Fractal

Στο ίντερνετ ο κόσμος γίνεται μια σταλιά για κείνους που αξίζει για να συναντηθούνε

της Ελένης Γκίκα //

 

world-wide-webή αλλιώς Το –μπουντουάρ- της- κυρίας.

Η σχέση μου με το διαδίκτυο ξεκίνησε με έναν καβγά και όχι με τη λογοτεχνία. Για όσους με γνωρίζουν, σχεδόν απίστευτο. Όμως έτσι συνέβη. Πέτρα του σκανδάλου ένα αφιέρωμα για τους αθλίους στο έθνος, και να πεις πως τότε υπήρχαν; αλλά συμβαίνει σε όλους μας δεν συμβαίνει; να έχουμε μικρές χρησμικές εκλάμψεις. Ήταν, θυμάμαι, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε ένας διάσημος μπλόγκερ (χαμός με τα μπλογκς εκείνη την τόσο μακρινή εποχή) ο Reader’s Digest, με αμφισβήτησε. Αμφισβητούσε εξάλλου όλα τα- συμβατικά- όπως τα έλεγε, μέσα μαζικής επικοινωνίας. Για να κερδίσω το δίκιο μου, τον… ανακάλυψα, στέλνοντας μια σειρά από διερευνητικά μέιλς. Αν ήταν συγγραφέας, ως κλασική βιβλιομανής, θα τον έβρισκα! Τον βρήκα εντέλει και αντί να τον σκοτώσω, του έκανα κάτι χειρότερο, τον έκανα τον καλύτερο φίλο μου. Εξάλλου, χρωστούσα! Με μια αμφισβήτηση μου ξεκλείδωσε κάθε φιλότιμη διάθεση και απέτρεψε κάθε τυχούσα αναστολή μου: δηλαδή ανακάλυψα τα βιβλιοφιλικά μπλογκς και ξεκίνησα μια σειρά για εκείνα στο κυριακάτικο Έθνος.

Γνώρισα μπλόγκερς στο μεταξύ, που από ανώνυμοι ή ψευδώνυμοι έγιναν φίλοι σ’ εκείνο το αλησμόνητο δωματιάκι, «πλυσταριό» το ‘λεγα, άκου τώρα η ανοικοκύρευτη βίτσιο! στον Πολυχώρο της Άγκυρας. Ο Ρήντερ, ο φίλος μου, από πλευράς του το έλεγε και μ’ άρεσε αλλά δεν του το είπα ποτέ «το μπουντουάρ της κυρίας».

Στη συνέχεια το διαδίκτυο μού έγινε κάπως… μανία: Συνεργάστηκα με το Lexima και συνειδητοποίησα όλη την ιντερνετική μαγεία. Έτσι με έντονο «ντ» το δικό μας ίντερνετ, ανακάλυψα ότι υπάρχουν ιστότοποι που κάνουν ποιητική, πεζογραφική και αναγνωστική δηλαδή κριτική δουλειά, κέντημα. Τι κέντημα, μιλάμε για κοπανέλι!

Και κάπως έτσι τότε γεννήθηκε το Golem και το… alef. Εκ του Μπόρχες! Μέγα πάθος ο αργεντινός σοφός τυφλός μου. Πολλοί από τους αναγνώστες , «το alef» και «το moha», διότι είχα και παρέα, ήταν ο μουσικός παραγωγός Χρήστος Παπαμιχάλης, μας περνούσαν για δυο πιτσιρίκια που παίζουν, ουδετέρου γένους και το alef και το moha, κάτι σαν τ’ αγγελάκια.

Στο μεταξύ, μέσα από το ίντερνετ βρήκα και τη βαφτισιμιά μου! Ο μπαμπάς της που έγραφε για ιστορικά βιβλία και γι’ αυτοκίνητα, κάποια στιγμή ανέβασε Μαρκήσιο ντε Σαντ και του έκανα ένα σχόλιο, αμέσως μετά Πάμπλο ξέρετε Μιχάλη Ράπτη, και στο καπάκι, Βασίλη Ραφαηλίδη. Όταν του έγραψα πως συνυπήρξαμε στο ίδιο γραφείο τρελάθηκε. Για να με τρελάνει με τη σειρά του κι εκείνος, μου είπε πως έχει ένα κοριτσάκι δεκατριών μηνών που παίζει πιάνο και κάνει ακροβατικά. Να πω την αμαρτία μου τσίμπησα στα ακροβατικά, τους κάλεσα στον «πλυσταριό- μπουντουάρ» της Σόλωνος να δουν αν θέλουν και παιδική θεατρική παράσταση. Ε λοιπόν ήρθαν! Ένα Σάββατο που έχει χαραχτεί μέσα μου σαν «δυο όρθια κοτσίδια». Η πιτσιρίκα- τότε δεν είχε ακόμα όνομα, ήταν το- κοριτσάκι- με- τα -ακροβατικά, υπήρξε άκρως ψαρωτική, είχε ένα μάτι, το ακριβές είναι βλέμμα, που την φοβήθηκα! Αν δεν απλωνόταν για αγκαλιά, ούτε που θα την άγγιζα. Αλλά μ’ αγκάλιασε πρώτη σε σημείο που απόρησε και η μητέρα της «ξέρετε, δεν συνηθίζει να πηγαίνει σε κανένα». Σαν πορσελάνη την κράτησα, μη σπάσει, μη κάνω λάθος, μη τη ζορίσω ίσως… κάποια στιγμή ήρθε και η ώρα να φύγει. Με κάποιον τρόπο δηλαδή την ξεκόλλησαν, φώναζε, έκλαιγε, αυτό το σοβαρό κοριτσάκι με τραβούσε απ’ το χέρι, κατέβηκαν τελικά, όλα έδειχναν ότι «δεν μας πέρασε» και κάπου εκεί στην πόρτα με το κεφάλι πίσω, με χτύπησε λάμψη πανικού. Κι αν δεν τους ξαναδώ; Θέλετε να το πιστέψετε ή δεν θέλετε, είμαι απ’ αυτούς που δεν ζητούν τίποτα και ξαφνικά ακούω τη φωνή μου να λέει κάτι εξωφρενικό που δεν πιστεύουν τ’ αυτιά μου: «γι’ αυτό το κοριτσάκι, νονούς, νονές σίγουρα έχετε, θέλετε μια ακόμα;»

Το κοριτσάκι, μάλιστα, να σπαράζει κάτω στο πλατύσκαλο κι εγώ στο κεφαλόσκαλο να μου ΄ρχεται να κάνω μακροβούτι απ’ την απόγνωση. Και ξαφνικά ακούω την αποφασιστική φωνή της σχεδόν άγνωστης τότε μαμάς της: «έχουμε, πολλούς έχουμε, αλλά σαν εσάς κανένα, πάρτε τη! δική σας!»

Όπως καταλαβαίνετε εδώ και κάποια χρόνια στα συγγραφικά πηγαδάκια κυκλοφορεί ένα ανέκδοτο. Το είπε ο Μουρσελάς αγέλαστος και όσο να ‘ναι έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του στο μεγάλο γέλιο: «όλοι μπαίνουν στο διαδίκτυο να βρούν γκόμενα ή γκόμενο και μπήκε η Γκίκα και βρήκε βαφτιστήρα».

Και άλλα πολλά βρήκα. Τον Reader, πρώτα απ’ όλους που από άσπονδος εχθρός, έγινε ο καλύτερος φίλος (ε είναι και καλός συγγραφέας, όσο να ‘ναι, έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του).

Έμαθα συγγραφείς και ποιητές που αγνοούσα μέσα απ’ το διαδίκτυο, ξαναβρήκα φίλους, ως κι ένα Μπάμπη που είχα να συναντήσω από τα 18, κι είναι στη Γερμανία.

Τον πρώτο καιρό –είμαι κι άνθρωπος της συνήθειας, άνθρωπος-δέντρο σχεδόν– κάτι μέσα μου αρνιόταν να προχωρήσει. Ήταν και τα βιβλία που πλημμυρίζουν το σπίτι ήταν και το γραφείο, η περασμένη και η παρούσα ζωή, τα τετραδιάκια που σε πείσμα των υπολογιστών επιμένουν να γεμίζουν ακόμη, ο εκδότης μου, κατά προτίμηση πάντα μικρός (ε, έχω κάνει σ’ αυτή την αρχή μου και μια μικρή απιστία), το σχεδόν μεταξωτό χαρτί, η μυρωδιά, τα μολυβάκια κι οι σημειώσεις στην άκρη, αυτό-είναι-η-λογοτεχνία και δε θέλω καθόλου ν’ ακούσω το τι θα γίνει μετά…

Αλλά αν αγαπάς τελικά το ποίημα και την ιστορία, έρχεται το ποίημα ή η ιστορία και σχεδόν σε πηγαίνει αλλού, κυριολεκτικά σε βουτά απ’ τα μαλλιά, σε τραβά απ’ το χέρι.

Κι απ’ τα μαλλιά μ’ έπιασε στην αρχή πριν από τρία, τέσσερα χρόνια. Σε εκείνο τον διαδικτυακό διαγωνισμό όπου με ένα ευγενικό μέιλ ο Γιάννης Φαρσάρης (φίλος μου σήμερα, τι παράξενο! της καρδιάς!) μου ζητούσε απ’ το Ηράκλειο Κρήτης να λάβω μέρος σαν κριτική επιτροπή. Ήταν ο πρώτος διαδικτυακός διαγωνισμός ΛόγωΤέχνης. Το αποτέλεσμα, φυσικά, έκπληξη. Διηγήματα ευφάνταστα, πρωτότυπα, αστραφτερά, γραμμένα από νέα παιδιά που μας έμαθαν και μας έφτασαν μέσα απ’ το ίντερνετ.

Στο μεταξύ και τι δεν έγινε! Στη χώρα και στη ζωή μου, στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία, ήρθαν τα πάνω κάτω. Τα διαδικτυακά περιοδικά έφτασαν την κατάλληλη στιγμή: επάνω που είχα πειστεί πως το βιβλίο σήμερα αποτελεί πολυτέλεια κι εγώ παραμένω μια γραφική εμμονική σκλάβα πιστή της τυπωμένης σελίδας. Έτσι μπήκαν το diastixo.gr και το diavasame.gr στην καθημερινότητά μου και οι λογοτεχνικές φωνές σχεδόν παντού, ποιήματα σα διαμάντια και άχυρα, και φυσικά συνήθισα τόσο που ακόμα και τις ειδήσεις από το διαδίκτυο τις διαβάζω και τις «ακούω».

Καθώς και ένα λογοτεχνικό ποτάμι από τα κάτω, ένας ολόκληρος λογοτεχνικός κόσμος που εξελίσσεται και κυλά. Ο Γιάννης Φαρσάρης για έναν ολόκληρο χρόνο ανέβαζε μια ιστορία καθημερινά και το ArtMagazine, το ΛόγωΤέχνης και οι εκδόσεις «Καλέντη» κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν 1.480 συμμετοχές, ως επί το πλείστον νέα παιδιά από το εξωτερικό, την περιφέρεια και την Αθήνα. Τα διηγήματα ήταν τόσο καλά που κυκλοφόρησαν τελικά σε βιβλίο. Είναι οι «Έντεκα Λέξεις» που ακριβώς επειδή είναι λέξεις κλειδιά, καθρεφτίζουν την εποχή μας. Κάπου δηλαδή 1500 παιδιά, που δεν έλαβαν πρόσκληση, δε μας ήξεραν, όλα έγιναν μόνο διαδικτυακά, εύκολα κι άμεσα, ήρθαν και γέμισαν την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και οι λοιποί κριτές, ο Μουρσελάς, ο Ξανθούλης κι Οικονόμου τα είχαν χαμένα. «Γκίκα, αυτούς δεν θα τους βαφτίσεις;» με πείραζε όλο το βράδυ ο Μουρσελάς.

Τα διαδικτυακά περιοδικά συνεχίζουν να βγαίνουν και είναι πολλά, άλλα καλά, άλλα ανοιχτά, άλλα παρέες. Ο καθένας μπορεί να γίνει εν μια νυκτί βασιλιάς, ποιητής και εκδότης του εαυτού του, αλλά παρά την εκδοτική φούσκα που δεν έσκασε ακόμα, όλα αυτά είναι μια νέα προοπτική, αυτή του να γράφεις επειδή δεν μπορείς παρά να γράφεις κι όχι για δόξα και λόξα ή χρήμα. Στο διαδίκτυο «κάθε θαύμα τρεις ημέρες», κι ο καθένας μας «είμαι Θεός ήλιος καλοκαιρινός» (εντάξει και καθημερινός). Αλλά κάπου εκεί πέρα, μαζί με όλο τον εγωισμό, τη ματαιοδοξία και τη ματαιοπονία… υπάρχει, θα υπάρχει πάντα το ποίημα και η ιστορία. Με τη δική του δυναμική και τη δική του ζωή, με το δικό του πάντα αλλόκοτο και αινιγματικό πεπρωμένο.

Ναι, ζω σ’ ένα σπίτι με 30.000 βιβλία και διαβάζω με δίψα καθημερινά από το διαδίκτυο ποίηση και λογοτεχνία. Αυτό που με νοιάζει πια, σε όποια μορφή και με όποιο υλικό, είναι το ποίημα και είναι η ιστορία. Και ποιητές θα υπάρχουν όπως θα υπάρχουν πάντα κι αφηγητές. Κι αν μ’ άκουγε ο φίλος μου ο Κώστας ο Μουρσελάς θα μου ‘λεγε σίγουρα «και σοφές βαφτιστήρες». Όλα τ’ άλλα…

.
αφιερωμένο στη «Νουβαντίτσα» για πάντα,

νονά

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top