Fractal

Χρήστος Τσιόλκας: “Τι πάει να πει νικημένος και νικητής;”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

tsiolkasΒρεθήκαμε στα γραφεία της Ωκεανίδας. Σε μια εξαρχιώτικη αυλή. Αγκαλιαστήκαμε απ’ την αρχή. Σαν πρωτοξάδελφος που ήρθε εδώ για το καλοκαίρι. Τα βιβλία του, εξάλλου, τον είχαν βάλει ήδη για τα καλά στην ψυχή. Είναι και το επίθετο, το όνομα… Χρήστος Τσιόλκας, εντελώς δικό μας παιδί. Τα ωραία σπαρταριστά ελληνικά του, το γάργαρο γέλιο του, η καθαρότητα σε όλα, ευθύς εξαρχής. Κι ας γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1965, παιδί Ελλήνων μεταναστών. Κι ας έχει χαρακτηριστεί «ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας». Κι ας τιμήθηκε με βραβεία. Εξάλλου μ’ ένα «Χαστούκι» ξεκίνησε η επιτυχία. Με «Το χαστούκι», κι όταν είναι τόσο μεγάλη, αλήθεια, πώς ξεπερνιέται όλο αυτό;

 

-Χρήστο, πόσο εύκολη ή αυθόρμητη μπορεί να συνεχίσει να είναι η λογοτεχνία μετά από «Το χαστούκι» και μια τόσο μεγάλη επιτυχία;

Κοίταξε, μετά από είκοσι χρόνια, γιατί είναι είκοσι χρόνια που αποφάσισα να είμαι συγγραφέας, το μόνο νόμο που είχα είναι να το γράψω! Να το γράψω για μένα! Έγινε και αυτό με «Το Χαστούκι» και για κάποιο διάστημα έλεγα «για ποιον θα γράψω τώρα; Θα γράψω αυτό που θέλει ο Χρήστος ή αυτό που άρεσε ή θα αρέσει στους αναγνώστες;» Κι από την άλλη είχα και τ’ άλλο, «να κάνω κάτι που να ‘ναι μπεστ σέλλερ, να κάνω κάτι που να μοιάζει με εκείνο που ήδη έκανα ή να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό; Κάτι που να είναι σκάνδαλο, να είναι πολύ δυνατό;» Και αποφάσισα ότι και τα δυο είναι λάθος, γιατί αρχίζουν από κάτι το εξωτερικό. Έτσι ξεκίνησα το «Μπαρακούντα». Αλλά ναι, είμαι πολύ ευτυχισμένος με αυτά που έχουν γίνει, θα ήμουνα βλάκας να μη το αναγνωρίζω αυτό.

tsiolkas3-Στο «Χαστούκι» περίμενες τόσο μεγάλη επιτυχία;

Καθόλου! Καθόλου! Το πρώτο σοκ ήταν όταν οι Αυστραλοί αγόρασαν το βιβλίο και άρχισαν να μιλάνε για μένα. Και μετά το δεύτερο ήταν όταν άρχισε να βγαίνει και σε άλλο κράτος. Γιατί εγώ νόμιζα ότι έχω κάνει ένα πολύ εσωτερικό μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που δεν είναι απλώς αυστραλέζικο, είναι της Μελβούρνης! Και είχε αυτή την επιτυχία! Ακόμα δεν το καταλαβαίνω. Και, ξέρεις, έτσι όπως μιλάω με διάφορους ανθρώπους από διαφορετικά κράτη, σκέπτομαι κάποιες φορές μήπως η μεσαία τάξη, η αστική τάξη, είναι το ίδιο, παντού. Δηλαδή, όλοι βλέπουν την ίδια τηλεόραση που βλέπουν στην Αυστραλία, όλοι διαβάζουν τα ίδια βιβλία…

-Στο βιβλίο σου ο Ντάνι αγωνίζεται σαν κολυμβητής και μάλιστα επειδή κάνει πρωταθλητισμό, πρέπει να νικήσει τώρα. Με τον συγγραφέα δεν είναι απαραίτητο να συμβεί αυτό, μπορεί να περάσουν κάποια χρόνια που να αγωνίζεται άγνωστος και φαινομενικά «επί ματαίω». Στα πρώτα σου βήματα, σου συνέβη αυτό;

Όταν το σκέπτομαι, είχα δυο όνειρα, το ένα να γίνω συγγραφέας, το άλλο να γίνω σκηνοθέτης. Η αγάπη για το σινεμά και η αγάπη για την λογοτεχνία ήταν μαζί για μένα. Μέσα στην οικογένεια, στο περιβάλλον μου δεν είχαμε καλλιτεχνία, δεν είχαμε βιβλία. Μετά πήγα στο πανεπιστήμιο, πολλά άλλαξαν μετά απ’ αυτό, πέρασα από μια ζωή σε μια άλλη. Μετά το πανεπιστήμιο δούλευα σε μια δουλειά με πολύ καλές συνθήκες που ήταν σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, όμως αισθανόμουν ότι ήμουν σκλαβωμένος, αν είναι δυνατόν, όμως έτσι ακριβώς ήταν. Κι ήμουν 25-26 χρονών. Κι είπα στον Γουάιν που ήταν ο παρτενέρ ο… πώς τον λένε στα ελληνικά;

-σύντροφος

ναι, ο φίλος μου, ότι θέλω πολύ κάτι να κάνω με αυτό το όνειρο να είμαι συγγραφέας. Και αυτό πάει να πει ότι δεν θα μπορώ να δουλεύω πέντε μέρες, θα δουλέψω δυο- τρεις μέρες και τις άλλες θα δουλέψω σαν συγγραφέας. Και στάθηκα κι εδώ τυχερός. Μου είπε «σε καταλαβαίνω και αυτό θέλω κι εγώ». Κι είπα στον εαυτό μου να δώσω πέντε χρόνια. Κι άμα δεν επιτύχω, τώρα τι πάει να πει «επιτύχεις», είπα αυτό θέλω να κάνω. Κι ήμουνα τυχερός με το πρώτο βιβλίο. Το δεύτερο, «Ο άνθρωπος του Ιησού», δεν πήγε καλά. Κι αυτή ήταν η στιγμή που είπα έχω το θάρρος να προσπαθήσω να γράψω σ’ αυτή τη ζωή. Έχω το θάρρος να αντιμετωπίσω τις κακές κριτικές και το να λένε οι άνθρωποι «ε και τι κάνεις; πότε θα κάνεις ένα μεροκάματο;» Και ναι, αποφάσισα να το κάνω γιατί αυτό είναι η δική μου ζωή. Το τρίτο βιβλίο «Η νεκρή Ευρώπη» έκανε επτά- οκτώ χρόνια για να γραφτεί, αλλά μετά από τον «Ιησού» είπα θα προσπαθήσω να μάθω, αυτό είναι μια τέχνη και σαν εργάτης θα πρέπει να μάθω τι πάει να πει η τέχνη αυτή. Κι όταν μιλάω στους φοιτητές λέω ότι η συγγραφή είναι μια ζωή μοναξιάς, πρέπει να είσαι μόνος σου μέσα στο δωμάτιο, στο γραφείο, με το μολύβι και το χαρτί ή το κομπιούτερ.

-‘Όμως, γράφοντας ένα μυθιστόρημα έχεις την σπάνια τύχη να ζεις παράλληλες ζωές, με όρους εξαιρετικούς. Εκεί συμμετέχεις ωσεί Θεός, μπορείς να βάλεις τάξη στην αταξία, να δικαιώσεις τα αδικαίωτα, να αλλάξεις τα κακώς κείμενα…

Το μόνο που μπορώ να κάνω σαν συγγραφέας είναι να θέτω ερωτήματα. Δεν είμαι φιλόσοφος, δεν είμαι πολιτικός, δεν έχω αυτή τη γνώση, αλλά μέσα στο βιβλίο μπορώ να βάλω τις ερωτήσεις. Και αυτός που θα το διαβάσει θα πρέπει να βρει τη λύση. Για μένα αυτό είναι ο ρόλος μου. Αυτό και η φαντασία μου.

«Είμαι παιδί του Ωκεανού»

tsiolkas4-Χρήστο, γιατί επέλεξες τα «Μπαρακούντα» για να μιλήσεις για τον ήρωά σου; Επειδή είναι επιθετικά, διαθέτουν κοφτερά δόντια και αγωνίζονται για να επιζήσουν;

Επειδή ήξερα ότι ο ήρωάς μου θα είναι κολυμβητής. Καταλαβαίνω αυτή τη ζωή, καταλαβαίνω το νερό. Είμαι έλληνας αυστραλός και ζω μέσα στον ωκεανό και ο ωκεανός για μένα είναι εκεί όπου αισθάνομαι μια ειρήνη. Κι είπα, εντάξει, θα τον κάνω να είναι αθλητής, πρωταθλητής, κολυμβητής. Και δεν ήθελα να πω «σκυλόψαρο» ήθελα ένα άλλο ψάρι. Άγριο. Αν και για μένα το «Μπαρακούντα» δεν είναι ένα όνομα που το διάλεξε αυτός, ο ήρωάς μου ο Τέντυ, είναι ένα όνομα που ήρθε από τους άλλους. Γιατί δεν ξέρει ποιός είναι, έχει έρθει από έναν κόσμο σε έναν άλλο και προσπαθεί να βρει ποιος είναι…

-Η σχέση του Ντάνι με το νερό είναι υπαρξιακή: «Το αληθινό νερό σε τιμωρεί, το αληθινό νερό πρέπει να παλέψεις για να το κατακτήσεις, να το δαμάσεις. Το αληθινό νερό μπορεί να σε σκοτώσει». Το ίδιο είναι και η δική σου σχέση με την λογοτεχνία; Με το νερό;
Πριν από κάποια χρόνια ήμουν στην Ελλάδα και μιλάγαμε για την θάλασσα και με ρωτούσαν πώς είναι ο ωκεανός. «Έχετε σκυλόψαρα;» Και τότε κατάλαβα ότι ο ωκεανός είναι πολύ διαφορετικός απ’ τη θάλασσα κι ότι εγώ είμαι παιδί του ωκεανού. Αγαπάω την Μεσόγειο, όμως, όταν είπα ότι αισθάνομαι μια ειρήνη, αυτό είναι μόνο στον Ωκεανό. Οι Αυστραλοί είναι πολύ συντηρητικοί, οι Αυστραλοί είναι κάπως στενοκέφαλοι όμως πάντα θα θέλω να γυρίσω και νομίζω γι’ αυτό: Είμαι παιδί του ωκεανού, όχι της θάλασσας. Όταν κάνεις κολύμπι στον ωκεανό καταλαβαίνεις πως είναι πολύ επικίνδυνο, πρέπει να προσέχεις γιατί είναι απότομο, είναι άγριο. Ναι, είναι παράξενο το ότι αισθάνομαι ειρήνη γιατί μέσα στον Ωκεανό είναι κι ο Ποσειδώνας.

-Με την νίκη και με την ήττα; Ο Ντάνι αγωνίζεται και νικά, ο Ντάνι ηττάται, εσύ; Η σχέση σου με την νίκη ή με την ήττα;

Από την εμπειρία μου, ξέρω, ότι και τα δυο είναι επικίνδυνα. Και, νομίζω, ότι αυτά ήταν διαφορετικά για τον πατέρα και την μητέρα του Ντάνυ και πάρα πολύ διαφορετικά για τον παππού του και την γιαγιά του. Ο Ντάνι έχει μεγαλώσει σε μια κοινωνία, σε μια πολιτική, σε μια κουλτούρα όπου είναι αυτοί που νικάνε κι αυτοί που χάνουν. Και αυτό το βλέπεις παντού, νομίζω ότι πια είναι παγκόσμιο, κι αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Τι πάει να πάει νικημένος και νικητής; Αυτή είναι η ζωή.
Όταν άρχισα το βιβλίο ήξερα ότι για μένα δεν ήταν το θέμα αν ο Ντάνι Κέλι θα πάρει χρυσό στους Ολυμπιακούς αγώνες. Γι’ αυτό είπα ότι έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος στα 30 του ξέραμε ήδη ότι δεν είχε νικήσει, ξέραμε ότι είχε κάτι χάσει, ξέραμε ότι είχε μια μεγάλη ντροπή. Δηλαδή, ήθελα να το διαβάσεις και να ξέρεις απ’ την αρχή ότι αυτό δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τον αγώνα και για νίκη. Απ’ όταν άρχισα να το γράφω στο γραφείο μου είχα μια κάρτα ότι αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που θέλει να πει τι σημαίνει να είσαι καλός άνθρωπος. Κι αυτό είναι το θέμα του βιβλίου, τι πάει να πει success, τι πάει να πει επιτυχία. Γιατί σαν καλλιτέχνης, το ξέρεις κι εσύ, ποτέ δεν είσαι σίγουρος, μπορεί να πουλήσεις πολλά βιβλία, μπορεί να έχεις καλές κριτικές όμως πάντα θα έχεις κάτι μέσα σου να σου λέει πως δεν είσαι και τόσο καλός κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ.
Βέβαια, όταν άρχισα να γράφω το «Μπαρακούντα» ήξερα ότι αυτό ήταν κάτι καθαρό στον αθλητισμό. Γιατί ξέρεις, είσαι πρώτος όταν περνάς την γραμμή. Είναι καθαρή η νίκη στον αθλητισμό. Στο γράψιμο, όμως, ποτέ δεν το ξέρεις αυτό. Κι όταν άρχισα το γράψιμο είχα μια ζήλια για τον Ντάνι, όμως εμένα το γράψιμο μ’ έσωσε. Κι είπα- χτύπα ξύλο- εγώ μπορώ να γράψω μέχρι το τέλος, ένας σαν τον Ντάνι φτάνει 25- 30 χρονών και το σώμα πια δεν τον ακολουθεί. Κι όταν το συνειδητοποίησα κάτι τρυφερό έπαθα γι’ αυτό το παιδί. Δεν ξέρω πώς είναι εδώ στην Ελλάδα, Ελένη, αλλά στην Αυστραλία κάνουμε τους αθλητές Θεούς, τους κάνουμε ήρωες, όμως άμα κάνουν ένα λάθος, τους κρεμάμε. Κι αυτά είναι πιτσιρικάκια, είναι παιδιά! Ήμουν 45 χρονών όταν έγραφα αυτό το βιβλίο κι έλεγα ότι αν ήμουν σ’ αυτή την ηλικία θα είχα κάνει κι εγώ τεράστια λάθη. Κι ήθελα να γράψω ότι, εντάξει, κάνει ένα μεγάλο λάθος ο Ντάνι αλλά υπάρχει η συγχώρεση. Θα πρέπει να ξαναμάθουμε πώς να συγχωρούμε. Όλοι μας θα πρέπει να μάθουμε, η ανθρωπότητα…

-Έχω την εντύπωση ότι τα δώρα της συγχώρεσης και της ήττας τ’ αναγνωρίζουμε με τα χρόνια, όταν είσαι νέος αυτά δεν μπορείς να τα δεις…

Γι’ αυτό λέω, δεν θα μπορούσα να γράψω το «Μπαρακούντα» όταν ήμουν 25 ούτε και 30 χρονών. Κι όταν τέλειωσα το βιβλίο ήταν το ίντερνετ, ήταν η φασαρία αλλά είπα «αυτό ήταν το βιβλίο που ήθελα να γράψω». Κοίταξε, το ίντερνετ, η τεχνολογία έχει αλλάξει τον κόσμο κι έτσι μπορώ να έχω επαφή με κάποιον στην άλλη άκρη της γης, όμως είναι και επικίνδυνο για μας τους καλλιτέχνες γιατί χαλάς και την ώρα σου. Και στο γραφείο δεν έχω ίντερνετ. Γιατί πρέπει να έχεις… η Βιρτζίνια Γουλφ έγραψε «ένα δικό σου δωμάτιο». Βέβαια, το έγραψε για τις γυναίκες, αλλά όταν το διαβάζω καταλαβαίνω ότι πρέπει να έχεις ένα χώρο κι εσύ, την δική σου γωνιά.

-Πώς γράφεις; Ποιες είναι οι συνθήκες που γράφεις;

Σηκώνομαι το πρωί και έχω ένα γραφείο όπου δουλεύω, 25 λεπτά με τα πόδια. Αλλά συμπεριλαμβάνεται και αυτό στη διαδικασία της γραφής. Κοίτα, είμαι πολύ τυχερός, το ξέρω, γιατί κάνω κάτι που αγαπάω και το να αγαπάς την εργασία σου είναι κάτι πολύ σπάνιο στον κόσμο. Όταν με ρωτάνε σε κολλέγια για το γράψιμο τους λέω «ξέρεις, άμα το κάνεις για το χρήμα να φύγεις τώρα, γιατί αυτό είναι πολύ σπάνιο και αυτό δεν πάει να πει και πώς είσαι καλός».

«Το 2010 σάς βρήκα σε σοκ!»

-Χρήστο, αυτό με την άφεση, με το λάθος, με τη συγχώρηση, με το ότι «θα πρέπει να ξαναπιάσουμε τη ζωή μας απ’ την αρχή», το έχουμε πάθει ίσως ως χώρα. Έχεις ξανάρθει στην Ελλάδα και έχεις ξανάρθει και σε καλές εποχές. Την πρώτη φορά που ήρθες πώς μας είδες και πώς μας βλέπεις τώρα;

Όταν είσαι μέσα στο πρόβλημα και το καταλαβαίνω και με μένα, δεν μπορείς να το δεις καθαρά. Όταν είσαι έξω από την χώρα τα βλέπεις με ένα μάτι φρέσκο. Κι εγώ αγαπάω αυτή την χώρα. Ξέρεις, δεν είναι μόνο ότι έχω καταγωγή, έχω μια ιστορία, περπάτησα εδώ, έχω μνήμες απ’ αυτή τη χώρα. Και νομίζω ότι αυτό που γίνεται είναι μια τεράστια αδικία. Και απ’ τη μια σκέφτομαι ότι εγώ δεν το ζω αυτό το καθημερινό, και νομίζω ότι πρέπει να το ζεις αυτό το καθημερινό για να το καταλάβεις, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι αυτή η αδικία είναι παγκόσμια. Βέβαια, αυτό που έχουν πράξει εδώ είναι το πιο σοβαρό, το πιο καυτό. Τώρα, το πως κάνουμε αντίσταση σ’ αυτό, είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση.
Με ρώτησες, όμως, πώς σας βρίσκω. Όταν ήρθα το 2010 σας βρήκα σε σοκ. Και αυτό που με πόνεσε πολύ ήταν μια ντροπή που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στους Έλληνες. Κι όπως γράφω στο «Μπαρακούντα», αυτή η ντροπή μπορεί να σε σπάσει, μπορεί να σε κάνει θηρίο, αυτό είναι το επικίνδυνο, τελικά. Όμως, εκείνο που αγαπάω στον έλληνα είναι η φιλοξενία. Και να μη χάσετε αυτό, γιατί το έχετε ακόμα. Είναι, βέβαια, και ο ρατσισμός, αλλά κι αυτός υπάρχει παντού. Είναι και μια αληθινή φοβία που έρχεται από τα οικονομικά. Το είχαμε κι εμείς στην Αυστραλία και το φοβερό είναι ότι το εθνικιστικό κόμμα έπαιρνε ψήφους από το εργατικό κόμμα, αυτό είναι το τραγικό! Και το άλλο είναι ότι τώρα κάτι καλό γεννιέται, ετοιμάζεται να δημιουργηθεί. Δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά υπάρχει. Που δεν είναι το τι ρούχα φοράς και τι μάρκα ρολόι, αλλά κάτι που σε απελευθερώνει.

-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να λέγεσαι Χρήστος Τσιόλκας και να είσαι συγγραφέας στην Αυστραλία ή στην διεθνή εκδοτική αγορά;

Στην αρχή δεν μπορούσαν να πουν το όνομα, αλλά μετά εντάξει, δεν το ξεχνάνε έτσι και το μάθουν, το μαθαίνουν καλά. Για μένα η γλώσσα μου είναι η αγγλική και γράφω αγγλικά. Από μικρός διάβαζα τους αμερικανούς συγγραφείς Φίλιπ Ροθ, Κόρμακ ΜακΚάρθυ και, νομίζω, ότι επειδή αυτοί έγραφαν σε μια φρέσκια αγγλική, δεν ήταν σαν την αγγλική της Αγγλίας, για μένα που γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα κράτος σαν την Αυστραλία ήταν η αγγλική των μεταναστών, ήταν η αγγλική των μαύρων, άλλη αγγλική. Και θέλω να μοιάσω με τους Αυστραλούς για να γράψουμε την δική μας την αγγλική.

-Τόσο καλά ελληνικά πώς έμαθες;

Σ’ ευχαριστώ πολύ! Γιατί είχα ένα άγχος όταν ήρθα! Ε, κοίτα, ήταν λάθος μου όταν είπα ότι η πρώτη γλώσσα μου ήταν η αγγλική. Γιατί μεγάλωσα σε μια περιοχή της Μελβούρνης όπου είμαστε όλοι μετανάστες. Τρίτη Δημοτικού 30-35 παιδιά και ήταν τρεις οι αγγλοσάξονες. Οι υπόλοιποι είμαστε έλληνες, τούρκοι, ιταλοί… Και για να καταλάβεις δεν μίλησα την αγγλική γλώσσα μέχρι που πήγα στο δημοτικό! Για να καταλάβεις εγώ νόμιζα πως η γλώσσα της Αυστραλίας είναι τα ελληνικά! Οι γονείς μου, δεν έμαθαν ποτέ καθαρά τα αγγλικά, δεν είχαν ποτέ τις ευκαιρίες που είχα εγώ και ακόμα με την θεία μου η μάνα μου μιλάνε και μιλάμε στα ελληνικά.

-Δηλαδή, στην Αυστραλία, στο σπίτι σας, μαγειρεύετε ελληνικά φαγάκια, ακούτε τραγούδια από την Ελλάδα…

Μουσική προσπαθώ ν’ ακούσω. Δεν μπορώ να διαβάσω εύκολα, τα ελληνικά είναι δύσκολα για μένα. Μαγειρεύω, όμως, ναι μ’ αρέσει πολύ να μαγειρεύω. Και μαγειρεύω και τα ελληνικά! Όμως όταν έχεις τη μάνα σου ξέρεις ότι δεν είναι το ίδιο. Αλλά μαγειρεύω και ταιλανδέζικα, είμαστε και κάποιοι φίλοι που είναι ελληνικής καταγωγής και όταν είμαστε παρέα προσπαθούμε να μιλήσουμε στα ελληνικά. Έτσι για να μη το ξεχάσουμε. Το βλέπω πως είναι μια τύχη για μένα τα ελληνικά.

-Τι αγαπάς από την Ελλάδα.

Κατ’ αρχάς έχω συγγενείς, έχω μεγάλο σόι εδώ, αυτό είναι το πρώτο. Και νομίζω ότι το πιο σημαντικό που μ’ αρέσει είναι ένα αναρχικό που έχετε, να μη το χάσετε, να μη χάσουμε! Αυτό είναι το καλό! Και να μη ξεχάσετε να γελάτε! Το γέλιο των Ελλήνων είναι πολύ ωραίο πράγμα.

-Το ‘χεις αυτό!

Αγαπάω το κέφι, αγαπάω και την φιλοξενία. Η ξενοφοβία τώρα έχει γίνει παγκόσμια, όμως η λέξη που αγαπάω είναι το αντίθετο: η φιλοξενία. Δεν το λέω μόνο από καταγωγή, είναι κάτι πολύ σοβαρό. Μ’ άρεσε αυτή η συζήτηση.

-Τι θα ‘θελες να ρωτήσω που δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό. Έχεις αδέλφια;

Έχω! Έχω έναν αδελφό! Ο Γιάννης, μικρότερος δυο χρόνια, είναι πάρα πολύ καλό παιδί, παντρεμένος στη Μελβούρνη. Έχω και δυο ανιψιές. Ο σύντροφός μου ο Γουάιν έχει τρεις αδελφές πιο μεγάλες, είναι πάρα πολύ καλές γυναίκες, τις αγαπάω τόσο πολύ! Κι έχουμε τέσσερα ανίψια απ’ αυτό το σόι. Ο πατέρας μου είναι 12 παιδιά, ήταν μεγάλη οικογένεια. Η μάνα μου, επτά παιδιά. Μόνο μια θεία, αδελφή του πατέρα μου, ήρθε στην Αυστραλία όμως τα παιδιά της θείας μου είναι σαν αδέλφια. Για μένα το θέμα της οικογένειας είναι το πιο σοβαρό. Και δεν είναι μόνο η οικογένεια, είναι και η φιλία. Το ‘χουμε στην Αυστραλία αυτό. Λέμε «θείε» και «θεία» ή «ξάδελφε» από αγάπη και από σεβασμό και μ’ αρέσει πολύ αυτό. Αγάπη μου, απάντησα; Εσύ είσαι εντάξει;

 

tsiolkas2Ο Χρήστος Τσιόλκας γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1965. Παιδί Ελλήνων μεταναστών της εργατικής τάξης, αριστερός και ομοφυλόφιλος, έχει χαρακτηριστεί “ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας”. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος από την εφημερίδα “The Age” για το “Νεκρή Ευρώπη”. Το φθινόπωρο του 2009, με το τελευταίο του βιβλίο “Το χαστούκι” (“The Slap”), κέρδισε το βραβείο του καλύτερου συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ το 2010 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Booker.
Κυκλοφορούν ήδη στα ελληνικά τα βιβλία του:
«Κατά μέτωπο» (εκδόσεις Οξύ, 1999)
«Ο άνθρωπος του Ιησού» (εκδόσεις Οξύ, 2001)
«Το χαστούκι» (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2010)
«Νεκρή Ευρώπη» (εκδόσεις Printa, 2010)
«Μπαρακούντα» (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2014)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top