Fractal

Βαλς στην ομίχλη

Γράφει η Λεμονιά Ντιντή // *

 

karizoni“Βαλς στην ομίχλη” της Κατερίνας Καριζώνη, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 256.

 

Αρχίζοντας από τον τίτλο του βιβλίου, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με δύο όρους που σηματοδοτούν τη συνολική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Βαλς = χορός ρομαντικός, σύμβολο της χαράς, της έντασης, του έρωτα, όπου τα ενωμένα κορμιά παρασύρονται από το ρυθμό της μουσικής, στροβιλίζονται, αιωρούνται, δεν πατούν στη γη. Η ομίχλη, από την άλλη, συμβολίζει την ασάφεια, τα ερωτηματικά, δημιουργεί τοπία δυσδιάκριτα, αινιγματικά, επιτρέπει το ψεύτικο και το απατηλό να κυριαρχούν στα πράγματα. Κι εδώ μπαίνει από τη συγγραφέα το πρώτο ερώτημα. Ποιο είναι προτιμότερο, το φως ή η ομίχλη; Κι ο αναγνώστης καλείται να δώσει τη δική του απάντηση. Το ευεργετικό φως αλλάζει τη διάθεση, φωτίζει την ψυχή, κάνει πιο υποφερτή την καθημερινότητα, όμως η ομίχλη σε αναγκάζει να στρέψεις το βλέμμα στα ενδότερα, να αναλογιστείς, να αναπολήσεις , να φέρεις κοντά σου αγαπημένες στιγμές και μορφές, να σκεφτείς.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς μετά την αναπόληση και σ΄ αυτό συντείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου της Κατερίνας Καριζώνη είναι ότι τίποτα δεν μένει στάσιμο, τίποτα δεν εξακολουθεί να είναι όπως το γνωρίσαμε, είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε για συναισθήματα,  είτε για πόλεις, είτε για κοινωνικές καταστάσεις. «Μένει όμως ο απόηχος, άστρα μισοσβησμένα», γράφει η συγγραφέας, «μακρινή ανταύγεια όσων έχουν προηγηθεί». Και αν κάποιος δεν καταφέρει να ισορροπήσει στα καινούργια δεδομένα και να αποκολληθεί απ’ το παρελθόν, ζει σ΄ ένα δικό του πλαστό κόσμο, σε μια ατέλειωτη ψευδαίσθηση, μακριά από την τρέχουσα και ζωντανή πραγματικότητα.

Μια τέτοια κατάσταση βιώνει η ηρωίδα μας, η Θεσσαλονικιά αρχειονόμος που εργάζεται στην Αθήνα και μεταμορφώνεται σε Τάνια για να ζήσει στιγμές έντασης, περιπέτειας και έρωτα στην Παλιά Θεσσαλονίκη. Η απόδραση στη φαντασία συνδέεται με την επιθυμία της να ξεφύγει από την ξένη και απρόσωπη Αθήνα, την πόλη χωρίς ταυτότητα. Δεν έχει ξεπεράσει- γιατί δεν θέλει- το διαλυμένο γάμο της. Αντιμετωπίζει το χωρισμό της σαν ένα κακό γύρισμα της μοίρας, δεν καταλαβαίνει γιατί έγινε, δεν το ψάχνει αλλά ο πόνος είναι ακόμα οξύς. Δέσμια του  έρωτά της με τον άντρα που τον αποκαλεί  Εκείνος, με το Ε κεφαλαίο, δεν μπορεί να ξεκόψει από το παρελθόν, καθώς το παρελθόν είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Η αρχική επιλογή της ηρωίδας να φύγει μακριά από τον τόπο της που αποτελεί και μια προσπάθεια να ξεφύγει απ΄ τη σκιά της παλιάς της ζωής, την ταλανίζει και τη γεμίζει ενοχές. Για να γλυτώσει, θα πάρει τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής στη βάση της, εκεί που ξεκίνησαν κάποτε όλα, για να ξαναπιάσει το νήμα απ΄ την αρχή και έτσι θα πραγματοποιηθεί το μαγικό ταξίδι της φαντασίας στην πόλη των φαντασμάτων, στην παλιά Θεσσαλονίκη.

Ένα εξαιρετικό εύρημα της Καριζώνη που ευνοεί το πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν είναι η επαγγελματική ιδιότητα της ηρωίδας. Είναι αρχειονόμος, καταγράφει και ταξινομεί παλιά έγγραφα και εφημερίδες. Αναγκαστικά, λοιπόν, έρχεται σ΄ επαφή με τον κόσμο του παρελθόντος .Το όχημα για το ταξίδι της ηρωίδας στο χρόνο, είναι η φωτιά. Τη στιγμή που νοσταλγεί, τη στιγμή που ο μνήμες της την φωνάζουν, που θυμάται την πόλη της, που αναπολεί το χαμένο έρωτά της, έρχεται η φωτιά και την παγιδεύει. Η ίδια βουλιάζει μέσα στους καπνούς και τις αναθυμιάσεις χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, όμως το μυαλό της δραπετεύει αλλού, φτιάχνει ένα δικό της παραμύθι και χάρη σ΄ αυτό παρασύρεται και σώζεται μέσα από μια ρομαντική, αλλά και αστυνομική περιπέτεια που διαδραματίζεται στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη του 1899. Τούρκοι,  Εβραίοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Φραγκολεβαντίνοι, Σέρβοι, Αυστριακοί κατοικούν εδώ. Και επαναστατικά κινήματα, Νεότουρκοι, Δερβίσηδες, Μακεδονικός Αγώνας, μυστικές υπηρεσίες, συνωμοτικές οργανώσεις, πληροφοριοδότες, εμπόριο νόμιμο και παράνομο  βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.

Αφετηρία της ιστορίας αποτελεί ένας φόνος που ζητάει εξιχνίαση. Το θύμα δολοφονείται μέσα στο γραφείο του. Είναι ο βαθύπλουτος Θεσσαλονικιός Σαράτσογλου, που συγκεντρώνει πάνω του κάθε αμαρτία. Ως αδίστακτος τοκογλύφος, αλλά και ως πληροφοριοδότης των τουρκικών αρχών, ο εξισλαμισμένος Εβραίος έχει ελάχιστους φίλους και αναρίθμητους εχθρούς. Καθώς προχωράει η πλοκή, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η ένοχη, μυστική , έκφυλη, γεμάτη παράνομους έρωτες ζωή του.

Την εξιχνίαση του εγκλήματος αναλαμβάνει ο Φρανκ Μάγερ, ένας κομψός, ευγενικός και έξυπνος Αυστριακός, ανεψιός του Αυστριακού προξένου, ψυχίατρος αλλά και έμπορος οπίου. Δεν είναι τυχαία η επιλογή των ιδιοτήτων του Φρανκ. Σκοπός του να αποκαλύψει την αθωότητα ενός φιλικού προσώπου που έχει συλληφθεί για το φόνο. Μαζί του ως γραμματέας και διερμηνέας είναι η Σοφία Σιμώτα. Μπλέκονται σ΄ ένα τρυφερό ειδύλλιο που τους κάνει να στροβιλίζονται στο ομιχλώδες και αινιγματικό σκηνικό της παλιάς Θεσσαλονίκης. Οι υποψίες στην πορεία της έρευνας για το φόνο πέφτουν σε πολλά πρόσωπα. Στο νεαρό Περίδη-μέλος επαναστατικής οργάνωσης που επιδιώκει την απόσπαση της Μακεδονίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία- που έχασε τον πατέρα του εξαιτίας του Σαράτσογλου, στο Φλορεντίν που απώλεσε το γιο του επίσης εξαιτίας του τελευταίου, στον Οκτσίογλου, τον αναιδή και φιλοχρήματο εραστή του θύματος που έχει πολλούς λόγους να τον εκδικηθεί, στη σιωπηλή ηλικιωμένη υπηρέτρια που είναι μεν αφοσιωμένη, αλλά κρύβει κι αυτή μυστικά, στον άγνωστο γιο του θύματος που διεκδικεί την κληρονομιά. Το αίνιγμα περίπλοκο και σκοτεινό. Τελικά η αποκάλυψη είναι αναπάντεχη. Μπορεί οι πιθανοί δολοφόνοι να φαίνονται εύκολα, αλλά η πραγματικότητα μας αιφνιδιάζει, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Και όλα αυτά διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη του τέλους του 19ου αιώνα, την οποία ο αναγνώστης  βλέπει να αναδύεται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Και δεν είναι μόνο οι βασικές  ιστορικές γνώσεις που ο Θεσσαλονικιός αναγνώστης κατέχει ίσως, αλλά είναι και η Θεσσαλονίκη στην καθημερινότητά της που μπορεί κάποιος να τη φαντάζεται, αλλά δεν ξέρει τις λεπτομέρειες, Η κ. Καριζώνη φαίνεται ότι έχει μελετήσει αυτή την πλευρά της πόλης και βοηθάει να την ανακαλύψει και ο αναγνώστης. Στο περιθώριο της αστυνομικής περιπέτειας μαθαίνει λοιπόν, ότι στην πολυεθνική και πολύγλωσση Θεσσαλονίκη συνυπήρχαν αρμονικά κοινότητες με ξεχωριστές παραδόσεις και αντιλαμβάνεται ότι οι αντιπαλότητες ξεκινούσαν από ψηλά κλιμάκια και συμφέροντα.

Εικόνες οπτικές, οσφρητικές μας μεταφέρουν στην εν λόγω εποχή. Τα παζάρια, οι χανούμισσες, οι φερετζέδες, τα μεταξωτά αλλά και το κομψό ευρωπαϊκό ντύσιμο, οι τεκέδες, οι ναργιλέδες, τα πορνεία, το σαλέπι, το μαγκάλι με τις φλούδες πορτοκάλι, το λεπτό άρωμα της κανέλλας, το τσάι με μέντα, ο ήχος από μαύρες χάντρες κομπολογιού, οι μουεζίνηδες, οι δερβίσηδες, οι μάντισσες οι χαρτορίχτρες, τα ανατολίτικα εμπορεύματα συνιστούν μια ονειρική και ονειρεμένη πόλη. Συγχρόνως όμως αποκαλύπτεται και η άλλη πλευρά . Η Θεσσαλονίκη των επιδημιών, της χολέρας που μάστιζε τα λαϊκά στρώματα, του καθημερινού θανάτου. Οι συχνές πυρκαγιές στις φτωχογειτονιές και τους μαχαλάδες εξάλλου φωτίζουν μια πραγματικότητα γεμάτη προβλήματα που συχνά ξεχνούμε, όταν αναπολούμε το παρελθόν, καθώς το εξιδανικεύουμε. Επίσης σοκάρουν σκηνές που είναι έξω από τη σύγχρονη εμπειρία όπως π.χ. εκείνη της δημόσιας εκτέλεσης δι΄ απαγχονισμού ενός νεαρού καταδίκου και ξαφνιάζουν άλλες όπως το υπαίθριο οδοντιατρείο ή το υπαίθριο ψαρομαγειρείο, ή οι αλυσοδεμένοι άντρες που σκουπίζουν λιθόστρωτα.

karizzz

Κατερίνα Καριζώνη

Ο περιπατητής της σημερινής Θεσσαλονίκης συχνά βρίσκεται σε περιοχές και δρόμους οι ονομασίες των οποίων δεν του λένε τίποτε και αναρρωτιούνται τι μπορεί να σημαίνουν. Απαντήσεις σε τέτοιες απορίες δίνει η συγγραφέας. Ποιοι ήταν οι Αλλατίνι, οι Μισραχί, ο Μοδιάνο, ο Ρογκότης, Καυταντζόγλου, Αγγελάκης, Γκαρμπολάς, Άμποτ, Φλόκας. Και πετυχαίνει να μας εντάξει με σαφήνεια στο χώρο γιατί μας βοηθάει να αντιληφθούμε τη σημερινή Θεσσαλονίκη ως συνέχεια της παλιάς πόλης. Οι τουρκομαχαλάδες στην Πάνω Πόλη, η οδός Χαμιδιέ, η εκκλησία του Αγίου Μηνά, το Μπεζεστένι, το Καπάνι, το Μπες Τσινάρ, το Γεντί Κουλέ, η Βίλα Καπαντζή, η πλατεία Ιπποδρομίου, ο Πύργος του αίματος, η Λεωφόρος των Πύργων, το Μισίρ Τσαρσί, το Καραβάν Σαράι, η Στοά Καράσο είναι τοπωνύμια γνωστά στους Θεσσαλονικείς και αυτά τους κάνουν να έχουν σαφή και πλήρη αντίληψη του χώρου που εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Συγχρόνως, με τις περιγραφές των συνοικιών χτίζεται μπροστά τους η Πόλη. Βλέπουν τις πλίνθινες καλύβες, τα Τούρκικα σπίτια με τα καφασωτά παράθυρα, τα ελληνικά νεοκλασικά, τις επαύλεις, το ευρωπαικού τύπου οικοδομήματα, τους μιναρέδες αλλά και τις καμινάδες των εργοστασίων που μαρτυρούν την έλευση της νέας εποχής.

Θα ήθελα να αναφερθώ σ΄ένα ακόμα ρεαλιστικό στοιχείο που έχει να κάνει με τους κατοίκους της παλιάς Θεσσαλονίκης. Η ιστορία κινείται στους αστικούς κύκλους που έχουν εξασφαλίσει για τον εαυτό τους υψηλό βιοτικό επίπεδο και καθορίζουν την οικονομική, διπλωματική , εμπορική δραστηριότητα της περιοχής. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα αριστοκρατικό τρόπο ζωής: θέατρα, ιππασία, δεξιώσεις, χαρτιά, διαμαντένια κοσμήματα, πολυέλαιους , κρύσταλλα, δαντέλλες. Στο περιθώριο όμως της αναζήτησης του δολοφόνου ζει η πλειοψηφία των απλών ανθρώπων, τα λαικά στρώματα που παλεύουν για την επιβίωση. Κι εδώ συναντούμε τους λούστρους, τους ρακένδυτους αχθοφόρους που κουβαλούν σκυφτοί και καμπουριασμένοι μεγάλα ξύλινα κιβώτια, τους φραγκοραφτάδες, τους αμαξάδες, τους κουλουρτζήδες, τους χαλβατζήδες που περπατούν ισορροπώντας τη μεγάλη  ξύλινη τάβλα πάνω στο κεφάλι, τους νερουλάδες, τους χασάπηδες, τους σαλεπιτζήδες, τους τυράδες, τους γλυκατζήδες, τους γιαουρτοπώλες, τους κουρείς και άλλους πολλούς.

Με το τέλος του μυθιστορήματος επέρχεται η λύτρωση. Ο έρωτας είναι νικητής, το έγκλημα και τα μυστικά αποκαλύπτονται. Από εκείνο όμως που δεν μπορούν να γλυτώσουν οι ήρωες είναι το παρελθόν τους. Η ζωή και κυρίως η μνήμη δεν λυτρώνεται ποτέ απ’ όσα έχουν συμβεί παλιά, ίσως γιατί δεν το θέλουμε, ίσως γιατί δεν μπορούμε, ίσως γιατί έτσι πρέπει να συμβαίνει.

Κλείνοντας κανείς το βιβλίο της Κατερίνας Καριζώνη, αισθάνεται ότι έχει διαβάσει ένα μυθιστόρημα που ενδιαφέρει κάθε τύπο αναγνώστη: εκείνον που γοητεύεται από ιστορίες αγάπης, εκείνον που μέσα από οδοιπορικά μεταφέρεται σε άγνωστους τόπους, κάποιον άλλο που έλκεται από τα αστυνομικά  μυστήρια, ή που αρέσκεται στο να ανιχνεύει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κυρίως όμως ενδιαφέρει τον αναγνώστη που δεν επιδιώκει απλά και μόνο να δει πώς τελειώνει η ιστορία, αλλά με αφορμή τα όσα διαβάζει, στέκει, προβληματίζεται, φιλοσοφεί και δίνει απαντήσεις στα δικά του ερωτήματά.
* Η Λεμονιά Ντιντή είναι φιλόλογος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top