Fractal

Γ.Ι. Μπαμπασάκης, ο ποιητής του αγχοοράματος

Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο //

 

mpampasakisΑπό τον Μωβ Σκιούρο στο Όμικρον. Μια συνάντηση που δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος. Περιφέρεται για να μην βγάλει ρίζες. Στο ενδιάμεσο γέλια, νύξεις και παρεκβάσεις. Κόσμος πάει κι έρχεται. Βρισκόμαστε Παρασκευή απόγευμα: μια κινητή εορτή που μυρίζει καβουρδισμένο καφέ, κάπνα τσιγάρου, ήχους γέλιων μεταξύ γνωστών και φίλων. Πίνει καφέ κι ας έχει κολυμπήσει έναν Δούναβη αλκοόλ. Τσιγάρο τέλος, αλλά δεν λείπει από τα δάχτυλα. Μάτια με την αεικίνητη θέρμη του προσήλυτου σε μια σκέψη που έρχεται.

Όπως λέει ένας παρακείμενος «Όλο Μπαμπασάκη ακούω και Μπαμπασάκη δεν βλέπω», για να πάρει πληρωμένη απάντηση: «Να, τώρα τον βλέπεις».
Τον βλέπουμε όλοι. Ξεκινάει πάντα με ένα προεισαγωγικό ησύχασμα, για να ριχτεί μετά σε έναν διεγερτικό διάλογο…

Η αναγωγή είναι αυθαίρετη, αλλά δεν βρίσκω κάτι πιο κοντινό που να προσιδιάζει στην μητροπολιτική οπτική του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Οι Αμερικανοί κάνουν λόγο για urban fiction (ας πούμε, αστική μυθοπλασία), μόνο που η ελληνική… εκδοχή δεν περιορίζεται στην έννοια της μυθοπλασίας, καθώς μετακυλύει την οπτική της σε μια εν εξελίξει αυτοβιολογία, ενώ δεν συνθλίβεται από τη ρυθμιστική έννοια του urban που πέραν του γεωγραφικού ορίου, προσδιορίζει κλειστές, περιθωριακές κάστες.
Μια στιγμή: και ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στους ευγενείς «Happy Few» αναπέμπει τις λέξεις του· επομένως, όποιος επιθυμεί μπαίνει στη χορεία.
Τα αιφνίδια ντοκουμέντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης έφτασαν αισίως στο πέμπτο βιβλίο, με το τελευταίο «Ένοικος [Μια θητεία]» να εντάσσονται τη λογική των προηγουμένων.
«Είναι ένας τρόπος ζωής αυτά τα βιβλία που εμείς τη δεκαετία του ’80 τον γνωρίζαμε καλά. Είναι μια οργανωμένη διείσδυση στο σημερινό χάος. Ένα δημιουργικό χάσιμο χρόνου που δεν το βρίσκεις πλέον εύκολα. Εμείς τότε γυρίζαμε, τώρα έχει χαθεί αυτό που λέγαμε ‘’σπίτι-δουλειά-καφενείο’’, κλειστήκαμε στο σπίτι» σημειώνει ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης.
Κι αν τούτο το γύρισμα στο «τότε» ακούγεται ως εξιδανικευμένο ρετρό, ο ίδιος το αρνείται σθεναρά: «Όλο αυτό είναι κομμάτι της αστικής μυθολογίας. Κάναμε ότι και οι μπιτ το ’50, υπήρχε μια ζύμωση μεταξύ μας, ο περίεργος εγωισμός να επιβάλλεις την άποψή σου, αλλά και να αντέξεις την κριτική. Είναι, εντέλει, μια κουβέντα με τους πεθαμένους. Λες ‘’τι θα έκανε ο Λάγιος ή ο Βακαλόπουλος;’’. Ας μην ξεχνάμε και τούτο: η Αθήνα ήταν ένα κολάζ χωριών που έγινε απότομα μητρόπολη, άρα χρειάζεται μια χαρτογράφηση του πράγματος».

Οι χρόνοι της λογοτεχνίας

Βιβλία για το χθες που διαλάμπει, βιβλία για το σήμερα που σιγοβράζει. Πότε πρέπει κανείς να γράφει; Έχει η λογοτεχνία τους δικούς της χρόνους; Ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης φέρνει, ενδεχόμενα, το πλέον κατάλληλο παράδειγμα για να αποδείξει πως δεν υπάρχει μια διακηρυγμένη αλήθεια.
«Ο ΝτεΛίλλο έγραψε για την 11η Σεπτεμβρίου πολύ νωρίς, αλλά είναι ΝτεΛίλλο. Γράφτηκαν και άλλα βιβλία για τους Δίδυμους Πύργους, αλλά δεν θα μείνουν. Η ηθικοαισθητική συγκρότηση έχει σημασία, όχι το γεγονός. Υπάρχουν βιβλία που μιλούν για το σήμερα, αλλά δεν έχουν γραφτεί σήμερα. «Τα θύματα ειρήνης» του Βασιλικού είναι τέτοιο παράδειγμα, ενώ την ίδια περίοδο, άλλα βιβλία της λεγόμενης γενιάς της ήττας δεν τα κράτησε ο χρόνος. Είναι και λίγο ρουλέτα το πράγμα. Υπάρχουν, ας πούμε, δύο βιβλία που αν είχαν βγει στο σωστό χρόνο θα είχαν μεγάλη επίδραση. Είναι «Η γραμμή του ορίζοντος» του Χρήστου Βακαλόπουλου και το «Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου» του Ευγένιου Αρανίτση. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα κάτσει η μπίλια».
Και η έννοια της δικαιοσύνης στην τέχνη; Υφίσταται ή είναι μια ακόμη θαυμαστή κατασκευή; Βλέπω τον Γ.Ι. Μπαμπασάκη να ανασκουμπώνεται ωσάν η απάντηση να έχει βρει την πλήρωσή της πριν από… εμάς: «Ο Ρόθκο το ’60 ήταν σαν ξένο σώμα με τον τρόπο που ζωγράφιζε, αλλά έμεινε. Στο τέλος πάντα υπάρχει δικαιοσύνη, ενώ βέβαια παίζει και η τύχη το ρόλο της, αν σκεφτούμε την περίπτωση του Πικάσο. Ας μην ξεχνάμε πως τώρα πλέον όλα είναι ανοιχτά. Υπάρχουν νέες φουρνιές μελετητών-τσακάλια που δεν έχουν στεγανά. Δεν μπορώ να ακούω για αδικημένα αριστουργήματα. Υπάρχει ένα κοινό που θα βρει το έργο».

Πείσμα και ανάσα

Βρισκόμενος σε φάση δημιουργικής ταραχής (βιβλία δικά του, μεταφράσεις, πρότζεκτ που περιλαμβάνουν κάθε μορφή τέχνης, ομιλίες, σεμινάρια) φαίνεται να απολαμβάνει το παιχνίδι.
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος» απαντάει ευθύς «τα παραδοσιακά ΜΜΕ δεν μπορούν να αναλάβουν αυτό που θέλω να κάνω, επομένως βγαίνουν τα αιφνίδια ντοκιμαντέρ σε μορφή βιβλίου. Είναι πείσμα και ανάσα. Αν ξεπεράσει κανείς τη ματαιοδοξία του θα βγει από ένα εκδοτικό οίκο και να μην περιμένει το αριστούργημα, τότε θα καταλάβει πως κάθε βιβλίο είναι ένα σήμα καπνού και οδοδείκτης. Κάνω δουλειά μυρμηγκιού. Πρέπει να δημιουργούμε το κοινό όπως έκανε ο Χατζιδάκις με το Γ’ Πρόγραμμα. Έρχονται νέες γενιές που δεν ξέρουν».
Άλλη μια ματαιοδοξία που κλωθογυρίσει στην κουβέντα –στην πραγματικότητα εγώ είμαι αυτός που την… καρφώνει. Φτάνει το κοινό; Γράφουμε για να μας διαβάζουν πολλοί; Ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης ρέει από ειλικρίνεια: «Ναι, με απασχολεί ποιοι και πόσοι με διαβάζουν, αλλά δεν είμαστε Νορβηγία. Εδώ υπάρχει ένα κοινό που στην καλύτερη περίπτωση φτάνει τις 10.000 και αυτό είναι που ψάχνεται για το προσωπικό του γούστο. Από την άλλη δεν μπορείς να του επιβάλλεις τι θα διαβάσει. Μπορείς, όμως, να το δελεάσεις. Γράφω με τους δικούς μου όρους, δεν γλύφω τον αναγνώστη. Έχει τεχνική το γράψιμο. Ο κόσμος καταλαβαίνει αν θέλεις να τον καλοπιάσεις. Αν το κάνεις τότε τον έχεις χάσει, θα βρεθεί κάποιος άλλος που θα τον καλοπιάσει με καλύτερο τρόπο. Θέλω να φτιάξω βιβλία που θα προσφέρουν, ό,τι πρόσφεραν και σε ‘μένα τα βιβλία που διάβασα. Να μπορούν να υπάρξουν και μετά από 20 χρόνια για να τα ανακαλύψει κάποιος».

Η ωραία κατάφαση

Ο,τι θα επακολουθήσει είναι μια ωραία κατάφαση. Ένα χτυποκάρδι θετικής ενέργειας για το βάσανο της τέχνης, για την τέχνη της ζωής, για την… κουρτίνα που μισοανοίγει. Τέχνη, όχι για την τέχνη, αλλά για τη ζωή που αξίζει να υπάρχει ως ύψιστη τέχνη. Το έργο του Μπαμπασάκη, άλλωστε, φέρει αυτή τη σφραγίδα της εναντίωσης στο μαύρο για το μαύρο.
Μου λέει: «Είμαστε πάνω από όλα καλοί αναγνώστες και καλοί ακροατές. Χωρίς όλα αυτά δεν θα έγραφα έτσι. Ξεκινάμε πως είμαστε από χέρι αποτυχημένοι, δεν θα καταφέρουμε να τα διαβάσουμε όλα, όμως, έχουμε την ακόρεστη περιέργεια να μάθουμε τα πάντα. Η τέχνη είναι ένα ωραίο βασανιστήριο. Ο άνθρωπος θέλει να ξεπεράσει τα όριά του. Ακόμα και τα ναρκωτικά που είναι μια λανθασμένη διέξοδος, αυτό υποδηλώνουν. Η κινητήρια δύναμή μου είναι η κατάφαση. Αυτή είναι η αισθητική μου, δεν κάνω απατεωνιές. Ο Καρούζος μου είχε γράψει μια αφιέρωση στο «Φαρέτριον» που έλεγε «στον ποιητή του αγχοοράματος». Είχα την μανία ότι θα πάει καλύτερα το πράγμα. Τι είμαστε άλλωστε, ανθρακωρύχοι και νοσοκόμοι; Γιατί να μην αισιοδοξούμε; Είναι βλασφημία να μην έχεις κατάφαση στη ζωή. Αυτό το ‘’ναι’’ της Μόλι στον Οδυσσέα του Τζόις. Εντέλει με την τέχνη προσπαθούμε να τραβήξουμε λίγο περισσότερο την κουρτίνα και να δούμε τι υπάρχει από πίσω».

Σχέδια επί χάρτου

Όλο αυτό μετουσιώνεται σε παραγωγή που ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς. Ήτοι: το β’ μέρος του «Διασυρμού» από τις εκδόσεις Εστία, η συνέχεια των αιφνίδιων ντοκιμαντέρ από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, μια νεότευκτη σειρά υπό τον τίτλο Radio Propaganda από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν (μικρά, κομψά βιβλία, κρίσιμα κείμενα λογοτεχνίας) με τη συνεργασία της Ελεάνας Μαρτίνου…
Αγχώνομαι με τόσο όγκο δουλειάς, με τόσες λέξεις συναγμένες για έναν σκοπό που ποτέ δεν μέλλει να τελειώσει. Από την άλλη, γιατί όχι;
Καθώς ανεβαίνω την πλατεία Συντάγματος πέφτω πάνω στα πρώτα χρώματα του θέρους. Δειλά ακόμα, κρατούν κάτι από τη θαμπάδα του ψύχους των προηγούμενων ημερών. Ένας γυναικείος ώμος που λιάζεται, μια φούστα που κουνιέται σιωπηλά, μια αντροπαρέα που φωνασκεί για να υπάρξει και ξαναλέω «γιατί όχι;».
Ο καθείς και τα όπλα του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top