Fractal

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: “Για να ζήσεις πολύ, ένας τρόπος μόνο υπάρχει: να γεράσεις. Από εκεί και πέρα είναι πως το διαχειρίζεται κανείς. Είτε βάφοντας τα μαλλιά του, είτε απολαμβάνοντας την λευκότητά τους”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

noe2«Έδωσα στο πρόσφατο βιβλίο τον τίτλο “Νοέμβριος”, γιατί ο Νοέμβριος δεν είναι μόνο ένας μήνας. Είναι μια αίσθηση, είναι συχνότητα και τόνος. Τα πράγματα θαμπώνουν, σκοτεινιάζουν, πριν αναγεννηθούν. Είναι κλείσιμο λογαριασμών και αναδρομική νοηματοδότηση». Με αφορμή τα καινούργια διηγήματα που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Πατάκη» με τον τίτλο «Νοέμβριος», ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μιλά στο Fractal για την Θεσσαλονίκη, την κρίση, την ιστορία, την γλώσσα, τον ΠΑΟΚ, τον Ηρακλή, τον επαναπροσδιορισμό και τον ρατσισμό.  Για «την επανεύρεση του ιερού» στη ζωή μας.

 

-Από το «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό», την «Ψίχα της μεταλαβιάς» και την «Στενωπό των υφασμάτων» ως τον «Νοέμβριο», τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει αναλλοίωτο, κύριε Σκαμπαρδώνη;

Από τα πρώτα βιβλία ως το πρόσφατο, τον «Νοέμβριο», αρκετά στοιχεία ύφους έχουνε μείνει κάπως σταθερά, και αρκετά έχουνε μεταβληθεί. Κι αυτό γιατί υπάρχει εξ αρχής, σε κάθε συγγραφέα, νομίζω, ένας βασικός πυρήνας, ένας προσανατολισμός, αλλά και η αγωνία της διαρκούς μετεξέλιξης, η θέληση να ανοίξει νέα ορύγματα, να πατήσει σε μη-απτέα εδάφη, να κολυμπήσει σε άφεγγα νερά. Με την συνειδητή αναζήτηση, αλλά και με το ένστικτο, ψαύοντας τυφλά. Αν ένα βιβλίο δεν κομίζει κάτι καινούργιο, σε σχέση με το προηγούμενο, έστω ελάχιστο, δεν έχεις λόγο να το γράψεις. Άρα, το άγχος του εκείθεν είναι κινητήρια δύναμη, πρόκληση και ζαριά. Αρκεί να μην σου γίνει νεύρωση.

-Γιατί ειδικά «Νοέμβριος»; Θα μπορούσε να είναι άλλος μήνας;

Έδωσα στο πρόσφατο βιβλίο τον τίτλο «Νοέμβριος», γιατί ο Νοέμβριος δεν είναι μόνο ένας μήνας. Είναι μια αίσθηση, είναι συχνότητα και τόνος. Τα πράγματα θαμπώνουν, σκοτεινιάζουν, πριν αναγεννηθούν. Είναι κλείσιμο λογαριασμών και αναδρομική νοηματοδότηση. Ο «Νοέμβριος» είναι ιστορίες που έζησα, που άκουσα, που επινόησα, που θα ήθελα να είχα πει. Όσα ήρθαν κι όσα διέφυγαν λοξά, και επέστρεψαν για να γίνουνε τριάντα τρία διηγήματα, αυθύπαρκτα, κοφτές αφηγήσεις, πυρήνες, θραύσματα θραυσμάτων. Ακρωτηριασμένες, πυκνωμένες μνήμες και αναζητήσεις, κολοβές, που θέλουν να ολοκληρωθούν μέσα στον λειψό εαυτό τους, με αντανακλάσεις, εκρήξεις και σιωπές.

-Τι έχει ένα διήγημα που δεν μπορεί να το έχει ένα μυθιστόρημα;

Μικρό εμβαδόν, μεγάλη περιεκτικότητα σε πυρίτιδα, έκπληξη, πυκνωμένη αυτάρκεια, ταχύ ρυθμό. Δεν επιτρέπει την κυτταρίτιδα, την υδαρή ανέλιξη, την χαλαρή μετάβαση, την έλλειψη κεντρικού πυρήνα. Συνήθως είναι μονοπαγές, αλλά μπορεί να εμπλέκει και δυο, ή παραπάνω ιστορίες ταυτόχρονα, να εκπέμπει προφανές νόημα, αλλά και να περιέχει πολλά αινίγματα ένδον, βαθύτερα. Έχει την ένταση του αγωνίσματος των εκατό μέτρων, που δεν την έχει ο Μαραθώνιος, ο οποίος απαιτεί εξίσου σημαντικά προσόντα, αλλά διαφορετικά: άλλες αναπνοές, ειδική προπόνηση και στρατηγική, και προσφέρει διαφορετική απόλαυση. Το καθένα έχει την χάρη του.

-Στην εποχή μας; τι ταιριάζει, τελικά, πιο πολύ; Η μικρή ή η μεγάλη αφηγηματική φόρμα;

Κάθε λογοτεχνική έκφραση κρίνεται μόνο εξ αποτελέσματος. Και υπάρχουν εξίσου σημαντικά μικρά, ή μεγάλα κείμενα. Θα περίμενε κανείς βέβαια, στην εποχή του βίντεο κλιπ να υπάρχει μεγαλύτερη τροπή προς το διήγημα – και όντως υπάρχει σε μερικές χώρες. Αλλά τίποτε δεν είναι απόλυτο και είναι διαφορετική η αίσθηση του χρόνου στην Αθήνα και διαφορετική στην Καστοριά, διαφορετική στην Νέα Υόρκη και σε ένα χωριό της Κίνας. Εξάλλου η πόλη δεν υπάρχει ως ενιαία συνείδηση, άρα δεν υπάρχει και ενιαία αίσθηση του χρόνου, ή της πραγματικότητας. Προχτές ένας φίλος μου πήγε με το αυτοκίνητο στην Πίνδο. Και ένας αγροτοποιμένας τον ρώτησε, σε ένα χωριό: «Πατριώτη, αυτό που λένε «κρίση, κρίση», τι είναι;»

-Αυτή τη φορά, πιο λιτός τίτλος, αναμνήσεις και αναφορές σε παιδικά χρόνια, σε ανθρώπους, αναμνήσεις, στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, μου θυμίζει κάπως… προσωπική κιβωτό, σα να μαζεύετε τα τιμαλφή, τι υπήρξε αυτός ο «Νοέμβριος» για σας;

Είναι, χοντρικά, μια διασταύρωση τριών βασικών αξόνων: του συλλογικού ιστορικού υποσυνείδητου, αναφορές σε μεγάλους δασκάλους, και homage σε επιφανή καταστήματα της μνήμης, που εναγκαλίζονται με τρελές ιστορίες της καθημερινότητας και τον σουρεαλισμό τους, την τραγωδία του λάιφ στάιλ και την επανεύρεση του ιερού. Όλα αυτά βέβαια, με θραυσματικό τρόπο. Κατά βάθος είναι μια προσπάθεια επιστροφής στο θάμβος, στο δέος, στον όντως μύθο του σμικρού. Μια πρόταση να γίνουμε μεγιστάνες του ελάχιστου.

-Και γιατί ειδικά αυτήν εδώ την εποχή;

Η εποχή, η πολιτική γενικεύει, μιλάει με συλλογικούς όρους και αριθμούς, απαλείφει την μοναδικότητα. Ενώ η λογοτεχνία εκκινεί από το άτομο, από την ανθρώπινη κατάσταση, την τραγωδία του ενός και κινείται ανάστροφα. Μας δείχνει την άπειρη ποικιλία, την ειρωνεία των πραγμάτων, υπονομεύει βεβαιότητες, δείχνει την τυχαιότητα και την γελοιότητα, αλλά και το μεγαλείο της ύπαρξης. Αναδεικνύει τις αποχρώσεις. Την ανάποδη όραση. Υποσκάπτει κάθε απολυτότητα. Και συμβαίνει απρόβλεπτα, αφού έχει κυοφορηθεί επί χρόνια, όταν έρθει η ώρα, μια ώρα που δεν μπορείς να προβλέψεις, εφόσον δεν μπορείς να έχεις αγκαζέ την έμπνευση.

-Τι έχει ή τι δεν έχει η εποχή μας που μας αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε και να επαναπροσδιοριστούμε;

Ο επαναπροσδιορισμός είναι αυτονόητο ζητούμενο κάθε μέρας, αφού όλα αλλάζουν αενάως – βέβαια η εσχατολογία έχει μεγάλη πέραση, όπως και ο ντετερμινισμός όσων φοράνε Χιλιαστική λογική. Δηλαδή, πρέπει να περιμένουμε να πάθουμε αλτσχάιμερ για να δούμε τον κόσμο με νέα μάτια;

-Και τι έχει η Θεσσαλονίκη που δεν το έχει η Αθήνα;

Καταρχήν τον μεγάλο ΠΑΟΚ – αν κι εγώ είμαι Ηρακλειδεύς. Αλλά ας σοβαρευτώ λίγο. Εμένα μου αρέσει, ως πόλη, πολύ η Αθήνα. Έχει μέρη απαράμιλλα, και κλίμα μοναδικό. Διαπερατή ατμόσφαιρα και τρελή ζωντάνια. Η Θεσσαλονίκη έχει τα δικά της κάλλη: εσωστρέφεια σε συνδυασμό με την οικουμενικότητα, αυστηρότητα, αλλά και ζέση. Η Θεσσαλονίκη έχει πολύ Βυζάντιο, πολλές εκκλησιές, κι αυτό της δίνει περισσότερο μεταφυσικό βάθος. Η Αθήνα έχει φως, και κάτι μαγευτικά ανάερο, ενώ η Θεσσαλονίκη είναι πιο βαριά, πιο στοχαστική. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι ζήτημα πόλης καθεαυτής, αλλά πως την ζεις εσύ, μέσα σου, πως την εσωτερικεύεις.

-Η κρίση στη Θεσσαλονίκη είναι αλλιώς;

Είναι κάπως λιγότερο οδυνηρή. Και φαίνονται κάποια μικρά σημάδια ανάκαμψης. Τα μπαρ γέμισαν με άπειρα σορτσάκια – αλλά θέλουμε δρόμο ακόμα.

-Ο ρατσισμός;

Ο ρατσισμός με την όντως έννοια του όρου (προγραμματικό, ιδεολογικό μίσος για ορισμένες φυλές) υπάρχει, αλλά ελάχιστα. Έπειτα, η χειρότερη τραγωδία μας είναι και ήταν πάντα βαθύτερη του εκάστοτε ρατσισμού – δέστε τι γίνεται στην Ουκρανία, ή στην Μέση Ανατολή, παντού. Υπάρχει πολύ πιο βαθιά, ανελέητη αγριότητα στην καρδιά του ανθρώπου, ακόμα και εναντίον του εαυτού του. Πως το έλεγε ένας Γάλλος: ο άνθρωπος από τη φύση του μισεί τους άλλους ανθρώπους.

-Γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη, ζείτε στη Θεσσαλονίκη, δεν φύγατε ποτέ απ’ αυτήν;

Έχω ταξιδέψει σχεδόν παντού. Αλλά η Θεσσαλονίκη είναι ένα παλίμψηστο, που δεν εξαντλείται – όπως και κάθε παμπάλαιη πόλη. Θες πέντε ζωές, για να μην πω έξη, για να την ερωτευθείς όπως της αξίζει.

noe-Υπάρχει ένα μικρό διήγημα, σχεδόν μια παράγραφος, που αναφέρεται στον παππού σας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί, ειδικά σήμερα, μια πρόταση- στάση ζωής. Τι χάσαμε, κύριε Σκαμπαρδώνη, και πώς μπορεί κανείς να επιστρέψει στα χαμένα;

Δεν υπάρχει επιστροφή. Αλλά μπορεί να υπάρξει κάποια διδασκαλία. Όμως, τελικά, πάντα, κάθε γενιά κάνει την ίδια ψευδο-εξέγερση και τα ίδια λάθη. Καταντάει βαρετό, αβάσταχτο.

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει μυθιστόρημα και τι διήγημα;

Μια ιστορία με τριάντα ήρωες δεν μπορεί να γίνει διήγημα. Μια ιστορία που μπορεί να ολοκληρωθεί σε τριάντα γραμμές, δεν μπορεί να γίνει μυθιστόρημα. Μπορεί, αλλά μάλλον θα καταλήξει τοματοπελτές.

-Η κάθε ιστορία επιβάλει την γλώσσα της και την αφηγηματική της φόρμα ή είναι η δική σας απόφαση εκείνη η οποία μετρά;

Όλα, τελικά, οφείλουν να υπακούουν, περισσότερο ή λιγότερο, στο δικό σου ύφος, στην δική σου γλώσσα. Να εντάσσονται, παρά τις εσωτερικές κυμάνσεις τους. Μετράει πάντα η δική σου απόφαση, η ενότητα.

-Τι υπέροχος τίτλος «Γερνάω επιτυχώς»! Κύριε Σκαμπαρδώνη πώς μπορεί κανείς να γερνά επιτυχώς;

Για να ζήσεις πολύ, ένας τρόπος μόνο υπάρχει: να γεράσεις. Από εκεί και πέρα είναι πως το διαχειρίζεται κανείς. Είτε βάφοντας τα μαλλιά του, είτε απολαμβάνοντας την λευκότητά τους.

-Να ζει μέσα στην κρίση, επιτυχώς;

Η ανθρώπινη καρδιά δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά. Ούτε μέσα στον πλούτο –ακόμα χειρότερα. Η ευτυχία, ή μάλλον η ισορροπία, είναι μια επιλογή όρασης και μια στρατηγική της φαντασίας.

-Τι σημαίνει για σας η γλώσσα και η Ιστορία;

Όλα υπάρχουν και νοούνται μέσα από την γλώσσα. Έξω από την γλώσσα δεν συμβαίνει τίποτε – και να συμβαίνει, δεν νοείται. Άρα δεν υπάρχει, στερούμενο νοήματος.

-Και πόσο μπορεί να αντισταθεί κανείς με την ιστορία του στην Ιστορία της εποχής;

Δεν χρειάζεται να αντιστεκόμαστε συνέχεια, ως ετεροκαθοριζόμενοι. Εξάλλου κι εμείς είμαστε «οι άλλοι», για τον άλλο. Σίγουρα απαιτείται αντίληψη του ιστορικού βάθους, προσωπική σκέψη, πέρα από τα κλισέ και το correct, Αριστοφάνεια διάθεση, πάθος για συγκεκριμένα πράγματα, που σε κρατούν. Αγάπη για το εργόχειρο.

-Με την λογοτεχνία; Η λογοτεχνία συμπορεύεται με την ιστορία και την εποχή; Την καθρεφτίζει; Είναι παρηγορητική, λυτρωτική, προφητική; Τι μπορεί να κάνει ειδικά σήμερα η λογοτεχνία;

Η λογοτεχνία είναι διαχρονική, διιστορική. Και σίγουρα δεν μπορεί να δώσει στον αναγνώστη τους μισθούς που έχασε. Αλλά ίσως μπορεί να του προσφέρει νοήματα που ξεφεύγουν απ’ τις εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις, τις συμβάσεις εν γένει, διαφορετική όραση, αφορμές να ξαναγαπήσει όλα αυτά που μας έχουν πρόσκαιρα δοθεί, πέρα από τις πιστωτικές κάρτες και το πλουσιοπάροχο μέρισμα…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top