Fractal

Διήγημα: Ψαρόκολλα

του Γιάννη Νικολούδη // *

 

TypewritersΏσπου ένα σαλόνι (κομπλέ, με καναπέ, πολυθρόνες, τραπεζάκι, μπουφέ) ήρθε και έπεσε καταπάνω του: οικιακά καρεκλοπόδαρα διαπέρασαν τις κόχες των ματιών του και οι υπόλοιπες αιχμηρές γωνιές των άλλων επίπλων πολτοποίησαν τα μαλακά του μέρη. Σαν χυμός έγινε επάνω στο πεζοδρόμιο. Στα καλά καθούμενα που λες.

Γυρίζω και λέω το λοιπόν: «Τα ύστερα του κόσμου». Και συνεχίζω να περπατώ.

Στο δημοτικό πάρκο αλωνίζουν λιοντάρια που κατασπαράζουν χαμίνια και αφράτες γιαγιάδες, ενώ παραδίπλα, απολυμένοι αρτεργάτες ψήνουν κάστανα και τα πουλάνε με τιμές χονδρικής σε διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις για την σωτηρία της επιχειρηματικότητας των μοναχών του Θιβέτ. Πίσω από παρτέρια με μπιγκόνιες, έχει στηθεί ένα πρόχειρο φολκ φεστιβάλ με στρακαστρούκες και πυροτεχνήματα. Σήματα ειρήνης και αδελφοποίησης από χαρτόνι και κόλλες Α4 αλείφονται με ζιπέλαιο και χώνονται σε ανυπόμονους πρωκτούς μικρών και μεγάλων. Μια οσμή σαν κατεργασμένη κοπριά στον αέρα. Λέω: «Έχει εισιτήριο;».

Μου απαντάει ένα κορίτσι με μύτη σαν μάτι και αυτιά σαν σαγόνια. Δεν έχει μέτωπο, παρά μια μάζα σαν ζουπιγμένο κουτάκι αναψυκτικού πεταμένο σε οποιοδήποτε κάδο της πόλης: «Ναι! Το κέφι!».

Πατάω κάτι που μοιάζει με ψόφιο σκουλήκι ή με ζωντανό έντερο και γλιστράω. Ένα λιοντάρι, ξεστρατίζει απ’ την αγέλη και έρχεται και με σηκώνει και με παραδίδει σε έναν αφισοκολλητή, ο οποίος με στήνει σε ένα τοίχο και με γεμίζει με ψαρόκολλα.

«Τι πρεσβεύω τουλάχιστον;», τον ρωτώ.

«Ένα κίνημα. Δεν θυμάμαι ποιο».

«Θα δώσει λύσεις;».

«Η δουλειά του είναι να διατυπώσει θεωρίες».

«Και ποιες θεωρίες διατυπώνει;».

«Την ανάγκη για άμεσες λύσεις».

Ο ήλιος με στεγνώνει. Από μπροστά μου περνάνε και με διαβάζουν στρατιώτες, παπάδες, γάτες, έφηβοι και κάμποσα άλλα άτομα των οποίων τα διακριτικά μοιάζουν με στρατονόμου ή κάτι τέτοιο. Ένα περιστέρι με κουτσουλίζει κατά ριπάς. Μια πόρνη κολλάει πάνω μου μύξες και άλλα ρινικά προϊόντα ενώ φτύνει ένα γεμάτο προφυλακτικό απ’ το πράσινο σπηλαιώδες στόμα της. Το βράδυ η αεροπορία βομβαρδίζει τις ανατολικές συνοικίες. Φωτιές κάνουν τη νύχτα μέρα. Πορφυρά λουλούδια υφαίνονται στον ουρανό.

Με επισκέπτεται κατά το χάραμα, νεκραναστημένος, με τα καρεκλοπόδαρα σφηνωμένα ακόμα στο κρανίο του. Στάζει υγρά σαν παλιό ντάτσουν. «Είμαι ένας πολίτης με τα έντερα χυμένα, αδερφέ μου!». Και γελάει μέχρι που πεθαίνει από ασφυξία.

Την επομένη ρίξανε μια άλλη αφίσα επάνω μου και δεν έμαθα ποτέ τι απόγινε αυτή η πόλη. Ακούω τους τριγμούς τις ψαρόκολλας και βλέπω σκοτάδι. Έτσι θα ζήσω.

 

 * Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1987. Διηγήματα του βρίσκονται σε διάφορες ανθολογίες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top