Fractal

Αυτές οι τρεις ιστορίες είναι τελικά η ίδια ιστορία: ο εαυτός και ο άλλος

της Ελένης Γκίκα //

 

Trilogia«Η τριλογία της Νέας Υόρκης» του Πολ Όστερ. Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου. Εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 427

 

«Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Το αληθινό μου όνομα είναι Πίτερ Ράμπιτ. Τον χειμώνα είμαι ο κύριος Γουάιτ, το καλοκαίρι είμαι ο κύριος Γκριν». Όπως όλοι είναι ο εαυτός τους και ο άλλος ή οι άλλοι, έτσι ώστε να χάνεται, τελικά, ποιος είναι «ο άλλος» και ποιος «ο εαυτός». Όπως δεν είναι και το αληθινό του όνομα Ντάνιελ Κουίν, επειδή κάποτε πήρε το όνομα Γουίλιαμ Γουίλσον και έτσι τώρα, προσποιούμενος ότι είναι ένας άλλος, προσπαθεί να σβήσει ένα κομμάτι εαυτού. Στη πρώτη νουβέλα, όμως, της «Τριλογίας της Νέας Υόρκης» του Όστερ, τον λένε Κουίν, επιλέγει κατ’ αρχάς να είναι ο Κουίν και να γράφει αστυνομικές ιστορίες. Όπως μετά θα επιλέξει να γίνει «ο ντετέκτιβ Πολ Όστερ» από ένα τηλεφωνικό λάθος και θα αναλάβει να προστατεύσει κάποιον Στίλμαν από τον ίδιο του τον πατέρα. Τον οποίο θα ακολουθήσει κάνοντας ακατανόητα σχήματα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει ένα ακατανόητο μήνυμα, όπως είναι το ακατανόητο της ανθρώπινης ψυχής.

Ο χρόνος, άχρονος. Όπως δηλώνει «Εγώ δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο. Κάθε μέρα γίνομαι καινούργιος. Γεννιέμαι όταν ξυπνώ το πρωί, γερνώ στη διάρκεια της ημέρας. Και πεθαίνω τη νύχτα όταν πηγαίνω να κοιμηθώ». Έτσι ή αλλιώς: «Εγώ είμαι το τέλος καθενός, ο τελευταίος άνθρωπος […] Είναι καλό για τον καθένα να είναι νεκρός».

Ενδεχομένως για όλα αυτά το κλειδί να είναι ο ίδιος ο Όστερ. Με τα βιβλία του και με τις εμμονές του που εμφανίζεται αυτοπροσώπως κάποια στιγμή. Και ο Θερβάντες που δημιούργησε ή δημιουργήθηκε από τον Δον Κιχώτη: «Κατά τον ίδιο τρόπο, διάλεξε τους άλλους τρεις για να παίξουν τους ρόλους που προόριζε γι’ αυτούς. Ο Δον Κιχώτης ήταν αυτός που επινόησε το πορτρέτο του Μοενεντζελί. Και όχι μόνο διάλεξε τους συγγραφείς, αλλά πιθανόν ήταν εκείνος που μετέφρασε το αραβικό χειρόγραφο στα ισπανικά. Δεν θα μας εξέπληττε αν το έκανε. Για έναν άνθρωπο τόσο ικανό στην τέχνη της μεταμφίεσης, το να βάψει σκούρο το δέρμα του και να φορέσει τα ρούχα ενός Μαυριτανού δεν θα ήταν τόσο δύσκολο. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι αυτή τη σκηνή στο παζάρι του Τολέδο. Ο Θερβάντες να προσλαμβάνει τον Δον Κιχώτη για να αποκρυπτογραφήσει ο ίδιος τον Δον Κιχώτη. Υπάρχει μεγάλη ομορφιά σ’ αυτό».

Όπως μεγάλη ομορφιά υπάρχει στην επινόηση, τελικά: «Εφόσον τεχνικά ήταν ο Πολ Όστερ, αυτό ήταν τ’ όνομα που όφειλε να προστατεύσει. Οτιδήποτε άλλο, ακόμα και η αλήθεια, θα ήταν μια επινόηση, μια μάσκα πίσω από την οποία θα κρυβόταν και θα ήταν ασφαλής». Στην επινόηση του εαυτού, των ηρώων, της ιστορίας με την δύναμη ή την αδυναμία κάθε μιας λέξης:

«Τις λέξεις τις σκεφτόταν σαν πέτρες, σαν μεγάλα ασάλευτα αντικείμενα χωρίς ζωή, σαν μονάδες που δεν μεταβάλλονται ποτέ». Όμως κι «Οι πέτρες μπορούν να αλλάξουν. Μπορούν να φαγωθούν από τον αέρα ή το νερό. Μπορούν να διαβρωθούν. Μπορούν να τσακιστούν. Μπορείς να τις μετατρέψεις σε θραύσματα, χαλίκια ή σκόνη».

Στη δεύτερη νουβέλα της τριλογίας, ένας Μπλου προσλαμβάνεται από έναν Γουάιτ για να παρακολουθεί έναν Μπλακ. Στην πορεία, οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο εαυτός γίνεται η σκιά και ο ένας παρακολουθεί τον άλλον. Οι ρόλοι γίνονται δυσδιάκριτοι, δυσερμήνευτοι σαν ζωή: «Κάθε ζωή είναι ανεξήγητη, έλεγα διαρκώς μέσα μου. Δεν έχει σημασία πόσα γεγονότα θα ειπωθούν, πόσες λεπτομέρειες δίνονται, το ουσιώδες ανθίσταται μη θέλοντας να ειπωθεί». Απομένοντας το μεγάλο αίνιγμα, ο εαυτός μας και ο άλλος. Ο εαυτός μας, ταυτοχρόνως και ο άλλος. Εξάλλου «στο τέλος όμως ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι και, όσο οι ζωές μας περνούν, τόσο πιο αδιάφανοι γινόμαστε για τους εαυτούς μας, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την ασυναρτησία μας. Κανείς δεν μπορεί να διαβεί από ένα σύνορο σε κάποιο άλλο, για τον απλό λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στον εαυτό του».

paul_auster

Στη τρίτη νουβέλα «Το κλειδωμένο δωμάτιο» που αποτελεί, τελικά, το κλειδί, ο ήρωας αναλαμβάνει να επιμεληθεί την έκδοση των έργων του καλύτερού του φίλου του Φάνσοου που έχει εξαφανιστεί. Και στην πορεία γίνεται ο Φάνσοου: παντρεύεται την γυναίκα του, υιοθετεί το παιδί και τη ζωή του, βλέπει να εξαφανίζεται βαθμιαία το δικό του περίγραμμα και ο άξονάς του:

«Το θέμα είναι ότι, στο τέλος, κάθε ζωή δεν ανάγεται σε τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της. Το οποίο είναι σαν να λέμε: οι ζωές δεν βγάζουν νόημα.

Δεν έχω σκοπό να επανέλθω σε οτιδήποτε απ’ όλα αυτά. Όμως οι περιστάσεις υπό τις οποίες οι ζωές αλλάζουν πορεία είναι τόσο ποικίλες, ώστε θα φαινόταν αδύνατο να πούμε κάτι για έναν άνθρωπο προτού αυτός πεθάνει. Δεν είναι ο θάνατος μόνο ο αληθινός κριτής της ευτυχίας- όπως παρατηρεί ο Σόλωνας- αλλά και το μόνο μέτρο με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τη ζωή την ίδια».

Η αναζήτηση του απόντος φίλου θα του γίνει εμμονή. Θα τον βρει στην Πλατεία Κολόμβου, θα του παραδώσει το ήδη γνωστό μας από την πρώτη ιστορία «Κόκκινο σημειωματάριο» και θα τον λένε Κουίν για να ξεφύγει από κάποιον Κουίν. Θα είναι ο ίδιος αυτός και ταυτοχρόνως – όπως και το δημούργημά του- η αναίρεσή του, ο άλλος:

«Τότε γιατί δεν τα κατέστρεψες;»

«Ήμουν υπερβολικά προσκολλημένος σ’ αυτά. Αυτό όμως δεν έχει νόημα. Ένα μωρό είναι προσκολλημένο στα κακά του, αλλά κανείς δεν σκοτίζεται γι’ αυτό. Είναι αυστηρά δική του δουλειά».

Τρεις ιστορίες με επίκεντρο την Νέα Υόρκη που μεταμορφώνεται στην αίθουσα με τα κάτοπτρα, πότε περίκλειστη (Κλειδωμένο δωμάτιο) και πότε διάφανη (Γυάλινη πόλη), άλλοτε υπαρκτή και άλλοτε μυθική και εντελώς μεταφυσική (Φαντάσματα) και πρωταγωνιστής ο δημιουργός και το δημιούργημά του. Διώκτης και διωκόμενος, ο παρακολουθών και ο- υπό- παρακολούθηση, που αλλάζουν ρόλους, έτσι ώστε στο τέλος να μη γνωρίζει κανείς αν είναι ο δημιουργός τελικά «ο δημιουργός» ή εάν οι ίδιοι οι ήρωές του είναι εκείνοι που επινοούν ή επιλέγουν για δημιουργό. Όπως και να ‘χει: «Η ιστορία στο σύνολό της συνοψίζεται σε ό,τι συνέβη στο τέλος και, αν δεν είχα τώρα αυτό το τέλος μέσα μου, δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω ετούτο το βιβλίο. Το ίδιο ισχύει και για τα δυο βιβλία που προηγήθηκαν, τη “Γυάλινη πόλη” και τα “Φαντάσματα”. Αυτές οι τρεις ιστορίες είναι τελικά η ίδια ιστορία, αλλά η καθεμιά τους αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό στάδιο στη δική μου φαντασία».

Το αποτέλεσμα κάτι τόσο ασαφές ωστόσο και τέλειο: «Κι όμως, κάτω από τούτη τη σύγχυση, διέκρινα κάτι τόσο μελετημένο, κάτι τόσο τέλειο, λες και το μόνο που εκείνος ήθελε πραγματικά ήταν να αποτύχει, να φτάσει στο σημείο να διαψεύσει τον εαυτό του».

Τρεις ιστορίες που μπορεί να είναι μια, σαν ουρoβόρος όφις, με το τέλος να συναντά την αρχή. Μια ιστορία που είναι η επινόηση ή η ύπαρξη ή η ανεύρεση, τελικά, του εαυτού, τόσο τέλεια γι’ αυτό και τόσο ατελής, το βιβλίο γράφεται ακόμα κι όταν τελειώσει στο συνειδητό ή στο υποσυνείδητο του αναγνώστη. Παρά την επιφανειακή σαφήνεια: τρεις αστυνομικές ιστορίες νουάρ. Αλλά ο Όστερ είναι, τελικά, μύστης, και το έργο του προσεγγίζεται μυητικά σαν ζωή. Εξάλλου δεν έπαψε και ποτέ να είναι ο ποιητής που υπήρξε. Γι’ αυτό και οι ιστορίες του χρησμικές, αποκαλύπτουν και αποκρύπτουν, υπαινίσσονται, μεταμορφώνονται και κρατούν ένα μυστικό που θα επιλέξει, εν τέλει, την πάσα μυστικότητά του.

Τριτοπρόσωπες οι δυο πρώτες ιστορίες, πρωτοπρόσωπη η τρίτη και αποκαλυπτική η τελευταία σκηνή. Η συνάντηση με τον άλλον, και ο φίλος που είναι, ταυτοχρόνως, ο εαυτός και ο εχθρός.

Ένα βιβλίο με πολλές αναγνώσεις που αλλάζει πρόσωπα αναλόγως τον αναγνώστη. Ο κατακερματισμένος σύγχρονος εαυτός, η κατακερματισμένη ζωή και η αέναη αναζήτηση του χαμένου συμπαγούς προσώπου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top