Fractal

Λες κι είναι καραμέλα που θα κρατήσει για πάντα.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

munro«Ακριβή μου ζωή» της Alice Munro. Μετάφραση: Σοφία Σκουλικάρη. Εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 324

 

«Δεν είναι το μυαλό. Η μνήμη μόνο».

Η Άλις Μανρόου γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε στο Οντάριο του Καναδά και έχει την ηλικία της μάνας μου. Όταν πήρε το Νόμπελ πέρυσι, χάρηκα και ξαφνιάστηκα μαζί. Δεν έχει γράψει παρά διηγήματα και νουβέλες, μας έχουν πείσει για τη δυναμική του μυθιστορήματος. Αγαπώ τη μικρή φόρμα αλλά γνωρίζω και όλο το άχθος της μεγάλης. Θα πρέπει να ξαναγεννηθεί ένα σύμπαν.

Η Άλις Μανρόου το διαθέτει εκείνο το σύμπαν. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το έργο της είναι ένα κατακερματισμένο ατέλειωτο μυθιστόρημα. Κάτι σαν το «Αναζητώντας -τον δικό της- χαμένο χρόνο», εφόσον το βασικό, «η μνήμη», τελικά, διασώζεται.

Και μαζί της το- ανεπαίσθητο -εκείνο που εμπεριέχεται στις ραφές ορατών τε και αοράτων. Το άδηλο αυτό που χρειάζεται επειγόντως την εσωτερική όραση. Το άρρητο που απαιτεί σιωπή, σχεδόν προσευχή. Το ανθρώπινο μεγαλείο και δράμα με ημιτόνια.

«Τα παιδιά στην ηλικία της Κέιτι δεν έχουν πρόβλημα με τη μονοτονία. Για την ακρίβεια τη λατρεύουν, βουτάνε μέσα της και τυλίγουν τη γλώσσα γύρω από τις οικείες λέξεις λες κι είναι καραμέλα που θα κρατήσει για πάντα». Το αιώνιο που εμπεριέχεται στο εφήμερο, το μείζον στο ελάχιστο. Την αγία εκείνη καθημερινότητα που σου ψιθυρίζει τα πάντα αρκεί να έχεις τ’ αυτιά για ν’ ακούσεις.

«Την αναζητούσαν παντού. Η Ίζαμπελ είχε φύγει τελικά. Είπαν “φύγει”, λες κι είχε σηκωθεί και είχε πάρει δρόμο» […] «Η Ίζαμπελ είχε υπάρξει και τώρα δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε καθόλου, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Και ο κόσμος έτρεχε φουριόζος, λες κι αυτό το εξωφρενικό γεγονός θα ξεπερνιόταν αν έκανες λογικές συμφωνίες».

Στα 14 μεγάλα διηγήματα του βιβλίου, η ψυχή του τόπου. Η μεταφυσική της φύσης, οι διακυμάνσεις της καθημερινότητας, τα ανθρώπινα πάθη που ανεπαισθήτως αλλάζουν και μας μεταμορφώνουν στον χρόνο. Η ζωή και ο θάνατος, η αλήθεια και το ψέμα, υποσυνείδητοι φόβοι και μεγάλα διλήμματα, η απάτη. Το λάθος και η μεταμέλεια. Το παρελθόν ωσεί παρόν να μεταβάλλεται και να μας αλλάζει. Οι αναμνήσεις. Τα τέσσερα τελευταία εξάλλου είναι-η-ζωή-της: «Σε μυθιστόρημα δεν θα ήταν καλό. Όμως το παράξενο είναι πως δεν θυμάμαι εκείνη την εποχή να ήταν δυστυχισμένη».

Η ζωή που δεν ζήσαμε και η επιλογή που δεν κάναμε. Με όλα τα ρίσκα και τον επερχόμενο όλεθρο: «Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι τι θα γινόταν αν είχες τρέξει να το πεις, έτσι δεν είναι; Δεν προσπαθείς να πάρεις πάνω σου την ενοχή;» [Ένα κοριτσάκι μεγαλώνει με το φορτίο της νεκρής αδελφής που δεν έσωσε].

«Δέξου τα πάντα και τότε η τραγωδία εξαφανίζεται. Ή, τέλος πάντων, η τραγωδία γίνεται πιο ανάλαφρη κι εσύ είσαι ακόμη εκεί και προχωράς ανέμελα στον κόσμο». Η αποδοχή, τελικά, που είναι η μόνη που σώζει.

Στο διήγημα «Να φτάσει στην Ιαπωνία» οι γυναικείες ενοχές για την μοιχεία και για την ποίηση. Μια μάνα τολμά να γράφει και να φλερτάρει. Στο «Αμούσδεν» ένας ματαιωμένος έρωτας μιας δασκάλας σε ένα σχολείο ειδικών περιστάσεων. Στο «Αφήνοντας το Μάβερλι» οι αλλόκοτες σχέσεις καθημερινών ανθρώπων. Στο «Χαλίκι» ένας παιδικός θάνατος που αποτελεί το χαλίκι για όσους απόμειναν πίσω. Στο «Λιμάνι», τα υπόγεια ρεύματα μιας οικογένειας. Στην «Περηφάνια», η δύναμη να παίζεις όπως σ’ αρέσει το χαρτί που σου δίνει η μοίρα. Στο «Κόρι» η ανθρώπινη εξαπάτηση. Στο «Τρένο» ,ένας στρατιώτης λιποτάκτης απ’ τη ζωή του. Στο «Με θέα τη λίμνη», η μνήμη αντίστροφα. Στη «Ντόλι», το παρελθόν και το μέλλον στο θεϊκό παρόν τους. Στο «Μάτι», στη «Νύχτα», στις «Φωνές» και στο «Ακριβή μου ζωή», η ζωή της η ίδια. Με τους φόβους και τα νυχτερινά της φαντάσματα, με τους χορούς, τη μοναξιά, το ξύλο του πατέρα και την αρρώστια της μητέρας. Με τις σκιές του σπιτιού, του χωριού, την λογοτεχνία, τη δυναμική της ζωής, τις ενοχές και την μεταμέλεια.

«Στ’ αλήθεια, δεν έφταιγε που η μητέρα μου μου έλεγε πράγματι τι έπρεπε να νιώθω για καθετί. Ήταν αυθεντία σ’ αυτό και δεν επιδεχόταν καμιά αμφισβήτηση». Σε εκείνα που της επέβαλαν και στ’ άλλα που κατέφυγε ενδεχομένως κι από αντίδραση.

«Να τη λοιπόν, να φωνάζει το όνομά μου μέσα από τη μουσική στον τόνο που αντιπαθούσα ιδιαίτερα, στον τόνο που φαινόταν να μου υπενθυμίζει συγκεκριμένα πως χάρη σ’ εκείνη ήταν που βρέθηκα σ’ αυτόν τον κόσμο».

Με την εξίσωση της μνήμης και της λογοτεχνίας για να πληρώσει όλα τα χρεωστούμενα:

«Στα γεράματά μου ενδιαφέρθηκα αρκετά, ώστε ν’ ασχοληθώ με αρχεία και με την ανιαρή δουλειά της αναζήτησης, και ανακάλυψα ότι πολλές και διάφορες οικογένειες είχαν στην κατοχή τους εκείνο το σπίτι ανάμεσα στην εποχή που το πούλησαν οι Νέτερφιλντ και στην εποχή που μετακόμισαν οι γονείς μου. Μπορεί ν’ αναρωτιέστε γιατί πουλήθηκε τη στιγμή που εκείνη η γυναίκα είχε χρόνια μπροστά της να ζήσει. Να έμεινε χήρα, να ξέμεινε από χρήματα; Ποιος ξέρει; Και ποιος να ήταν αυτός που ήρθε και την πήρε, όπως είπε η μητέρα μου; Ίσως να ήταν η κόρη της, η ίδια γυναίκα που έγραφε ποιήματα και ζούσε στο Όρεγκον. Ίσως εκείνη την κόρη, μεγάλη πια και μακριά, ήταν εκείνη την οποία γύρευε στο παιδικό καροτσάκι. Αμέσως μόλις με άρπαξε η μητέρα μου, όπως είπε, κι έτρεξε με όλη της τη δύναμη να σώσει εμένα, την ακριβή της ζωή. Για λίγο καιρό στην ενήλικη ζωή μου, η κόρη ζούσε όχι και τόσο μακριά από μένα. Θα μπορούσα να της έχω γράψει, ίσως και να την έχω επισκεφθεί. Αν δεν ήμουν τόσο απασχολημένη με τη δική μου καινούργια οικογένεια και το δικό μου σταθερά ανεπαρκές γράψιμο. Όμως το πρόσωπο στο οποίο θα ήθελα πραγματικά να μιλήσω τότε ήταν η μητέρα μου, που πια δεν ήταν δεδομένη».

Ένα μεγάλο βιβλίο σαν τη ζωή, μ’ ανάσες και ίσκιους ίσα να σε βαραίνουν. «Για να μιλήσω με τους νεκρούς μου, άλλωστε γράφω» [μια άλλη Καναδή, η Μάργκαρετ Άτγουντ το είπε]:

«Δεν γύρισα σπίτι ούτε όταν αρρώστησε η μητέρα μου για τελευταία φορά ούτε για την κηδεία της. Είχα δύο μικρά παιδιά και κανέναν στο Βανκούβερ για να τ’ αφήσω. Δύσκολα θα σήκωνε η τσέπη μας το ταξίδι και ο άντρας μου απεχθανόταν τις επισημότητες, αλλά γιατί να το ρίξω σ’ εκείνον; Το ίδιο ένιωθα κι εγώ. Λέμε για κάποια πράγματα ότι δεν έχει συγχώρεση ή πως δεν θα συγχωρέσουμε ποτέ τον εαυτό μας. Το κάνουμε όμως- το κάνουμε διαρκώς».

Με μια αίσθηση άφεσης για όλους και όλα στο τέλος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top