Fractal

Διήγημα: Ο «Θανάσης»

της Άννας Αντωνίου // *

 

Pen writingΜέσα στην κάψα του μεσημεριού, την ώρα που ο ήλιος πύρωνε και κάθε ζωντανό πλάσμα έπεφτε σε μια γλυκιά χαύνωση, έβγαινε στον δρόμο ο «Θανάσης». Έσερνε τα βαριά βήματά του προς την πλατεία, προσμένοντας τα πλατάνια και τα νερά να δροσίσουν το αποκαρωμένο από τη θέρμη κορμί του. Η ανάσα του αντηχούσε βαριά, το μπατάλικο σουλούπι του περιφερόταν ένα γύρο• τα χέρια του πήγαιναν με ορμή μπρος-πίσω και το βλέμμα του κοίταζε φοβισμένο.

Το σπίτι μας ήταν ακριβώς στην πλατεία. Εγώ τα μεσημέρια δεν είχα ύπνο. Αγκαλιά με τους Μικρούς Ήρωες που είχα δανειστεί από τον περιπτερά έβρισκα καταφύγιο σε μια κρυφή αυλή όπου η πύρα του ήλιου ήταν άγνωστη. Τα παχύφυτα και τα πολυτρίχια την προστάτευαν από κάθε αδιάκριτο μάτι, αλλά εγώ μπορούσα να βλέπω άνετα από το έμπα της στροφής μέχρι πάνω.

Καθισμένη εκεί, πρόσμενα, λες και το ’χα τάμα, με δέος πρόσμενα να αφουγκραστώ στην ατμόσφαιρα την παρουσία του, παρόλο που βιαζόμουν να ξεκινήσω τα ταξίδια μου παρέα με τον Γιώργο Θαλάσση.

Ξαφνικά, όταν ερχόταν, ο αέρας βάραινε. Στη φαντασία μου το σύμπαν όλο εξαφανιζόταν μπροστά σ’ αυτό το πλάσμα που έκανε τη γη να βογκάει.

Τον ερχομό του στην πλατεία τον περίμεναν πώς και πώς οι καλοθελητάδες και οι «σολτσαδόροι», όπως τους έλεγε η μάνα μου.

«Ε Θανάσηηη…» άρχιζε ένας, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, που με κόπο κρατούσαν τα γέλια.

Ο άνθρωπος με το ξεχειλωμένο κορμί και χέρια σαν φτερά πουλιού που δέρνονταν ξαφνικά δεχόταν μαχαιριά κατάστηθα. Στεκόταν απότομα, σήκωνε το μέχρι τότε σκυμμένο κεφάλι, όρθωνε το ανάστημα, έφερνε το δεξί χέρι στο στήθος, σαν να ήθελε να ταυτοποιήσει την ύπαρξή του −τώρα σκέφτομαι ότι αυτή η κίνηση πιο πολύ έμοιαζε με ικεσία− και έβγαζε κραυγή πονεμένη· έτσι μου φαινόταν.

«Δε με λένε Θανάση. Νίκο με λένε!»

«Ω, ω, Θα-νά-ση, Θα-νά-ση…» έλεγαν τα παιδιά, που είχαν προλάβει κιόλας να μαζευτούν από τα γύρω σοκάκια όπου είχαν δραπετεύσει για να γλιτώσουν τον μεσημεριανό ύπνο.

Ο άνθρωπος τα ’χανε. Έψαχνε απεγνωσμένα γύρω του να βρει κάποιον βοηθό, κάποιον φίλο που θα βεβαίωνε ότι ήταν ο Νίκος.

«Θα-νά-σης, Θα-νά-σης…» ακουγόταν ρυθμικά η κραυγή, και τη συνόδευαν ποδοκροτήματα που σήκωναν σύννεφο τη σκόνη.

Εκείνος έκανε σαν πληγωμένο θηρίο. Πήγαινε πάνω-κάτω, οι κινήσεις του ήταν άγαρμπες• το βλέμμα του τώρα αγρίευε, η φωνή του, που πιστοποιούσε την ταυτότητά του −δεν είμαι ο Θανάσης, είμαι ο Νίκος−, αντηχούσε θυμωμένη, μα ήταν αδύνατον να υπερισχύσει στην κακία που τον περικύκλωνε. Τα παιδιά τον πλησίαζαν διαβολικά και τον σάρκαζαν −Θα-νά-ση! Θα-νά-ση!− το όνομα ήταν σφυριά στο μυαλό του, τα γέλια τους τον πονούσαν και τον εξουθένωναν. Ο πόνος του γινόταν οργή, θυμός μεγάλος. Ήταν φανερό ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Σ’ αυτή την κρίση ταυτότητας που του επέβαλλε η μικρή κοινωνία, ο λόγος του, το μόνο του όπλο, δεν έφτανε.

Ήμουν σε θέση να παρακολουθήσω τη μετάλλαξη αυτού του ανθρώπου, μετάλλαξη η οποία ενέτεινε το δράμα του. Ήταν φορές που άρπαζε πέτρες από τον δρόμο και τις εκσφενδόνιζε, και μόνο από τύχη δε χτύπησε σοβαρά κάποιον. Τις περισσότερες φορές, όμως, ο Νίκος αντιδρούσε σαν αυτιστικός. Γύριζε γύρω από τον εαυτό του με απλωμένα τα χέρια, και μου έδινε την εικόνα του πουλιού που ετοιμαζόταν να πετάξει. Μα δεν τα κατάφερνε! Μόνο που ξόδευε ενέργεια, και σιγά σιγά η οργή του καταλάγιαζε, ο θυμός του κουραζόταν, τα βήματά του λιγόστευαν κι απόμενε η ανάσα του να συντροφεύει τη ματιά του, όμοια με πουλί που το είχαν πετροβολήσει. Κουνούσε πέρα-δώθε τα χέρια, έσερνε το κορμί του άσκοπα πια, μέχρι που το έφερνε πίσω στη γριά τη μάνα του, για να το αγκαλιάσει και να το ημερώσει.

Ο Νίκος ήταν το πρώτο παιδί της κυρα-Ντάναινας. Ήταν καλό παιδί• η απαντοχή της. Σαν πήγε φαντάρος αρρώστησε και χρειάστηκε να του κάνουν μετάγγιση. Τότε έγινε το λάθος −κανείς δεν ξέρει πώς−, και χειροτέρεψε· και η πατρίδα τον απάλλαξε. Από τότε ο Νίκος, σαν έπιαναν οι ζέστες, δεν ήταν καλά• δεν τον χώραγε ο τόπος. Η μάνα του, μην ξέροντας τι να κάνει μ’ αυτό το παιδί, τον έστελνε στην πλατεία, να δροσιστεί μέχρι να περάσει η κακιά η ώρα. Σαν έμαθε όμως τα μαρτύρια που του ’καναν οι αργόσχολοι, δεν άντεχε να τον σταυρώνουν. Έτσι, όταν ο Νίκος, μην αντέχοντας το σπίτι, πήγαινε προς την πλατεία, τον ακολουθούσε κρυφά, και έβλεπε ξανά και ξανά την απελπισία του παιδιού της και την άκρα αδυναμία του. Τέλος, την ώρα που ο γιος της δεν είχε κανέναν δρόμο να διαβεί, τον πλησίαζε με σκυμμένο κεφάλι και τον αγκάλιαζε. Η βουή του πλήθους είχε πλέον κοπάσει και εκείνος είχε κουραστεί• αφηνόταν στη στοργή της. Εκείνη αγκάλιαζε τον Νίκο της, τον έπαιρνε στο σπίτι τους, του χάιδευε το κεφάλι και τον ηρεμούσε, μέχρι να έρθει η επόμενη, και η άλλη και η άλλη.

Με τον καιρό, ο Νίκος δεν άντεξε την προσβολή να τον θεωρούν άλλον −δεν ήταν ο Θανάσης!− και έγινε βίαιος. Κι ένα μεσημέρι όρμησε στο παιδομάνι που χοροπήδαγε γύρω του και λίγο έλειψε να θρηνήσουμε όλοι.

Αυτή η σκηνή θα μου μείνει αξέχαστη.

Εκεί που εκείνος είχε κλειδώσει στα χέρια του δυο κλαψιάρηδες κιοτήδες, που εξαντλούσαν την παλικαριά τους μόνο σε ουρλιαχτά και κορυβαντισμούς, και ενώ είχε παγώσει το αίμα των άλλων, που έμειναν με το γέλιο και τη χλεύη στο στόμα, τον πλησίασε στητή η μάνα του, ορθώθηκε μπροστά του και του έπιασε τα δυο του χέρια. Τα πιτσιρίκια σφάδαζαν στην τανάλια που τα έσφιγγε, μα εκείνη −χωρίς να βγάλει μια λέξη, μόνο τον κοίταζε κατάματα− τον αγκάλιασε γλυκά και πήρε να ξεσφίγγει τα δάχτυλα, μέχρι που ελευθέρωσε τα ξένα παιδιά. Ύστερα τον έσυρε αγάλι αγάλι και, σαν υπνωτισμένο, τον έφερε στη σιγουριά του σπιτιού της, εκεί που δεν τους έφταναν οι κακοί και οι άμυαλοι.

Από τότε ο Νίκος εξαφανίστηκε από την πλατεία. Τα μεσημέρια ησύχασαν, έπεσαν στη ρουτίνα• οι καφενόβιοι δεν ήξεραν πώς να περάσουν τώρα πια την ώρα τους και λαγοκοιμόντουσαν στις καρέκλες. Για τον Νίκο δε γινόταν καμιά κουβέντα. Μια ένοχη σιωπή βάραινε το χωριό από κει και πέρα.

Μετά από χρόνια, όταν κατάλαβα ότι η σιωπή ταιριάζει μόνο στους φταίχτες, ρώτησα· και έμαθα ότι ο Νίκος πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, ολομόναχος, δίχως το χάδι της μάνας του, που τη σκότωσε από τα πριν ο καημός του.

Τότε ήταν που σκέφτηκα: Άραγε ο Νίκος πέθανε απαλλαγμένος από τη ρετσινιά του «Θανάση»;
 

* Η Άννα Αντωνίου είναι φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top