Fractal

«Διατάξτε κ. Υπουργέ…»

του Γιάννη Κ. Γιαννούδη // *

 

afierwmaΟ υπουργός, κλείνοντας το τηλέφωνο είχε μια όψη ανάμεικτη από θυμό και φόβο. Δυο μέρες πριν το Δεκαπενταύγουστο, δυο μέρες πριν ξεκινήσει τις ολιγοήμερες διακοπές του στη Μύκονο, έπρεπε να πετάξει επειγόντως στα Γιάννενα και από εκεί να πάει οδικώς στου διαόλου τη μάνα, στα βουνά πάνω από τους Καλαρρύτες. Εκεί, όπου ένας παρανοϊκός (τι άλλο θα μπορούσε να είναι;) είχε κρεμάσει ένα πανό που τον έβριζε προσωπικά και σκαιότατα, από τα παράθυρα του μοναστηριού της Κηπίνας!

Η Μονή Κηπίνας, ένα θαύμα αρχιτεκτονικής που κάτι πιστοί, υπεράνθρωποι καλόγεροι έχτισαν πριν οκτακόσια τόσα χρόνια στην εσοχή του βράχου, ήταν κλειστή από το 1920. Όχι όμως και ερημωμένη, καθώς η απίστευτη τοποθεσία προκαλούσε την επίσκεψη πολλών εκατοντάδων τουριστών, κάθε χρόνο.

Έτσι, η τοπική μητρόπολη φρόντιζε να είναι το μοναστήρι καλά διατηρημένο και οποιοσδήποτε μπορούσε να το επισκεφθεί – αρκεί να μην φοβόταν το ανηφορικό μονοπάτι πλάι στο γκρεμό και να είχε προμηθευτεί τα κλειδιά από τον καφετζή, στο κοντινό χωριό.

Ο τρελός όμως που οχυρώθηκε μέσα στην μονή είχε ξεπεράσει κάθε όριο, δημιουργώντας στην κυβέρνηση ένα κωμικοτραγικό πρόβλημα καλοκαιριάτικα. Δε φτάνει που μπήκε στο μοναστήρι αυγουστιάτικα, μεσ’ στο καταμεσήμερο και κρέμασε το πανό με τις βλακείες του έτσι, ώστε να φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά, βρήκε και τρόπο να σηκώσει την ξύλινη γέφυρα που ένωνε το μοναστήρι με το μονοπάτι – με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να μπει!

«Θα χρειαστεί ενέργεια καταρρίχησης κ. Υπουργέ από επίλεκτους καταδρομείς για να προσεγγισθεί η μονή, όλες οι άλλες λύσεις κρίνονται ανασφαλείς», είχε πει έντρομος στο τηλέφωνο ο περιφερειάρχης Ηπείρου.

Άκου τώρα μπελάδες, σκέφτηκε ο υπουργός. Μέσα στην κρίση, όταν όλοι οι πολιτικοί προσπαθούν να διατηρήσουν την εικόνα του λιτοδίαιτου και του μετρημένου, να πρέπει ο στρατός να κάνει ειδική καταδρομική επιχείρηση για να κατεβάσει ένα πανό που με αφορά προσωπικά και με αποκαλεί «βρωμερό, διεφθαρμένο @ρχίδι». Άντε τώρα να ξαναβγώ βουλευτής – χώρια η πλάκα και η καζούρα από τηλεοράσεις και εφημερίδες. Αμ, ο εισαγγελέας, δεν θα με καλέσει μετά για ανάκριση; Τον έβγαλε από τις σκέψεις το κουδούνισμα του κινητού, η λέξη «ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ» αναβόσβηνε στην οθόνη. Άρχισε να ιδρώνει πριν ακόμη απαντήσει….

Το πρώτο φως της επόμενης ημέρας βρήκε τον υπουργό, τον διοικητή την ομάδας των καταδρομέων και καμιά δεκαριά ακόμη κυβερνητικούς παράγοντες, να στέκουν στο μονοπάτι που οδηγεί στο μοναστήρι και να κοιτάζουν έντρομοι ένα χάσμα τεσσάρων και πλέον μέτρων να ανοίγεται μπροστά τους (στα κανάλια είχαν απαγορεύσει να πλησιάσουν πιο κοντά από 500 μέτρα). Το χάσμα που υπό κανονικές συνθήκες καλύπτει η ξύλινη γέφυρα….

moniΟι σοφοί άνθρωποι που έχτισαν το μοναστήρι, πολύ ορθά μέσα στην τουρκοκρατία σκέφτηκαν να το προστατέψουν από τις επιδρομές των απίστων. Έφτιαξαν λοιπόν αυτή την ξύλινη γέφυρα, που ανεβοκατέβαινε με ειδικό μηχανισμό μόνο από το εσωτερικό του μοναστηριού, για να μην μπορούν οι Τούρκοι να πλησιάσουν. Όσοι γνώριζαν, ορκίζονταν ότι ο μηχανισμός δεν είχε λειτουργήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ποιος ήταν αυτός που κατάφερε να τον ενεργοποιήσει;

Ο άνθρωπος που πήρε τα κλειδιά την προηγούμενη μέρα από τον καφετζή, δίνοντας σαν εγγύηση ένα πλαστό ελβετικό δίπλωμα οδήγησης με το όνομα Τόμας Μίλλερ, ήταν ένας τουρίστας 70 ετών που φόραγε τυρολέζικο καπέλο και μίλαγε ελληνικά με γερμανική προφορά. Να είχε άραγε αυτός οργανώσει την «επιχείρηση»; Ή απλώς έδρασε ως κάλυψη; Η αστυνομία πάντως, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε εντοπίσει ίχνος του.

Και εν πάση περιπτώσει, χρόνος για πολλές κουβέντες δεν υπήρχε. Η ρητή και οργισμένη εντολή του πρωθυπουργού ήταν να τελειώνουν με αυτό το ζήτημα έως τις 8 το πρωί – και η ώρα ήταν ήδη 6.30.

Ένας θόρυβος ελικοπτέρου έκανε την ομήγυρη να κοιτάξει ψηλά. Η ομάδα των καταδρομέων κατέφτανε, με ένα Απάτσι. Αν όλα πήγαιναν καλά, σε καμιά ώρα θα κατάφερναν να μπουν στο μοναστήρι και να τελειώσουν με την κωμωδία. Μια ακόμη ώρα αγωνίας για τον υπουργό, που το έβρισκε τρομερά δύσκολο να κρατάει το βλέμμα του μακριά από το μεγάλο πανό με τα κόκκινα γράμματα που δέσποζε στον βράχο – και που ήδη ξεκινούσε μέσα από τις τηλεοράσεις το ταξίδι του σε ολόκληρο τον κόσμο (στα social media βέβαια η σχετική φωτογραφία έπαιζε από το προηγούμενο βράδυ….)

Πράγματι, σε λίγη ώρα, τέσσερις λοκατζήδες άρχισαν να κατεβαίνουν με σκοινιά από την κορυφή του βράχου και πολύ γρήγορα πάτησαν την είσοδο του μοναστηριού. Με το αντικλείδι που τους είχε δώσει ο παπάς του χωριού προσπάθησαν να ανοίξουν την εξώπορτα – αυτή όμως ήταν ξεκλείδωτη….

Μπήκαν μέσα προσεκτικά, με τα όπλα προτεταμένα, αλληλοκαλυπτόμενοι. Μια κανονική πολεμική επιχείρηση εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια των παρευρισκομένων και στις τηλεοπτικές κάμερες. Πολύ γρήγορα το πανό εξαφανίστηκε, ενώ φωνές και θόρυβοι ακούγονταν. Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά ο επικεφαλής της ομάδας εμφανίστηκε στην είσοδο της μονής, ουρλιάζοντας «Πεδίο καθαρό κ. διοικητά. Ουδείς εχθρός εντός ακτίνας».

Αυτό ήταν και το πιο παράξενο απ’ όλα. Που ήταν ο τρελός λοιπόν, που μπήκε μέσα, σήκωσε την γέφυρα, κρέμασε το πανό και αναστάτωσε την χώρα; Εξατμίστηκε; Ή το ‘σκασε μέσα στην νύχτα; Και αν ναι, πως;

Όταν, μετά από δέκα λεπτά οι καταδρομείς κατάφεραν να κατεβάσουν την ξύλινη γέφυρα, η ομήγυρη των επισήμων προχώρησε σύσσωμη προς το μοναστήρι. Ο διοικητής όμως των λοκατζήδων που προπορευόμενος είχε προλάβει να ανταλλάξει δυο λόγια με τον επικεφαλής του αποσπάσματος, ήταν απόλυτος: «θα εισέλθω μόνο εγώ και ο υπουργός».

Μπαίνοντας στον προθάλαμο, οι δύο άντρες αντίκρισαν μια εικόνα αστεία, μέσα στην τραγικότητα της: στερεωμένη επάνω σε δυο καρέκλες, μια τεράστια φωτογραφία απεικόνιζε τον κ. υπουργό γυμνό, στο κρεβάτι, με δύο άλλους άντρες. Στα πόδια της αριστερής καρέκλας έχασκε ανοιχτή μια καφέ δερμάτινη τσάντα, γεμάτη με χαρτιά και φακέλους και με καρφιτσωμένο επάνω της ένα σημείωμα με κεφαλαία, κόκκινα γράμματα: «ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΤΟΥ κ. ΥΠΟΥΡΓΟΥ». Και παραδίπλα, ένα χαρτόνι που έγραφε με πιο μικρά γράμματα, μαύρα αυτή τη φορά: «κ. Υπουργέ, αν ήσουν άντρας θα ακολουθούσες τα βέλη στο πάτωμα και θα ερχόσουν, ΜΟΝΟΣ, στις σπηλιές κάτω από το μοναστήρι. Εκεί, θα μάθαινες ποιος είμαι. Αν ήσουν άντρας βέβαια….»

Ο υπουργός κοίταξε τον διοικητή των καταδρομέων με βλέμμα ηλίθιο. Πέρασε έτσι μισό λεπτό αμηχανίας. «Διατάξτε κ. υπουργέ, τι θέλετε να κάνουμε;» έσπασε τη σιωπή ο τελευταίος, που δίψαγε για δράση…

«Αλήθεια, έχει σπηλιές κάτω από το μοναστήρι;» τραύλισε με κόπο ο υπουργός, δευτερόλεπτα πριν η λέξη «ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ» ξαναρχίσει να αναβοσβήνει στην οθόνη του κινητού του….

 

Giannoudis1* Ο Γιάννης Κ. Γιαννούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε management & οικονομικά και εργάστηκε για πολλά χρόνια σε διοικητικές θέσεις ελληνικών επιχειρήσεων. Το καλοκαίρι του 2008 δημιούργησε με την σύντροφο του Ντανιέλα την Dorothy Snot , ένα σχολείο για πολύ μικρά παιδιά στο κέντρο της Αθήνας. Από τoν Οκτώβριο του 2013 είναι επίσης, μαζί με άλλους φίλους & «συνοδοιπόρους», συνιδρυτής της κοινότητας #einai2030, μιας προσπάθειας να δούμε την εκπαίδευση και το μέλλον μας αλλιώς… Είναι επίσης μπαμπάς της Νεφέλης, του αρέσει η σύγχρονη ιστορία και τα παλιά αυτοκίνητα και έχει γράψει το ιστορικό παραμύθι “A very bad bad thing”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top