαραντί, αμέ σαντιμεντοπά» δικαιολογήθηκε ο Τάκης πιάνοντας απαξιωτικά την κουκούλα του.

«Ομποντούντα σκα» δήλωσε απογοητευμένη εκείνη

«Στρι μπαλκονοβά τρσισπούτι» είπε ο Τάκης για να της δείξει πως έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή.

Δεν του έκανε το χατίρι. «Ικλεπερνάρ παστούνιν ο ικλεπερνάρ μόπγκο;» απαίτησε να μάθει φτιάχνοντας το σάκο στην πλάτη της και έδειξε έτοιμη να συνεχίσει τη μέρα της δίχως αυτόν.

«Ικλεπερνάρ παστούνιν, Ικλεπερνάρ παστούνιν» ορθώθηκε αποφασισμένος ο Τάκης.

Ύστερα μπήκε στο ψεύτικο ιγκλού, έβγαλε τη στολή, φόρεσε τα ρούχα του, έβαλε στο σάκο του και καμιά δεκαριά γρανίτες και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που είχαν συμφωνήσει πως θα τον περιμένει.

 

Tzamiotis* Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970 και σήμερα ζει στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο. Εργάστηκε στην τηλεόραση, στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την πολιτιστική έκδοση «Highlights». Έχει γράψει τα βιβλία: «Η συνάντηση» (Ίνδικτος, 2002), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος, 2003), «O βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος, 2004), «Παραβολή» (Καστανιώτης, 2006), «Η εφεύρεση της σκιάς» (Καστανιώτης, 2008), «Η πόλη και η σιωπή» (Καστανιώτης, 2013) και έχει λάβει μέρος σε συλλογικά, θεματικά λογοτεχνικά εγχειρήματα. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top