Fractal

Ένα κουτί καλοκαίρι

Γράφει η Αγγέλα Γαβρίλη // *

 

afierwmaΣιχαίνομαι το καλοκαίρι. Το σιχαίνομαι στ’ αλήθεια, αν και γεννήθηκα καλοκαίρι: Αύγουστος, πιο καλοκαίρι δεν γίνεται δηλαδή. Πιθανόν πιστεύετε ότι το σιχαίνομαι επειδή όλοι έλειπαν για διακοπές και οι συμμαθητές μου δεν έρχονταν στα πάρτι των γενεθλίων μου. Κάνετε λάθος. Μεγάλωσα σε νησί, τουριστικό όσο δεν παίρνει, οπότε δεν πήγαινε κανένας διακοπές, τα καλοκαίρια δουλεύαμε. Οι συμμαθητές μου παρέμεναν στο νησί, οι περισσότεροι από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και μετά, βοηθούσαμε και τους γονείς: greek salad and moussaka, souvenirs from Greece, rooms to let. Τώρα θα υποθέσετε ότι λύθηκε το μυστήριο, σιχαίνομαι το καλοκαίρι γιατί ήμουν αναγκασμένη να δουλεύω. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Ο πραγματικός λόγος που το σιχαίνομαι είναι επειδή γεννήθηκα.

Ήμουν το τέταρτο παιδί σε μια οικογένεια που δεν ήθελε άλλα παιδιά: οι δίδυμες και ο γιος που ακολούθησε, τους ήταν αρκετά. Έτσι όταν η μάνα μου έμεινε έγκυος, αποφάσισαν με τον πατέρα μου να με ρίξει. Αλλά την παραμονή της έκτρωσης, στην Αθήνα που είχε έρθει να μείνει σε μια ξαδέρφη της, η μάνα μου είδε όνειρο την Παναγία την Καστριώτισσα: μια εκκλησία του νησιού, στο παλιό ερειπωμένο κάστρο των Βενετών. Είδε λέει την εικόνα της στολισμένη όπως στο Δεκαπενταύγουστο με λουλούδια, αλλά ήταν ματωμένη κι έτρεχαν τα αίματα από την εικόνα και έβαφαν το δάπεδο του ναού… Και μια γυναίκα τα μάζευε με ένα σεντόνι άσπρο κι έπειτα γύρισε προς τη μάνα μου που στεκόταν στην πόρτα της εκκλησίας και κουνώντας το ματωμένο ύφασμα, της φώναζε: «Τι έκανες; Τι έκανες;»

Την άλλη μέρα η μάνα μου γύρισε στο νησί άρον-άρον, ακόμα έγκυος. Και παρά το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα μου, εγώ λες κι είχα γαντζωθεί στη μήτρα της, δεν ξεκόλλησα από τα σπλάχνα της.

Με βάφτισαν Μαρία το επόμενο Δεκαπενταύγουστο στην Παναγία την Καστριώτισσα, που με προστάτευε, όπως έλεγε η γιαγιά μου. Όταν τη ρώταγα μικρή, γιατί δεν με αγαπάνε, απαντούσε πάντα το ίδιο:

«Εσένα σε αγαπάει η Παναγία, μη σε νοιάζει», μου έλεγε κι άλλαζε κουβέντα. Μέχρι που έγινα 15 χρονών κι άκουσα ένα βράδυ τη γιαγιά και τη μάνα μου να τσακώνονται στην κουζίνα. Νόμιζαν πως ήταν μόνες τους στο σπίτι, μα εγώ ήρθα από την ταβέρνα στην παραλία τρέχοντας, γιατί είχα κόψει το χέρι μου στην κουζίνα πολύ κι ο πατέρας μου μ’ έβρισε και με έδιωξε. Έτσι με τα χέρι τυλιγμένο στο μαύρο μακό μου, μπήκα στην αυλή και τις άκουσα. Κι έμαθα την αλήθεια.

Την άλλη μέρα, ξεμονάχιασα τη γιαγιά μου, της είπα τι άκουσα, και μου διηγήθηκε το όνειρο της μάνας μου. Γεννήθηκα από φόβο, μην την τιμωρήσει η Παναγία.

Σιχαινόμουν τη ζωή μου ήδη πολύ, μα από εκείνο το βράδυ πια δεν την ήθελα. Ούτε εκείνο το σπίτι, ούτε το νησί, ούτε το καλοκαίρι. Δυο μέρες αργότερα, βούτηξα την είσπραξη της ταβέρνας, μάζεψα σε ένα σάκο δυο ρούχα κι έφυγα για την Αθήνα. Και δεν ξαναπάτησα. Δεν ξέρω αν με έψαξαν, κι αν το έκαναν, δεν με βρήκαν. Δούλεψα σε ταβέρνες, βρήκα έναν άντρα, με σπίτωσε, μετά έναν άλλο, ύστερα τον επόμενο… και έτσι έφτασα στα 30.

Τώρα που γράφω αυτή την ιστορία, είμαι 30 και είναι χειμώνας. Δύο βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, για την ακρίβεια. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και γυρίζω σπίτι. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα, το βρίσκω σκοτεινό. Άρα θα κοιμάται ακόμα. Πρέπει να τον ξυπνήσω σε λίγο, να ετοιμαστεί για το μαγαζί.

Είμαστε μαζί δυο χρόνια. Λέει ότι μ’ αγαπάει. Εμένα πάλι μου αρκεί ότι δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο.

Τακτοποιώ τα ψώνια, τον ξυπνάω, του φτιάχνω καφέ ενώ κάνει μπάνιο. Σε λίγη ώρα έχω μείνει μόνη μου – η καλύτερη στιγμή της ημέρας. Βάζω μουσική δυνατά -κάτι ροκ που ήταν της μόδας όταν ήμουν 15 αλλά εμένα αυτά μου αρέσουν-, ένα ποτό, ανάβω τσιγάρο. Αργότερα, θα φάω βλέποντας μια χαζοταινία και θα κοιμηθώ. Όταν γυρίσει εκείνος θα με ξυπνήσει, θα το κάνουμε κι έπειτα θα σηκωθώ το πρωί για τη δουλειά. Πωλήτρια σε σούπερ μάρκετ, σε «αλυσίδα» που λένε. Κι αυτή με δύο λόγια, είναι η ζωή μου. Τώρα ξέρετε ό,τι θα μπορούσε να ειπωθεί για μένα. Και βέβαια, σας είπα από την αρχή το πιο σημαντικό. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι.

Αυτό το βράδυ, καθισμένη στον καναπέ, ζαλισμένη μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, δεν φαντάζομαι τα σχέδια που έχει το καλοκαίρι για μένα.

***

«Η κυρία Γιαννοπούλου;»

Η αντρική φωνή στο κινητό μου άγνωστη και ψυχρή, επαγγελματική. Δικηγόρος, για τις καθυστερημένες δόσεις της κάρτας, η πρώτη μου σκέψη.

Δικηγόρος είναι, αλλά όχι για τις δόσεις της κάρτας. Για να μου να αναγγείλει το θάνατο της μητέρας μου, πριν ένα μήνα. Τον έβαλε η μεγάλη μου αδερφή, η μία από τις δίδυμες, να με εντοπίσει, μετά από τόσα χρόνια. Δίνουμε ραντεβού στο γραφείο του την επόμενη μέρα.

Πηγαίνω με ένα μείγμα αδιαφορίας και περιέργειας. Μετά τα τυπικά, μου δίνει ένα κουτί. Μοιάζει με δώρο, αλλά αντί για κορδέλες, είναι δεμένο με σπάγκο. Και το χειρότερο: είναι γαλάζιο, με κύματα και κοχύλια ζωγραφισμένα επάνω του. Ένα κουτί καλοκαιρινό…

«Από τη μητέρα σας. Τελευταία της επιθυμία προς την αδερφή σας, να σας βρει οπωσδήποτε και να σας το δώσει».

Δεν το ανοίγω μπροστά του. Ανηφορίζω μέσα στο κρύο την Ακαδημίας κρατώντας το αγκαλιά. Για μια στιγμή, σκέφτομαι να το πετάξω έτσι όπως είναι σε έναν κάδο. Αλλά δεν το κάνω. Συνεχίζω να προχωρώ ώσπου δεν αντέχω άλλο να αγνοώ το περιεχόμενό του.

Κάθομαι σε ένα παγκάκι, στη μικρή πλατεία μπροστά από τη Ζωοδόχο Πηγή, και καίω με τον αναπτήρα μου το σπάγκο που το δένει. Μέσα του τετράδια, από εκείνα τα μπλε τα σχολικά. Οι ετικέτες δεν γράφουν τίποτα, αλλά είναι πυκνογραμμένα με ορνιθοσκαλίσματα. Κάτι σαν ημερολόγια, με πρώτη ημερομηνία Δεκέμβρης του ’99, έξι μήνες μετά το φευγιό μου από το νησί.

Η καύτρα του ξεχασμένου μου τσιγάρου, μου καίει τα δάχτυλα καθώς προσπαθώ απορροφημένη να ξεχωρίσω τις λέξεις. Τα γράμματα είναι σίγουρα της μητέρας μου, ούτε το δημοτικό δεν είχε τελειώσει και ντρεπόταν, δεν έγραφε σχεδόν ποτέ, γιατί καμιά φορά άμα μας άφηνε κανένα σημείωμα με εκείνα τα άγαρμπα γράμματά της, την κοροϊδεύαμε.

Διαβάζω τις σελίδες τη μία πίσω από την άλλη. Τρέμω από το κρύο και την ταραχή. Όλες οι σημειώσεις απευθύνονται σε μένα. Η μάνα μου επί χρόνια έγραφε σε μένα, σε αυτά τα τετράδια. Κάποτε σηκώνομαι, τα μαζεύω ξανά στο κουτί τους και μπαίνω σε ένα ταξί.

Την επόμενη μέρα, ταξιδεύω για το νησί με το πλοίο της γραμμής. Ο καιρός είναι άσχημος, αλλά δεν με απασχολεί. Ο καιρός της ζωής μου πάντα άσχημος ήταν, κι ας γεννήθηκα καλοκαίρι.

Όταν μετά από ώρες, φτάνω στο νησί, σουρουπώνει. Είναι Δεκέμβρης, ο παγωμένος αέρας θερίζει την προβλήτα και εγώ δεν έχω πού να πάω. Μέσα στη φούρια μου, δεν σκέφτηκα να κλείσω κάπου δωμάτιο. Μπαίνω ξεπαγιασμένη σε μια καφετέρια, ρωτώ για δωμάτια, πανσιόν, ξενοδοχεία, οτιδήποτε. Λίγη ώρα μετά, βρίσκομαι στο δωμάτιο του μοναδικού ξενοδοχείου που είναι ανοιχτό το χειμώνα. Κοιμάμαι ξερή μέχρι το πρωί. Πίνω καφέ και μετά πηγαίνω στο νεκροταφείο. Βρίσκω εύκολα τον τάφο, είναι φρέσκος ακόμα, δεν έχουν μπει τα μάρμαρα που φυλακίζουν τους πεθαμένους μπας και το σκάσουνε. Κάθομαι σαν τη χαζή και τον κοιτάζω, δεν έφερα τίποτα, ούτε δυο λουλούδια. Αρχίζει να βρέχει δυνατά…

Στην καφετέρια αργότερα, ψάχνω κάποιον με αυτοκίνητο, να με πάει στην Παναγία την Καστριώτισσα. Η εκκλησία είναι κλειστή μου λένε, ανοίγει μόνο το καλοκαίρι για τους τουρίστες, αλλά τίποτα εγώ, θέλω να πάω.

Με τα πολλά, ο νεαρός που σερβίρει μου υπόσχεται ότι θα με ανεβάσει έως εκεί στο σχόλασμα. Κρατάει το λόγο του και κατά τις 3, είμαι στην εκκλησία. Δεν ξέρω τι να κάνω, φέρνω γύρους απ’ έξω, τραβάω φωτογραφίες με το κινητό μου, κοιτάζω τη θάλασσα να σκάει στους απότομους βράχους… Τελικά, κόβω δυο-τρία κλαράκια από έναν ανεμοδαρμένο θάμνο και τα αφήνω στο κατώφλι, μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Κάνω το σταυρό μου και φεύγω.

***

Μόλις γύρισα, παράτησα τη δουλειά στο σούπερ μάρκετ: μετά τις γιορτές θα ψάξω για κάτι άλλο, αν πάνε καλά τα πράγματα σκέφτομαι να γραφτώ στο νυχτερινό, να τελειώσω το σχολείο. Κι έπειτα, μπορεί το καλοκαίρι να πάω ξανά στο νησί. Κανονικά αυτή τη φορά, όχι σαν κλέφτης. Μπορεί, δεν ξέρω…

Προς το παρόν είναι παραμονή Χριστουγέννων. Κοιτάζω λοξά το προφίλ του, πιάνει το βλέμμα μου και σκάμε κι οι δύο στα γέλια, με το εντελώς κακόγουστο χριστουγεννιάτικο δέντρο που μόλις στολίσαμε. Πάει να φέρει ένα κρασί και δυο ποτήρια από την κουζίνα. Συνεχίζω να χαμογελάω καθώς τον ακούω να τραγουδάει, με φωνή καρτούν, τις ανόητες μελωδίες αυτής της εποχής.

Κοιτάζω τα τετράδια καθώς αναπαύονται στο κουτί τους, όχι χωμένα στην ντουλάπα, μα στο καθιστικό, να τα βλέπω. Συχνά το ανοίγω και παίρνω το πρώτο πάνω-πάνω, το έχω ξεχωρίσει. Το ξεφυλλίζω γρήγορα και φτάνω στη σελίδα που έχω τσαλακώσει στην άκρη της, για να τη βρίσκω εύκολα:

«Δεν είδα όνειρο με την Παναγία ποτέ. Ψέματα είπα γιατί δεν ήθελα να σε ρίξω. Αλλά με χτυπούσε και σ’ έταξα στη χάρη της, να γεννηθείς και να είσαι καλά».

 

aggela_gavrili* Η Αγγέλα Γαβρίλη είναι ιστορικός τέχνης και βιβλιοκριτικός. Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) ενώ έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «ΑΡΚ» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009), «Iridium» (Εκδόσεις  Momentum)  και συμμετείχε σε δύο ακόμα συλλογές ως μέλος της Ομάδας Από Ποίηση (2010 και 2012, Γαβριηλίδης). Εργάζεται ως editor στη Book Agency. Ζει στην Αθήνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top